Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
«Μετά την ανατροπή από τα μέσα και από τα έξω της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων σοσιαλιστικων χωρών, με την αχαλίνωτη καπιταλιστική προπαγάνδα, ένα μαύρο σκοτάδι πολιτικής αμορφωσιάς, άγνοιας και αποπροσανατολισμού, καλύπτει στο μεγαλύτερο μέρος του έναν κόσμο σήμερα, που τον συνήθισαν να μη σκέφτεται, να θαυμάζει ψεύτικα είδωλα, να προσκυνά προφήτες και εικόνες και να μην ορθώνει το αντρίκειο ανάστημά του για διεκδικητικούς αγώνες, αγώνες για τη λύτρωσή του από την πλάνη και τη μιζέρια του…»
Έτσι αρχίζει ο πρόλογος στο βιβλίο του γεωπόνου Βασίλη Μπουφίδη (1921–2015 ), Σοβιετική Ένωση 1917 Ανόρθωση και 1991 Ανατροπή. Στόχος του πονήματος αυτού είναι να φωτίσει την «επιμελώς κρυμμένη και κακοποιημένη αλήθεια από το πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό ελληνικό κοινό». Πέρασαν 15 χρόνια από τη δημοσίευση του βιβλίου και το «μαύρο σκοτάδι πολιτικής αμορφωσιάς, άγνοιας και αποπροσανατολισμού» έχει ενταθεί προκλητικά με την κλιμακούμενη παραχάραξη της ιστορίας και την εξίσωση του κομμουνισμού με το φασισμό. Η παραχάραξη ετοιμάζεται να γίνει μέχρι και αναποδογύρισμα με στην παρατραβηγμένη, αλλά ήδη εμφανιζόμενη μορφή του την ενοχοποίηση των κομμουνιστών και δη του Στάλιν σαν μοναδικούς εγκληματίες και απαλλαγή έως και δόξαση σε ορισμένες περιπτώσεις των φασιστών. Το ότι υπάρχουν αντιδράσεις σε αυτή την εξέλιξη είναι ελπιδοφόρο σημάδι. Όταν ο Βασίλης Μπουφίδης έγραφε το βιβλίο του, δεν είχαν φτάσει τα πράγματα μέχρι εκεί. Στο πόνημά του αποδείχνει μέσω αποφθεγμάτων πολιτικών, στρατηγών, οικονομολόγων καπιταλιστικών δυνάμεων της εποχής αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ότι η εκτίμηση για τη Σοβιετική Ένωση και τους ηγέτες της ήταν πολύ πιο ειλικρινής έως και αρκετά θετική.
Όταν η αλήθεια περπατούσε στους δρόμους
Ο Βασίλης Μπουφίδης δεν ήταν ο μόνος που μετά τις ιστορικές ανατροπές του 1989–91 παρακολουθούσε με βαθύτατη ανησυχία τη νέα εκσυγχρονισμένη ιστορική αμορφωσιά να εξαπλώνεται ραγδαία και να αρχίζει να κυριεύει στο νου και στην ψυχή των λαϊκών μαζών. Κρούει με το βιβλίο του αυτό τον κώδωνα κινδύνου, διότι η ιστορική άγνοια ή/και στρεβλή και ψευδής «γνώση» αποτελούν ένα θανάσιμο κίνδυνο για την ανθρωπότητα. Ήθελε να βάλει ένα λιθαράκι στην απόκτηση γνώσης της ιστορικής πραγματικότητας, να μην μείνει ανενεργός, παθητικός θεατής μιας άθλιας καθοδικής πορείας. Και άρχισε να ψάχνει και να αναζητεί. ‘Οχι επειδη θεωρούσε για τον εαυτό του ότι είχε το μονοπώλιο της αλήθειας, αλλά επειδή ο ίδιος, όπως και τόσοι της γενιάς του τη γνώριζαν από πρώτο χέρι. Δηλαδή από την ίδια την πραγματικότητα που έζησαν συνειδητοποιώντας ότι έρχονταν γενιές που δεν θα είχαν πια στη διάθεσή τους αυτό το «από πρώτο χέρι». Ήταν τα χρόνια που η αλήθεια περπατούσε στους δρόμους, ήταν επιβλητικά παρούσα στα βουνά, στις φυλακές, στα ξερονήσια, στους τόπους εξορίας. Και ο κόσμος την έβλεπε, τη βίωνε από κοντά ή ακόμα από μακριά, γιατί ήταν γυμνή, αδυσώπητη, σκληρή, επιβλητική. Αλλά ήταν τότε και η αλήθεια της αντιφασιστικής νίκης, το λαμπρό μήνυμα από τη χώρα των σοβιέτ που αναπτέρωσε την ανθρωπότητα. Αυτή που μετά σε μια πορεία δεκαετιών άρχισαν να τη σκεπάζουν κάτω από ένα βουνό ψεμάτων, γιατί είχε ξυπνήσει πολύ μαζικά πια τις συνειδήσεις. Η ανθρωπότητα είχε κάνει μέσα από τις εκατόμβες των θυμάτων ένα τεράστιο βήμα μπροστά εμπνευσμένη από τα μηνύματα του Οκτώβρη και ο παλαιός κόσμος της αντίδρασης βάλθηκε να ανακόψει τη φόρα αυτή με κάθε μέσο.
Πώς να σβηστεί η φωτιά της προόδου;
Το σβήσιμο από τον ιστορικό, πολιτικό και ιδεολογικό χάρτη της Σοβιετικής Ένωσης είχε σχεδιαστεί από την ίδια την αρχή της δημιουργίας της. Με πολλά στρατεύματα, με εισβολές, με ραδιουργίες, με σκέτη βία και πονηριά από τα μέσα και τα έξω. Η ίδια η ύπαρξή της αποτελούσε μια ολοζώντανη απόδειξη για το ότι οι λαοί μπορούν να τα βάλουν με τους πιο δυνατούς δυνάστες, ακόμα και όταν αυτοί είναι μέχρι τα δόντια οπλισμένοι με τα πιο σύγχρονα όπλα της εποχής. Όσο πιο επίκαιρο γίνεται σήμερα αυτό το μήνυμα σ’ έναν κόσμο που ξεγλιστράει στην παρακμή και τη δυσοσμία, τόσο πιο πολύ προσπαθούν να το κρύψουν. Το 1950 ο Τρούμαν είχε δηλώσει: «Το έργο των Αμερικανών ιστορικών έχει κολοσσιαία σημασία στον αγώνα κατά του κομμουνισμού». Στον πρόλογο του ως άνω βιβλίου του Βασίλη Μπουφίδη υπάρχει αυτό το απόφθεγμα, μαζί με διάφορα άλλα αποκαλυπτικά. Σχολιάζει ο συγγραφέας: «Αυτή την ασέβεια ζητούσε από τους ιστορικούς του ο Τρούμαν. Πόσοι γνωρίζουν ότι το 1965 στις ΗΠΑ και την Αγγλία, στον Καναδά και την Αυστραλία κυκλοφόρησαν 4.500 τίτλοι αντικομμουνιστικών βιβλίων; Ότι στις ΗΠΑ δημιουργήθηκαν 150 ιδρύματα για την ιδεολογική πάλη κατά του κομμουνισμού και σε 30 πανεπιστήμια της Αγγλίας υπάρχουν τέτοια κέντρα;» Και που να δει ο Βασίλης Μπουφίδης τους σημερινούς αριθμούς, που όσο ζούσε , έβλεπε τον αριθμό των ανάλογων τίτλων, ιδρυμάτων κλπ να αυξάνεται δραματικά και με εντατικούς ρυθμούς παραχάραξης; Η παράθεση τέτοιων αποφθεγμάτων σε ένα βιβλίο συγκεντρωμένα, ήταν ήδη τότε, μια σημαντική προσφορά, μια συμβολή στην αντίκρουση της παραχάραξης. Το βιβλίο περιλαμβάνει πολλά αποκαλυπτικά αποφθέγματα. Όπως και του Καραμανλή, που τον Απρίλη του 1957 προσχωρεί στο δόγμα Αϊζενχάουερ, όπου συμφωνείται η ανάγκη αντιμετώπισης από κοινού των «κινδύνων της ελευθερίας και ανεξαρτησίας των λαών από τον κομμουνισμό». Η ψευδής ιστοριογραφία δημιουργεί μια ψευδή ιστορική πραγματικότητα του παρελθόντος στο παρόν. Γι’ αυτό, ο βασανιστικός προβληματισμός που συναντούμε στον πρόλογο είναι δικαιολογημένος από άνθρωπο της γενιάς του συγγραφέα: πόσοι γνωρίζουν, πόσοι θυμούνται και πόσοι θα θυμούνται και θα γνωρίζουν; Η ιστορική άγνοια παίρνει τραγικές διαστάσεις στις νεότερες γενιές όπου αρχίζει να ξεθωριάζει η άμεσα διάδοση των βιωμένων ιστορικών καταστάσεων από τους παλαιούς. Αύριο δεν θα υπάρχει πια η ζωντανή πηγή και οι νέοι άνθρωποι θα αφεθούν στο έλεος των σχολικών βιβλίων και της προπαγάνδας του επισημου κράτους.
Μια ματιά στο περιεχόμενο
Μια ματιά στο περιεχόμενο ήδη δείχνει την ευρύτητα της προσέγγισης. Το πρώτο κεφάλαιο δεν εστιάζει στη Σοβιετική Ένωση, αλλά στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Καλώς, γιατί βλέποντας πώς ξεκίνησε και πώς αναπτύχθηκε αυτή η κατ’ εξοχήν καπιταλιστική χώρα που κάποτε ήταν αποικία της Μεγάλης Βρετανίας και πάλεψε για την ανεξαρτησία της, διευκολύνεται για τον αναγνώστη η σύγκριση με την ανάπτυξη του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο. Απομυθοποιείται και το όνειρο του λεγόμενου ελεύθερου κόσμου.
Το δεύτερο κεφάλαιο μας πάει στην τσαρική Ρωσία και μάλιστα εστιάζεται στην περίοδο 1861–1917. Έπονται στο 3ο και στο 4ο κεφάλαιο οι καταστροφές του εμφυλίου πολέμου, η γιγαντομαχία της εργατικής τάξης και της αγροτικής φτωχολογιάς για τη στερέωση της εθνικής, σοσιαλιστικής οικονομίας και του σοσιαλιστικού κράτους. Μιλάμε για την περίοδο 1920–1928. ‘Επειτα η πραγματική εκρηκτική ανάπτυξη της Σοβιετικής Ένωσης της περιόδου 1928–1941και μάλιστα σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Το 5ο κεφάλαιο πραγματεύεται το πολύ ενδιαφέρον ζήτημα του τί έδωσε το σοβιετικό κράτος στις 16 εθνότητες και στις 48 λαότητες που βρίσκονταν στη σύνθεσή της. Καλό είναι να τονιστεί αυτό, διότι όχι μόνο δεν είναι ευρύτερα γνωστά τα κοινωνικά δικαιώματα εκεί, αλλά έχει διαδοθεί –το συναντούμε σαν ένα από τα στοιχεία της δυτικής αντιπροπαγάνδας – ότι η Σοβιετική Ένωση αφαιρούσε από διάφορες εθνότητες και λαότητες τη γλώσσα τους, την ταυτότητά τους και προσπαθούσε να τους κάνει όλους λίγο πολύ Ρώσους. Έτσι, από κάποιο ρεύμα στα προπαγανδιστικά ιδεολογήματα υποβάλλεται η εντύπωση, ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν κάτι σαν τις δυτικές αποικιοκρατικές δυνάμεις. Από άλλους έχει χαρακτηριστεί ως κομμουνιστική αυτοκρατορία. Η Σοβιετική Ένωση, όμως, έκανε το αντίθετο, όπως αποδείχνει ο Βασίλης Μπουφίδης παίρνοντας πολλά στοιχεία από την εργασία Η νίκη του σοσιαλισμού της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Για όποιον θα πει : φυσικά, τι περιμένεις να πουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους; — έχουμε να απαντήσουμε, ότι κανείς δεν έχει βρει ανακρίβειες στα στοιχεία αυτά της Ακαδημίας η οποία είχε μεγάλο κύρος διεθνώς. ‘Αλλωστε, τα στοιχεία αυτά μπορεί να τα βρει κανείς και σε δυτικές πηγές.
Μια έμπρακτη αλληλεγγύη
Η ΕΣΣΔ επένδυσε πολλά στην ανάπτυξη των σοβιετικών Δημοκρατιών. Σε ορισμένες περιπτώσεις έδωσε αλφάβητο και γραφή που δεν υπήρχαν σε όλες τις λαότητες, βγάζοντάς τις από την ιστορική αφάνεια. Η ανάπτυξη στον τομέα της παιδείας και της κουλτούρας ήταν θεαματική και πρωτόγνωρη στην ιστορία της ανθρωπότητας. Έτσι διαβάζουμε στο 5ο κεφάλαιο: «Με την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας η πολιτική και οικονομική ανισότητα μεταξύ των εθνών της ΕΣΣΔ εξαλείφθηκε, οπως και το σύστημα καταπίεσης και εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Από τα 170 εκατομμύρια του πληθυσμού της Σοβιετικής Ένωσης (το 1950 ο πληθυσμός είναι 208 εκατ.) τα 25 εκατ. των μακρινών περιφερειών (‘Απο Ανατολή, Άνω Σιβηρία, Μέση Ασία), βρίσκονταν σε φεουδαρχικό στάδιο και τα έξι από αυτά σε πρωτόγονη κατάσταση με πατριαρχικό καθεστώς γενών, ήταν κτηνοτροφικές φυλές που δεν είχαν ακόμα γνωρίσει τη γεωργία. Οι λαοί αυτοί βοηθήθηκαν από το σοβιετικό κράτος και προσπερνώντας το φεουδαρχικό-καπιταλιστικό στάδιο οικονομίας, αναπτύχθηκαν γρήγορα πλάι στις άλλες αναπτυγμένες εθνότητες. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των μακρινών αυτών περιφερειών ήταν παντελώς αγράμματο, ενώ μέχρι το 1939 όλοι έμαθαν ανάγνωση και γραφή. Στις εθνότητες της Μέσης Ασίας (Καζαχστάν, Ουζμπεκιστάν, Αρμενία, Κιργισία, Τατζικιστάν) και άλλες καθυστερημένες εθνότητες, ο αριθμός των μαθητών της δημοτικής και της μέσης εκπαίδευσης αυξήθηκε κατά 10 φορές στο Καζαχστάν, μέχρι 822 φορές στο Τατζικιστάν, ενώ 48 λαότητες για πρώτη φορά απέκτησαν γραφή στην εθνική τους γλώσσα».
Μάλλον αυτά αναγνωρίστηκαν από τους λαούς αυτούς. Τουλάχιστον στο δημοψήφισμα του Μάρτη του 1991 που έγινε με το ερώτημα, αν θέλουν να συνεχίζει να υπάρχει η Σοβιετική Ένωση, η μεγάλη πλειοψηφία απάντησε «ναι». Τα ποσοστά του «ναι» στις ασιατικές σοβιετικές Δημοκρατίες ανήλθαν σε ψηλότερα ποσοστά από το μέσον όρο, φτάνοντας δηλαδή τα 90% και άνω. Την έκφραση αυτή της λαϊκής θέλησης λίγους μήνες αργότερα ο Γιέλτσιν της Ρωσίας, ο Κραφτσούκ της Ουκρανίας και ο Στανισλάβ της Λευκορωσίας την πέταξαν κατ’ ευθείαν στο καλάθι αχρήστων υπογράφοντας τη διάλυση της ΕΣΣΔ.
Ο άθλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι το αντικείμενο του 6ου κεφαλαίου, ενώ στο 7ο κεφάλαιο ο συγγραφέα στέκεται πιο αναλυτικά στις τρεις αποφασιστικές μάχες του πολέμου: τη μάχη της Μόσχας, τη μάχη του Στάλινγκραντ και τη μάχη του Βερολίνου τονίζοντας γιατί μετά το Στάλινγκραντ οι λεγόμενοι Σύμμαχοι ενδιαφέρθηκαν να μπουν ενεργά στον πόλεμο. Και φυσικά δεν μπορούσε να λείπει η πολιορκία του Λένινγκραντ. Το 8ο έως το 11ο κεφάλαιο είναι αφιερωμένα στην κρίσιμη για τη μετέπειτα εξέλιξη και τελική ανατροπή της ΕΣΣΔ στην περίοδο από τον Χρουτσιόφ μέχρι τον Γιέλτσιν. Στο 8ο κεφάλαιο παρουσιάζεται η περίοδος Χρουτσιόφ με ένα ειδικό υποκεφάλαιο για την εξωτερική πολιτική του, αλλά και σελίδες αποκαλυπτικές για την οικολογική καταστροφή από τους Χρουτσιόφ-Μπρέζνιεφ, Στα κεφάλαια 9, 10 και 11 παρακολουθεί ο αναγνώστης από πιο κοντά τα πρόσωπα των Μπρέζνιεφ, Γκορμπατσόφ και Γιέλτσιν με στοιχεία για την καταγωγή και τη ζωή τους που δεν είναι ευρύτερα ή/και καθόλου γνωστά και που ρίχνουν ένα άλλο φως στη μετέπειτα πορεία τους.
Στο δεύτερο μέρος θα αναφερθούμε στα επιτεύγματα στην επιστήμη, στην οικονομία και στον πόλεμο που προκάλεσαν απανωτά «σοκ» στις καπιταλιστικές χώρες δείχνοντας ότι δεν ήταν μόνο δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο, αλλά τουλάχιστον κάτι δεκαετίες. Επίσης θα αναφερθούν κάποια εντυπωσιακά αποφθέγματα ψηλά στεκούμενων προσωπικοτήτων του καπιταλιστικού κόσμου χαρακτηριστικά για το ιδεολογικό κλίμα στον κόσμο τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, κλίμα θετικό που γρήγορα, με τον Ψυχρό Πολεμο, θα το μετέτρεπαν οι ιδεολογικές «φάμπρικες» του αντικομμουνισμού σε αρνητικό.
(Συνεχίζεται)
_______________________________________________________________________________________________________
Άννεκε Ιωαννάτου, Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.