Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι απαρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού: Η σοβιετική λογοτεχνία των ετών 1923–32

«Η νέα λογο­τε­χνία είναι ξένη προς κάθε καλ­λω­πι­σμό της αλή­θειας, ξένη προς κάθε ψευ­δαί­σθη­ση που μας κολα­κεύ­ει, είναι μια τέχνη που στό­χο έχει να ρίχνει τις μάσκες, στα­θε­ρά, απο­φα­σι­στι­κά και χωρίς έλε­ος» (Αλε­ξά­ντρ Φαντέ­γιεφ, 1901–1956)
Αν και ο σοσια­λι­στι­κός ρεα­λι­σμός καθιε­ρώ­θη­κε ως η επί­ση­μη σοβιε­τι­κή αισθη­τι­κή μετα­ξύ 1932 και 1934, τα σημα­ντι­κό­τε­ρα λογο­τε­χνι­κά έργα του γρά­φτη­καν στην περί­ο­δο αμέ­σως πριν από εκεί­νο το διά­στη­μα, για την ακρί­βεια, μετα­ξύ του τέλους του Εμφυ­λί­ου πολέ­μου και της αρχής του μεγά­λου φυσι­κού και κοι­νω­νι­κού μετα­σχη­μα­τι­σμού που σημα­το­δό­τη­σε η επι­τυ­χής ολο­κλή­ρω­ση του πρώ­του πεντα­ε­τούς σχε­δί­ου. Από τον Ήρε­μο Ντον και το Όργω­μα της Παρ­θέ­νας Γης του Μιχα­ήλ Σόλο­χοφ και το Τσι­μέ­ντο του Φιο­ντόρ Γκλα­ντ­κόφ ως τη Συντρι­βή του Αλε­ξά­ντρ Φαντέ­γιεφ, τον Τσα­πά­γιεφ του Ντμί­τρι Φουρ­μά­νοφ, τον Σιδε­ρέ­νιο Χεί­μαρ­ρο του Αλε­ξά­ντρ Σερα­φί­μο­βιτς και τον Μεγά­λο Πέτρο του Αλε­ξέι Τολ­στόι, η περί­ο­δος των ετών 1923–32 είναι η πιο γόνι­μη και εμβρι­θής σε κλα­σι­κά μυθι­στο­ρή­μα­τα σοσια­λι­στι­κού ρεα­λι­σμού σε όλη την ιστο­ρία της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης. Ακό­μα και τα δυο κλα­σι­κό­τε­ρα διη­γή­μα­τα αυτού του είδους από την επό­με­νη περί­ο­δο, το Πώς Δενό­τα­νε τ’ Ατσά­λι του Νικο­λάι Οστρόφ­σκι και το Παι­δα­γω­γι­κό Ποί­η­μα του Αντόν Μακά­ρεν­κο, αν και εκδό­θη­καν μετά το 1932, γρά­φτη­καν στην περί­ο­δο 1923–32.
Σύμ­φω­να με τον Φαντέ­γιεφ, έναν από τους πρω­τα­γω­νι­στές εκεί­νου του λογο­τε­χνι­κού οργα­σμού, η νέα — σοσια­λι­στι­κή και συνά­μα ρεα­λι­στι­κή — λογο­τε­χνία έχει καθή­κον να απει­κο­νί­ζει τόσο τον κομ­μου­νι­στή όσο και τον ταξι­κό αντί­πα­λο στην “πλή­ρη ζωντα­νή τους πραγ­μα­τι­κό­τη­τα”, απο­τυ­πώ­νο­ντας και τις ψυχο­λο­γι­κές εσω­τε­ρι­κές συγκρού­σεις που είναι ανα­πό­φευ­κτες για ανθρώ­πους που μετέ­χουν μιας επο­χής επα­να­στα­τι­κού μετα­σχη­μα­τι­σμού όπως ήταν εκεί­νη που ακο­λού­θη­σε τον Οκτώ­βρη. Ο ήρω­ας του “Ήρε­μου Ντον” του Σόλο­χοφ, ο Γκρι­γκό­ρι Μελέ­χοφ, είναι ίσως το χαρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρο παρά­δειγ­μα αυτού του “ζωντα­νού ανθρώ­που”. H εσω­τε­ρι­κή σύγκρου­ση του ατο­μι­κού με το συλ­λο­γι­κό οδη­γεί τον τρα­χύ κοζά­κο Μελέ­χοφ να συμπρά­ξει πρώ­τα με τον Λευ­κό Στρα­τό, μετά με τον Κόκ­κι­νο, και στη συνέ­χεια πάλι με τον Λευ­κό, ώσπου στο τέλος βρί­σκε­ται χαμέ­νος και νικη­μέ­νος. Ο Σόλο­χοφ διά­λε­ξε αυτόν τον παρα­δο­σια­κό κοζά­κο, και όχι κάποιον κομ­μου­νι­στή, ως τον βασι­κό ήρωα, ως τον πιο “ανθρώ­πι­νο” χαρα­κτή­ρα, για να κατα­δεί­ξει το μέγε­θος των αλλα­γών που επι­φέ­ρει στη ζωή των απλών ανθρώ­πων ο χεί­μαρ­ρος της επανάστασης.
To μυθι­στό­ρη­μα “Τσα­πά­γιεφ” του Ντμί­τρι Φουρ­μά­νοφ (1923), βασι­σμέ­νο σε αλη­θι­νά γεγο­νό­τα, έχει ως κύριο μοτί­βο τη σχέ­ση που ανα­πτύσ­σε­ται κατά τα χρό­νια του Εμφυ­λί­ου μετα­ξύ του διοι­κη­τή της 25ης Μεραρ­χί­ας του Κόκ­κι­νου Στρα­τού, Βασί­λι Ιβά­νο­βιτς Τσα­πά­γιεφ, που είναι αγράμ­μα­τος αγρό­της, και του πολι­τι­κού επι­τρό­που της μεραρ­χί­ας, Κλι­τσκόφ (που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας, που είχε υπη­ρε­τή­σει ως επί­τρο­πος της μεραρ­χί­ας του Τσα­πά­γιεφ). Οι δυο τους είναι τόσο δια­φο­ρε­τι­κοί, ο Τσα­πά­γιεφ είναι ένας τρα­χύς αλλά ατρό­μη­τος λαϊ­κός ήρω­ας, μια απλοϊ­κή φιγού­ρα που θυμί­ζει τους εξε­γερ­μέ­νους αγρό­τες-της μεσαιω­νι­κής Ρωσί­ας, και ο Κλι­τσκόφ ένας ραφι­να­ρι­σμέ­νος μπολ­σε­βί­κος επαγ­γελ­μα­τί­ας επα­να­στά­της. Η συνύ­παρ­ξή τους, που καθρε­φτί­ζει τη δια­λε­κτι­κή σχέ­ση μετα­ξύ αυθόρ­μη­του και συνει­δη­τού, απο­δει­κνύ­ε­ται καρ­πο­φό­ρα: ο Τσα­πά­γιεφ μαθαί­νει να ξεπερ­νά τον “αναρ­χι­κό” αυθορ­μη­τι­σμό του και να μετα­τρέ­πε­ται σιγά-σιγά από “Ρομπέν των Δασών” σε συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νο ταξι­κό επα­να­στά­τη με τη βοή­θεια του Κλι­τσκόφ, και ο Κλι­τσκόφ μαθαί­νει να μετου­σιώ­νει την επα­να­στα­τι­κή θεω­ρία σε πρά­ξη μέσω της ζύμω­σης με τις λαϊ­κές μάζες που ενσαρ­κώ­νει ο Τσα­πά­γιεφ. Το γεγο­νός ότι δυο αρχι­κά τόσο δια­φο­ρε­τι­κοί άνθρω­ποι κατα­φέρ­νουν να αλλη­λο­συ­μπλη­ρώ­νο­νται εν αρμο­νία βοη­θά τη μεραρ­χία να νική­σει τους εχθρούς της στην απο­φα­σι­στι­κή μάχη στα Ουρά­λια, στην οποία (όπως και στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τον Ιού­νιο του 1919) σκο­τώ­νε­ται ηρω­ι­κά ο Τσα­πά­γιεφ. Το βιβλίο έγι­νε, δέκα χρό­νια μετά την έκδο­σή του, μια από τις καλύ­τε­ρες σοβιε­τι­κές ται­νί­ες, από τους αδελ­φούς Βασί­λιεφ. Παρα­κά­τω είναι ολό­κλη­ρη η ται­νία (με αγγλι­κούς υπότιτλους):
Τον Εμφύ­λιο έχει ως κύριο θέμα και η “Συντρι­βή” του Αλε­ξά­ντρ Φαντέ­γιεφ (1927). Πρω­τα­γω­νι­στής του είναι ο Οσίπ Αμπρά­μο­βιτς Λέβιν­σον, διοι­κη­τής κόκ­κι­νου παρ­τι­ζά­νι­κου απο­σπά­σμα­τος που μάχε­ται ενά­ντια στους Ιάπω­νες επεμ­βα­τι­στές στη ρώσι­κη Άπω Ανα­το­λή. Ο Λέβιν­σον συμ­βο­λί­ζει τον “νέο άνθρω­πο” του σοσια­λι­σμού, όντας αυτο­δη­μιούρ­γη­τος, με σιδε­ρέ­νια θέλη­ση, και “ο μόνος άνθρω­πος σε όλο τον λόχο, που δεν έχει ξεχά­σει το πώς είναι να γελάς” (σελ. 152). Όπως όλοι οι “μαχό­με­νοι ήρω­ες” του σοσια­λι­στι­κού ρεα­λι­σμού — αλλά και όπως ο Ραχ­μέ­τοφ στο “Τι να Κάνου­με” του Νικο­λάι Τσερ­νι­σέφ­σκι από τον 19ο αιώ­να — ο Λέβιν­σον περι­φρο­νεί τον ύπνο, ενώ όταν ο καλύ­τε­ρός του φίλος και σύντρο­φος στα όπλα, βαριά τραυ­μα­τι­σμέ­νος, κιν­δυ­νεύ­ει να πέσει στα χέρια των εχθρών, ο Λέβιν­σον με αυτα­πάρ­νη­ση του δίνει δηλη­τή­ριο για να πεθά­νει εν ειρή­νη, λέγο­ντας “θα ήμουν άκαρ­δος αν τον άφη­να να ζει” (σελ. 129). Ένα σημα­ντι­κό μοτί­βο του διη­γή­μα­τος είναι η μονα­ξιά, αφού ο Λέβιν­σον έχει απο­ξε­νω­θεί από την οικο­γέ­νειά του, γινό­με­νος επαγ­γελ­μα­τί­ας επα­να­στά­της, και η σχέ­ση του με τη μονά­δα που διοι­κεί είναι για τον ίδιο ένας τρό­πος υπέρ­βα­σης αυτής της μοναξιάς.
Ο κρι­τι­κός Αλε­ξά­ντρ Βορόν­σκι (1884–1943) περι­γρά­φει τους ήρω­ες αυτού του τύπου ως “δυνα­τούς και υγιείς μαχη­τές για την κοι­νω­νι­κή δικαιο­σύ­νη”. Οι πρω­τα­γω­νι­στές των σοσια­λι­στι­κο-ρεα­λι­στι­κών διη­γη­μά­των “μετα­σχη­μα­τί­ζουν την κοι­νω­νία και τη φύση, λύνουν τα αινίγ­μα­τα του σύμπα­ντος με την επι­στή­μη, υπερ­βαί­νο­ντας τους χαρα­κτή­ρες της κλα­σι­κής ρώσι­κης λογο­τε­χνί­ας”. Ο Βορόν­σκι συνε­χί­ζει: “Ο ήρω­ας αυτός είναι πάντα σε εγρή­γορ­ση, πάντα με το λαό, μέσα στο λαό. Μαζί στα χαρα­κώ­μα­τα, στα ανα­χώ­μα­τα, ανα­πτύσ­σει την περι­φρό­νη­ση του θανά­του. Η προ­σω­πι­κή του ζωή πρέ­πει να είναι τόσο συν­δε­δε­μέ­νη με την κοι­νω­νι­κή ώστε να μην απο­τε­λεί εμπό­διο η πρώ­τη στη δεύ­τε­ρη. Στην παλιά κοι­νω­νία αισθά­νε­ται σαν κατά­σκο­πος σε εχθρι­κό στρα­τό­πε­δο. Η μόνη του σχέ­ση με τον παλιό κόσμο είναι αυτή του κατε­δα­φι­στή, με τον νέο: αυτή του οικοδόμου.”
Την οικο­δό­μη­ση του σοσια­λι­σμού έχει ως θέμα το κλα­σι­κό μυθι­στό­ρη­μα “Τσι­μέ­ντο” του Φιό­ντορ Γκλα­ντ­κόφ (1925). O πρω­τα­γω­νι­στής του, Γκλεμπ Τσου­μά­λοφ, γυρί­ζει στη μικρή πόλη του μετά τη λήξη του Εμφυ­λί­ου, για να βρει τη γυναί­κα του, Ντά­σα, πολύ δια­φο­ρε­τι­κή και αλλαγ­μέ­νη, το εργο­στά­σιο τσι­μέ­ντου κλει­στό, την πόλη ρημαγ­μέ­νη και τους εργά­τες απο­γοη­τευ­μέ­νους με τις επα­να­στα­τι­κές ιδέ­ες και απρό­θυ­μους για οποια­δή­πο­τε προ­ο­πτι­κή σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης. Η πλο­κή περι­στρέ­φε­ται αφε­νός γύρω από τις προ­σπά­θειες του Γκλεμπ να ξανα­νοί­ξει το εργο­στά­σιο και να αρχί­σει να χτί­ζει το σοσια­λι­σμό, και αφε­τέ­ρου από τη ριζι­κή αλλα­γή στις προ­σω­πι­κές σχέ­σεις που έχει επι­φέ­ρει η επα­νά­στα­ση, μιας και η Ντά­σα, όντας πια οικο­νο­μι­κά χει­ρα­φε­τη­μέ­νη και ανε­ξάρ­τη­τη, αρνεί­ται να παί­ξει το ρόλο της παρα­δο­σια­κής συζύ­γου. Το γεγο­νός ότι η μικρή κόρη του ζευ­γα­ριού πεθαί­νει τελι­κά σε ορφα­νο­τρο­φείο, αφού πατέ­ρας και μητέ­ρα προ­τι­μούν να αφιε­ρω­θούν στην οικο­δό­μη­ση του σοσια­λι­σμού παρά στο μεγά­λω­μα του παι­διού, προ­κά­λε­σε αντι­δρά­σεις από πολ­λούς σοβιε­τι­κούς κρι­τι­κούς ένα­ντι του μυθι­στο­ρή­μα­τος, με τον Οσίπ Μπρικ (1888–1945), σύζυ­γο της μού­σας του Μαγια­κόφ­σκι, Λίλια Μπρικ, να χαρα­κτη­ρί­ζει το βιβλίο “ένα φτη­νό κομ­μά­τι προ­λε­τα­ρια­κής μυθο­λο­γί­ας, με ήρω­ες που θυμί­ζουν μίγ­μα νιτσεϊ­κού υπε­ραν­θρώ­που και μεσαιω­νι­κού μπο­γκα­τίρ” και ότι “η μετα­τρο­πή της Ντά­σα σε μια Ζαν ντ’ Αρκ καθό­λου δε λύνει τα πολύ­πλο­κα προ­βλή­μα­τα που αντι­με­τω­πί­ζει σήμε­ρα η νέα γυναί­κα.” Παρ’ όλα αυτά, το Τσι­μέ­ντο έγι­νε ένα από τα κλα­σι­κά έργα του σοσια­λι­στι­κού ρεα­λι­σμού, και ο Γκλα­ντ­κόφ είχε τη στή­ρι­ξη του Μαξίμ Γκόρκι.
H νου­βέ­λα “Μπερ­ντί­τσεφ” του Bασί­λι Γκρό­σμαν (ένα από τα αγα­πη­μέ­να διη­γή­μα­τα του Γκόρ­κι) έχει ως θέμα μια γυναί­κα επί­τρο­πο του Κόκ­κι­νου Στρα­τού στον Εμφύ­λιο, που μένει έγκυος κατά τη διάρ­κεια του πολέ­μου και δια­μέ­νει με μια εβραϊ­κή οικο­γέ­νεια μέχρι να γεν­νή­σει. Όταν τελι­κά γεν­νά­ει, με δάκρυα στα μάτια αφή­νει το παι­δί στην οικο­γέ­νεια και φεύ­γει για το μέτω­πο. Η έμπνευ­ση του Γκρό­σμαν ήταν η αλη­θι­νή ιστο­ρία της Λαρί­σα Ράισ­νερ (1896–1926) που υπη­ρέ­τη­σε ως επί­τρο­πος του Κόκ­κι­νου Στρα­τού στον Εμφύ­λιο. Η νου­βέ­λα έγι­νε ται­νία, το 1968, με τίτλο Комиссар (Επί­τρο­πος). Η ιστο­ρία τα έφε­ρε έτσι που η ται­νία προ­βλή­θη­κε μόνο το 1988, καθώς το 1968 — τον και­ρό των πολέ­μων Ισρα­ήλ-Αρά­βων και των πολύ τετα­μέ­νων σοβιε­το-ισραη­λι­νών σχέ­σε­ων — θεω­ρή­θη­κε ότι επει­δή οι εβραί­οι χαρα­κτή­ρες της ται­νί­ας απει­κο­νί­ζο­νταν με πολύ θετι­κό τρό­πο, η ται­νία περ­νού­σε “αντι­σο­βιε­τι­κά μηνύματα”…
Με την έναρ­ξη της μαζι­κής βιο­μη­χα­νο­ποί­η­σης, κολ­λε­κτι­βο­ποί­η­σης και εκσυγ­χρο­νι­σμού της ΕΣΣΔ το 1928, οι συγ­γρα­φείς επι­κε­ντρώ­θη­καν στη δημιουρ­γία μυθι­στο­ρη­μά­των με θέμα το πρώ­το πεντα­ε­τές πλά­νο και τις μεγά­λες αλλα­γές που επέ­φε­ρε στη σοβιε­τι­κή κοι­νω­νία. Ίσως κάπως ειρω­νι­κό, θα έλε­γε κανείς, είναι το γεγο­νός ότι το πρώ­το σημα­ντι­κό διή­γη­μα αυτής της νέας περιό­δου γρά­φτη­κε από τον “Κόκ­κι­νο Κόμη” Αλε­ξέι Νικο­λά­γιε­βιτς Τολ­στόι, από­γο­νο της αρι­στο­κρα­τι­κής οικο­γέ­νειας που είχε ως λαμπρό­τε­ρο μέλος της τον Λέο­ντα Τολ­στόι, με θέμα τον Τσά­ρο Μεγά­λο Πέτρο. Το ιστο­ρι­κό αυτό μυθι­στό­ρη­μα, σε αντί­θε­ση με τις προη­γού­με­νες λογο­τε­χνι­κές προ­σπά­θειες απει­κό­νι­σης του Μεγά­λου Πέτρου, που εστιά­ζουν στην προ­σω­πι­κή και συναι­σθη­μα­τι­κή του ζωή (όπως π.χ. του Ντμί­τρι Μερεζ­κόφ­σκι), εστιά­ζει στην προ­σπά­θεια ταχέ­ος εκμο­ντερ­νι­σμού της Ρωσί­ας των αρχών του 17ου αιώ­να από τον Πέτρο, που οδή­γη­σε στην ετοι­μό­τη­τα της άλλο­τε υπο­α­νά­πτυ­κτης Ρωσί­ας να αντι­με­τω­πί­σει νικη­φό­ρα τους Σου­η­δούς στον πόλε­μο του 1709 χάρη στις ριζι­κές μεταρ­ρυθ­μί­σεις του Πέτρου. O Tσά­ρος παρου­σιά­ζε­ται σαν ακού­ρα­στος μεταρ­ρυθ­μι­στής της Ρωσί­ας, σαν ένας πρώ­ι­μος Στά­λιν (τότε ήταν η περί­ο­δος που ο Στά­λιν είχε δια­μη­νύ­σει “πρέ­πει μέσα σε δέκα χρό­νια να έχου­με κάνει πρό­ο­δο ίση με πενή­ντα ετών, αλλιώς είμα­στε χαμέ­νοι”). Ο Τολ­στόι βάζει τον Πέτρο να κραυ­γά­σει “Στη Ρωσία το παν πρέ­πει να κατα­στρα­φεί και να φτια­χτεί ξανά και­νού­ριο!” (σελ. 298). Η χαο­τι­κή ρώσι­κη φύση να μετα­σχη­μα­τι­στεί και το τεμπέ­λι­κο ένστι­κτο να δαμα­στεί. Το έργο του Τολ­στόι έγι­νε γρή­γο­ρα κλα­σι­κό, και πάνω σε αυτό γυρί­στη­καν δυο σοβιε­τι­κές ται­νί­ες για τον Μεγά­λο Πέτρο, το 1937 και το 1938 (παρα­κά­τω με αγγλι­κούς υπότιτλους):

Ο Μαξίμ Γκόρκι ως παιανιστής του κοινωνικού και φυσικού μετασχηματισμού

Maxim GorkyΟ Μαξίμ Γκόρ­κι, που είχε επι­στρέ­ψει στη Ρωσία το 1929, έγι­νε από την πρώ­τη στιγ­μή ο υμνω­δός των μεγά­λων κοι­νω­νι­κών εγχει­ρη­μά­των του πρώ­του πεντα­ε­τούς σχε­δί­ου και των πρω­τα­γω­νι­στών του. Στο άρθρο του με τίτλο “Δέκα Χρό­νια” με αφορ­μή τα δέκα χρό­νια από την Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση, εξυ­μνεί “τον νέο Ρώσο άνθρω­πο, τον χτί­στη την νέας χώρας”, έναν άνθρω­πο “μικρό αλλά μεγά­λο”, και επαί­νε­σε τις μάζες για “το ξωπέ­ταγ­μα της παλιάς ατο­μι­κί­στι­κης και δου­λι­κής ψυχο­λο­γί­ας” ως έναν πραγ­μα­τι­κό θρί­αμ­βο (ο Λένιν, άλλω­στε, είχε προ και­ρού τονί­σει τη σημα­σία της υπέρ­βα­σης αυτής της αρνη­τι­κής ψυχο­λο­γί­ας των Ρώσων, που έβρι­σκε την τέλεια περι­γρα­φή της στον χαρα­κτή­ρα του “Ομπλό­μοφ” από το ομώ­νυ­μο μυθι­στό­ρη­μα του Ιβάν Γκον­τσά­ροφ τον 19ο αιώ­να). Ο Γκόρ­κι θεω­ρού­σε ότι ο σοσια­λι­στι­κός μετα­σχη­μα­τι­σμός της κοι­νω­νί­ας θα θερά­πευε για πάντα αυτή την “ομπλο­μο­φι­κή αρρώστεια”.
Στο άρθρο του “Το νέο και το παλιό” (επί­σης του 1927) ο Γκόρ­κι επαι­νεί τη νέα γυναί­κα, που “από νοι­κο­κυ­ρά του σπι­τιού έγι­νε η αφέ­ντρα (khoziaika) του σοβιε­τι­κού κρά­τους”. Στο “Μικροί άνθρω­ποι, Μεγά­λα έργα” (1928) ύμνη­σε “τα ανεί­πω­τα κατορ­θώ­μα­τα της συλ­λο­γι­κής δύνα­μης των απλών ανθρώ­πων” αντι­τι­θέ­με­νος στην καρ­λαϊ­λι­κή θεω­ρία των “μεγά­λων ανδρών” και τον νιτσεϊ­κό υπε­ράν­θρω­πο, λέγο­ντας για τον σοβιε­τι­κό λαό: “η συγκε­ντρω­μέ­νη μας ενέρ­γεια μπο­ρεί να πετύ­χει θαύ­μα­τα!” και συνέ­χι­σε “αξί­ζου­με μια ηρω­ι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αλλά πώς γίνε­ται η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ηρω­ι­κή; Μόνο με άθλους της δου­λειάς (trudovym podvigom)”, με δου­λειά που εξα­γνί­ζει την ίδια τη ζωή από τις αμαρ­τί­ες της, με αγώ­να ενά­ντια στη σκλα­βιά, για την ελευ­θε­ρία. Έτσι φτιά­χνο­νται οι ζωντα­νοί θρύ­λοι”. Ακό­μα και οι άγιοι του Χρι­στια­νι­σμού, συνε­χί­ζει ο Γκόρ­κι “που οι λαοί τίμη­σαν με την αγά­πη τους, δεν ήταν αυτοί που παραι­τού­νταν από τον κόσμο για προ­σω­πι­κό όφε­λος, αλλά αυτοί που ακα­τά­παυ­στα μάχο­νταν ενά­ντια στο κακό όσο ζού­σαν, μέσα στα εγκό­σμια, μέσα στο λαό.”
Παρ’ όλα αυτά, ο Γκόρ­κι δεν παρέ­λει­πε να υπεν­θυ­μί­ζει ότι το επα­να­στα­τι­κό πάθος χρεια­ζό­ταν να ελέγ­χε­ται και να καθο­δη­γεί­ται ορθο­λο­γι­κά: “Με τη λογι­κή, την επι­στή­μη, την τεχνο­λο­γία και τη θέλη­ση, ο άνθρω­πος θα ξεπε­ρά­σει το ασια­τι­κό χάος και θα υπερ­νι­κή­σει τα στοι­χεία της φύσης”. Συν­δέ­ο­ντας τον ταξι­κό αγώ­να (κατά της οπι­σθο­δρο­μι­κό­τη­τας του “ασια­τι­κού χάους”) με τον αγώ­να για εξη­μέ­ρω­ση των στοι­χεί­ων της φύσης, ο Γκόρ­κι παρό­τρυ­νε τους ανερ­χό­με­νους συγ­γρα­φείς να δημιουρ­γή­σουν τα νέα “έπη της βιομηχανοποίησης”.
Ο πρώ­τος που τον ακο­λού­θη­σε ήταν ο Βαλε­ντίν Κατά­γιεφ (1897–1986) με το μυθι­στό­ρη­μα “Εμπρός!” (1930) που εμπνεύ­στη­κε τον τίτλο του από ποί­η­μα του Μαγια­κόφ­σκι, που είχε αυτο­κτο­νή­σει εκεί­νη τη χρο­νιά. Το βιβλίο περι­γρά­φει το χτί­σι­μο της πόλης Μαγκνι­το­γκόρσκ στα Ουρά­λια, ακρι­βώς στο σύνο­ρο Ευρώ­πης-Ασί­ας. Η επιρ­ροή του Γκόρ­κι είναι ξεκά­θα­ρη σε γραμ­μές όπως “Παντού άκου­γες μικρούς ανθρώ­πους και τα τρα­γού­δια τους. Ήταν όμως τρα­γού­δια γιγά­ντων!” Κύριο μοτί­βο είναι ο ηρω­ι­σμός και η αυτο­θυ­σία των εργα­τών, που δου­λεύ­ουν “με παγω­μέ­να δάχτυ­λα στο πολι­κό ψύχος, λιπο­θυ­μώ­ντας, στη λυσ­σα­σμέ­νη μάχη του ανθρώ­που με τη φύση”. Αυτή η τελευ­ταία γραμ­μή συν­δυά­ζει τη “λύσ­σα των γεν­ναί­ων” (Γκόρ­κι) με τη “μάχη με το Θεό” (Bogoborchestvo) του Βια­τσε­σλάβ Ιβά­νοφ. Τα παγω­μέ­να δάχτυ­λα γίνο­νται τραύ­μα­τα τιμής, τα βιο­μη­χα­νι­κά ατυ­χή­μα­τα απώ­λειες μάχης, και ο πρω­τα­γω­νι­στής, ο μηχα­νι­κός Μαρ­γκού­λις, δεί­χνει το μέλ­λον: “Ποτέ ξανά δε θα ‘μαστε Ασία!” (σελ. 334). Ο Μαρ­γκού­λις, ως τυπι­κός ήρω­ας σοσια­λι­στι­κο-ρεα­λι­στι­κού μυθι­στο­ρή­μα­τος, δου­λεύ­ει όλη μέρα και όλη νύχτα χωρίς στά­λα ύπνου, αρνεί­ται να πάρει μισθό μεγα­λύ­τε­ρο από τους υπό­λοι­πους εργά­τες και περι­φρο­νεί τις ηδο­νές της σάρ­κας, αλλά στο τέλος της ιστο­ρί­ας δέχε­ται πρό­τα­ση γάμου από την εργά­τρια Σού­ρα Σολ­ντά­το­βα. Eίναι σημα­ντι­κή εδώ η αντι­στρο­φή των παρα­δο­σια­κών ρόλων των δύο φίλων, καθώς την πρό­τα­ση την κάνει η γυναί­κα, όπως συμ­βο­λι­κό είναι και το επί­θε­τό της, που προ­έρ­χε­ται από τη λέξη στρα­τιώ­της (soldat). Σημα­ντι­κό είναι επί­σης το γεγο­νός ότι και εδώ, όπως και στην “Συντρι­βή” (αλλά και στην “Αθα­να­σία” του Αντρέι Πλα­τό­νοφ, το “Μπερ­ντί­τσεφ” κλπ) ο ήρω­ας είναι εβραϊ­κής κατα­γω­γής. Οι συγ­γρα­φείς προ­σπα­θού­σαν να κατα­πο­λε­μή­σουν τον — μέχρι τότε διά­χυ­το στη ρώσι­κη κοι­νω­νία — αντι­ση­μι­τι­σμό απει­κο­νί­ζο­ντας τους εβραί­ους χαρα­κτή­ρες ως θετι­κά είδω­λα. Ο Μαρ­γκού­λις έχει ως φιλο­σο­φία ζωής το “οι νόμοι της φύσης είναι απα­ράλ­λα­κτοι, αλλά και η ανθρώ­πι­νη ιδιο­φυία απεριόριστη”.
Ίσως το πιο χαρα­κτη­ρι­στι­κό δείγ­μα του ενθου­σια­σμού των συγ­γρα­φέ­ων εκεί­νης της επο­χής για τον μεγά­λο φυσι­κό και κοι­νω­νι­κό σχε­δια­σμό που γινό­ταν πρά­ξη από τα σοσια­λι­στι­κά πεντα­ε­τή σχέ­δια, είναι ένας μονό­λο­γος από το μυθι­στό­ρη­μα του Λεο­νίντ Λεό­νοφ “Ένας σοβιε­τι­κός ποτα­μός”. To έργο δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στην ασια­τι­κή Ρωσία, όπου χτί­ζε­ται ένα γιγα­ντιαίο φράγ­μα στη συμ­βο­λή δυο μεγά­λων ποτα­μών. Ο Βησ­σα­ρί­ων, που κάπο­τε ήταν μονα­χός και τώρα γραμ­μα­τέ­ας της εργα­τι­κής λέσχης, λέει: “Σ’ αυτό το μέλ­λον, που ξεκι­νά από ‘δω, θα φτια­χτεί μια νέα φιλία, που θα ‘χει βάση την ισό­τη­τα, όχι την υπο­τα­γή, θα ‘χει φτια­χτεί μια συλ­λο­γι­κή ανθρώ­πι­νη ψυχή… …To ρολόι του χρό­νου θα σκαρ­φα­λώ­σει τα Ιμα­λάια των νέων πραγ­μά­των… …Σ’ αυτό το τελευ­ταίο προ­σκύ­νη­μα θα γεν­νη­θούν οι άνθρω­ποι μιας νέας γενιάς, χωρίς ανά­γκες, ο πλα­νή­της ολά­κε­ρος θα γίνει η πατρί­δα των ανθρώ­πων, οι λέξεις αγά­πη και ήλιος θ’ απο­χτή­σουν ξανά την πραγ­μα­τι­κή τους σημα­σία, θα ‘ναι τότε χαρού­με­νοι ταυ­τό­χρο­να όλοι κι ο καθένας…”
Αυτός ο ουτο­πι­κός μονό­λο­γος, που συμ­βο­λί­ζει το κατά Γκόρ­κι “χωρίς ορθο­λο­γι­κό έλεγ­χο και καθο­δή­γη­ση επα­να­στα­τι­κό πάθος” δεί­χνει τον ενθου­σια­σμό των λογο­τε­χνών της πρώ­της δεκα­πε­ντα­ε­τί­ας του σοβιε­τι­κού εγχει­ρή­μα­τος για την προ­ο­πτι­κή μιας ενο­ποι­η­μέ­νης ανθρω­πό­τη­τας. Η γενιά εκεί­νη, που γέν­νη­σε τα περισ­σό­τε­ρα αρι­στουρ­γή­μα­τα του σοσια­λι­στι­κού ρεα­λι­σμού πριν αυτός απο­τε­λέ­σει την επί­ση­μη κομ­μα­τι­κή και κρα­τι­κή αισθη­τι­κή της σοβιε­τι­κής τέχνης, όπως και οι φου­του­ρι­στές και η υπό­λοι­πη Ρώσι­κη πρω­το­πο­ρία, δια­κα­τέ­χο­νταν από έναν, κάποιες φορές ανε­ξέ­λεγ­κτο αλλά σχε­δόν πάντα υγιή “επα­να­στα­τι­κό ρομα­ντι­σμό”, ήταν όμως όλοι πεπει­σμέ­νοι ότι, ακό­μα κι αν τελι­κά απο­τύ­χαι­νε η πρώ­τη σοσια­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση, η δική τους γενιά θα ήταν για πάντα αυτή που έκα­νε εφι­κτό το προ­αιώ­νιο παναν­θρώ­πι­νο όρα­μα για τη μετά­βα­ση από το βασί­λειο της ανά­γκης σε αυτό της ελευ­θε­ρί­ας, την υπέρ­βα­ση της προϊ­στο­ρί­ας του ανθρώ­που, την έφο­δο στον ουρανό.
____________________________________________________________
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bernice Glatzer Rosenthal: New Myth, New World
Aleksandr Selivanovskii, “Korni tvorcheskikh raznoglasii,” Oktiabr 5 (Μάιος 1929): 187 
Aleksandr Fadeyev, The Nineteen, trans. R. D. Charques (Westport, Conn., 1973), 152. 
Aleksandr Voronsky στο:  Maguire, Red Virgin Soil, 272–73.
Vahan Barooshian, Mayakovsky and Brik (The Hague, I978), 87–88.  
Aleksey Tolstoi, Peter the First, trans. Tatiania Shebunin (New York, 1959), 298. 
Maxim Gorky: “Desiat let’,” in GSS, 24:289, 292–93.
Maxim Gorky: “O novom i o starom,” in GSS, 24:294. 
Maxim Gorky: “O ‘malenkikh’ liudakh i o velikikh rabotakh,” in GSS, 25:8‑I7. Maxim Gorky: “Besede o remesle,” in GSS, 25:319–25.   
Maxim Gorky: “O meshchanstve,” in GSS, 25:18–28.
Maxim Gorky: “O starichakh,” in GSS, 25:280, 281, 292. 
Maxim Gorky: “O nashikh dostizheniiakh,” in GSS, 24:386–87.
Maxim Gorky: “O bor’be s prirodoi,” in GSS, 26:198.   
Valentin Kataev, Time Forward! trans. Charles Malamuth (Bloomington, 1976), 309. 
Leonid Leonov, Soviet River, trans. Ivor Montagu and Sergei Na!bondov, foreword by Maxim Gorky (Westport, 1973), 350.
Αντώ­νης Π.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο