Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι πρώτες μέρες του ιταλοελληνικού πολέμου

Έλλη­νες φαντά­ροι στο αλβα­νι­κό μέτωπο

Έλλη­νες φαντά­ροι στο αλβα­νι­κό μέτωπο

Με αφορ­μή την επέ­τειο έναρ­ξης του ιτα­λο­ελ­λη­νι­κού πολέ­μου, ο «Ριζο­σπά­στης» παρου­σιά­ζει σήμε­ρα σελί­δες από το ημε­ρο­λό­γιο του Στέ­λιου Βαμ­βέ­τσου, αξιω­μα­τι­κού του Πυρο­βο­λι­κού και αργό­τε­ρα στε­λέ­χους του ΚΚΕ.

Το ημε­ρο­λό­γιο, βασι­σμέ­νο σε σημειώ­σεις της περιό­δου, γρά­φτη­κε σε μετα­γε­νέ­στε­ρο χρό­νο, ενώ αντί­γρα­φό του σώζε­ται στο Αρχείο του ΚΚΕ.

Ο Στέ­λιος Βαμ­βέ­τσος γεν­νή­θη­κε το 1910 στα Τρί­κα­λα. Το 1933 απο­φοί­τη­σε από τη Στρα­τιω­τι­κή Σχο­λή Ευελ­πί­δων. Ο πόλε­μος του 1940 τον βρή­κε με τον βαθ­μό του Λοχα­γού — διοι­κη­τή μηχα­νο­κί­νη­της πυροβολαρχίας.

Τον Μάρ­τη 1943 κατα­τά­χθη­κε στον ΕΛΑΣ και τον Σεπτέμ­βρη του ίδιου έτους έγι­νε μέλος του ΚΚΕ. Στον ΕΛΑΣ υπήρ­ξε Διοι­κη­τής Συντάγ­μα­τος, Επι­τε­λάρ­χης Ταξιαρ­χί­ας, Διευ­θυ­ντής του ΙΙ Γρα­φεί­ου στο Κλι­μά­κιο Γενι­κού Στρα­τη­γεί­ου Ηπεί­ρου. Μετά τη Συμ­φω­νία της Καζέρ­τας ήταν εκπρό­σω­πος του ΕΛΑΣ στο αρχη­γείο του ΕΔΕΣ.

Από το 1945 έως το 1946 έδρα­σε στα Τρί­κα­λα. Τον Αύγου­στο 1946 εξο­ρί­στη­κε στη Νάξο και μετέ­πει­τα στην Ικα­ρία, στη Σαντο­ρί­νη, στη Μακρό­νη­σο, στον Αη Στρά­τη. Απο­φυ­λα­κί­στη­κε το 1952 και μέχρι το 1958 έζη­σε στα Γιάννενα.

Το 1955 έγι­νε μέλος της ΝΕ της ΕΔΑ, ενώ τις περιό­δους 1957–58 και 1962–67 ήταν γραμ­μα­τέ­ας της. Παρεμ­βλή­θη­κε η σύλ­λη­ψη και εξο­ρία στον Αη Στρά­τη την περί­ο­δο 1959–1961. Το 1967 εκτο­πί­στη­κε στη Γιού­ρα και στο Παρ­θέ­νι της Λέρου έως τον Δεκέμ­βρη 1970.

Ο Στ. Βαμ­βέ­τσος εξό­ρι­στος στον Αη Στρά­τη, το 1950

Μετά την πτώ­ση της δικτα­το­ρί­ας των συνταγ­μα­ταρ­χών, ήταν Γραμ­μα­τέ­ας της ΝΕ Ιωαν­νί­νων του ΚΚΕ, μέλος της Επι­τρο­πής Περιο­χής Ηπεί­ρου και Νήσων, υπο­ψή­φιος βου­λευ­τής με το ΚΚΕ και δημο­τι­κός σύμ­βου­λος Ιωαν­νί­νων. Αγω­νί­στη­κε για την ανα­γνώ­ρι­ση της Εθνι­κής Αντίστασης.

Οι πολύ­χρο­νες φυλα­κί­σεις είχαν υπο­σκά­ψει την υγεία του. «Εφυ­γε» από τη ζωή τον Ιού­λη 1981, σε ηλι­κία 71 ετών, και κηδεύ­τη­κε στα Γιάν­νε­να συνο­δεία πλή­θους κόσμου.

Την αξία του Βαμ­βέ­τσου ως στρα­τιω­τι­κού ανα­γνω­ρί­ζουν στα γρα­πτά τους στρα­τη­γοί του αστι­κού στρα­τού, ανά­με­σά τους ο Χ. Κατσι­μή­τρος, τότε διοι­κη­τής της 8ης Μεραρ­χί­ας της Ηπεί­ρου, και αργό­τε­ρα υπουρ­γός της Κατο­χι­κής κυβέρ­νη­σης Τσο­λά­κο­γλου μιλώ­ντας για το «εύστο­χο πυρ του λοχα­γού Βαμ­βέ­τσου» και την «πυρο­βο­λαρ­χία φάντασμα».

Στις 26 Αυγού­στου 1940 ο Στέ­λιος Βαμ­βέ­τσος πήρε εντο­λή να μετα­κι­νή­σει την πυρο­βο­λαρ­χία που διοι­κού­σε από τα Τρί­κα­λα προς τα ελλη­νο­αλ­βα­νι­κά σύνορα.

Η δικτα­το­ρία του Μετα­ξά, εκφρά­ζο­ντας τα γενι­κό­τε­ρα συμ­φέ­ρο­ντα της αστι­κής τάξης και τη σύν­δε­ση του ελλη­νι­κού αστι­κού κρά­τους με τα συμ­φέ­ρο­ντα της Μεγά­λης Βρε­τα­νί­ας, αντι­τά­χθη­κε στις δυνά­μεις του φασι­στι­κού Αξο­να και προ­σα­να­το­λί­στη­κε στην υπε­ρά­σπι­ση της εδα­φι­κής επι­κρά­τειας — στην από­κρου­ση της επίθεσης.

Η επι­τι­θέ­με­νη φασι­στι­κή Ιτα­λία είχε μεγά­λη υπε­ρο­πλία ιδί­ως σε τανκ και αερο­πλά­να. Από την ελλη­νι­κή πλευ­ρά, η δικτα­το­ρία Μετα­ξά δια­τη­ρού­σε ισχυ­ρές στρα­τιω­τι­κές δυνά­μεις στα ελλη­νο­βουλ­γα­ρι­κά σύνο­ρα, για­τί φοβό­ταν και μια επί­θε­ση από τη Βουλγαρία.

Στα ελλη­νο­αλ­βα­νι­κά σύνο­ρα το ελλη­νι­κό Γενι­κό Επι­τε­λείο Στρα­τού σχε­δί­α­ζε μια οπι­σθο­χώ­ρη­ση, ώστε η γραμ­μή άμυ­νας να οχυ­ρω­θεί νοτιό­τε­ρα. Κατά συνέ­πεια, τα τμή­μα­τα του Ελλη­νι­κού Στρα­τού που βρί­σκο­νταν κοντά στα σύνο­ρα, είχαν σκο­πό την καθυ­στέ­ρη­ση του επιτιθέμενου.

Αυτό μπο­ρεί να το δια­κρί­νει κανείς και στις διη­γή­σεις του Βαμ­βέ­τσου για τις πρώ­τες μέρες του πολέ­μου, όταν στις 3 Νοέμ­βρη γρά­φει στο ημε­ρο­λό­γιό του: «Οι ελπί­δες μας για μια απο­τε­λε­σμα­τι­κή άμυ­να στο Καλ­πά­κι άρχι­σαν να σβή­νουν»… Τελι­κά, στο πεδίο της μάχης ανα­τρά­πη­κε η ιτα­λι­κή επί­θε­ση και δεν πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε η οπισθοχώρηση.

Τα γεγο­νό­τα αυτά δεί­χνουν τον μεγά­λο ρόλο του ανθρώ­πι­νου παρά­γο­ντα στον πόλε­μο, την ικα­νό­τη­τά του να αντι­στα­θεί, να ανα­τρέ­ψει ισχυ­ρά εξο­πλι­σμέ­νους στρα­τούς. Είναι δια­χρο­νι­κής σημα­σί­ας συμπέ­ρα­σμα, που επι­βε­βαιώ­θη­κε και στη μεγά­λη ανά­πτυ­ξη αργό­τε­ρα του ΕΛΑΣ.

Τα απο­σπά­σμα­τα που δημο­σιεύ­ου­με παρα­κά­τω είναι επι­λο­γή από τα γεγο­νό­τα της περιό­δου 27 Οκτώ­βρη — 4 Νοέμ­βρη 1940.

Σελίδες ημερολογίου

27 Οκτω­βρί­ου 1940.- Ο και­ρός είναι λίγο συν­νε­φια­σμέ­νος και οι πρώ­τες βρο­χές του φθι­νο­πώ­ρου έχουν αρχί­σει. Τίπο­τε ακό­μα το νεώ­τε­ρον από τα σύνο­ρα, οι θέσεις καταυ­λι­σμού της πυρ/χίας μου είναι περί­που 30 χιλ/τρα πίσω από τα σύνο­ρα. Κοντά είναι το χωριό Νεγρά­δες και πολύ κοντά η θέση της πυρ/χίας μου που θα την κατα­λάμ­βα­να με την έναρ­ξιν των επιχειρήσεων (…)

28 Οκτω­βρί­ου 1940.- Είναι ακό­μα νύχτα. Στο βαθύ μου ύπνο ακούω κάτι σαν μπου­μπού­νι­σμα. Κάπο­τε κάπο­τε μισο­ξυ­πνάω και ακούω το μπου­μπού­νι­σμα αυτό χωρίς καμιά δια­κο­πή. Περί­ερ­γο μπου­μπού­νι­σμα λέω μέσα μου, χωρίς δια­κο­πή, έχο­ντας όμως υπό­ψιν μου πως το βρά­δυ που πήγα να κοι­μη­θώ ο ουρα­νός ήταν βαριά συν­νε­φια­σμέ­νος δεν ανη­σύ­χη­σα καθό­λου. Ξανα­κοι­μή­θη­κα, μα δεν θα πέρα­σαν ούτε πέντε λεπτά της ώρας και ξυπνάω πάλι από τα χτυ­πή­μα­τα που έκα­νε στην πόρ­τα του δωμα­τί­ου μου ένας στρα­τιώ­της μου, που συγ­χρό­νως φώνα­ζε δυνα­τά «Κύριε Λοχα­γέ κύριε Λοχα­γέ, ο κύριος Ταγ­μα­τάρ­χης είπε να κατε­βή­τε αμέ­σως στην πυρ/χία. Οι Ιτα­λοί μας κήρυ­ξαν τον πόλεμο» (…)

Φωτο: Χάρ­της με το θέα­τρο των επι­χει­ρή­σε­ων που περι­γρά­φε­ται στο ημε­ρο­λό­γιο (πηγή topoguide.gr). Δια­κρί­νο­νται το Καλ­πά­κι, τα χωριά Νεγρά­δες και Δολια­νά και τα υψώ­μα­τα Κου­μά­τα και Βέλας (παρα­τη­ρη­τή­ριο)

* * *

Η μέρα άρχι­ζε να χαρά­ζει. Ολα είχαν κανο­νι­στεί από πρω­τύ­τε­ρα. Τα τρία πυρο­βό­λα θα πήγαι­ναν να κατα­λά­βουν την θέση τους που είχα­με ετοι­μά­σει. Ο ταγ­μα­τάρ­χης στο παρα­τη­ρη­τή­ριο άνω­θεν Βέλας. Εγώ με το ένα πυρο­βό­λο θα πήγαι­να σε προ­ω­θη­μέ­νη θέση για να αρχί­σω αμέ­σως βολή κατά του προ­ε­λαύ­νο­ντος εχθρού. Παρα­τη­ρη­τή­ριο μου στο ύψω­μα Κού­μα­τα πάνω από τη στε­νω­πό Καλ­πα­κί­ου. Δίνω τις τελευ­ταί­ες μου εντο­λές και οδη­γί­ες στους στρα­τιώ­τες, στους αξιω­μα­τι­κούς μου και όλοι ξεκι­νά­με για τις θέσεις μας (…)

Σκε­φτό­μου­να και έλε­γα μέσα μου. «Είναι δυνα­τόν να αμυν­θού­με χωρίς να υπο­χω­ρή­σου­με; Είναι δυνα­τόν να νική­σου­με;». Ετσι, προ­χω­ρώ­ντας έφθα­σα στην καθο­ρι­σμέ­νη θέση. Ετα­ξα το πυρο­βό­λο και του έδω­σα τα πρώ­τα στοι­χεία. Εγώ ανέ­βη­κα στο παρα­τη­ρη­τή­ριο. Εκεί βρή­κα και τον παλιό μου φίλο Λοχα­γό Κώστα Σερ­βε­τά, ο οποί­ος ήταν διοι­κη­τής μιας πεδι­νής πυρ/χίας (…)

Ωρα 10.30 παίρ­νω τηλε­φώ­νη­μα του ταγ­μα­τάρ­χου μου. «Ημέ­τε­ρα τμή­μα­τα συμ­πτύσ­σο­νται σύμ­φω­να με Δ/γήν. Τα εχθρι­κά τμή­μα­τα φθά­νουν εις στε­νω­πόν Δελ­βι­να­κί­ου. Εκτε­λέ­σα­τε βολήν εντός στε­νω­πού δια 6 βλη­μά­των». Σε λίγα λεπτά το πρώ­το ελλη­νι­κό πυρο­βό­λο στον τομέα μας βρο­ντά. Εξι βλή­μα­τα εξα­πο­στέλ­λο­νται μέσα σε δύο λεπτά της ώρας. Η στε­νω­πός Δελ­βι­να­κί­ου είναι σκε­πα­σμέ­νη με ομί­χλη και δεν φαί­νε­ται τίπο­τε. Η βολή εξε­τε­λέ­σθη με ακρι­βή τοπο­γρα­φι­κά στοι­χεία που είχα­με υπο­λο­γί­σει πρω­τύ­τε­ρα. Εξι βρο­ντές ακού­γο­νται μόνον μέσα στη στε­νω­πό — πάλι ησυχία (…)

29 Οκτω­βρί­ου.- (…) Κατά το από­γευ­μα αρχί­ζει μια ραγδαία βρο­χή. Κατά το βρά­δυ με παίρ­νει στο τηλέ­φω­νο ο Ταγ­μα­τάρ­χης μου και μου δίνει την εντο­λή να συμ­πτυ­χθώ στη θέσιν της πυρ/χίας μου και με πλη­ρο­φο­ρεί ότι τα τμή­μα­τά μας της προ­κα­λύ­ψε­ως συμ­πτυσ­σό­με­να θα φθά­σουν αύριο το βρά­δυ εις την οργα­νω­μέ­νην τοπο­θε­σί­αν του Καλ­πα­κί­ου. Δίνω εντο­λή στον ανθ/γό του πυρο­βό­λου να ταχθή προς πορεί­αν και να επι­στρέ­ψει στη θέση της πυρ/χίας (…)

30 Οκτω­βρί­ου.- (…) ύστε­ρα από πορεία αρκε­τών ωρών έφθα­σα στο παρα­τη­ρη­τή­ριό μου Βέλας (…) Το από­γευ­μα μας δίδε­ται από τον αρχη­γό Πυρ/κού Συν/χη Μαυ­ρο­γιάν­νη η εξής εντο­λή: «Ημέ­τε­ρα τμή­μα­τα προ­κα­λύ­ψε­ως συνε­πτύ­χθη­σαν εντός οχυ­ρω­μέ­νης τοπο­θε­σί­ας Καλ­πα­κί­ου. Παν τμή­μα κινού­με­νον έμπρο­σθεν του τομέα Καλ­πα­κί­ου είναι εχθρι­κόν και δέον να εκτε­λεί­ται βολή. Κατά την διάρ­κειαν της νυκτός βάλ­λα­τε κατ’ αραιά δια­στή­μα­τα εις κατα­στρα­φή­σαν υπό ημε­τέ­ρων γέφυ­ραν Αγί­ων προς παρε­νό­χλη­σιν εχθρού δι’ επι­σκευ­ήν ταύτης».

Κατό­πιν τού­του έβγα­λα τα στοι­χεία βολής της γέφυ­ρας και έδω­σα τις σχε­τι­κές εντο­λές στην πυρ/χία μου δια την εκτέ­λε­σιν του προ­γράμ­μα­τος. Εχθρι­κόν τμή­μα δεν φαι­νό­ταν ακό­μα κανέ­να. Ο δημό­σιος δρό­μος οδη­γού­σε από Αλβα­νί­αν προς Καλ­πά­κι — Ιωάν­νι­να ήταν τελεί­ως έρη­μος. Μπρο­στά μας απλώ­νο­νταν ο κάμπος των Δολια­νών. Ολο το έδα­φος στο οποίο είχα εντο­λή να βάλω δια της πυρ/χίας μου ήταν επί­πε­δο και αραιά δασω­μέ­νο. Στην άκρη του κάμπου αυτού περ­νού­σε ο δημό­σιος δρό­μος, πάνω στον οποί­ον από την άλλη μέρα θα άρχι­ζαν να κινού­νται οι βαριές εχθρι­κές φάλαγγες.

Το παρα­τη­ρη­τή­ριό μου είχε υψό­με­τρο αρκε­τά σημα­ντι­κό κατά συνέ­πειαν η παρα­τή­ρη­σίς μου ήταν θαυ­μά­σια και ανα­λο­γι­ζό­μουν ότι σε μένα θα έπε­φτε πολύ μεγά­λο βάρος λόγω της σπου­δαιό­τη­τας του τομέα και ότι οι άνδρες της πυρ/χίας μου θα έπρε­πε να κατα­βά­λουν υπε­ράν­θρω­πες προ­σπά­θειες επει­δή η πυρ/χία μου δεν θα στα­μά­τα­γε ούτε την ημέ­ρα, ούτε την νύχτα. Ετσι και έγι­νε. Οι ιτα­λι­κές φάλαγ­γες με άξο­να τον δημό­σιο δρό­μο κινή­θη­καν για να εκπορ­θή­σουν την στε­νω­πό του Καλ­πα­κί­ου, οπό­τε ελεύ­θε­ρα πλέ­ον θα εβά­δι­ζαν προς κατά­λη­ψιν των Ιωαννίνων.

(…) Τα πυρο­βό­λα μου ήταν νεω­τά­του τύπου με θαυ­μά­σιες βλη­τι­κές ιδιό­τη­τες. Μέγι­στον βελη­νε­κές 15.000 μέτρα, γωνία βολής σχε­δόν 90ο. Η εχθρι­κή αερο­πο­ρία και πυρ/κόν θα έπε­φταν απά­νω μου για να ανα­κα­λύ­ψουν την θέσιν της και να την εξου­δε­τε­ρώ­σουν, αλλά οι έφε­δροι αξιω­μα­τι­κοί της πυρ/χίας μου καί­τοι άπει­ροι από πόλε­μο είχαν κάνει ένα θαυ­μά­σιο καμου­φλάζ, που παρά τις τερά­στιες προ­σπά­θειες που κατέ­βα­λε ο εχθρός δεν κατόρ­θω­σε να την ανακαλύψει.

31 Οκτω­βρί­ου.- (…) Μικρές φάλαγ­γες πότε απά­νω στο δρό­μο και πότε ανά­με­σα από τα δέντρα του κάμπου προ­ω­θού­νται συνε­χώς. Ωστό­σο όμως δεν κάνω καμιά βολή ακό­μα ενα­ντί­ον τους για­τί δεν αξί­ζει τον κόπο να ξοδέ­ψου­με βλή­μα­τα βαρέ­ος πυρ/κού. Είναι ακό­μα οι εμπρο­σθο­φυ­λα­κές της ιτα­λι­κής μεραρ­χί­ας. Κατά τις 10 το πρωί τρία αερο­πλά­να βομ­βαρ­δι­στι­κά του εχθρού φάνη­καν στον ορί­ζο­ντα. Εφθα­σαν απά­νω από τη στε­νω­πό του Καλ­πα­κί­ου και εκεί άφη­σαν τις βόμ­βες τους.

Ημουν τόσο κοντά που μόλις τις άφη­σαν τις έβλε­πα με γυμνό μάτι και παρα­κο­λου­θού­σα την κίνη­σίν τους. Εβλε­πα ότι κατευ­θύ­νο­νταν πολύ δεξιό­τε­ρα από το παρα­τη­ρη­τή­ριό μας. Σε λίγο ένας τρο­με­ρός κρό­τος ακού­στη­κε και το έδα­φος σεί­στη­κε σαν να γίνο­νταν σει­σμός (…) Ο εχθρός όλο και μας πλη­σιά­ζει. Με το σού­ρου­πο δίδε­ται πάλι η εντο­λή να συνε­χί­σω με δρα­στι­κό­τε­ρο ρυθ­μό την βολή μου ενα­ντί­ον της γέφυ­ρας των Αγίων.

1 Νοεμ­βρί­ου.- Από πολύ πρωί βρί­σκο­μαι με τον ταγ­μα­τάρ­χη μου στο παρα­τη­ρη­τή­ριό μας. Σε λίγο αρχί­ζουν οι πρώ­τες βολές του εχθρι­κού πυρ/κού ενα­ντί­ον των θέσε­ών μας. Είναι οι πρώ­τες βολές επι­ση­μάν­σε­ως. Κάπου κάπου πέφτει και κανέ­να βλή­μα στο ύψω­μά μας. Πιο κάτω από το παρα­τη­ρη­τή­ριό μου βρί­σκο­νται τα χαρα­κώ­μα­τα του πεζι­κού μας. Τα πρώ­τα βλή­μα­τα του εχθρι­κού πυρ/κού άρχι­σαν να σφυ­ρί­ζουν γύρω μας. Ηταν η πρώ­τη φορά που δοκί­μα­ζα το σφύ­ριγ­μα και τις εκρή­ξεις. Μερι­κά βλή­μα­τα που έπε­φταν πολύ κοντά μας έσπα­ζαν τις πέτρες και αρκε­τά κομ­μά­τια έπε­φταν στο μικρό όρυγ­μα του παρα­τη­ρη­τη­ρί­ου μας.

(…) τρία αερο­πλά­να ελα­φρού βομ­βαρ­δι­σμού περ­νούν από πάνω μας (…) Ηταν ελλη­νι­κά. Προ­χώ­ρη­σαν λίγο προς τα μέσα, έκα­ναν μερι­κούς ελιγ­μούς πάνω από τον κάμπο που κατεί­χεν ο εχθρός, δεν μπό­ρε­σα να εξα­κρι­βώ­σω αν βομ­βάρ­δι­σαν που­θε­νά και σε λίγο απε­χώ­ρη­σαν. Ηταν τα πρώ­τα και τελευ­ταία ελλη­νι­κά αερο­πλά­να που βλέ­πα­με, για­τί έκτο­τε δεν ξανα­εί­δα­με ελλη­νι­κό αερο­πλά­νο, εκτός από μια αερο­μα­χία που δεν μπο­ρέ­σα­με λόγω του ύψους να δια­πι­στώ­σου­με αν ήταν ελλη­νι­κά ή εγγλέζικα.

(…) Το σού­ρου­πο άρχι­σε να πέφτει. Προ­σα­να­το­λί­ζω την διό­πτρα μου προς την γέφυ­ρα Αγί­ων για τη νύχτα. Μου δίδε­ται η εντο­λή: «Ιτα­λι­κόν μηχα­νι­κόν επι­σκευά­ζει εσπευ­σμέ­να γέφυ­ραν Αγίων.

Βάλ­λα­τε καθ’ όλην την νύχτα δρα­στι­κώς». Καταρ­τί­ζω το πρό­γραμ­μα βολής. Ολη τη νύχτα άυπνος, οι πυρο­βο­λη­ταί μου το ίδιο. Οι λάμ­ψεις των πυρο­βό­λων μου δια­σχί­ζουν τον ουρα­νό σαν αστραπές.

Οι λάμ­ψεις των εκρη­γνυο­μέ­νων βλη­μά­των μου δεν φαί­νο­νται για­τί η γέφυ­ρα είναι χωμέ­νη σε μια χαρά­δρα. Ακούω μόνο τους κρό­τους των εκρήξεων.

Πέφτει συνε­χώς ψιλή βρο­χή και φυσά­ει κάπως δυνα­τός αέρας. Κάνω συνε­χώς διορ­θώ­σεις, πότε δεξιά, πότε αρι­στε­ρά και άλλο­τε κοντύ­τε­ρα και άλλο­τε μακρύ­τε­ρα, αν και τα στοι­χεία βολής τα έχω βγά­λει από τα πριν και τού­το λόγω της μετα­βο­λής των και­ρι­κών συν­θη­κών (…) Κατά τη διάρ­κεια όλης της νύχτας ακού­γο­νταν πολύ ευδιά­κρι­τα οι μηχα­νές των μηχα­νο­κι­νή­των φαλάγ­γων του εχθρού, μα δεν δια­κρι­νό­τα­νε που­θε­νά φως αυτο­κι­νή­των για­τί προ­χω­ρού­σαν με σβη­σμέ­να φώτα.

2 Νοεμ­βρί­ου.- Οταν η ημέ­ρα έφε­ξε καλά προ­σκολ­λη­θή­κα­με στις διό­πτρες μας. Εξαφ­να σε μια καμπή ενός δρο­μί­σκου κοντά στο χωριό «Παρα­κά­λα­μος» δια­κρί­νω ένα άρμα μάχης (τανκ). Είναι στα­μα­τη­μέ­νο κοντά σε ένα τρι­γω­νο­με­τρι­κό σημείο. Μπο­ρού­σα να το χτυ­πή­σω για­τί είχα ακρι­βή τοπο­γρα­φι­κά στοι­χεία. Δεν χάνω και­ρό. Δίνω τα στοι­χεία στην πυρο­βο­λαρ­χία μου και με το ένα πυρο­βό­λο εξα­πο­στέλ­λω το πρώ­το βλή­μα. Πέφτει μακρύ­τε­ρα περί­που 50 μ. Αμέ­σως κάνω την διόρ­θω­ση και εξα­πο­στέλ­λω το δεύ­τε­ρο βλή­μα. Πέφτει μόνον 2–3 μέτρα κοντύ­τε­ρα, αλλά αυτό αρκεί. Τα θραύ­σμα­τα του εκρα­γέ­ντος βλή­μα­τος κατα­στρέ­φουν τη μηχα­νή του άρμα­τος και αμέ­σως βλέ­πω να ξεπη­δούν από μέσα δύο Ιτα­λοί, ενώ συγ­χρό­νως η βεν­ζί­νη της μηχα­νής φλέ­γε­ται και το άρμα ζώνε­ται από τις φλό­γες. Παρα­κο­λου­θώ τη συνέχεια.

(…) Ερευ­νώ το μέτω­πο πάλι. Βλέ­πω τις εμπρο­σθο­φυ­λα­κές του εχθρού όλο και να πλη­σιά­ζουν. Εγώ δεν μπο­ρώ να τις χτυ­πή­σω όχι μόνον για­τί δεν είναι η απο­στο­λή μου τέτοια, αλλά και για­τί έχουν πλη­σιά­σει στα υψώ­μα­τα αρκε­τά και δεν μου επι­τρέ­πουν οι δυνα­τό­τη­τες βολής. Τα πολυ­βό­λα τώρα έχουν το λόγο.

(…) παίρ­νου­με τηλε­φώ­νη­μα που έλε­γε «συλ­λη­φθέν τηλε­γρά­φη­μα του εχθρού δια του ασυρ­μά­του μας δια­τάσ­σει όπως άπαν εχθρι­κόν πυρ/κόν βάλη κατά οργα­νω­μέ­νης τοπο­θε­σί­ας Καλ­πα­κί­ου και επί υψώ­μα­τος Βέλας δρα­στι­κώς. Ανα­κα­λύ­ψα­τε εχθρι­κάς πυρ/χίας και προ­σπα­θή­σα­τε εξου­δε­τε­ρώ­σα­τε ταύ­τας». Ακρι­βώς στο ύψω­μα Βέλας βρί­σκε­ται το παρα­τη­ρη­τή­ριόν μας.

Είναι η ώρα 10 πρω­ι­νή. Σμή­νη εχθρι­κών βομ­βαρ­δι­στι­κών φαί­νο­νται στον ορί­ζο­ντα. Ερχο­νται προς την κατεύ­θυν­σίν μας. Σκύ­βου­με στο όρυγ­μά μας. Πλη­σιά­ζουν βλέ­που­με τα πρώ­τα σμή­νη να αφή­νουν τις βόμ­βες τους. Κατε­βαί­νουν, κατε­βαί­νουν, ευτυ­χώς μας ξεπερ­νούν και πέφτουν πολύ δεξιό­τε­ρα και πίσω. Ενας τρο­με­ρός σει­σμός και μια σκό­νη σηκώ­νε­ται προς τον ουρανό.

Το εχθρι­κό πυρ/κό αρχί­ζει τον καται­γι­σμόν του. Βρι­σκό­μα­στε μέσα σε μια κόλα­ση πυρός. Τα αερο­πλά­να συνε­χί­ζουν τον βομ­βαρ­δι­σμό. Σει­σμός από τον βομ­βαρ­δι­σμό, σφυ­ρίγ­μα­τα δαι­μο­νι­σμέ­να και εκρή­ξεις βλη­μά­των πυρ/κού, αυτή είναι δική μας, αυτή θα την φάμε, την φάγα­με, θραύ­σμα­τα οβί­δων περ­νούν πάνω από τα κεφά­λια μας, πέτρες από σπα­σμέ­νους βρά­χους πέφτουν πάνω μας.

Σκύ­βου­με, γινό­μα­στε με το χώμα ένα, στρι­μω­χνό­μα­στε ο ένας πάνω στον άλλον, με τα μάτια μας κολ­λη­μέ­να στις διό­πτρες. Προ­σπα­θού­με να ανα­κα­λύ­ψου­με εχθρι­κές πυρ/χίες. Η λια­κά­δα δεν μας επι­τρέ­πει να δια­κρί­νου­με καλά τις λάμ­ψεις τους (…) Υπο­λό­γι­ζα ότι όλες οι εχθρι­κές πυρ/χίες που έβα­λαν σε όλον τον τομέα θα ήταν πλέ­ον των 20.

(…) Ευτυ­χώς η επι­κοι­νω­νία με την πυρ/χία μου απο­κα­θί­στα­ται. Ανα­κα­λύ­πτω σε λίγο δύο εχθρι­κές πυρ/χίες. Οι λάμ­ψεις τους φαί­νο­νται καθα­ρά. Είναι τεταγ­μέ­νες στον κάμπο μέσα σε μια συστά­δα δέν­δρων. Βγά­ζω γρή­γο­ρα τα στοι­χεία βολής, τα μετα­δί­δω στην πυρ/χία μου. Ρίχνω ένα βλή­μα δοκι­μα­στι­κά. Πολύ ωραία, πέφτει ανά­με­σά τους. Δίνω τρεις δια­δο­χι­κές υψώ­σεις και παραγ­γέλ­νω δι’ ολο­κλή­ρου της πυρ/χίας μου. Δώδε­κα βλή­μα­τα εξα­πο­στέλ­λο­νται και δώδε­κα εκρή­ξεις φαί­νο­νται καθα­ρά. Θαυ­μά­σια! Επά­νω τους. Συνε­χί­ζω τη βολή. Τα πυρο­μα­χι­κά τους τινά­ζο­νται στον αέρα. Η συστά­δα των δέντρων καί­γε­ται. Βλέ­πω καθα­ρά τους Ιτα­λούς πυρο­βο­λη­τάς να εγκα­τα­λεί­πουν τα πυρο­βό­λα τους, τους κυνη­γάω με τη βολή μου. Το τηλέ­φω­νό μου κουδουνίζει.
(…)

Σε λίγο το πυρ του εχθρού εκό­πα­σε, μα δεν περ­νούν λίγα λεπτά ησυ­χί­ας και πάλι δεχό­μα­στε βολήν του εχθρού. Βλέ­πω πάλι τη μία από τις δύο πυρ/χίες να βάλη. Δίνω πάλι τα στοι­χεία. Πυρ. Τινά­ζο­νται στον αέρα (…)

3 Νοεμ­βρί­ου.- (…) Ολη τη νύχτα έπε­σε ραγδαία βρο­χή, μα τώρα ο και­ρός πάλι ξεκα­θά­ρι­σε. Ο ήλιος άρχι­σε να ξεπρο­βά­λει. Ερευ­νού­με συνε­χώς το έδα­φος. Εχθρι­κό πεζι­κό δεν φαί­νε­ται που­θε­νά. Ερευ­νώ μακρύ­τε­ρα τον κάμπο και έξαφ­να να μια φάλαγ­γα ιππι­κού προς την λίμνη Ζαρα­βί­να βαδί­ζει προς το αρι­στε­ρόν του τομέα μας. Δεν χάνω τα στοι­χεία και βάλω συνε­χώς, ώσπου η φάλαγ­γα σκορ­πι­σμέ­νη ανα­γκά­ζε­ται να ανα­κό­ψει την προ­χώ­ρη­σίν της.

Σε λίγο ανα­κα­λύ­πτω έναν ουλα­μό βαρέ­ως πυρ/κού πίσω από τη λίμνη Ζαρα­βί­νας που βάλ­λει συνε­χώς μέσα στη στε­νω­πό του Καλ­πα­κί­ου. Η από­στα­ση είναι μεγά­λη και δεν μπο­ρώ να προσ­διο­ρί­σω την ακρι­βή θέση της. Η από­στα­ση είναι περί­που 12 χιλ/τρα. Εκτε­λώ βολήν με κλι­μα­κώ­σεις μα δεν μπο­ρώ να πετύ­χω τον στό­χο, έπει­τα και ο ήλιος με εμπο­δί­ζει στον ακρι­βή προσ­διο­ρι­σμό των εκρήξεων.

Η ώρα είναι περί­που 10. Ενα ανα­γνω­ρι­στι­κό αερο­πλά­νο έρχε­ται, περ­νά­ει από πάνω μας και κατευ­θύ­νε­ται προς την πυρ/χία μου. Τηλε­φω­νώ να καλυ­φθούν καλά και στα­μα­τώ κάθε βολή. Πετά­ει από πάνω της. Ανι­χνεύ­ει την περιο­χή, κατε­βαί­νει πιο χαμη­λά, γυρί­ζει από πάνω, ακό­μη χαμη­λό­τε­ρα φθά­νει στα 100 μέτρα πάνω από την πυρ/χία μου, η οποία είναι τεταγ­μέ­νη μπρο­στά από ένα μικρό ύψωμα.

Το καλό και επι­με­λη­μέ­νο καμου­φλάζ ξεγε­λά­ει τον αερο­πό­ρο (…) Τα βλή­μα­τά του πέφτουν ή πολύ δεξιά ή πολύ μπρο­στά. Πάντως κατά­λα­βα ότι η πυρ/χία μου έχει προ­ξε­νή­σει τόσες ζημιές και απώ­λειες στον αντί­πα­λο που επι­διώ­κει πάση θυσία να την ανα­κα­λύ­ψει και να την εξου­δε­τε­ρώ­σει, μα όλα εις μάτην, η πυρ/χία μου παρέ­μει­νε απρόσβλητος.

Στο χωριό Δολια­νά πάνω σ’ ένα ύψω­μα και ακρι­βώς στο άγαλ­μα παρα­τη­ρώ κινή­σεις. Εκτε­λώ βολήν ρίχνο­ντας μόνον τέσ­σε­ρα βλή­μα­τα. Αργό­τε­ρα κατά την προ­χώ­ρη­σίν μας έμα­θα από τους κατοί­κους του χωριού ότι σκο­τώ­θη­κε ο Δ/τής του Συν/τος και δύο αξ/κοί Ιτα­λοί και οι άλλοι όλοι ετραυματίστηκαν. (…)

Το εχθρι­κόν πυρ/κόν αρχί­ζει πάλι την προ­πα­ρα­σκευα­στι­κή βολή του. Η εχθρι­κή αερο­πο­ρία τους συνε­χείς βομ­βαρ­δι­σμούς της. Πάνω στο δημό­σιο δρό­μο από τη λίμνη Ζαρα­βί­νας βλέ­πω μοτο­σι­κλέ­τες να κινού­νται ταχύ­τα­τα και με αρκε­τή από­στα­ση η μία από την άλλη. Δίνω τα στοι­χεία στην πυρ/χία, αλλά δυστυ­χώς πριν προ­λά­βω να δια­τά­ξω πυρ η γραμ­μή κόβε­ται. Οι τηλε­φω­νη­ταί υπη­ρε­σί­ας πάλι εις κίνη­σιν. Οι μοτο­σι­κλέ­τες μας ξέφυγαν.

Η γραμ­μή σε λίγο γίνε­ται και μου ανα­φέ­ρουν ότι ένας τηλε­φω­νη­τής τραυ­μα­τί­στη­κε στο δρό­μο. Ο ταγ/χης μου με δια­τάσ­σει να κατε­βώ γρή­γο­ρα κάτω και αυτός θα διευ­θύ­νει την βολήν. Σέρ­νο­ντας βγαί­νω και περ­νάω το ύψω­μα. Κατε­βαί­νω ολο­τα­χώς στο δρό­μο (μονο­πά­τι) βρί­σκω τους δύο τηλε­φω­νη­τάς σχε­δόν σώους. Είχε συμ­βεί κάτι το περί­ερ­γον. Μου ανέ­φε­ραν ότι ένα βλή­μα πυρ/κού έσκα­σε δίπλα τους και ο μεν ένας δεν έπα­θε τίπο­τε, τον άλλον όμως τον πέτα­ξε περί­που 10 μέτρα μακριά, του κόπη­κε όλο το πίσω μέρος της χλαί­νης του χωρίς να τραυ­μα­τι­στεί και μόνον από το ένα αυτί έτρε­χε λίγο αίμα.

(…) Στο τηλέ­φω­νο μας παίρ­νουν συνε­χώς και μας παρα­κα­λούν να εκτε­λέ­σου­με βολήν πότε εδώ και πότε εκεί. Μα τι να κάνω; Μια βαρειά πυρ/χία ποιον στό­χο να πρω­το­χτυ­πή­σει; Είναι μεση­μέ­ρι και μου δίδε­ται η Δ/γή να εκτε­λέ­σω βολή επει­γό­ντως κατά της γέφυ­ρας Αγί­ων. Δίνω γρή­γο­ρα το παράγ­γελ­μα και εξα­πο­στέλ­λω στη γέφυ­ρα 12 βλή­μα­τα και σε συνέ­χεια άλλα 12. Μετά 5 λεπτά της ώρας επα­να­λαμ­βά­νω την ίδια βολή.

Ο αξ/κός της πυρ/χίας μου με ειδο­ποιεί ότι τα πυρο­βό­λα κοκ­κί­νη­σαν από τις πολ­λές βολές και πρέ­πει να στα­μα­τή­σω. Η έλλει­ψις υλι­κού είναι κατα­φα­νής. Στον τομέα μας έπρε­πε να είναι του­λά­χι­στον άλλες τρεις βαρειές πυρ/χίες. Για τη βολή αυτή να τι γρά­φει ο στρα­τη­γός Κατση­μή­τρος: «Καθ’ ον χρό­νον λόχος μηχα­νι­κού κατε­σκεύ­α­ζε την γέφυ­ραν, η βαρειά πυρ/α 105 του Λοχ. Βαμ­βέ­τσου δι’ αιφ­νι­δια­στι­κού πυρός κατε­κε­ραύ­νω­σε τους εργα­ζο­μέ­νους πολ­λοί των οποί­ων ετέ­θη­σαν εκτός μάχης (πλέ­ον των 100 νεκρών και τραυματιών)».

(…) Είναι από­γευ­μα. Μας έρχε­ται η είδη­σις ότι τα τμή­μα­τα πεζι­κού του αρι­στε­ρού μας υπε­χώ­ρη­σαν και ότι αν δεν κατορ­θώ­σουν να ανα­συ­γκρο­τη­θούν και να αμυν­θούν εις την δευ­τέ­ραν γραμ­μήν θα μας δοθή η εντο­λή να συμ­πτυ­χθώ­μεν για να απο­φύ­γω­μεν την κύκλω­σιν. Οι ελπί­δες μας για μια απο­τε­λε­σμα­τι­κή άμυ­να στο Καλ­πά­κι άρχι­σαν να σβήνουν (…)

Είναι ακό­μη από­γευ­μα της 3ης Νοεμ­βρί­ου. Από τη στρο­φή του δρό­μου που βρι­σκό­ταν κάτω από το χωριό Δολια­νά ξεπε­τιού­νται πολ­λές μοτο­σι­κλέ­τες και άρμα­τα μάχης κατευ­θυ­νό­με­να ολο­τα­χώς προς την στε­νω­πό Καλ­πα­κί­ου με σκο­πό να σπά­σουν την γραμ­μή των αντιαρ­μα­τι­κών έργων και να εισ­δύ­σουν στο εσω­τε­ρι­κόν. Αλλος κίν­δυ­νος λοι­πόν διαγράφεται.

Οι δυνα­τό­τη­τες βολής δεν μας επι­τρέ­πουν να βάλω, αλλά τον λόγον έχουν οι πεδι­νές πυρ/χίες των Λοχα­γών Σερ­βε­τά και Αλε­ξο­πού­λου και η ορει­βα­τι­κή του Λοχα­γού Παπα­βα­σι­λό­που­λου. Αυτό που επα­κο­λού­θη­σε ήταν απε­ρί­γρα­πτο. Οι ανω­τέ­ρω πυρ/χίες εξα­πο­λύ­ουν φραγ­μόν καται­γι­στι­κού πυρός, τα άρμα­τα προ­σπα­θώ­ντας να ξεφύ­γουν δια­σκορ­πί­ζο­νται έξω του δρό­μου, αλλά η χθε­σι­νο­βρα­δι­νή βρο­χή έχει κάνει τόσο λασπώ­δες το έδα­φος που βου­λιά­ζουν και δεν μπο­ρούν να κινη­θούν. Αλλα ανα­τρέ­πο­νται και άλλα καίγονται (…)

4η Νοεμ­βρί­ου.- Υστε­ρα από αυτές τις απο­τυ­χί­ες, οι Ιτα­λοί διστά­ζουν να συνε­χί­σουν τις επι­θέ­σεις τους για την διά­σπα­ση της γραμ­μής Καλ­πα­κί­ου — Καλα­μά. Από το πρωί δεν βλέ­πω καμιά κίνη­ση ούτε στον κάμπο, ούτε στο δημό­σιο δρόμο.

Ανα­δη­μο­σιεύ­ε­ται από τον «Ριζο­σπά­στη του Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κου» 28–30 Οχτώβρη

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο