Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι διαμάχες για τη «σημαία» στον αστερισμό του εθνοκεντρισμού

Γρά­φει ο Θανά­σης Αλε­ξί­ου //

Τις τελευ­ταί­ες μέρες με αφορ­μή τις μαθη­τι­κές παρε­λά­σεις εντεί­νε­ται μια αντι­πα­ρά­θε­ση γύρω από τη σημαία, δηλα­δή για το ποιος δικαιού­ται να κρα­τή­σει την ελλη­νι­κή σημαία, αν ο σημαιο­φό­ρος θα πρέ­πει να είναι Έλλη­νας ή, αλλο­δα­πός μαθη­τής. Παρό­λο που νομί­ζου­με πως το συγκε­κρι­μέ­νο πρό­βλη­μα θα μπο­ρού­σε να λυθεί με την κατάρ­γη­ση των παρε­λά­σε­ων, απο­μει­νά­ρι εξάλ­λου ενός μιλι­τα­ρι­στι­κού παρελ­θό­ντος και χει­ρα­γώ­γη­σης της νεο­λαί­ας (βλ. ΕΟΝ-Μετα­ξά κ.λπ.) ενδια­φέ­ρον θα ήταν να προ­σεγ­γί­σου­με το φαι­νό­με­νο του εθνο­κε­ντρι­σμού. Και αυτό για­τί τόσο αυτοί που είναι υπέρ όσο και αυτοί που είναι κατά κινού­νται στον αστε­ρι­σμό του εθνο­κε­ντρι­σμού. Αυτός δια­φο­ρο­ποιεί­ται μεθο­δο­λο­γι­κά, όπως θα δού­με παρα­κά­τω, από τον ρατσι­σμό. Να υπεν­θυ­μί­σου­με για την Ιστο­ρία, «αν μας ακού­ει» βεβαί­ως, πως η κατάρ­γη­ση των παρε­λά­σε­ων (μαθη­τι­κών και στρα­τιω­τι­κών) ήταν προ­γραμ­μα­τι­κή θέση του ΣΥΡΙΖΑ.

Οι εθνο­κε­ντρι­κές αντι­λή­ψεις εντεί­νο­νται κυρί­ως σε περιό­δους αλλα­γών στην οικο­νο­μία, κρί­σε­ων (ανα­διάρ­θρω­ση της παρα­γω­γής και της εργα­σια­κής δια­δι­κα­σί­ας) που μετα­φέ­ρο­νται στην κοι­νω­νία με τη μορ­φή της ανερ­γί­ας, της υπο­α­πα­σχό­λη­σης, της υπο­α­μει­βό­με­νης εργα­σί­ας κ.λπ.. Το γεγο­νός αυτό δια­μορ­φώ­νει ένα κλί­μα ανα­σφά­λειας, έκπτω­σης και φοβί­ας. Απόρ­ροια αυτή της εξέ­λι­ξης είναι και ο προ­νοια­κός σωβι­νι­σμός (οι ξένοι μας «παίρ­νουν» τα επι­δό­μα­τα κ.λπ.). Στο βαθ­μό που αυτή η κατά­στα­ση δεν μπο­ρεί να εκλο­γι­κευ­τεί, υπεύ­θυ­νοι θεω­ρού­νται κυρί­ως από τμή­μα­τα του πλη­θυ­σμού που βιώ­νουν τις ανα­σφά­λειες της αγο­ράς εργα­σί­ας, οι μετα­νά­στες εργά­τες, οι πρό­σφυ­γες κ.ά.

Φαι­νο­με­νι­κά το επι­χεί­ρη­μα αυτό στέ­κει, καθώς η φτη­νή, υπο­πλη­ρω­μέ­νη και ανα­σφά­λι­στη εργα­σία των μετα­να­στών, των προ­σφύ­γων κ.ά. αντα­γω­νί­ζε­ται την εργα­σία των γηγε­νών εργα­τών και την «εκτο­πί­ζει» (βλ. εφε­δρι­κός βιο­μη­χα­νι­κός στρα­τός). Ωστό­σο τα φαι­νό­με­να απα­τούν, καθώς η ανά­γκη για φτη­νά εργα­τι­κά χέρια εμφα­νί­ζε­ται τις περισ­σό­τε­ρες φορές, τόσο στη χώρα μας όσο και στις περισ­σό­τε­ρες χώρες του κόσμου που δέχτη­καν μετα­νά­στες πριν την άφι­ξη των μετα­να­στών (ΗΠΑ, Γερ­μα­νία κ.ά.). Μάλι­στα στις ΗΠΑ οι μετα­νά­στες κατα­λαμ­βά­νο­ντας ανει­δί­κευ­τες θέσεις εργα­σί­ας στο τεϊ­λο­ρι­κό σύστη­μα εργα­σί­ας (δια­χω­ρι­σμός σχε­δια­στι­κής από εκτε­λε­στι­κή εργα­σία) «συνέ­βαλ­λαν» στο τσά­κι­σμα των ισχυ­ρών συν­δι­κα­λι­στι­κών σωμα­τεί­ων των μαστό­ρων (τέλη 19ου αι., αρχές 20ου αι.). Στην περί­πτω­ση της χώρας μας, εμφα­νί­ζε­ται από τις αρχές κιό­λας της δεκα­ε­τί­ας του ΄70 έλλει­ψη εργα­τι­κών χεριών στην οικο­δο­μή και τη βιο­μη­χα­νία, επει­δή μεγά­λο μέρος της γηγε­νούς εργα­τι­κής δύνα­μης είχε «εξα­χθεί» σε όλες τις ηπεί­ρους (Ευρώ­πη, Αμε­ρι­κή, Αυστρα­λία κ.ά.). Για το λόγο αυτό η στρα­τιω­τι­κή δικτα­το­ρία προ­χώ­ρη­σε σε δια­κρα­τι­κές συμ­φω­νί­ες με την Ινδία, το Πακι­στάν, την Αίγυ­πτο κ.α. Από τα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ΄80 εμφα­νί­ζε­ται πάλι μεγά­λη έλλει­ψη εργα­τι­κών χεριών κυρί­ως στον αγρο­τι­κό τομέα αλλά και στη βιο­μη­χα­νία. Παράλ­λη­λα εμφα­νί­ζε­ται και μια «ανέ­λι­ξη» τμη­μά­των της γηγε­νούς εργα­τι­κής τάξης, που κατα­λαμ­βά­νουν θέσεις στον τρι­το­γε­νή τομέα (υπη­ρε­σί­ες κ.λπ.), ώσπου να έρθει η κρίση.

Με αυτήν την έννοια οι μετα­νά­στες εργά­τες με εξαί­ρε­ση ίσως την πρώ­τη περί­ο­δο του ΄90 (οικο­δο­μές), κάθε άλλο παρά εκτο­πί­ζουν τους γηγε­νείς εργά­τες. Ενώ το κεφά­λαιο έλυ­σε το πρό­βλη­μα έλλει­ψης εργα­τι­κής δύνα­μης η κοι­νω­νι­κή έντα­ση μετα­φέρ­θη­κε στο εσω­τε­ρι­κό του κόσμου της εργα­σί­ας. Η στρα­τη­γι­κή επι­λο­γή του κεφα­λαί­ου να εισά­γει εργα­τι­κή δύνα­μη και να μην την υπο­κα­τα­στή­σει με τεχνο­λο­γί­ες έντα­σης κεφα­λαί­ου, ‑καθώς βρα­χυ­πρό­θε­σμα το κόστος ήταν μεγάλο‑, σημαί­νει και την ανα­βο­λή του ανα­γκαί­ου εκσυγ­χρο­νι­σμού της παρα­γω­γι­κής δομής. Για τους ίδιους λόγους πάλι ελλη­νι­κές επι­χει­ρή­σεις εγκα­θί­στα­νται σε γει­το­νι­κές χώρες συντη­ρώ­ντας το πρό­βλη­μα Ας σημειω­θεί πως η παρα­γω­γι­κό­τη­τα της εργα­σί­ας στην Ελλά­δα ήταν ιδιαί­τε­ρα υψη­λή (μέχρι το ξέσπα­σμα της οικο­νο­μι­κής κρί­σης), ενώ υψη­λό­τε­ρη ήταν και η κερ­δο­φο­ρία των ελλη­νι­κών επι­χει­ρή­σε­ων σε σύγκρι­ση με άλλες χώρες της ευρωζώνης.

Ενώ αυτά τα επι­χει­ρή­μα­τα πεί­θουν κάθε καλό­πι­στο, πως εξη­γεί­ται η υιο­θέ­τη­ση εθνο­κε­ντρι­κών, ή, ακό­μη και ρατσι­στι­κών προ­τά­σε­ων για τα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα; Τονί­ζου­με ξανά πως τα αίτια θα πρέ­πει να ανα­ζη­τη­θούν στον κοι­νω­νι­κό κατα­με­ρι­σμό εργα­σί­ας και στις τρι­βές και στις εντά­σεις που αυτός προ­κα­λεί στη σφαί­ρα της αγο­ράς εργα­σί­ας (τυπι­κή, μαύ­ρη εργα­σία κ.λπ.). Ή αλλιώς, ο αντα­γω­νι­σμός, ‑ίδιον του καπι­τα­λι­στι­κού κατα­με­ρι­σμού εργα­σί­ας- για πρό­σβα­ση σε σπά­νιους πόρους (εργα­σία, ασφά­λι­ση, κατοι­κία κ.λπ.). Εκ των πραγ­μά­των αυτό τον αντα­γω­νι­σμό τον βιώ­νουν πρω­τί­στως τα εργα­τι­κά και λαϊ­κά στρώ­μα­τα, ‑όχι όμως μεσαία και αστι­κά στρώματα‑, αφού ούτε εργα­σία τους, ούτε η στε­γα­στι­κή τους συν­θή­κη απει­λεί­ται από την παρου­σία μετα­να­στών. Αυτό εξη­γεί σε ένα βαθ­μό την «ανο­χή» τους απέ­να­ντι στο “δια­φο­ρε­τι­κό”, στους «ξένους» κ.ο.κ.,

Έτσι η ταύ­τι­ση με το έθνος έρχε­ται να λύσει πρω­τί­στως ένα πρό­βλη­μα ψυχο­λο­γι­κής τάξης, ένα πρό­βλη­μα ταυ­τό­τη­τας, πόσο μάλ­λον όταν οι άνθρω­ποι μαζί με την απώ­λεια της εργα­σί­ας, βγή­καν και από ένα σύστη­μα κοι­νω­νι­κών και προ­σω­πι­κών σχέ­σε­ων. Δεν χρειά­ζε­ται εδώ να τονί­σου­με ότι οι άνθρω­ποι που μπο­ρούν να ταυ­τι­στούν με την εργα­σί­ας τους, μπο­ρούν να στα­θούν με αυτο­πε­ποί­θη­ση και με υψη­λό αίσθη­μα αυτο­ε­κτί­μη­σης. Δεν υπάρ­χει συνε­πώς λόγος να εγκλω­βι­στούν σε «παρω­χη­μέ­νες» ταυ­τό­τη­τες (εθνι­κές, θρη­σκευ­τι­κές κ.λπ.), πόσο μάλ­λον όταν αυτοί φέρουν την ταυ­τό­τη­τα του παρα­γω­γού, καθώς αυτοί είναι που παρά­γουν τον κοι­νω­νι­κό πλούτο.

Αντί­θε­τα άνθρω­ποι που βρί­σκο­νται στην ανερ­γία μαζί με το ταξι­κό bullying που δέχο­νται χάνουν κάθε σημείο κοι­νω­νι­κής ανα­φο­ράς και κοι­νω­νι­κής ανα­γνώ­ρι­σης. Αισθά­νο­νται, όπως προσ­διο­ρί­ζε­ται εξάλ­λου στο κυρί­αρ­χο σύστη­μα αξιών, κυριο­λε­κτι­κά «άχρη­στοι», σαν να ζουν σε βάρος των άλλων. Εκπί­πτουν ως παρα­γω­γοί, εκπί­πτουν όμως και ως κατα­να­λω­τές που για τις κοι­νω­νί­ες, ας πού­με του «θεά­μα­τος», σημαί­νει απο­κλει­σμός από θέσεις γοή­τρου, θέσεις που έχουν μια συμ­βο­λι­κή λει­τουρ­γία (υπο­κει­με­νι­κή και κοι­νω­νι­κή) κυρί­ως όσον αφο­ρά στη κατά­τα­ξη στην κοι­νω­νι­κή πυρα­μί­δα. Η κοι­νω­νι­κή τους από­τα­ξη από κοι­νω­νι­κές συλ­λο­γι­κό­τη­τες, όπως είναι αυτή του κόσμου της εργα­σί­ας, ασύ­νει­δα τους σπρώ­χνει να ταυ­τι­στούν από­λυ­τα, κυριο­λε­κτι­κά να πια­στούν από κάπου, με σύμ­βο­λα όπως «η σημαία» που ανα­πα­ρι­στά το αίσθη­μα του ανή­κειν σε μια (φαντα­σια­κή) συλ­λο­γι­κό­τη­τα (έθνος), και γίνε­ται σημείο ανα­γνώ­ρι­σης και ταυ­το­ποί­η­σης για μια ομάδα.

Ίσως εδώ έχει νόη­μα να κάνου­με τον δια­χω­ρι­σμό μετα­ξύ εθνο­κε­ντρι­σμού και ρατσι­σμού. Δεν είναι μόνο μια ακα­δη­μαϊ­κή εμμο­νή αλλά και ένας καθ’ όλα ανα­γκαί­ος μεθο­δο­λο­γι­κός δια­χω­ρι­σμός που θα μας βοη­θή­σει να κατα­νο­ή­σου­με τη μορ­φο­λο­γία του προ­βλή­μα­τος αλλά και τις λύσεις του. Πρώ­τα να ξεκι­νή­σου­με από το αυτο­νό­η­το: τα κοι­νά στοι­χεία μετα­ξύ των ανθρώ­πων είναι πολ­λά περισ­σό­τε­ρα από τις φαι­νο­τυ­πι­κές (ψεδο­ε­πι­στη­μο­νι­κές) δια­φο­ρές (φυλή, χρώ­μα, αίμα κ.λπ.), τις εθνο­τι­κές ή, θρη­σκευ­τι­κές ιδιαι­τε­ρό­τη­τες (προ­πο­λι­τι­κές ταυ­τό­τη­τες). Στο βαθ­μό όμως που μια κοι­νω­νι­κή ομά­δα, ένα κοι­νω­νι­κό σύστη­μα, εξη­γεί την κυριαρ­χία με βιο­λο­γι­κούς όρους (αίμα, φυλή κ.λπ.) και θεω­ρεί άτο­μα μιας άλλης ομά­δας γενε­τι­κά κατώ­τε­ρα της κυρί­αρ­χης, καθώς επί­σης και ανε­πί­δε­κτα πολι­τι­σμι­κής εξέ­λι­ξης (γνω­στι­κά κατώ­τε­ρα), τότε αυτή είναι ρατσι­στι­κή. Εφό­σον αυτή η ιδε­ο­λη­ψία ενσω­μα­τώ­νε­ται στη θεσμι­κή δομή μιας κοι­νω­νί­ας με απο­κλει­σμούς και απα­γο­ρεύ­σεις (ΗΠΑ ως τη δεκα­ε­τία του ’60, Νότια Αφρι­κή ως τη δεκα­ε­τία του ΄90 κ.ά.) τότε αυτή η κοι­νω­νία είναι ρατσι­στι­κή. Αντί­θε­τα αν μια κοι­νω­νία ανα­γνω­ρί­ζει στα μέλη μιας άλλης ομά­δας δυνα­τό­τη­τες εξέ­λι­ξης, εφό­σον εγκα­τα­λεί­ψουν τον «κατώ­τε­ρο» τρό­πο ζωής και τον «κατώ­τε­ρο» πολι­τι­σμό απο­δε­χό­με­να αυτόν της κυρί­αρ­χης ομά­δας (γλώσ­σα, θρη­σκεία, σημαία κ.ο.κ.), αυτή είναι εθνοκεντρική.

Με αυτή την έννοια η ελλη­νι­κή κοι­νω­νία είναι περισ­σό­τε­ρο μια εθνο­κε­ντρι­κή κοι­νω­νία που μετά την οικο­νο­μι­κή κρί­ση και τα φαι­νό­με­να που την ακο­λου­θούν, όπως κοι­νω­νι­κή έκπτω­ση, κοι­νω­νι­κή αποει­δί­κευ­ση (απώ­λεια κοι­νω­νι­κών δεξιο­τή­των και προ­σω­πι­κών σχέ­σε­ων που συν­δέ­ο­νται με την εργα­σία), ανερ­γία κ.ά. εμφα­νί­ζει έναν επι­θε­τι­κό ρατσι­σμό που κατα­γρά­φε­ται και πολι­τι­κά-εκλο­γι­κά. (βλ. άνο­δο και Χρυ­σής Αυγής). Κατά κάποιο τρό­πο το διά­χυ­το αίσθη­μα ανα­σφά­λειας και αβε­βαιό­τη­τας που σαφώς επι­τεί­νε­ται από τις πολι­τι­κές της Κυβέρ­νη­σης (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) απο­τε­λεί το έδα­φος για τη ρατσι­στι­κή ρητο­ρι­κή και τις ρατσι­στι­κές επι­θέ­σεις ενα­ντί­ον μετα­να­στών, προ­σφύ­γων κ.ά. Πάλι όμως δεν πρό­κει­ται για μετα­νά­στες αστούς (Αμε­ρι­κα­νούς, Γερ­μα­νούς κ.λπ.) αλλά για μετα­νά­στες εργά­τες. Να και το ταξι­κό πρό­ση­μα του ρατσι­σμού. Κι αυτό για­τί όταν οι δρά­στες επι­λέ­γουν τους μετα­νά­στες ως θύμα­τα, το κάνουν επει­δή τους βλέ­πουν ως υπο­δε­έ­στε­ρες μορ­φές ανθρώ­πι­νης ύπαρ­ξης, αλλά και επει­δή γνω­ρί­ζουν την αδυ­να­μία τους, ‑λόγω της ταξι­κής τους θέσης και του επι­σφα­λούς νομι­κο-πολι­τι­κού τους στάτους‑, να αυτο­προ­στα­τευ­τούν. Όχι λίγες φορές μάλι­στα οι ενέρ­γειες τους έχουν την ανο­χή και των Αρχών (πολι­τι­κών και αστυνομικών).

Είναι κρί­μα όμως που η συζή­τη­ση για τη σημαία περιο­ρί­ζε­ται μόνο στο σημαί­νον (στη σημαία), και απο­σιω­πά­ται το σημαι­νό­με­νο. Απο­σιω­πά­ται δηλα­δή πως η ελλη­νι­κή σημαία ανα­δεί­χτη­κε σε οικου­με­νι­κό σύμ­βο­λο αντί­στα­σης των λαών στο φασι­σμό (έπος του ΄40) ενώ άλλες φορές (εκστρα­τεία στην Ουκρα­νία ενα­ντί­ον της Σοβιε­τι­κής Ένω­ση 1919, Κορέα 1952 κ.ά.), η ίδια αυτή σημαία ταυ­τί­στη­κε με τον ιμπε­ρια­λι­σμό και τις επι­θε­τι­κές ενέρ­γειες ενα­ντί­ον άλλων λαών.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο