Η NEW STAR ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΝΟ ΟΛΜΙ
«ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΜΕΝΟΙ»
I Fidanzati
Ιταλία, 1963, Δράμα, Α/Μ, 77΄
Σκηνοθεσία: Ερμάνο Όλμι
Σενάριο: Ερμάνο Όλμι
Μουσική: Τζάνι Φέριο
Πρωταγωνιστούν: Κάρλο Καμπρίνι, Άννα Κάντζι
ΣΥΝΟΨΗ
Ένας εργάτης από το Μιλάνο παίρνει μετάθεση, για ενάμιση χρόνο, σε ένα εργοστάσιο στη Σικελία, αφήνοντας πίσω την αρραβωνιαστικιά του, με την οποία η σχέση τους είναι ήδη τεταμένη. Αυτός ο χωρισμός, όμως, που θα μπορούσε να είναι καταστροφικός, αποδεικνύεται ότι φέρνει αναπάντεχες εξελίξεις.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
Ο Τζοβάνι ζει στο Μιλάνο, όπου εργάζεται σε ένα εργοστάσιο ως οξυγονοκολλητής. Η εταιρεία του, του προσφέρει καλύτερο μισθό και προαγωγή εαν πάει για δεκαοχτώ μήνες να δουλέψει σε ένα καινούργιο εργοστάσιο στη Σικελία. Ο Τζοβάνι δέχεται, όμως αυτή του η απόφαση δεν βρίσκει σύμφωνη την αρραβωνιαστικιά του, τη Λιλιάνα. Η σχέση τους έχει ήδη προβλήματα, σχεδόν δε μιλούν μεταξύ τους, και το μέλλον προβλέπεται αβέβαιο. Στο Μιλάνο κάνουν καμιά φορά βόλτα με τη μοτοσυκλέτα του Τζοβάνι, αλλά συνήθως συναντιούνται σε μία αίθουσα χορού, όπου ο Τζοβάνι χορεύει και με άλλες γυναίκες, κάτω από το πικραμένο βλέμμα της αρραβωνιαστικιάς του.
Φτάνοντας στη Σικελία, ο Τζοβάνι προσπαθεί να προσαρμοστεί στο καινούργιο, και πολύ διαφορετικό από αυτό που ήξερε, περιβάλλον. Στην αρχή ζει σε ένα ξενοδοχείο και τον παρακολουθούμε να πηγαίνει στη δουλειά του, να περπατάει στην πόλη, μόνος και σιωπηλός. Βρίσκει ένα δωμάτιο να μείνει, μετέχει σε διάφορες τοπικές εκδηλώσεις, αρχίζει να μιλάει λίγο με τους ανθρώπους και, σιγά-σιγά, αρχίζει να σκέφτεται και τη σχέση του με τη Λιλιάνα. Συνειδητοποιεί ότι την έχει πικράνει με τις παροδικές απιστίες του. Μια δειλή, στην αρχή, αλληλογραφία αρχίζει μεταξύ τους. Μια κάρτα, λίγα λόγια και, σταδιακά, όλο και περισσότερα και πιο συχνά γράμματα. Φαίνεται σαν όσα δεν μπορούσαν να πουν όταν ήταν μαζί, βρίσκουν τώρα τον τρόπο να τα εκφράσουν μέσα από τις γραπτές λέξεις. Η αγάπη τους ζωντανεύει και το μέλλον δεν είναι πια αβέβαιο. Τώρα μπορούν να χαμογελούν και να ελπίζουν.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ
Στη σκηνοθετική πορεία του Όλμι, οι «Αρραβωνιασμένοι» συνδέονται συνήθως με την προηγούμενη ταινία του, τη «Θέση» («Il Posto»). Και όχι τυχαία. Διαφορετικές στην πλοκή, και οι δύο ταινίες αγγίζουν το λεγόμενο «οικονομικό θαύμα» της δεκαετίας του ’60 στην Ιταλία, έχουν έντονα νεορεαλιστικά στοιχεία και, φυσικά, μία σχεδόν κοινή σκηνή. Η «Θέση» κλείνει με μια παραμονή Πρωτοχρονιάς σε μια αίθουσα χορού, οι «Αρραβωνιασμένοι» ανοίγουν με μια αίθουσα χορού, στην οποία πηγαίνουν άνθρωποι, μεταξύ αυτών και οι δύο αρραβωνιασμένοι, να περάσουν μερικές ώρες. Και στις δύο ταινίες οι σκηνές μοιάζουν πολύ στην προσέγγιση και το χτίσιμό τους, με αίθουσες σχεδόν άδειες στην αρχή, ενώ κάθε μικρή λεπτομέρεια παρουσιάζεται έτσι ώστε να αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα.
Οι «Αρραβωνιασμένοι» είναι η πρώτη ταινία που ο Όλμι απομακρύνεται αισθητά από το παρελθόν του ως κινηματογραφιστής ντοκιμαντέρ και αποκτά μια πιο τρυφερή, ποιητική διάθεση. Παρόλα αυτά, τα τοπία στα οποία πλανάται ο Τζοβάνι είναι βασικό κομμάτι της ταινίας, με εκπληκτικές εικόνες της αγροτικής Σικελίας (η θάλασσα, οι αγροί, οι λόφοι από αλάτι στις αλυκές), αλλά και της βιομηχανικής που αναπτύσσεται (οι νυχτερινές εικόνες της δουλειάς στο εργοστάσιο, με τους σπινθήρες της οξυγονοκόλλησης να ξεπηδούν σαν πυροτεχνήματα). Η σκηνή της γιορτής με τις μάσκες είναι, επίσης, πραγματική, γυρισμένη στο Πατερνό της Σικελίας, που παλιότερα ήταν φημισμένο για το καρναβάλι του.
Ο Όλμι επιμένει, επίσης, στη χρήση ηθοποιών που δεν είναι εντελώς επαγγελματίες κι αυτό δίνει στην ταινία μια αίσθηση «αληθοφάνειας». Κανένας από τους δύο πρωταγωνιστές δεν έκανε καριέρα στο σινεμά. Ο Κάρλο Καμπρίνι (Τζοβάνι), έχει εμφανιστεί σε δύο ακόμη ταινίες («Il terrorista», 1963 και «Garofano Rosso», 1976), ενώ η Άννα Κάντζι (Λιλιάνα) έκανε μία μόνο εμφάνιση ακόμη, το 1979, στην ταινία «Sbirro, la tua legge è lenta… la mia no!».
Παράλληλα με την πολιτική διάσταση της ταινίας, που αναδύεται μέσα από τις ιστορίες των πρωταγωνιστών, αλλά και τους – λιγοστούς – διαλόγων των προσώπων που περνούν από τις σκηνές (στην ταινία δεν υπάρχουν, στην ουσία, δευτερεύοντες χαρακτήρες), τη φτώχεια, την ανασφάλεια, την ανεργία που αναγκάζει τους εργάτες να μεταναστεύουν για να βρουν δουλειά, ενυπάρχει και η χριστιανική προσέγγιση του Όλμι, η αγάπη του ανθρώπου προς τον άνθρωπο, η αναζήτηση βαθύτερων ηθικών και πνευματικών αξιών. Εξάλλου, το βραβείο OCIC (Organisation Catholique Internationale du Cinema), με το οποίο τιμήθηκε η ταινία στο Φεστιβάλ Καννών, είναι βραβείο της Παγκόσμιας Καθολικής Ένωσης για την Επικοινωνία, οργανισμού αναγνωρισμένου από το Βατικανό, που απονέμεται σε επαγγελματίες των μέσων μαζικής επικοινωνίας που προωθούν με το έργο τους θέματα ανθρώπινης κατανόησης και επικοινωνίας από κάθε χώρα και πολιτισμό.
ΕΡΜΑΝΟ ΟΛΜΙ
Γεννήθηκε στο Μπέργκαμο, στις 24 Ιουλίου. Γιος χωρικών, έζησε στερημένα παιδικά χρόνια. Σπούδασε σε δραματική σχολή στο Μιλάνο, αλλά στη συνέχεια εργάστηκε στη μεγάλη ηλεκτρική εταιρεία Edisonvolta, όπου για μία σχεδόν δεκαετία, (1052–61), σκηνοθέτησε περισσότερες από 40 ταινίες μικρού μήκους, με χαρακτήρα ντοκιμαντέρ. Η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, με τίτλο «Ο χρόνος σταμάτησε» (Il tempo si e fermato, 1959), σημείωσε μεγάλη επιτυχία και ακολούθησαν τα φιλμ «Η θέση» (Il posto, 1961), που περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία από την υπαλληλική του καριέρα στην ηλεκτρική εταιρεία, και «Οι αρραβωνιασμένοι» (I fidanzati, 1963). Ακολούθησε μια καθαρά εμπορική ταινία, «Και ήρθε ένας άνθρωπος» (E venne un uomo, 1964), με θέμα τον πάπα Ιωάννη ΚΓ’ και με τον Ροντ Στάιγκερ στον ρόλο του Πάπα και στη συνέχεια οι ταινίες «Κάποια μέρα» (Un certo giorno, 1968), «Στη διάρκεια του καλοκαιριού» (Durante l’estate, 1971) και «Η περίσταση» (La circostanza, 1974). Το 1978 σκηνοθέτησε την πιο γνωστή ταινία του, «Το δέντρο με τα τσόκαρα» (L’albero degli zoccoli), που και αυτή περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία από τα παιδικά του χρόνια στο Μπέργκαμο και απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Κανών. Τη δεκαετία του 1980 άρχισε να εργάζεται και για την τηλεόραση, με έργα όπως «Οι επτά τελευταίες λέξεις του Λυτρωτή μας πάνω στον σταυρό» (1985), η «Βίβλος» κ.ά. Άλλες ταινίες του είναι οι: «Χρόνια πολλά στην κυρία» (Lunga vita alla signora, 1987), η οποία κέρδισε τον Ασημένιο Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας, «Ο μύθος του Άγιου Πότη» (La leggena del Santo Bevitore, 1988), που τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα στο ίδιο φεστιβάλ, «Il mestiere delle armi» (2000), μια ιστορική αναφορά στους πολέμους που διεξήγαγε ο παπικός στρατός εναντίον των Γερμανών εισβολέων τον 16ο αι., «Οι πειρατές των ονείρων» (Cantando dietro i paravanti, 2003) κ.ά.
Ο Όλμι ήταν πάντα ένας σκηνοθέτης χαμηλών τόνων και ουμανιστικού προσανατολισμού, ένας οξυδερκής παρατηρητής της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Θεωρείται από τους καλύτερους επιγόνους του ιταλικού νεορεαλισμού, ενώ στις ταινίες του είναι συχνές οι αναφορές στη ρωμαιοκαθολική χριστιανική παράδοση.
ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ
Ο κριτικός κινηματογράφου και συγγραφέας Jonathan Bygraves:
Διαρκεί μόλις 77 λεπτά και στο διάστημα αυτό τίποτα πολύ δραματικό δεν φαίνεται να συμβαίνει. Γιατί, λοιπόν, η ταινία του Ερμάνο Όλμι «Οι αρραβωνιασμένοι» έχει αγαπηθεί τόσο πολύ από όσους την έχουν δει; Η απάντηση βρίσκεται, εν μέρει, στο πώς παρουσιάζει την πολυπλοκότητα της ζωής, ιδιαίτερα της ζωής τον 20ό αιώνα και τη σύγκρουση ανάμεσα στο πώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν αυτή την πολυπλοκότητα ενώ, παράλληλα, προσπαθούν να διατηρήσουν την ταυτότητά τους και να κρατήσουν κοντά τους αυτούς που αγαπούν.
Το υπόβαθρο σ’ αυτήν και πολλές άλλες ιταλικές ταινίες της ίδιας περιόδου, είναι «οικονομικό θαύμα» της χώρας, τις δεκαετίας του ’50 και του ’60, όταν μια σειρά από αγροτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις οδήγησαν σε μία άνευ προηγουμένου οικονομική και βιομηχανική ανάπτυξη, που συνδυάστηκε με μαζική εσωτερική μετανάστευση από το φτωχό νότο προς τον πλουσιότερο βορρά. Οι σκηνοθέτες της εποχής, ιδιαίτερα ο Αντονιόνι, προσπάθησαν να αποδώσουν κινηματογραφικά τις συνέπειες που είχε αυτή η διαρκής δημογραφική μετατόπιση στα μεμονωμένα άτομα και τις μεταξύ τους σχέσεις, δείχνοντας συνήθως τον κατακερματισμό της κοινωνίας και την ολοένα μεγαλύτερη απομόνωση των ανθρώπων μέσα σ’ αυτά τα σχεδόν δυστοπικά αστικά τοπία.
Η ταινία του Όλμι, όμως, είναι κάπως διαφορετική και αυτό συνδέεται με την καταγωγή και τη ζωή του ίδιου. Σε αντίθεσή με τους σύγχρονούς του Ροσελίνι και Αντονιόνι και, ιδιαίτερα, τον Βισκόντι, ο Ερμάνο Όλμι δεν προερχόταν από εύπορη οικογένεια ούτε έκανε ποτέ κανονικές σπουδές σκηνοθεσίας. Έμαθε την τέχνη του γυρίζοντας ντοκιμαντέρ για την ηλεκτρική εταιρεία Edison-Volta, όπου εργαζόταν ως υπάλληλος, και αυτό τον οδήγησε στη δημιουργία της πρώτης του ταινίας μεγάλου μήκους, το «Il tempo si e fermato», το 1959. Αναμφισβήτητα, η εμπειρία του αυτή τον έκανε να βλέπει με διαφορετική ματιά τη βιομηχανοποίηση της Ιταλίας, σε σχέση με την πιο θεωρητική οπτική ενός Αντονιόνι ή ενός Παζολίνι.
Αν η δεύτερη ταινία του, «Η θέση», περιείχε και αυτοβιογραφικά στοιχεία, αντανακλώντας τη δική του μετάβαση από την ηρεμία μιας μικρής πόλης στο θόρυβο και τους ρυθμούς του Μιλάνου, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει λίγο από εκείνον και στον Τζοβάνι, το βασικό χαρακτήρα στους «Αρραβωνιασμένους», Μιλανέζο και πάλι, μεγαλύτερο σε ηλικία, που αποδέχεται μια μετάθεση ενάμιση χρόνου στη Σικελία, αφήνοντας πίσω του την αρραβωνιαστικιά του, τη Λιλιάνα, με την οποία η σχέση του είναι ήδη τεταμένη. Στην αρχή της ταινίας βλέπουμε το ζευγάρι σε μια δημόσια αίθουσα χορού, εκείνον να προσπαθεί να της δικαιολογήσει την κίνησή του και εκείνη να είναι απαισιόδοξη για τις συνέπειες στη σχέση τους.
Η ακολουθία του σεναρίου εδώ είναι λίγο μπερδεμένη – στην αρχική σκηνή παρεμβάλλονται άλλες, φαινομενικά από διαφορετικές χρονικές στιγμές, μια έλλειψη γραμμικής αφήγησης επηρεασμένη ξεκάθαρα από το «Χιροσίμα αγάπη μου» (1959), του Αλέν Ρενέ. Το ευρωπαϊκό κοινό της εποχής δεν θα ξαφνιαζόταν από μια τέτοια προσέγγιση εκ μέρους του Όλμι, έχοντας και την εμπειρία της εξέλιξης ταινιών όπως «Η περιπέτεια» (1961), «Η νύχτα» (1961) και «Η έκλειψη» (1962). Όμως, μετά την αρχική σκηνή, το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ είναι αφιερωμένο στον Τζοβάνι και τη αργή προσαρμογή του στη ζωή στη Σικελία, κάτι που έχει να κάνει περισσότερο με το ότι είναι μακριά από το σπίτι του παρά μακριά από τη Λιλιάνα, την ανακάλυψη μιας νέας χώρας και ανθρώπων, που θυμίζει ταινίες του Βέρνερ Χέρτζογκ. Μόνο πλησιάζοντας πια στο τέλος της ταινίας δεχόμαστε το κύμα συγκίνησης και συναισθήματος που περιμέναμε.
Καθώς η ιστορία σταδιακά ξεδιπλώνεται, αρχίζει να αναδύεται και η ντοκουμενταρίστικη πλευρά του Όλμι, με την κάμερά του να στέκεται, σαν ευσυνείδητος τουρίστας, στις μικρές λεπτομέρειες της καθημερινής σικελικής ζωής: τα τεράστια λευκά βουνά αλατιού στις αλυκές, ένα μικρό παιδί σε ένα καφενείο που φτιάχνει βιαστικά έναν καφέ για να πάει να παίξει με τους φίλους του, μια πρωτοχρονιάτικη γιορτή, όπου οι γυναίκες φορούν μάσκες για να προστατέψουν, υποτίθεται, την τιμή τους, οι τελευταίες σκηνές όπου δυνατή βροχή σαρώνει το τοπίο. Και δεν είναι μόνο αυτά τα στιγμιότυπα που αιχμαλωτίζει, είναι και οι τρυφερά γυρισμένες σκηνές της βιομηχανικής δουλειάς, με τις σπίθες από τα μέταλλα που λιώνουν να ξεχύνονται από τις σκαλωσιές σαν αστραφτεροί καταρράκτες. Ναι – μια εξιδανικευμένη κινηματογραφική απόδοση της οξυγονοκόλλησης!
Καθώς η εξορία του Τζοβάνι και η απομάκρυνσή του από τη Λιλιάνα συνεχίζονται, η ταινία επιστρέφει ξανά στη μη γραμμική αφήγηση, καθώς μια σειρά από καρτ ποστάλ που ανταλλάσει διστακτικά το ζευγάρι ανασύρουν στη μνήμη στιγμιότυπα από το παρελθόν τους, αλλά και αρχίζουν να τους κάνουν να διακρίνουν ένα μέλλον όπου θα είναι μαζί. Αυτή η χρονική μετατόπιση σε ένα μέλλον που δεν έχει ακόμη συμβεί, ενώ δεν είναι άσχετη με τις χρονικές μετατοπίσεις της αρχής της ταινίας, σηματοδοτεί μια σημαντική τροπή της κατάστασης, καθώς το ζευγάρι είναι τώρα αισιόδοξο για το μέλλον του και βλέπουν ελπίδα εκεί όπου δεν έβλεπαν. Είναι ένα, φαινομενικά, πολύ απλό κινηματογραφικό τρικ αλλά αυτή ακριβώς η απλότητά του είναι που το κάνει, όπως και την υπόλοιπη ταινία, να αγγίζει το συναίσθημα.
Η επιρροή του ιταλικού νεορεαλισμού είναι έντονη στο έργο του Όλμι: το θέμα είναι εστιασμένο στις ζωές των εργαζομένων, η κινηματογράφηση έχει γίνει σε φυσικούς χώρους και όχι στο στούντιο, το γύρισμα θυμίζει ντοκιμαντέρ και, το πιο σημαντικό, οι ηθοποιοί δεν είναι επαγγελματίες. Ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα των «Αρραβωνιασμένων» είναι οι νατουραλιστικές ερμηνείες των δύο βασικών πρωταγωνιστών: η ήρεμη εσωτερικότητα, καταρχάς, του Κάρλο Καμπρίνι στο ρόλο του Τζοβάνι, που θυμίζει τους παθητικούς παρατηρητές των ταινιών του Βιμ Βέντερς, καθώς τριγυρνάει άσκοπα, καταγράφοντας και απορώντας, στο καινούργιο περιβάλλον του. Και μετά η υπέροχη Άννα Κάντζι στο ρόλο της Λιλιάνα, που το σιωπηλό πρόσωπό της μεταδίδει το συναισθηματικό βάθος όπως σπάνια μπορεί να κάνει ο διάλογος. Μια σκηνή ξεχωρίζει ιδιαίτερα, όταν επιστρέφει, μια παραμονή Πρωτοχρονιάς, στην αίθουσα χορού όπου συνάντησε τον Τζοβάνι, αλλά κάθεται μόνη της σε μια γωνιά, μη μπορώντας να γιορτάσει μαζί με τους άλλους. Τη βλέπουμε για μια στιγμή μόνο, αλλά αυτή η στιγμή αρκεί για να καταλάβει ο θεατής ότι βρίσκεται κάπου που δεν θα ήθελε καθόλου να είναι.
Ξεκίνησα θέτοντας την ερώτηση, γιατί «Οι αρραβωνιασμένοι» έχουν αγαπηθεί τόσο πολύ. Η παράθεση, όμως, αυτών των λεπτομερειών, δεν αρκεί για να μεταδώσει την απλή δύναμη της ταινίας σε κάποιον που δεν την έχει δει. Αυτή είναι μία ταινία για όλους όσους αγαπούν, για όλους όσους έχουν αγαπήσει: θερμή, λίγο θλιμμένη, τρυφερή, ανθρώπινη, προσεκτική αλλά διακριτικά αισιόδοξη.
Bosley Crowther, New York Times
Ο κ. Όλμι έχει μια αξιοσημείωτη ικανότητα να κάνει τις εικόνες να μιλούν και να ερεθίζει το συναίσθημα με την αλληλεπίδραση του ήχου. Καμπάνες εκκλησιών, αποσπασματικές μουσικές, ραδιόφωνο – κάθε είδους ήχοι αποτελούν υλικά με τα οποία δημιουργεί διαθέσεις. Και χειρίζεται τους ηθοποιούς του έτσι ώστε να προκαλούν ισχυρές συναισθηματικές αντιδράσεις.
Ο Κάρλο Καμπρίνι, που στη αρχή έχει ένα θλιμμένο, σχεδόν τραγικό πρόσωπο, γίνεται ένα ισχυρό, δονούμενο μέσο μετάδοσης δυσαρέσκειας και μοναξιάς. Η Άννα Κάντζι είναι δραματική στο ρόλο της απλής, αδύναμης να εκφραστεί κοπέλας. Οι υπόλοιποι, όλοι μη επαγγελματίες ηθοποιοί, περνούν παίζοντας το ρόλο τους σα να υπάρχουν σχεδόν μόνο για σκηνικό εφέ.
Η ταινία δεν έχει τον κοινωνικό σχολιασμό και την υποβόσκουσα ειρωνεία της «Θέσης». Είναι σαν να δίνει φωνή σε ένα προσωπικό αναστεναγμό.
Cinematicthreads.com
Η ταινία έχει να κάνει λιγότερο με τον έρωτα και περισσότερο με τη μοναξιά, αφού στο μεγαλύτερο μέρος της παρακολουθεί την περιπλάνηση ενός άντρα σε μια νέα πόλη (η δουλειά που τον έφερε εκεί δεν έχει καμία σημασία): βλέπει παιδιά σε μια εκκλησία, συζητά με θλιμμένα γκαρσόνια, γίνεται ακόμη στόχος μιας φάρσας από τους συναδέλφους του. Υπάρχει μια παράξενη, ήρεμη δύναμη στην ταινία, μια ανομολόγητη ομορφιά που την κάνει τόσο ξεχωριστή, ενώ το κομματιαστό μοντάζ του Όλμι απλώς εντείνει την αίσθηση ότι ο πρωταγωνιστής είναι βυθισμένος στις σκέψεις και στις αναμνήσεις του.
Pop matters
Ο Όλμι ενσωματώνει στην ταινία του τον περιβάλλοντα χώρο για να συμβολίσει την αποξένωση του Τζοβάνι, αποκαλύπτοντας τη δυστυχία του εργάτη μέσα από λήψεις άδειων δρόμων και κτιρίων. Ακόμη και όταν ο Τζοβάνι και μερικοί συνάδελφοί του πηγαίνουν σε μια γιορτή σε κοντινή πόλη, δεν υπάρχουν ενδείξεις ενσωμάτωσης σε μια άλλη κοινωνία, απλώς μια παροδική διασκέδαση μέσα στο γιορτινό πλήθος. Η μοναξιά αυτή είναι μέρος της «ανάπτυξης» που στο χτίσιμό της συμβάλλουν. Σε μια άλλη σκηνή, καθώς οι εργαζόμενοι πάνε για μπάνιο, τους βλέπουμε σε πολύ κοντινά πλάνα, σαν να κολυμπούν στον ωκεανό. Όταν η κάμερα απομακρύνεται, αντιλαμβανόμαστε ότι βρίσκονται σε κάτι λασπόνερα κοντά σε ένα εργοστάσιο.
Όπως και «Η θέση», οι «Αρραβωνιασμένοι» δεν έχουν σαφή κατάληξη… παρότι ακούμε, με voice-over, ένα γράμμα της Λιλιάνα προς τον Τζοβάνι που περιγράφει τη μελλοντική ζωή τους, δεν ξέρουμε στην πραγματικότητα αν αυτά θα συμβούν. Η κοινή ζωή τους μπορεί να αποδειχθεί τόσο σύντομη όσο μια φιγούρα στην αίθουσα χορού, πνιγμένη από τις αναπόδραστες απαιτήσεις της καθημερινότητας.
Only the cinema
Οι πληθωρικές εικόνες του Όλμι έχουν τέτοια κλασική ομορφιά ως μεμονωμένα στιγμιότυπα, που είναι εύκολο να ξεχάσει κανείς την απόλυτα ελεγχόμενη διαδοχή τους μέσω του μοντάζ. Αυτές οι εκπληκτικές εικόνες αιχμαλωτίζουν τη θλιμμένη ομορφιά των αγροτικών τοπίων στα οποία πλανάται ο Τζοβάνι και, απρόσμενα, κάνουν θαύματα ακόμη και με τη νυχτερινή δουλειά στο εργοστάσιο, όταν οι πίδακες από τις σπίθες της οξυγονοκόλλησης μεταμορφώνονται σε απόκοσμα πυροτεχνήματα.
Η συσσώρευση των λεπτομερειών και των περιστατικών είναι αργή και σκόπιμη κα οδηγεί τον πρωταγωνιστή προς τη συνειδητοποίηση του πόσο του λείπει η αρραβωνιαστικιά του και πόσο σημαντική είναι η σχέση τους. Στα τελευταία 20 λεπτά της ταινίας το ζευγάρι αρχίζει να ανταλλάσει γράμματα, που ακούμε το περιεχόμενό τους. Αυτό το ξαφνικό ξεχείλισμα ανοιχτής, ειλικρινούς επικοινωνίας προκαλεί μια τόνωση που έρχεται σε αντίθεση με τη συγκρατημένη ηρεμία της υπόλοιπης ταινίας. Και, παρά το ρομαντισμό αυτής της κυρίαρχης στο σενάριο σχέσης και την ομορφιά των πλάνων του Όλμι, η ταινία λειτουργεί επίσης και ως μία υπόγεια μαρξιστική κριτική της αποξένωσης της εργασίας, των οικονομικών πιέσεων που ξεριζώνουν εργάτες από τα σπίτια και τις οικογένειές τους, στην αναζήτηση όλων και πιο σπάνιας και κακοπληρωμένης δουλειάς. Όπως οι περισσότερες σημαντικές πολιτικές ταινίες, «Οι αρραβωνιασμένοι» περνάει το πολιτικό μέσα από το προσωπικό, μέσα από το δράμα του αποχωρισμού και της αγάπης που βιώνει το κεντρικό ζευγάρι της.