Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι γερανοί και η ελαφίσια χάρη της Τατιάνα Σαμοΐλοβα

Στιγ­μές-στιγ­μές, θαρ­ρώ πως οι στρατιώτες,
που πέσα­νε στη ματω­μέ­νη γη,
δεν κεί­το­νται θαρ­ρώ κάτω απ’ το χώμα
αλλά έχουν γίνει άσπροι γερανοί

Πετούν και μας καλούν με τις κραυ­γές τους
απ’ τους και­ρούς αυτούς τους μακρινούς
κι ίσως γι’ αυτό πολ­λές φορές σιωπώντας
κοι­τά­με τους θλιμ­μέ­νους ουρανούς

Πετά­ει, ψηλά το κου­ρα­σμέ­νο σμάρι,
στης δύσης τη θαμπή φεγγοβολή
και βλέ­πω ένα κενό στη φάλαγ­γά του
και είναι ίσως, η δική μου η θέση ‚αυτή

Θα ‘ρθει  μια ‘μέρα που μ’ αυτό το σμάρι,
στο μέγα θάμπος θα πετώ κι εγώ
σαν γερα­νός, καλώ­ντας απ’ τα ουράνια,
όλους εσάς, που έχω αφή­σει εδώ

Οι Γερα­νοί (Журавли — Cranes) Μου­σι­κή: Ян Френкель / Στί­χοι: Расул Гамзатов _
Από­δο­ση στα ελλη­νι­κά Γιάν­νης Ρίτσος

Στη Μόσχα του 1941 η Βερό­νι­κα (Τατιά­να Σαμο­ΐ­λο­βα _Татья́на Само́йлова) ερω­τεύ­ε­ται με πάθος τον Μπό­ρις (Αλε­ξέι Μπα­τά­λωφ _Aleksey Batalov Алексе́й Бата́лов), αυτός, όμως, θα φύγει για το μέτω­πο, αφή­νο­ντας στην αγα­πη­μέ­νη του ένα σημεί­ω­μα απο­χαι­ρε­τι­σμού. Οι γονείς της στην πορεία θα σκο­τω­θούν και η Βερό­νι­κα θα μεί­νει με τους γονείς του. Εκεί θα πέσει θύμα βια­σμού από τον αδελ­φό του αγα­πη­μέ­νου της. Η κοπέ­λα δε θα πάψει ποτέ να περι­μέ­νει τον Μπό­ρις, παρό­τι έχει μάθει πως εκεί­νος δεν υπάρ­χει πια.

Η ται­νία Όταν περ­νούν οι γερα­νοί του Μιχα­ήλ Καλα­τό­ζοφ, ασπρό­μαυ­ρο σοβιε­τι­κό αρι­στούρ­γη­μα του 1958. Πρό­κει­ται για ένα λυρι­κό αλλά ταυ­τό­χρο­να και σκλη­ρό δοκί­μιο πάνω στα αιώ­νια θέμα­τα της ζωής αλλά και του κινη­μα­το­γρά­φου: ο έρω­τας, ο χωρι­σμός, το καθή­κον, η πατρί­δα, η προ­σω­πι­κή αγω­νία, ο θάνα­τος, η αθα­να­σία, η ελπί­δα, η απελ­πι­σία, η πίστη και η προσ­δο­κία. Θα πάμε στην παγω­μέ­νη, την τρα­γι­κή Μόσχα του 1941, για να δού­με από κοντά ένα απλό, καθη­με­ρι­νό ζευ­γά­ρι ερω­τευ­μέ­νων. Τη Βερό­νι­κα και τον Μπό­ρις. Ένα ζευ­γά­ρι που ο πόλε­μος, σκλη­ρός, απάν­θρω­πος και αδιά­φο­ρος για κάθε τι ωραίο, το χωρίζει.
Η Βερό­νι­κα θα ζήσει με την ελπί­δα ότι ο Μπό­ρις θα γυρί­σει από το μέτω­πο, θα βια­στεί με σκλη­ρό­τη­τα από τον αδελ­φό του αγα­πη­μέ­νου της, θα δει τους γονείς της να σκο­τώ­νο­νται σε ένα βομ­βαρ­δι­σμό και τέλος θα μάθει ότι ο Μπό­ρις, σκο­τώ­θη­κε υπε­ρα­σπί­ζο­ντας την πατρί­δα του. Πρό­κει­ται για ένα ερω­τι­κό — αντι­πο­λε­μι­κό ποί­η­μα, που έκα­νε εκα­τομ­μύ­ρια μάτια να δακρύ­σουν. Και σήμε­ρα, μετά από τριά­ντα σχε­δόν χρό­νια η ιστο­ρία της Βερό­νι­κα, της κάθε απλής Βερό­νι­κα, συγκι­νεί το ίδιο, αυτή η απλή αλλά υπέ­ρο­χη ιστο­ρία αγά­πης μας πλημ­μυ­ρί­ζει από θλί­ψη, αλλά μας δίνει και κου­ρά­γιο. Μας στέλ­νει ένα αισιό­δο­ξο μήνυ­μα μέσα από τις εκθαμ­βω­τι­κά λυρι­κές σκη­νές: Μας λέει: μην ανη­συ­χεί­τε, ο έρω­τας δεν πέθα­νε, ο μονα­δι­κός, ο ανε­πα­νά­λη­πτος, ο αθώ­ος, ο άδο­λος έρω­τας ζει και θα ζει, θα αντέ­χει για πάντα. Θα ανθί­ζει εκεί που υπάρ­χουν άνθρω­ποι, που βλέ­πουν τα που­λιά να πετούν και συγκι­νού­νται. Η ται­νία έχει τιμη­θεί με τον Χρυ­σό Φοί­νι­κα του Φεστι­βάλ Καννών.

Στην αντί­πε­ρα όχθη
Ψεύ­τες ήλιοι και ήλιοι φωτοδότες

Τον Νικί­τα Μιχάλ­κοφ τον θυμό­μα­στε από την «χλια­ρή» ται­νία του «Πέντε βρά­δια» (Pyat vecherov 1979-ανα­φέ­ρε­ται στο 1957, μετά την «απο­στα­λι­νο­ποί­η­ση») και «τα μαύ­ρα μάτια» (Oci ciornie ‑1987 με Marcello Mastroianni, Marthe Keller και τον σαιξ­πη­ρι­κό Innokentiy Smoktunovskiy).
Μαέ­στρος της κάμε­ρας, με τους νευ­ρώ­νες μας να δέχο­νται μεγά­λες εκκε­νώ­σεις χαράς, λύπης, ηλε­κτρο­σόκ πόνου και αγά­πης… αλλά και θια­σώ­της της νέας Ρωσί­ας και του τσα­ρι­σμού, που θέλει να ξανα­γρά­ψει την Ιστο­ρία επι­κε­ντρώ­νο­ντας στον «κακό» Στά­λιν, ο οποί­ος από νωρίς είχε βάλει το «αόρα­το» και «δολο­φο­νι­κό» χέρι του και είχε σημα­δέ­ψει το παρόν και το μέλ­λον της ΕΣΣΔ, με τους αγρό­τες να χάνουν τις σοδειές τους και τους όποιους πολί­τες και στρα­τιω­τι­κούς δια­φω­νούν με τη γενι­κή πολι­τι­κή του (ή και κάποιοι από «τύχη»), θα κατα­λή­ξουν στις φυλα­κές και τα αποσπάσματα!
Μιλά­με για το ανοι­χτά αντι­κομ­μου­νι­στι­κό φιλμ «Ψεύ­της Ήλιος» ‑η «ψεύ­τι­κη επα­νά­στα­ση» (δεί­τε και Ριζο­σπά­στη), που μετά το Oscar τις δια­κρί­σεις (Μέγα Βρα­βείο της Κρι­τι­κής Επι­τρο­πής στις Κάν­νες) και τις 10+υποψηφιότητες οδή­γη­σε στην χολι­γου­ντια­νών δια­στά­σε­ων τρι­λο­γία του, (Ψεύ­της ήλιος 2: Η Έξο­δος & 3: Το Οχυ­ρό) που αγνο­ή­θη­κε από κρι­τι­κούς και κοινό.

Όταν περνούν οι γερανοί

Στη Μόσχα, το 1941, μαί­νε­ται ο πόλε­μος. Οι Γερ­μα­νοί προ­χω­ρούν ακά­θε­κτοι, κηρύσ­σε­ται γενι­κή επι­στρά­τευ­ση. Η Βερό­νι­κα και ο αγα­πη­μέ­νος της Μπό­ρις ζουν κάποιες στιγ­μές ευτυ­χί­ας. Πάνω τους πετούν οι γερα­νοί. Παρά την πίε­ση όλων των δικών του και της Βερό­νι­κα, ο Μπό­ρις κατα­τάσ­σε­ται εθε­λο­ντής και φεύ­γει για το μέτω­πο. Σ’ έναν τρο­με­ρό βομ­βαρ­δι­σμό, η Βερό­νι­κα χάνει τους δικούς της και κατα­φεύ­γει στην οικο­γέ­νεια του Μπό­ρις. Ο αδερ­φός του τη βιά­ζει και “ανα­γκα­στι­κά” τον παντρεύ­ε­ται εσω­τε­ρι­κά συντριμ­μέ­νη, δια­λυ­μέ­νη. Τα γερ­μα­νι­κά στρα­τεύ­μα­τα προ­χω­ρούν, η οικο­γέ­νεια μετα­κι­νεί­ται στη Σιβη­ρία όπου η Βερό­νι­κα περ­νά δύσκο­λες μέρες. Ο Μπό­ρις σκο­τώ­νε­ται στο μέτω­πο, εκεί­νη το αγνοεί…

Ήταν ται­νία, που απο­κρυ­στάλ­λω­σε το «λιώ­σι­μο των πάγων» στη Ρωσία και στη Δύση την απο­δέ­χτη­καν με ενθου­σια­σμό και τερά­στια κοσμο­συρ­ροή (σσ. θυμί­ζου­με πως είχε προη­γη­θεί το 20ο συνέ­δριο του ΚΚΣΕ _σκαλοπάτι οπορ­του­νι­στι­κής στρο­φής). Ο πόλε­μος εξε­τά­ζε­ται από την πλευ­ρά του ατό­μου, που υφί­στα­ται τα δει­νά του. Ο Καλα­τό­ζοφ, μαζί με τον θαυ­μά­σιο οπε­ρα­τέρ του, Ουρου­σέφ­σκι, έπλα­σαν έξο­χες λυρι­κές εικό­νες και δεξιο­τε­χνι­κές λήψεις, που ανέ­δει­ξαν τον βαθύ ρομα­ντι­σμό του έργου. Η Τατιά­να Σαμο­ΐ­λο­βα, το πανέ­μορ­φο κορί­τσι με την ελα­φί­σια χάρη, ενσάρ­κω­σε ευαί­σθη­τα την ηρω­ί­δα και κέρ­δι­σε τα δάκρυα εκα­τομ­μυ­ρί­ων θεα­τών. Η ται­νία βρα­βεύ­τη­κε με το Χρυ­σό Φοί­νι­κα του Φεστι­βάλ Καν­νών. Εκτός από την Τατιά­να Σαμοί­λο­βα και τον Αλε­ξέι Μπα­τά­λοφ, παί­ζουν Μ. Μερ­κού­λιεφ, Α. Χβό­ριν κά.

Μιχαήλ Καλατόζοφ

Ο Μιχα­ήλ Καλα­τό­ζοφ (πραγ­μα­τι­κό όνο­μα Μιχα­ήλ Καλα­το­ζι­σφί­λι), ήταν Γεωρ­για­νός (γεν­νή­θη­κε 28-Δεκ-1903, στην Τιφλί­δα) και κατα­γό­ταν από αρι­στο­κρα­τι­κή οικο­γέ­νεια που οι ρίζες της έφτα­ναν μέχρι τον 13ο αιώ­να. Σπού­δα­σε οικο­νο­μι­κά και άλλα­ξε πολ­λά επαγ­γέλ­μα­τα πριν αρχί­σει τη στα­διο­δρο­μία του στον κινη­μα­το­γρά­φο, μπαί­νο­ντας στο πρω­το­πο­ρια­κό ρεύ­μα της δεκα­ε­τί­ας του ’20, της γενιάς Eisenstein-Pudovkin-Kozintsev-Vertov κά. Με μεγά­λα κενά στη φιλ­μο­γρα­φία, που δεν του επέ­τρε­ψαν μια ακό­μη καλύ­τε­ρη ανά­πτυ­ξη του κινη­μα­το­γρα­φι­κού στυλ.
Το 1923, ενώ δού­λευε σαν σενα­ριο­γρά­φος και κάμε­ρα­μαν έλα­βε μέρος στην παρα­γω­γή των ται­νιών “η περί­πτω­ση του Τάριελ Μκλα­κα­βά­τζε” (The Case of Tariel Mklavadze, 1925), “Γκιού­λι” (Guili, 1927),  “Τσιγ­γά­νι­κο Αίμα” (Gipsy Blood, 1928) κά, ενώ το 1928 συν-σκη­νο­θέ­τη­σε μαζί με την Νού­σα Γκο­γκο­μπε­ρί­τσε, την πρώ­τη Γεωρ­για­νή γυναί­κα — σκη­νο­θέ­τι­δα, το ντο­κι­μα­ντέρ Το Βασί­λειό τους (Their Kingdom) και το εθνο­γρα­φι­κό φιλμ “Αλά­τι για την Σβε­νέ­τια” (Salt for Svenetia, 1930). Η ται­νία ήταν ένα εθνο­γρα­φι­κό πορ­τρέ­το της ξεχω­ρι­στής κουλ­τού­ρας του λαού της Σβε­νέ­τιας, μιας ορει­νής περιο­χής στη βορειο­δυ­τι­κή Γεωρ­γία. Η ται­νία εμφα­νί­ζει μεγά­λο μέρος της οπτι­κής εκφρα­στι­κό­τη­τας που χαρα­κτή­ρι­σε το μετα­πο­λε­μι­κό του έργο, κερ­δί­ζο­ντας επαί­νους από τον ιστο­ρι­κό του κινη­μα­το­γρά­φου Jay Leyda και τον Αντρέι Ταρ­κόφ­σκι, που την χαρα­κτή­ρι­σαν «εκπλη­κτι­κή ταινία».

Η δεύ­τε­ρη ται­νία του, Nail in the Boot (1931), ήταν μια σου­ρε­α­λι­στι­κή αφή­γη­ση της σύγκρου­σης μετα­ξύ στρα­τιω­τών και εργα­ζο­μέ­νων σε ένα εργο­στά­σιο παπου­τσιών. Ο φορ­μα­λι­σμός της ται­νί­ας, καθώς και η σκε­πτι­κι­στι­κή της στά­ση απέ­να­ντι στη συλ­λο­γι­κή δρά­ση, οδή­γη­σαν σε κόντρα με απο­τέ­λε­σμα την (εθε­λού­σια) απο­μά­κρυν­ση του από τη σκη­νο­θε­σία, για περί­που εννέα χρόνια.

Στα μέσα της 10ετίας του ’30, μετα­κό­μι­σε στο Λένιν­γκραντ, για να ολο­κλη­ρώ­σει τη διδα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή του στην Ακα­δη­μία Τέχνης και το 1936, έγι­νε διευ­θυ­ντής των κινη­μα­το­γρα­φι­κών στού­ντιο «Καρ­τού­λι Πίλ­μι» της Γεωρ­γί­ας και στη συνέ­χεια των Λεν­φίλμ όπου κατά τη διάρ­κεια του μεγά­λου πατριω­τι­κού πολέ­μου σκη­νο­θέ­τη­σε “το Θάρ­ρος” (The Courage, 1939) “Βαλε­ρί Τσκά­λοφ” (Valery Chkalov, 1941) ενώ ήταν, για ένα διά­στη­μα και μορ­φω­τι­κός ακό­λου­θος της Σοβιε­τι­κής Πρε­σβεί­ας, στις ΗΠΑ. Το 1942, γυρί­ζει, μαζί με τον Βλα­ντι­μίρ Γκε­ρα­σί­μοφ, τον “Ανί­κη­το” (Invicible) που είχε για θέμα της την πολιορ­κία του Λένιν­γκραντ από τους Γερ­μα­νούς ναζί, που διήρ­κε­σε 872 μέρες.
Το 1943, ο Καλα­τό­ζοφ άρχι­σε συνερ­γα­σία με τη «Μοσφίλμ» και το 1944, διο­ρί­στη­κε Πρό­ε­δρος του «Κεντρι­κού Κρα­τι­κού Συμ­βου­λί­ου για τον Κινη­μα­το­γρά­φο» και Υφυ­πουρ­γός της «Κινη­μα­το­γρα­φι­κής Βιομηχανίας».
10 χρό­νια αργό­τε­ρα σε μια νέα επο­χή στο σοβιε­τι­κό κινη­μα­το­γρά­φο και μπαί­νο­ντας στη δημιουρ­γι­κό­τε­ρη 10ετία του, γυρί­στη­καν “Οι Αλη­θι­νοί Φίλοι” (True Friends _1954 _βραβείο στο Φεστι­βάλ του Κάρ­λο­βι Βάρι), το “Όταν Περ­νούν οι Γερα­νοί”, “το Γράμ­μα που δεν Εστά­λη Ποτέ” (The Unsent Letter _1959, με Ινο­κέ­ντι Σμο­κτου­νόβ­σκι, Τατιά­να Σαμο­ή­λο­βα, Εβγκέ­νι Ουρ­μπάν­σκι, Γκα­λί­να Καζά­κι­να, Βασί­λι Λιβά­νοφ), μια περι­πέ­τεια εξε­ρευ­νη­τών στη Σιβη­ρία, η οποία επη­ρέ­α­σε απο­φα­σι­στι­κά τον Κόπο­λα στο “Απο­κά­λυ­ψη Τώρα” (1979), όπως δήλω­σε ο ίδιος. Τέσ­σε­ρις γεω­λό­γοι, τρεις άντρες και μια γυναί­κα, ψάχνουν για δια­μά­ντια στη Σιβη­ρία. Μετά από πολ­λούς κόπους και εξε­ρευ­νή­σεις κατα­φέρ­νουν να εντο­πί­σουν ένα ορυ­χείο που το απο­τυ­πώ­σουν στο χάρ­τη και το στεί­λουν στη Μόσχα. Όμως ξεσπά­ει μια φοβε­ρή πυρ­κα­γιά στο δάσος και εγκλω­βί­ζο­νται. Η ται­νία απο­τυ­πώ­νει την πάλη του ανθρώ­που με τη φύση, αλλά και τις μετα­ξύ των ηρώ­ων σχέσεις.

Το 1964, γυρί­ζει σε σενά­ριο του ποι­η­τή Ευγκέ­νι Γεφτου­σέν­κο το Είμαι η Κού­βα (Soy Cuba). Τέσ­σε­ρις ιστο­ρί­ες στην Κού­βα του Μπα­τί­στα, στην Κού­βα που διψά­ει για επα­νά­στα­ση. Στην Αβά­να η Μαρία νιώ­θει ντρο­πή όταν ένας άντρας που ενδια­φέ­ρε­ται γι΄ αυτήν μαθαί­νει πώς βγά­ζει το ψωμί της. Ο Πέντρο, ένας γέρος αγρό­της μαθαί­νει ότι η γη που καλ­λιερ­γεί πωλεί­ται σε μια εται­ρεία. Ένας φοι­τη­τής βλέ­πει τους φίλους του να πυρο­βο­λού­νται από την αστυ­νο­μία, επει­δή μοι­ρά­ζουν ένα φυλ­λά­διο για τον Φιντέλ. Ο πόλε­μος χτυ­πά την πόρ­τα του Μαριά­νο, της Αμέ­λιας και των τεσ­σά­ρων παι­διών τους, όταν τα αερο­πλά­να του Μπα­τί­στα βομ­βαρ­δί­ζουν τους λόφους γύρω από το χωριό τους. Το απο­κο­ρύ­φω­μα της συνερ­γα­σί­ας του με τον Ουρου­σέφ­σκι και μια από τις πιο τολ­μη­ρές περι­πέ­τειες στην ιστο­ρία του κινη­μα­το­γρά­φου, με την υπερ­με­γέ­θη τεχνι­κή της να την καθι­στά ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κή τόσο που έμει­νε “ανέκ­δο­τη”. Ο Καλα­τό­ζοφ πέθα­νε το 1973 χωρίς να δει την ται­νία του στη μεγά­λη οθό­νη. 20 χρό­νια αργό­τε­ρα Μάρ­τιν Σκορ­σέ­ζε και του Φράν­σις Φορντ Κόπο­λα την ανα­βί­ω­σαν στα αμε­ρι­κα­νι­κά φεστι­βάλ κινη­μα­το­γρά­φου, απ΄ όπου και έγι­νε διά­ση­μη Η τελευ­ταία του ται­νία είναι η Ιτα­λο-Σοβιε­τι­κή παρα­γω­γή, Κόκ­κι­νη Σκη­νή (Red Tent, 1964), που είχε για θέμα της, την κακό­τυ­χη απο­στο­λή του στρα­τη­γού Νόμπι­λε στο Βόρειο πόλο.

Η κινη­μα­το­γρα­φι­κή ματιά του Καλα­τό­ζοφ απο­τυ­πώ­νει τις αισθη­τι­κές μιας μεγά­λης χρο­νι­κής περιό­δου που αρχί­ζει από το βωβό της δεκα­ε­τί­ας του ΄20 και περ­νώ­ντας από τον μεγά­λο πατριω­τι­κό πόλε­μο και τη συντρι­βή του φασι­σμού και φτά­νο­ντας στην “μετα-στα­λι­νι­κή περί­ο­δο \ μετά το 20ό συνέ­δριο του ΚΚΣΕ”, με μια  αισθη­τι­κή πει­ρα­μα­τι­σμού, αξιο­ποιώ­ντας τα διδάγ­μα­τα του εξπρε­σιο­νι­σμού ως ποι­η­τι­κού εργα­λεί­ου και με τον σοσια­λι­στι­κό ρεα­λι­σμό στο βάθος του μυα­λού του.

ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ

  • 1928 Η Αυτο­κρα­το­ρία τους (Their Empire) με τη Nutsa Gogoberidze
  • 1930 Η Τυφλή Γυναί­κα (The Blind Woman), χαμένη
  • 1930 Αλά­τι για τη Σβα­νέ­τια (Salt for Svanetia), ντοκιμαντέρ
  • 1931 Καρ­φί στην Αρβύ­λα (Nail in the Boot)
  • 1939 Το Θάρ­ρος ( Courage)
  • 1941 Βαλε­ρί Τσκά­λοφ (Valery Chkalov)
  • 1942 Ο Ανί­κη­τος (Invincible)
  • 1950 Η Συνο­μω­σία των κατα­ρα­μέ­νων (Conspiracy of the Doomed)
  • 1953 Εχθρι­κοί Ανε­μο­στρό­βι­λοι ( Hostile Whirlwinds)
  • 1954 Αλη­θι­νοί Φίλοι (True Friends)
  • 1955 Το Πρώ­το Κλι­μά­κιο (The First Echelon)
  • 1957 Όταν Περ­νούν οι Γερα­νοί (The Cranes Are Flying)
  • 1959 Το Γράμ­μα που δεν Εστά­λη Ποτέ (Letter Never Sent)
  • 1964 Είμαι η Κού­βα, ( I Am Cuba.)
  • 1969 Η Κόκ­κι­νη Σκη­νή (The Red Tent)

Τατιά­να Σαμο­ΐ­λο­βα,
η εμβλη­μα­τι­κή μορ­φή του σοσια­λι­στι­κού ρεα­λι­σμού στο σινεμά,
έφυ­γε με τους γερα­νούς στα 80 της χρόνια

Είναι η Βερό­νι­κα που ερω­τεύ­ε­ται με πάθος τον Μπό­ρις… με τα μάτια στραμ­μέ­να πάντα προς τον ουρα­νό, εκεί όπου τα σμή­νη των γερα­νών περ­νούν σε σχη­μα­τι­σμό βέλους. Πότε αλα­φια­σμέ­νη στο χιο­νι­σμέ­νο τοπίο, πότε ντυ­μέ­νη στ’ άσπρα, πότε να ονει­ρεύ­ε­ται αναπολώντας…
Στην ται­νία, αυτές οι εικό­νες της Τατιά­νας θα μεί­νουν για πάντα χαραγ­μέ­νες, ασπρό­μαυ­ρες, στο μυα­λό μας και στην καρ­διά μας, στη μεγά­λη οθό­νη της μνήμης.
Με τα μάτια στραμ­μέ­να πάντα προς τον ουρα­νό. Εκεί όπου τα σμή­νη των γερα­νών περ­νούν σε σχη­μα­τι­σμό βέλους. Πότε να τρέ­χει αλα­φια­σμέ­νη μέσα στο χιο­νι­σμέ­νο τοπίο κυνη­γώ­ντας το τρέ­νο, για να κατα­λή­ξει να σώσει ένα τρί­χρο­νο αγο­ρά­κι από τις ρόδες ενός τζιπ. Πότε ντυ­μέ­νη στ’ άσπρα ανά­με­σα στους στρα­τιώ­τες να ανα­ζη­τά τον αγα­πη­μέ­νο της.
“Οταν περ­νούν οι γερα­νοί”, με ένα τρα­γού­δι (του Ιάν Φρέ­ντελ) που έγρα­ψε στην ελλη­νι­κή μου­σι­κή ιστο­ρία χάρη στην από­δο­ση το 1977 από τον Γιάν­νη Ρίτσο, με τη φωνή της Ζορ­μπα­λά (τρα­γου­δή­θη­κε και από τη Χαρούλα).

Αυτή η μορ­φή, της _γεννημένης το 1934 στο Λένιν­γκραντ Σαμο­ΐ­λο­βα, χαμέ­νη στις φωτο­σκιά­σεις και το όνει­ρο, αυτές οι εικό­νες είναι μια πλευ­ρά από εκεί­νες που μας έχουν μεί­νει από το μεγά­λο κύμα του σοσια­λι­στι­κού ρεα­λι­σμού στον ρωσι­κό κινη­μα­το­γρά­φο, που άγγι­ξε για χρό­νια και τις ελλη­νι­κές καρ­διές και καθή­λω­σε και τα ελλη­νι­κά μάτια — συχνά δακρυσμένα.
Ένα κίνη­μα που “όφει­λε να συμ­βά­λει στην ιδε­ο­λο­γι­κή μετα­μόρ­φω­ση και την εκπαί­δευ­ση των εργα­τών σύμ­φω­να με το πνεύ­μα του σοσια­λι­σμού”, πάντα όμως ως “μια φιλα­λή­θης και ακρι­βής ανα­πα­ρά­στα­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας”. Ποι­η­τι­κή, θα προσθέταμε.

Η καρ­διά της γοη­τευ­τι­κής Σαμο­ΐ­λο­βα, καλ­λι­τέ­χνι­δας του λαού όπως και ο πατέ­ρας της ηθο­ποιός Εβγκέ­νι Σαμο­ΐ­λοφ και ιέρειας του σοσια­λι­στι­κού ρεα­λι­σμού στο σινε­μά, στα­μά­τη­σε να χτυ­πά στα 80ά της γενέ­θλια, βάζο­ντας μια (γεν­ναία, σχε­δόν ορι­στι­κή) τελεία στο κεφά­λαιο αυτό — συμ­βο­λι­κά έστω. Όχι μόνο διό­τι έκλει­σε για πάντα τα μάτια του ένα σύμ­βο­λο του σοσια­λι­στι­κού ρεα­λι­σμού, αλλά και επει­δή μαζί με τη Σαμο­ΐ­λο­βα σίγη­σαν και οι τελευ­ταί­οι από­η­χοι από τον σπα­ρα­κτι­κό συχνά, συγκι­νη­τι­κό και στρα­τευ­μέ­νο κινη­μα­το­γρα­φι­κό ρεα­λι­σμό που γέν­νη­σε ιερά τέρα­τα της Έβδο­μης Τέχνης, από τον μετρ Μαξίμ Γκόρ­κι και τον ιθύ­νο­ντα νου Αντρέι Ζντά­νοφ, που κλή­θη­καν να συνε­χί­σουν, το ιδε­ο­λο­γι­κό εποι­κο­δό­μη­μα που είχε αρχί­σει να χτί­ζε­ται στη μεγά­λη οθό­νη μέσα από θρυ­λι­κά πλά­να: του πρω­το­πό­ρου Τζί­γκα Βερ­τόφ στον «Ανθρω­πο με την κινη­μα­το­γρα­φι­κή μηχα­νή», του Φρί­ντρικ Ερμ­λερ στον «Μεγά­λο πολί­τη», του Ουκρα­νού Αλε­ξά­ντρ Ντοβ­ζέν­κο με τη βωβή «Γη» (με απέ­ρα­ντα οργω­μέ­να χωρά­φια κάτω από συν­νε­φια­σμέ­νους ουρα­νούς) και «Το οπλο­στά­σιο», αλλά και του Γκρι­γκό­ρι Κόζιν­τσεφ με τη «Νέα Βαβυ­λώ­να» και τον θρυ­λι­κό αξε­πέ­ρα­στο «Άμλετ» του (με τον μεγά­λο Ινο­κέ­ντι Σμο­κτου­νόφ­σκι και τη μου­σι­κή του άλλου μεγά­λου Ντμί­τρι Σοστακόβιτς).

Πλάι στα θρυ­λι­κά πλά­να του «Θωρη­κτού Ποτέμ­κιν» του ‑ίσως, σημα­ντι­κό­τε­ρου όλων, αλλά σίγου­ρα πρω­το­πό­ρου — Σερ­γκέι Αϊζεν­στάιν που θα στοι­χειώ­νουν πάντα τις μνή­μες όσων τα είδαν. Και θα συγκι­νούν το παγκό­σμιο κοι­νό θυμί­ζο­ντας ότι αυτός ο σοσια­λι­στι­κός ρεα­λι­σμός δεν πέρα­σε, για­τί η συγκί­νη­ση καθό­ρι­σε πολ­λές νύχτες μας και τρο­φο­δό­τη­σε πολ­λά δάκρυα για να σβή­σει έτσι απλά, με την τελευ­ταία ανά­σα της Σαμοΐλοβα.

Σπού­δα­σε μπα­λέ­το όπως ο πατέ­ρας της και έγι­νε ηθο­ποιός του θεά­τρου Μαγια­κόφ­σκι της Μόσχας, και στη συνέ­χεια του θεά­τρου Βαχτάν­γκοφ, συμ­με­τέ­χο­ντας σε περί­που είκο­σι ται­νί­ες όντας εκπρό­σω­πος της μονα­δι­κής σοβιε­τι­κής που τιμή­θη­κε ποτέ με το Χρυ­σό Φοί­νι­κα στο Φεστι­βάλ των Καν­νών (1958). επί­τι­μη προ­σκε­κλη­μέ­νη του 43ου Φεστι­βάλ το 1990

Ο γερα­νός, που απα­ντά στον ελλα­δι­κό χώρο ως δια­βα­τι­κό που­λί είναι πλή­ρως μετα­να­στευ­τι­κό είδος με ευρεία κατα­νο­μή σε περιο­χές του Παλαιού Κόσμου, ενώ ελά­χι­στες παγκο­σμί­ως είναι οι τοπο­θε­σί­ες που βρί­σκε­ται ως μόνι­μο (επι­δη­μη­τι­κό) πτη­νό. Ανα­πα­ρά­γε­ται στα μεγά­λα γεω­γρα­φι­κά πλά­τη της ΒΑ Ευρώ­πης και της Β Ασί­ας, με δυτι­κό όριο τη Γερ­μα­νία, ενώ παλαιό­τε­ρα, έφθα­νε μέχρι την Ιρλανδία.

Μεγα­λύ­τε­ροι πλη­θυ­σμοί ανα­πα­ρα­γω­γής βρί­σκο­νται στη Σκαν­δι­να­βία (ιδί­ως Φιν­λαν­δία-Σου­η­δία) όμως η καρ­διά του ανα­πα­ρα­γω­γι­κού πλη­θυ­σμού του είδους βρί­σκε­ται στην πρώ­ην ΕΣΣΔ (Ρωσία, όπου επο­χια­κά μπο­ρεί να βρε­θούν μέχρι και 100.000 γερα­νοί με τον ανα­πα­ρα­γό­με­νος πλη­θυ­σμός να εκτεί­νε­ται νότια μέχρι τη Μαν­τζου­ρία , τη Λευ­κο­ρω­σία και την Ουκρανία)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο