Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι χαρταετοί! (Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ)

Τότε που ήμα­στε μικροί, τέτοιες μέρες, απο­κριά­τι­κες, ο ουρα­νός γέμι­ζε χαρ­τα­ε­τούς . Και η γη, τα σοκά­κια της Τού­μπας, όπου μεγα­λώ­να­με, κρα­τώ­ντας σφι­χτά στα χέρια μια φέτα ψωμί με ζάχα­ρη, βρεγ­μέ­νη με νερό, για να μη μας την πάρει ο αέρας, γέμι­ζε με επί­και­ρες λέξεις που αφο­ρού­σαν τη χαρ­τα­ε­το­κα­τα­σκευή. Καλού­μπα, ζύγια, καντή­λια­σμα μερι­κές από αυτές τις επί­και­ρες λέξεις. Και μαζί μ’ αυτές η λαχτά­ρα της ανα­μο­νής για τη μεγά­λη μέρα. Λαχτά­ρα για τον και­ρό, μην τύχει και βρέ­ξει, μην τύχει και δε φυσά­ει και μεί­νουν οι χαρ­τα­ε­τοί σωρια­σμέ­νοι στο χώμα, θλι­βε­ρά ερπε­τά με πολύ­χρω­μα ξέφτια. Ουρές ξαπλω­μέ­νες στα φρε­σκο­πλυ­μέ­να πλα­κά­κια της αυλής μας. Ζύγια χωρίς δύνα­μη και καλού­μπες σφι­χτο­τυ­λιγ­μέ­νες σε κου­βά­ρια βου­βά, κλεμ­μέ­νες από τα συρ­τά­ρια της μάνας, γρο­θιές χωρίς νόη­μα. Γενι­κώς όνει­ρα της παι­δι­κής μας θρα­σύ­τη­τας, που δε λογά­ρια­ζε τις αρνή­σεις της φύσης και πίστευε πως η κατά­κτη­ση του ουρα­νού δεν ήτα­νε τίπο­τε παρα­πά­νω από την τυχαία εύνοια μιας μετε­ω­ρο­λο­γι­κής συγκυ­ρί­ας. Γι’ αυτό το λόγο δεν προ­σέ­χα­με τα ζύγια και τις ουρές, τις καλού­μπες και τους σκε­λε­τούς των χαρ­τα­ε­τών μας. Κοι­τά­ζα­με μονά­χα τον ουρα­νό. Κοι­τά­ζα­με­το χρώ­μα της δύσης και προ­σπα­θού­σα­με να υπο­θέ­σου­με τη δύνα­μη του αέρα, το ενδε­χό­με­νο της βρο­χής. Ετσι μπλε­κό­μα­σταν στην αορι­στία του ενδε­χό­με­νου, στην αξιο­πι­στία του τυχαί­ου και του “θεϊ­κού”. Πιστεύ­α­με πως οι αυτο­σχέ­διοι ηρω­ι­σμοί μας ήτα­νε ανα­γκα­στι­κά έρμαια μιας ανα­πό­φευ­κτης συνω­μο­σί­ας, προ­ϊ­όν ιστο­ρι­κό της καθη­με­ρι­νής φτώ­χειας, του μόχθου και του πόνου. Κλει­νό­μα­σταν, έτσι, μυξο­κλαί­ο­ντας στα φου­στά­νια της μάνας μας και χαϊ­δεύ­α­με μυστι­κά τους σωρια­σμέ­νους χαρ­τα­ε­τούς , ανα­βάλ­λο­ντας τις πτη­τι­κές μας φιλο­δο­ξί­ες για τις άλλες Απόκριες.

Ετσι περ­νού­σαν τα χρό­νια! Και οι χαρ­τα­ε­τοί που δεν έβρι­σκαν τρό­πο, για να πετά­ξουν πλή­θαι­ναν. Τα πολύ­χρω­μα λεί­ψα­να του απο­κριά­τι­κου όνει­ρου στοι­βά­ζο­νταν στις αυλές μας. Οι καλού­μπες λιγό­στευαν, οι Καθα­ρές Δευ­τέ­ρες δεν έλε­γαν να φυσή­ξουν ευνοϊ­κά και οι ξαφ­νι­κές βρο­χές μπερ­δεύ­ο­νταν με την υγρα­σία των παι­δι­κών μας ματιών, που άδι­κα έψα­χναν τον ουρα­νό, ανα­ζη­τώ­ντας το πρώ­το γαλά­ζιο άνοιγ­μα, που θα υπο­σχό­ταν τις θριαμ­βευ­τι­κές απο­γειώ­σεις των χαρ­τα­ε­τών . Κι απ’ αυτό το σημείο άρχι­ζαν οι μεγά­λες δυσκο­λί­ες και οι μεγά­λες απο­ρί­ες. Το σχο­λειό, όπως πάντα, ένας θλι­βε­ρός κωφά­λα­λος, ούτε άκου­γε ούτε μιλού­σε, επέ­με­νε μονά­χα να μας διδά­σκει εκεί­νη την ανώ­φε­λη αριθ­μη­τι­κή, που μετρού­σε νεκρούς και ηρώα, ματο­βαμ­μέ­νες κορυ­φές και απλή­ρω­τες νίκες. Και όσοι δάσκα­λοι έψα­χναν να βρουν ανά­με­σα σ’ αυτούς τους ανώ­φε­λους αριθ­μούς την άλλη αλή­θεια, χάνο­νταν ένα πρωί ξαφ­νι­κά και μεις πασχί­ζα­με να ερμη­νεύ­σου­με την απου­σία τους, όπως ερμη­νεύ­α­με τα πολύ­χρω­μα πτώ­μα­τα των χαρ­τα­ε­τών μας. Μεγά­λω­ναν, έτσι, μέσα μας οι άδειες γωνί­ες και οι Από­κριες γίνο­νταν, όλο και πιο πολύ, τα σύμ­βο­λα της χαμέ­νης προ­σπά­θειας. Τα ερω­τή­μα­τα άνα­βαν φωτιές στις μεγά­λες μας νύχτες, που ταρά­ζο­νταν από τις οβί­δες του εμφύ­λιου, τα ανα­θέ­μα­τα του κομ­μου­νι­στι­κού κιν­δύ­νου, τις γοε­ρές κραυ­γές των βασα­νι­σμέ­νων γει­τό­νων, τις ενα­γώ­νιες σιω­πές των γονιών μας. Νύχτες που ταρά­ζο­νταν από χαμη­λό­φω­νες μυθι­κές περι­γρα­φές μιας άλλης ζωής, όμοιας κι αυτής με τους ανή­μπο­ρους χαρ­τα­ε­τούς . Μιας ζωής που δε θα φοβό­ταν τις βρο­χές και τις νηνε­μί­ες. Θα είχε ζύγια γερά, σκε­λε­τούς καλο­φτιαγ­μέ­νους, καλού­μπες αγο­ρα­σμέ­νες με τα λεφτά της δου­λιάς και όχι κλεμ­μέ­νες από τα μίζε­ρα συρ­τά­ρια της μάνας. Και μεις, όσο και αν ήμα­στε προ­δο­μέ­νοι από τις απο­κριά­τι­κες συνω­μο­σί­ες, που δεν έλε­γαν να φυσή­ξουν, για να πετά­ξουν οι χαρ­τα­ε­τοί μας, περι­μέ­να­με ενα­γώ­νιοι και ψυχα­νε­μι­σμέ­νοι στις γωνί­ες των χαρο­κα­μέ­νων δρό­μων, εκεί όπου άρχι­σαν ξαφ­νι­κά να βγαί­νουν τα καρο­τσά­κια και να που­λά­νε βιβλία γεμά­τα με επι­κίν­δυ­νες λέξεις. Κακές μετα­φρά­σεις του Μαρξ, ρομάν­τζα με πονε­μέ­νες κοι­νω­νι­κές ιστο­ρί­ες, επα­να­στά­σε­ων περι­γρα­φές, ηρω­ι­σμών ανά­πο­δες ερμη­νεί­ες και τέτοια.

Και μόνο τότε αρχί­σα­με να ανα­γνω­ρί­ζου­με το συμ­βο­λι­σμό των χαρ­τα­ε­τών μας. Τότε που κατα­λά­βα­με πως το όνει­ρο μιας άλλης ζωής, όμοιας για όλους, χωρίς ανταύ­γειες πολέ­μων και αριθ­μούς άδι­κων θανά­των δε θα γινό­ταν ποτέ μάθη­μα στις αίθου­σες των σχο­λεί­ων μας. Δε θα γινό­ταν ποτέ “κεντρι­κό δίδαγ­μα” στο στό­μα των φοβι­σμέ­νων δασκά­λων. Αρχί­σα­με να ανα­γνω­ρί­ζου­με το συμ­βο­λι­σμό των πεθα­μέ­νων χαρ­τα­ε­τών μας, τότε που κατα­λά­βα­με πως οι καλοί έφυ­γαν και πως όσοι ήτα­νε καλοί και έτυ­χε να μεί­νουν μας ψιθύ­ρι­ζαν τους τρό­πους, για να ξεπε­ρά­σου­με το τυχαίο της Καθα­ρής Δευ­τέ­ρας και να “καντη­λιά­σου­με” τους χαρ­τα­ε­τούς μας. Να κοι­τά­ξου­με τον ουρα­νό της μελαγ­χο­λι­κής μας ζωής με τα δικά μας τα μάτια, στε­γνά και ανοι­χτά, απει­λη­τι­κά και παμ­φά­γα, με μάτια που να βλέ­πουν πίσω από τα πυρα­κτω­μέ­να ηλιο­βα­σι­λέ­μα­τα, πίσω από τις γαλά­ζιες τρύ­πες των στη­μέ­νων ουρα­νών, που μόνοι τους ποτέ δε θα συντρέ­ξουν στην απο­γεί­ω­ση των χαρ­τα­ε­τών μας. Να στη­ρι­χτού­με σε ό,τι πιο δυνα­τό μετρά­ει. Κι αυτό που σήμε­ρα μετρά­ει, βέβαια, είναι η δική μας η δύνα­μη, τα δικά μας τα ζύγια. Μετρά­ει να είναι γερές οι δικές μας καλού­μπες και καλο­φτιαγ­μέ­νοι οι σκε­λε­τοί, που μόνοι εμείς θα φτιά­ξου­με με και­νού­ριες οδη­γί­ες, δοκι­μα­σμέ­νες κάτω από συν­θή­κες αντί­ξο­ων καιρών.

Θέλω να πω με άλλα λόγια, και το έχω ξανα­πεί και αλλού, πως σήμε­ρα είναι ανά­γκη, περισ­σό­τε­ρο από κάθε άλλη φορά, να κου­νή­σου­με και τα δικά μας τα χέρια. Η Αθη­νά δε φτά­νει από μόνη της. Δε φτά­νουν μόνο οι καλοί αρχη­γοί, όσο καλοί και να είναι. Αυτοί έχουν τη λάτρα, το καθη­με­ρι­νό πάνε κι έλα, μπαι­νο­βγαί­νουν σε πόρ­τες που είναι “δύσκο­λες… όταν η χρεία τες κουρ­τα­λεί… “, που θα έλε­γε και ο Σολω­μός. Ανε­βο­κα­τε­βαί­νουν σε σκά­λες επί­ση­μες, όπου και­ρο­φυ­λα­χτούν άλλοι κίν­δυ­νοι και στή­νο­νται άλλες παγί­δες. Κι εμείς οι άλλοι πρέ­πει να πάρου­με τους χαρ­τα­ε­τούς μας και να βγού­με στους δρό­μους, αδια­φο­ρώ­ντας για όσα δυσμε­νή και θλι­βε­ρά μας απαγ­γέλ­λουν οι κομ­ψευό­με­νες ξαν­θιές των μετε­ω­ρο­λο­γι­κών δελ­τί­ων. Να βγού­με στους δρό­μους με τους χαρ­τα­ε­τούς μας, απο­φα­σι­σμέ­νοι να τους “καντη­λιά­σου­με” αυτή τη φορά, είτε το θέλει είτε όχι η “Καθα­ρή Δευτέρα”.

Πέστε πως ονει­ρεύ­ο­μαι την επα­νά­στα­ση των χαρ­τα­ε­τών . Πέστε πως θέλω να πάρω εκδί­κη­ση για τις χαμέ­νες “Καθα­ρές Δευ­τέ­ρες”, που με κρά­τη­σαν δεμέ­νο στη γη με το κου­βά­ρι της κλεμ­μέ­νης καλού­μπας κρα­τη­μέ­νο σφι­χτά στο ιδρω­μέ­νο μου χέρι. Πέστε μου ό,τι θέλε­τε. Εκεί­νο που ονει­ρεύ­ου­μαι πάνω απ’ όλα είναι να δω τον ουρα­νό γεμά­το επα­να­στα­τη­μέ­νους, κόκ­κι­νους χαρ­τα­ε­τούς . Και τη γη γεμά­τη από παι­διά που δε θα κοι­τά­ζουν τον ουρα­νό με δακρυ­σμέ­να τα μάτια.

Να στη­ρι­χτού­με σε ό,τι πιο δυνα­τό μετρά­ει. Κι αυτό που σήμε­ρα μετρά­ει, βέβαια, είναι η δική μας η δύνα­μη, τα δικά μας τα ζύγια. Μετρά­ει να είναι γερές οι δικές μας καλού­μπες και καλο­φτιαγ­μέ­νοι οι σκε­λε­τοί, που μόνοι εμείς θα φτιά­ξου­με με και­νού­ριες οδη­γί­ες, δοκι­μα­σμέ­νες κάτω από συν­θή­κες αντί­ξο­ων καιρών

Πηγή: Ριζο­σπά­στης

Πίνα­κας: Χαρ­τα­ε­τοί του Αγή­νο­ρα Αστεριάδη

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο