Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΟΤΑΝ  ΟΙ   ΚΑΙΡΟΙ  ΔΕΝ  ΑΣΤΕΙΕΥΟΝΤΑΙ

             Όταν οι και­ροί δεν αστειεύ­ο­νται τα πάντα μπο­ρούν να συμβούν.
Να βρε­θείς χιλιό­με­τρα μακριά από το σπί­τι σου,
να ξεχά­σεις τον πατέ­ρα σου,
να κυνη­γη­θείς, να βγεις αντάρ­της στο βουνό,
να βρεις ένα γιο ή ακόμα
να γίνεις και φονιάς…

        Βασι­σμέ­νο σε μια ιδέα από το ποί­η­μα του
Αντώ­νη Μπου­ντού­ρη, «ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ»

Τού­τη τη κρύα νύχτα του χει­μώ­να οι άνθρω­ποι κλεί­στη­καν από νωρίς στα σπί­τια τους. Πριν καλά – καλά σκο­τει­νιά­σει. Βια­στι­κός κι ο ήλιος, τους απο­χαι­ρέ­τη­σε στα γρή­γο­ρα αμέ­σως μετά το μεση­με­ρια­νό γεύ­μα, όπως άλλω­στε το συνη­θί­ζει το χει­μώ­να και κρύ­φτη­κε κι αυτός. Τους άφη­σε όμως λίγο φως για να προ­λά­βουν. Τότε, οι πόρ­τες έκλει­σαν, τα μάντα­λα διπλο­κλεί­δω­σαν, τρα­βή­χτη­καν τα παν­τζού­ρια και οι ήχοι λιγό­στε­ψαν. Ύστε­ρα, ακού­γο­νταν μόνο κάτι σκόρ­πιοι τριγ­μοί  από ξύλι­να γέρι­κα παρά­θυ­ρα και  κάτι  κλει­διά που στρι­φο­γύ­ρι­ζαν δυο και τρεις φορές στις κλει­δω­νιές. Με το πρώ­το σκο­τά­δι η Κάτω Ραχού­λα είχε κιό­λας ησυ­χά­σει. Σβη­στές οι λάμπες στα σπί­τια, όμως κανείς δεν κοι­μό­ταν. Σιω­πη­λοί αφου­γκρά­ζο­νταν τα μελ­λού­με­να. Δύσκο­λοι καιροί.

Αυτή η νύχτα θα ήταν των λύκων. Αυτών που άλλες φορές αγριε­μέ­νοι από την πεί­να ορμού­σαν και σε ξέσκι­ζαν κι άλλες φορές, όταν μοιά­ζαν με ανθρώ­πους, σου στή­ναν ενέ­δρα και σε πυρο­βο­λού­σαν πισώ­πλα­τα. Άλλο­τε πάλι, μπαί­να­νε με λύσ­σα  μέσα στα σπί­τια, άρπα­ζαν τους άντρες, βιά­ζαν τις γυναί­κες, σκό­τω­ναν τα παι­διά. Σήμε­ρα θα ήταν ακό­μα πιο λυσ­σα­λέ­οι κι ένας Θεός ξέρει με τι μανία θα χυμού­σαν να πάρουν εκδί­κη­ση  όταν  θα μάθαι­ναν το μαντά­το: Στο χωριό γίνη­κε φονικό.

…………………………………

Ο Αντώ­νης, άντρας  ψιλό­λι­γνος, σκιά του εαυ­τού του, τρα­βού­σε από τα άπα­τα μονο­πά­τια του χωριού κατα­πά­νω στο βου­νό. Με γρή­γο­ρο βήμα στην αρχή κι ύστε­ρα τρέ­χο­ντας, λαχα­νια­σμέ­νος, χάθη­κε μέσα στο δάσος. Τα πυκνά δέντρα τον τύλι­ξαν με τις φυλ­λω­σιές τους και τα δύσβα­τα μονο­πά­τια που τα γνώ­ρι­ζε από μικρός και τον είχαν σώσει πολ­λές φορές από το θυμό του πατέ­ρα του, έγι­ναν για άλλη μια φορά η σωτη­ρία του. Ο φίλος του που ήταν ο μονα­δι­κός άνθρω­πος που τον είδε στο χωριό πριν φύγει, πολύ συχνά έφερ­νε στο νου του το  κάτω­χρο, πανια­σμέ­νο πρό­σω­πο του Αντώ­νη και τις τελευ­ταί­ες λέξεις του: «Έκα­μα το χρέ­ος μου».

………………………………

Το φεγ­γά­ρι  σαν κάτι να κατά­λα­βε κι αρνή­θη­κε να βγει. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν το’ θελε. Όλοι έπρε­πε να κρυ­φτούν, να είναι αθέ­α­τοι και οι καλοί και οι κακοί και ο Αντώ­νης. Λεπτό το λεπτό πύκνω­νε το σκο­τά­δι  και σαν το γνω­στό μαρ­τύ­ριο της στα­γό­νας, στά­λα –  στά­λα,  έπε­φτε από τον ουρα­νό για να σκε­πά­σει το χωριό. Η από­λυ­τη ησυ­χία πριν το μεγά­λο κακό.

Πέντε- έξι σκυ­λιά κατά­χα­μα στο χωμα­τέ­νιο δρό­μο, μιμού­με­να κι αυτά τους ανθρώ­πους, έκα­ναν ότι κοι­μό­νταν, ώσπου κάποια στιγ­μή, το ένα μετά το άλλο άνοι­γαν τα μάτια τους και άρχι­ζαν να γρυ­λί­ζουν ανή­συ­χα. Όταν πια έφτα­σε για τα καλά στ’ αυτιά τους ο θόρυ­βος από τα ποδο­βο­λη­τά και η μυρω­διά του ξεση­κω­μέ­νου χώμα­τος στις μου­σού­δες τους, άρχι­σαν να γαυ­γί­ζουν σαν τρε­λά και να τρέ­χουν πάνω κάτω. Τότε ήταν  που οι άνθρω­ποι κρά­τη­σαν ακό­μα και την ανα­πνοή τους προ­κει­μέ­νου να μην ακουστούν.

Μέσα σε λίγη ώρα η πλα­τεία του χωριού γέμι­σε από τη συμ­μο­ρία του Βαγ­γέ­λη του Μπά­τα­κα. Ένα τσούρ­μο ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες δηλα­δή,  εθε­λο­ντές κυνη­γοί κεφα­λών, που έφιπ­ποι  και πεζοί κατα­φτά­ναν μανια­σμέ­νοι από τα λημέ­ρια τους.  Θρα­σύ­δει­λοι φονιά­δες, βια­στές, τσι­ρά­κια των γερ­μα­νών, προ­δό­τες, άγριοι βασα­νι­στές, αυτοί που ορκί­στη­καν πίστη και υπα­κοή στο Χίτλερ, τώρα που μεί­ναν «άστε­γοι»  μετά το φευ­γιό των γερ­μα­νών έτρε­ξαν να προ­σφέ­ρουν τις υπη­ρε­σί­ες τους στα νέα αφε­ντι­κά, τους βρε­τα­νούς και τα υπο­χεί­ριά τους που κυβερ­νού­σαν την Ελλά­δα. Κι όπως άλλα­ξε ο Μανω­λιός, που λέει και η γνω­στή παροι­μία, έτσι κι αυτοί, άλλα­ξαν στο­λή και γίνα­νε φρου­ροί του νόμου και της τάξης και βέβαια,  πάλι τα ίδια και χει­ρό­τε­ρα κάνα­νε όπως και πριν και οι απρο­στά­τευ­τοι πολί­τες κάνα­νε το σταυ­ρό τους μη τύχει και πέσουν στο διά­βα κανε­νός από τους «προ­στά­τες».

Δεν ήταν η πρώ­τη φορά που θα κάνα­νε ντου στο χωριό. Το’ χανε ληστέ­ψει, το’ χανε ρημά­ξει εκα­τό φορές κι αυτό και τα τρι­γύ­ρω μέρη. Αυτός ο πολυ­βα­σα­νι­σμέ­νος πλά­τα­νος της πλα­τεί­ας που σίγου­ρα θα ανα­θε­μά­τι­ζε την ώρα και τη στιγ­μή που φύτρω­σε εκεί, πόσες φορές δεν έγει­ρε από το βάρος των κρε­μα­σμέ­νων ανταρ­τών, των πατριω­τών που αυτοί είχαν συλ­λά­βει και βασα­νί­σει. Αλλά το μίσος τους δεν στα­μα­τού­σε εκεί. Μετά τους σκο­τω­μέ­νους αγω­νι­στές παίρ­να­νε σει­ρά οι χήρες και τα ορφα­νά και όσοι έστερ­γαν να τα βοη­θή­σουν, με τους ντα­ή­δες να χτυ­πούν, να βιά­ζουν  να κλέ­βουν τα ζώα τους, τις τρο­φές, τα πάντα. Ο Πανα­γιω­τά­κης, 12 χρο­νώ παι­δί, τον πήραν με τη βία από το σπί­τι του και τον έστη­σαν κάτω από τον πλά­τα­νο να δει τον κρε­μα­σμέ­νο πατέ­ρα του και του φωνά­ζα­νε οι ντα­ή­δες να τον φτύ­σει και να πει δυνα­τά πως τέτοιος που ήτα­νε καλά του κάνα­νε κι όταν άρχι­σε να κλαί­ει τον κλώ­τση­σαν με λύσ­σα. Νύχτα έφυ­γε ο Πανα­γιω­τά­κης από το χωριό και τρά­βη­ξε στο βου­νό να βρει τους φίλους του πατέ­ρα του.

Με το που μαζεύ­τη­καν όλοι μαζί και σιγου­ρεύ­τη­καν ότι είναι πολ­λοί, άρχι­σε το παν­δαι­μό­νιο. Ο Μπά­τα­κας ούρ­λια­ζε από τη ντου­ντού­κα και οι υπό­λοι­ποι με βρι­σιές απει­λές, φτυ­σιές  και άναρ­θρες κραυ­γές, κλω­τσού­σαν τις πόρ­τες, μπαί­ναν στα σπί­τια, σπά­ζαν ρημά­ζαν, χτυ­πού­σαν αλύ­πη­τα και δε χόρ­ται­ναν εκδί­κη­ση. Κρα­τώ­ντας ρόπα­λα, κάνες όπλων, κοντά­ρια κι ότι άλλο είχαν φυλαγ­μέ­νο από  τον αγώ­να τους υπέρ των γερ­μα­νών άνοι­γαν κεφά­λια, τρα­βού­σαν μαλ­λιά, έσπρω­χναν και κλω­τσού­σαν.  Όλο το βρά­δυ κρά­τη­σε αυτό το μακε­λειό που οι θύτες το ονό­μα­σαν «έρευ­να για το φονιά» και τα θύμα­τα “το ντου των φονιάδων”.

………………………

Ο Αντώ­νης  κατά­κο­πος από το τρέ­ξι­μο και το ανη­φό­ρι στά­θη­κε στα σκο­τει­νά να πάρει μια ανά­σα. Δεν ήξε­ρε πού βρι­σκό­ταν, μέσα στο σκο­τά­δι δεν μπο­ρού­σε να δια­κρί­νει καλά την περιο­χή, του φάνη­κε όμως ότι είχε απο­μα­κρυν­θεί πολύ και πια δεν κιν­δύ­νευε. Όρθιος, ασά­λευ­τος σαν ξερό­δε­ντρο χωρίς κλα­διά και φύλ­λα, κου­νώ­ντας μόνο το κεφά­λι δεξιά- αρι­στε­ρά, προ­σπα­θού­σε να κατα­λά­βει πού βρί­σκε­ται. Κάπου λίγο παρα­πέ­ρα είδε ένα μικρό μαύ­ρο  σκο­τει­νό όγκο  και τότε ησύ­χα­σε. Το εκκλη­σά­κι του προ­φή­τη Ηλία! Είχε λοι­πόν ανε­βεί τόσο ψηλά; Κανείς δεν πλη­σί­α­ζε εκεί τώρα πια,  από κει και πάνω  ήταν τ’ αντάρ­τι­κα. Πλη­σί­α­σε με λαχτά­ρα το εκκλη­σά­κι, που έτσι το λέγα­νε αλλά δεν ήταν εκκλη­σά­κι, παρά  ένα μικρό τετρά­γω­νο θολω­τό πετρό­χτι­στο,  ενά­μι­σι μέτρο επί ένα, το μισό από τη μέση και πάνω τζα­μέ­νιο για να φαί­νο­νται οι εικό­νες και το κάτω μέρος άδειο, στρω­μέ­νο με άμμο για τα αναμ­μέ­να κεριά. “Ναι”, είπε μέσα του ο Αντώ­νης, καθώς είχε φτά­σει δίπλα, “να εδώ, πίσω από το τζά­μι, αν θυμά­μαι καλά, στέ­κουν δύο  παλιές  εικό­νες, η μία της Πανα­γιάς με το μικρό Χρι­στό στην αγκα­λιά και η άλλη του προ­φή­τη Ηλία, που κι αυτός σαν κι εμέ­να  πήρε τα βου­νά”. Σαν στά­θη­κε  μπρο­στά στα εικο­νί­σμα­τα η καρ­διά του ράγι­σε. Στα τυφλά άπλω­σε τα χέρια του ν’ αγκα­λιά­σει το εκκλη­σά­κι. Δεν έβλε­πε πια από τα δάκρυα. Δάκρυα που γίνο­νταν λυγ­μοί σπα­ρα­κτι­κοί και τρέ­χαν αστα­μά­τη­τα στα μάγου­λά του, καθώς εναλ­λάσ­σο­νταν με ταχύ­τη­τα τα συναι­σθή­μα­τα και οι εικό­νες στη ψυχή του. Η γυναί­κα του, ο γιος του, το φονι­κό, το φευ­γιό η κάθε του θύμη­ση του φερ­νε και­νούρ­για δάκρυα και κλά­μα­τα πιο δυνα­τά από πριν. Σωρια­σμέ­νο κατα­γής, με την εικό­να του Προ­φή­τη Ηλία αγκα­λιά, τον βρή­καν το χάρα­μα οι αντάρτες.

.….….….….….….….…..

Όταν άνοι­ξε τα μάτια του ο Αντώ­νης αντί­κρι­σε τέσ­σε­ρις άντρες αρμα­τω­μέ­νους να τον κοι­τά­νε με σοβα­ρό ύφος κι ένα μικρό μελα­χρι­νό κεφα­λά­κι με δυο έκπλη­κτα μάτια.

– Πανα­γιω­τά­κη;

– Θείε Αντώνη;

Δεν ήταν θεί­ος του, αλλά έτσι φώνα­ζαν τα μικρά παι­διά τους μεγά­λους στο χωριό.

-Είσαι ο Αντώ­νης ο  Ντέ­κος; Τον ρώτη­σε ο μεγα­λύ­τε­ρος σε ηλι­κία αρμα­τω­μέ­νος.  Ο Καπε­τάν Λάμπρος, όπως έμα­θε μετά ο Αντώ­νης ότι τον λέγα­νε,  ήταν γύρω στα 50, περί­που στο ύψος του, ψηλός κι αυτός,  με γκρί­ζα μαλ­λιά και γένια.

-Ναι, απά­ντη­σε ο Αντώ­νης,  λίγο σκιαγ­μέ­νος  για­τί πρώ­τη φορά έβλε­πε στη ζωή του αντάρ­τες αρμα­το­φο­ρε­μέ­νους από τόσο κοντά.

-Μάθα­με για σένα, σκό­τω­σες το πρω­το­πα­λί­κα­ρο του Μπά­τα­κα! Το λέει η καρ­διά σου!

- Βία­σε τη γυναί­κα μου. Τι άλλο ακού­σα­τε; Η γυναί­κα μου, το παι­δί μου;

-Όχι, τίπο­τα. Και τώρα;  τι θα κάνεις;

-Να΄ ρθω μαζί σας; Δεν έχω που να πάω. Αν με πιάσουν ……

-Πάμε, θα τα πού­με όλα μετά, του είπε ο Καπε­τάν Λάμπρος και του άπλω­σε το χέρι για να σηκωθεί.

Γαλή­νε­ψε ο Αντώ­νης. Δεν ήξε­ρε πολ­λά για τους αντάρ­τες, παρά μόνο ότι πολε­μά­νε για τη λευ­τε­ριά, όμως τους είχε εμπι­στο­σύ­νη. Αυτοί ποτέ δεν μπή­καν σαν αφε­ντι­κά στο χωριό, ούτε σαν ντα­ή­δες, ούτε κλέ­βα­νε τα χρυ­σα­φι­κά των γυναι­κών, ούτε τα ζώα. Ποτέ δε θυμά­ται να’ τρε­ξε να κρυ­φτεί από φόβο μη κι έρθουν οι αντάρ­τες να ρημά­ξουν το χωριό. Αυτοί σκο­τώ­να­νε τους γερ­μα­νούς και τους προδότες.

………………………………

Τις επό­με­νες μέρες ο Αντώ­νης προ­σπα­θού­σε να προ­σαρ­μο­στεί στην αντάρ­τι­κη ζωή. Δεν ήταν καθό­λου εύκο­λο αυτό. Έπρε­πε να ζει μέσα σε σπη­λιές, να τρώ­ει όπο­τε βρί­σκει τρο­φή και να πίνει νερό  όταν αυτό υπάρ­χει κι όχι όπο­τε διψά­ει. Στην αρχή πονού­σε όλο του το σώμα από τα ξερά στρω­σί­δια και τις πέτρες. Το κρύο τα βρά­δια δεν αστειευό­τα­νε. Πάγω­νε τα πόδια και τα χέρια τόσο που δεν τα αισθα­νό­ταν. Νόμι­ζε ότι αν τα χτυ­πή­σει κάποιος θα κοπούν με τη μία  και θα πέσουν στο χώμα. Όμως τον καλο­δέ­χτη­καν οι αντάρ­τες και τον βοή­θη­σαν όσο μπο­ρού­σαν μη τύχει και πεθά­νει από τις κακου­χί­ες. Εκεί­νος για ευχα­ρι­στώ τους μίλη­σε για  μονο­πά­τια άγνω­στα για τους πολ­λούς,  που θα τους οδη­γού­σαν με ασφά­λεια στο χωριό όταν θα χρεια­ζό­ταν να πάνε να πάρουν τις προ­μή­θειες που τους άφη­ναν οι φίλοι τους, κρυμ­μέ­νες κάτω από παλιά γεφύ­ρια και στα ερει­πω­μέ­να σπί­τια  ή θα τους βοη­θού­σα­νε να σωθούν. Με τον και­ρό εναρ­μο­νί­στη­κε πλή­ρως με το πρό­γραμ­μα των ανταρ­τών, συνή­θι­σε τις πεζο­πο­ρί­ες και τις μετα­κι­νή­σεις, τα ξενύ­χτια, το παρα­φύ­λαγ­μα. Μόνο τα όπλα δεν ήθε­λε να μάθει ο Αντώ­νης κι ας ήξε­ρε πως αυτό μπο­ρεί να του στοί­χι­ζε τη ζωή.

…………………………

Η πλη­γή  μέσα του, τα βρά­δια γινό­ταν φωτιά που του’ και­γε το στή­θος κι όταν δεν άντε­χε άλλο η ψυχή του τον πόνο και το κάψι­μο, έτρε­χε πέρα μακριά μέσα στα δέντρα, τρα­βώ­ντας τα πανω­φό­ρια του, βγά­ζο­ντας ένα δυνα­τό μακρό­συρ­το «ααα». Η θύμη­ση της γυναί­κας του της Ειρή­νης, μισο­πε­θα­μέ­νης στα χέρια της αδελ­φής της, σαν σπίρ­το αναμ­μέ­νο που το πετάς στο οινό­πνευ­μα έρι­χνε την πρώ­τη φλό­γα μέσα του. Μετά έπε­φταν τα σπίρ­τα βρο­χή, η θύμη­ση του γιού του, του Γιαν­νά­κη που ήταν δυο χρο­νώ κι έλε­γε τα πρώ­τα του λογά­κια, τ’ αμπέ­λια του πατέ­ρα του που τα πρό­σε­χε σα παι­διά του, το πρω­το­πα­λί­κα­ρο του Μπά­τα­κα πάνω στη γυναί­κα του κι αυτή να ουρ­λιά­ζει,  το μαχαί­ρι που πήρε από το δισά­κι που’ βαζε το φαγη­τό και του το μπη­ξε ……. σπίρ­τα, σπίρ­τα, σπίρ­τα αναμ­μέ­να έπε­φταν στην καρ­διά του και τη γέμι­ζαν φλό­γες και το πιο καυ­τό τα λόγια της γυναί­κας του «φύγε Αντώ­νη μου να σωθείς, δεν θα ζήσω αν σε σκο­τώ­σουν.» «Τρέ­ξε­ε­ε­εε» του φώνα­ξε με όση δύνα­μη της είχε απο­μεί­νει σαν τον είδε διστα­κτι­κό, να την κοι­τά με μάτια χαμέ­να. «Ειρή­νη­η­η­η­η­η­η­η­η­ηη ήθε­λε να  φωνά­ζει ο Αντώ­νης κάθε βρά­δυ από τα βου­νά  «Ειρή­νη­η­η­η­η­η­η­ηη μου»

 

……………………………

Όσο περ­νού­σαν οι μέρες, ο Αντώ­νης,  συνει­δη­το­ποιού­σε ότι τα πράγ­μα­τα δεν θα ήταν ποτέ όπως πριν. Κυνη­γη­μέ­νος θα τρι­γύ­ρι­ζε στα βου­νά, χωρίς ποτέ να μπο­ρέ­σει να ξανα­γκα­λιά­σει τους δικούς του, να ζήσουν όλοι μαζί σαν οικο­γέ­νεια. Στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση, ίσως  κατά­φερ­νε να στεί­λει κανέ­να σημεί­ω­μα στη γυναί­κα του, ή να μάθει τα νέα τους από τον Πανα­γιω­τά­κη που ξεγλι­στρού­σε μέσα από τους θάμνους και τα δέντρα και πήγαι­νε άφη­νε τα σημειώ­μα­τα στο «μέρος το γνω­στό» κι έπαιρ­νε αυτά που του αφή­ναν να τα πάει πίσω στους φίλους του τους αντάρ­τες, που τώρα πια δεν ήταν μόνο φίλοι του πατέ­ρα του, είχαν γίνει και δικοί του φίλοι και σύντρο­φοι και ψήλω­νε δυο πήχες όταν τον φωνά­ζα­νε «σύντρο­φο Πανα­γιώ­τη», για­τί, όπως του χε πει ο αντάρ­της ο Κων­στα­ντής,  έτσι «σύντρο­φο» φωνά­ζα­νε και τον πατέ­ρα του.

Απο­ρία το είχε ο Αντώ­νης και κάπο­τε ρώτη­σε τον Καπε­τάν Λάμπρο:

-  Για­τί φωνά­ζε­τε ο ένας τον άλλο «σύντρο­φε»;

Ο Καπε­τάν Λάμπρος σήκω­σε το βλέμ­μα από το χαρ­τί που διά­βα­ζε, έβγα­λε τα γυα­λιά του και κοι­τά­ζο­ντάς τον ίσια στα μάτια του απάντησε:

-Άκου παλι­κά­ρι μου,  ο αγώ­νας για τη λευ­τε­ριά και τη δημο­κρα­τία, για μια καλύ­τε­ρη δίκαιη ζωή  χωρίς εκμε­τάλ­λευ­ση,   ενώ­νει αυτούς που αγω­νί­ζο­νται, ενώ­νει αυτούς που θέλουν ν’ αλλά­ξουν τον κόσμο με μία σχέ­ση βαθιά. Δεν είναι φίλοι, είναι σύντρο­φοι. Σύντρο­φος σημαί­νει πρά­μα ιερό, είναι πάνω από τη φιλία, πάνω από τη συγ­γέ­νεια. Ο σύντρο­φος παλεύ­ει μαζί σου να αλλά­ξε­τε τον άδι­κο τού­το κόσμο. Όταν  αγριεύ­ουν οι και­ροί, όπως τώρα να πού­με, περ­νά βασα­νι­στή­ρια, στή­νε­ται στον τοί­χο, δίνει και τη ζωή του, αλλά τους συντρό­φους του δεν τους προ­δί­δει. Ούτε τα ιδα­νι­κά του. Στε­ρεί­ται την οικο­γέ­νειά του, τα παι­διά του, φυλα­κί­ζε­ται,  αλλά κρα­τά το στό­μα του κλει­στό. Θα μπο­ρού­σε να γλυ­τώ­σει, να κατα­δώ­σει τους συντρό­φους του και να γυρί­σει πίσω στην οικο­γέ­νειά του, αλλά όχι. Δεν το κάνει. Για­τί; Για­τί ξέρει ότι  και να χαθεί αυτός, οι σύντρο­φοί του θα φτιά­ξουν τον όμορ­φο κόσμο που ονει­ρεύ­τη­κε για τα παι­διά του»

Αυτά κι άλλα πολ­λά του είπε εκεί­νη τη μέρα και τις επό­με­νες ο καπε­τά­νιος, όπως το για­τί πήραν τα βου­νά,  για τους διωγ­μούς και τα κυνη­γη­τά, για τους υπεύ­θυ­νους της φτώ­χιας του κοσμά­κη, μα η αγνή ψυχή του Αντώ­νη αρνιό­ταν να κατα­λά­βει, δεν την χωρού­σε το μυα­λό του την τόση αδι­κία. Όμως τον καπε­τά­νιο και τού­τους εδώ τους αρμα­τω­μέ­νους τους πόνε­σε, αν και ήταν λίγο χρό­νο στο βου­νό, τους ένιω­σε δικούς του, φίλους του. Το ίδιο κι αυτοί. Στους δύσκο­λους και­ρούς οι σχέ­σεις των ανθρώ­πων εξε­λίσ­σο­νται γρή­γο­ρα, δεν υπάρ­χει χρό­νος για τσι­ρι­μό­νιες.  Έτσι, λοι­πόν, η ομά­δα του Καπε­τάν Λάμπρου απαρ­τί­ζο­νταν από  τους συντρό­φους του και τον φίλο τους τον Αντώνη.

Η παρα­μο­νή του  στο βου­νό δεν κρά­τη­σε πολύ. Όσο κρα­τού­σε ακό­μα ο χει­μώ­νας, οι αντάρ­τες τον φυγά­δε­ψαν μαζί με άλλους στη Σόφια. Ήταν ο, τι καλύ­τε­ρο μπο­ρού­σαν να κάνουν για να τον προ­στα­τέ­ψουν, να τον σώσουν. Να σώσουν τον  καλο­κά­γα­θο φίλο τους που η ανα­θε­μα­τι­σμέ­νη η μοί­ρα το φερε κι έκα­με το φονικό.

…………………………

Πέρα­σαν τα χρό­νια, οι και­ροί γαλή­νε­ψαν.  Το ψιλό­λι­γνο κορ­μί του Αντώ­νη έγει­ρε, τα μαλ­λιά του αραί­ω­σαν και άσπρι­σαν. Στη Σόφια πέρα­σε μια ήσυ­χη ζωή. Το πρωί δού­λευε σαν εργά­της και τα απο­γεύ­μα­τα ή θα πήγαι­νε στον Κων­στα­ντή που κου­τσαί­νο­ντας από ένα σοβα­ρό τραύ­μα στο πόδι ήρθε μαζί του από την Ελλά­δα, ή θα σκά­λι­ζε κομ­μά­τια ξύλο προ­σπα­θώ­ντας να φτιά­ξει κάτι που να του θυμί­ζει το σπί­τι του στην Κάτω Ραχού­λα. Φιγού­ρα μονα­χι­κή, οι επα­φές του με τους ανθρώ­πους μετρη­μέ­νες, ειδι­κά από τότε που πήρε το κακό μαντά­το πως η γυναί­κα του η Ειρή­νη δεν άντε­ξε άλλο το δύσκο­λο χει­μώ­να του ’48 και μπαί­νο­ντας η άνοι­ξη, πέθα­νε στην πόλη, στο σπί­τι της μεγα­λύ­τε­ρης αδελ­φής της. Χωρίς την Ειρή­νη του και με χαμέ­νο το γιο του το Γιαν­νά­κη, που μεγά­λω­νε στην πόλη στο σπί­τι της θεί­ας του, πάλευε να βοη­θή­σει την καρ­διά του ν’ αντέ­ξει, να συνε­χί­σει να χτυ­πά.  Οι θύμη­σες του μπο­ρεί να μην άνα­βαν  φλό­γες, όμως σιγό­και­γαν μέσα του, σαν άσβη­στα κεριά κι ώρες-ώρες η καρ­διά του χτυ­πού­σε σαν τρε­λή από τον πόνο. Τότε έπρε­πε να παίρ­νει βαθιές ανά­σες μαζί με χάπια για να στα­μα­τή­σει αυτή την πάθη­ση, την ταχυ­καρ­δία όπως του την  ονό­μα­σε  ο έλλη­νας φίλος του ο γιατρός.

Ο φίλος του, ο για­τρός, νεώ­τε­ρος κατά πολύ από τον Μπαρ­μπα­ντώ­νη, όλα αυτά τα χρό­νια στά­θη­κε  άγρυ­πνος φρου­ρός πλάι του. Κι ο Μπαρ­μπα­ντώ­νης όμως για γιο του τον λογά­ρια­ζε. Μια δυνα­τή φιλία, μια ισχυ­ρή σχέ­ση αγά­πης και στορ­γής ανα­πτύ­χθη­κε ανά­με­σα στους δυο άντρες, που η ζωή από πολύ νωρίς τους έδει­ξε το άσχη­μο πρό­σω­πό της.

……………………………………

Εκεί­νο το πρωί ο Μπαρ­μπα­ντώ­νης σηκώ­θη­κε από το χάρα­μα. Έτσι κι αλλιώς δεν μπό­ρε­σε όλο το βρά­δυ να κοι­μη­θεί. Χαρού­με­νος πήγαι­νε πέρα-δώθε, έσια­ζε το σπί­τι, ανοι­γό­κλει­νε τα παρά­θυ­ρα,  τακτο­ποιού­σε τις καρέ­κλες, σαμα­τάς μεγά­λος. Ήθε­λε όλα να είναι τέλεια σα θα’ ρχό­ταν ο γιος του από την Ελλά­δα. Η καρ­διά του πήγαι­νε να  σπά­σει από την αγω­νία και την τρε­λή χαρά. Τι ανά­σες και τι χάπια να πάρει, αυτά κάνα­νε δου­λειά στις συνη­θι­σμέ­νες μέρες, σήμε­ρα που ήταν η μεγά­λη μέρα η γιορ­τι­νή, τίπο­τα δεν μπο­ρού­σε να τον ηρε­μή­σει, του ήταν εντε­λώς άχρη­στα.  Από κοντά κι ο φίλος του ο για­τρός, που είχε φτά­σει  από νωρίς στο σπί­τι να συμπα­ρα­στα­θεί στη χαρά του μπάρ­μπα του.

Το αυτο­κί­νη­το στα­μά­τη­σε έξω από το σπί­τι. Ο Γιαν­νά­κης, ένα ψηλό, όμορ­φο,  μελα­χρι­νό παλι­κά­ρι, άντρας σωστός, μαζί με δύο άλλους, μπή­κε στην κάμα­ρα του πατέ­ρα του.

Ο Μπαρ­μπα­ντώ­νης άρχι­σε να τρέ­μει. Τα μάτια του γέμι­σαν δάκρυα. Η φωνή του πνι­χτή μέσα στα αναφιλητά.

- Παι­δί μου, Γιαν­νά­κη μου, αγό­ρι μου!

Γεμά­τος λαχτά­ρα έκα­νε να τον αγκα­λιά­σει. Πριν προ­λά­βει όμως να πάει κοντά του, ο γιος του, του άπλω­σε το χέρι για μια τυπι­κή χει­ρα­ψία. Ο Μπαρ­μπα­ντώ­νης τα’ χασε. Στη θέα του απλω­μέ­νου χεριού ένας οξύς πόνος σα μαχαι­ριά καρ­φώ­θη­κε στην καρ­διά του. Μάζε­ψε το κου­ρά­γιο του, προ­σπά­θη­σε να στα­θεί ορθός και χαμο­γε­λώ­ντας μη κατα­λά­βει κανείς τίπο­τα για το δυνα­τό πόνο στην καρ­διά του, έκα­νε στο γιο του μια σφι­χτή χειραψία.

Καθι­σμέ­νος στο τρα­πέ­ζι, απέ­να­ντι από τον πατέ­ρα του ο Γιάν­νης ο Ντέ­κος, με ήρε­μη από­μα­κρη φωνή, του ιστό­ρη­σε τα γεγο­νό­τα από τη μέρα που τους άφη­σε, αυτά που είχε μάθει από τη θεία του δηλα­δή, για­τί τη μάνα του δεν τη θυμό­τα­νε καθό­λου, εκεί­νος  ήταν 2,5 χρο­νώ όταν πέθα­νε και όσα  έζη­σε μετά μεγα­λώ­νο­ντας στην πόλη.

Οι δύο που τον συνό­δευαν βγή­καν έξω από το σπί­τι, αφή­νο­ντας πατέ­ρα και γιο να τα πουν, ενώ ο φίλος του Μπαρ­μπα­ντώ­νη ο για­τρός μένο­ντας άναυ­δος από τη ψυχρή χει­ρα­ψία, πήγε και κλεί­στη­κε στη διπλα­νή κάμαρα.

Ο Μπαρ­μπα­ντώ­νης έσφιγ­γε τα χεί­λη από τον πόνο στην καρ­διά, δεν ήθε­λε όμως να ταρά­ξει το παι­δί του.  Ο Γιάν­νης συνέ­χι­σε να μιλά­ει για τις σπου­δές του και την καριέ­ρα του. Είχε γίνει μεγά­λος δικη­γό­ρος  και είχε τέτοια υπό­λη­ψη στην πόλη που του είχαν προ­τεί­νει να γίνει και πολι­τευ­τής. Μάλι­στα! Του το πρό­τει­ναν οι φίλοι του από το κόμ­μα της Νέας Δημο­κρα­τί­ας! Η καρ­διά του Αντώ­νη σφά­δα­σε από τον πόνο. Χωρίς να κατα­λά­βει τίπο­τα ο Γιάν­νης, μετά από λίγη ώρα απο­χαι­ρέ­τη­σε τον πατέ­ρα του, πάλι με μία χει­ρα­ψία κι έφυ­γε για την Ελλά­δα, υπο­σχό­με­νος πως θα κάνει ότι μπο­ρού­σε με τις γνω­ρι­μί­ες του, να τον φέρει κι αυτόν μια μέρα πίσω στην πατρί­δα. Ο Μπαρ­μπα­ντώ­νης του χαμο­γέ­λα­σε και του ευχή­θη­κε «καλό δρό­μο». Ξέρα­νε κι οι δυο ότι δεν πρό­κει­ται να ξαναειδωθούν.

Ο Γιάν­νης μεγα­λω­μέ­νος από τη θεία του, γνώ­ρι­ζε ελά­χι­στα πράγ­μα­τα για τον πατέ­ρα του. Εκεί­νη από φόβο, απέ­φευ­γε να του μιλά­ει γι’ αυτόν, για­τί ήταν επι­κη­ρυγ­μέ­νος φονιάς και οι και­ροί δεν αστειευό­τα­νε. Ο Γιάν­νης με τα χρό­νια ξέχα­σε. Έμα­θε γράμ­μα­τα, έκα­νε φίλους, έχτι­σε στο μυα­λό του μια άλλη εικό­να για την οικο­γέ­νειά του και για μάνα λογά­ρια­ζε τη θεία του. Στη Σόφια πήγε για­τί του είπε η θεία του ότι ο πατέ­ρας του ήταν άρρω­στος και παρα­κα­λού­σε να τον δει. Εκεί­νη, από το 1975 και μετά είχε μια σχε­τι­κή  επι­κοι­νω­νία μαζί του μέσω κάποιων  τρί­των συχω­ρια­νών που πήγαι­ναν στη Σόφια να δουν τους δικούς τους. Ο Γιάν­νης δεν ήθε­λε να πάει, τι δου­λειά είχε τώρα,  να πάει να δει έναν άγνω­στο άνθρω­πο τόσα χιλιό­με­τρα μακριά. Άσε που μπο­ρού­σε η σχέ­ση αυτή να του δημιουρ­γή­σει πρό­βλη­μα στο μέλ­λον του. Αλλά για το χατί­ρι της θειας του υπο­σχέ­θη­κε να πάει για μία και μονα­δι­κή φορά.

……………………

Με το που έκλει­σε η πόρ­τα, ο δυστυ­χι­σμέ­νος πατέ­ρας,  που τόση ώρα κρα­τιό­ταν με το ζόρι στα πόδια του, σωριά­στη­κε χάμω. Χίμη­ξε ο φίλος του ο για­τρός να του δώσει τις πρώ­τες βοήθειες.

– Μην κου­ρά­ζε­σαι αγό­ρι μου, του είπε με κομ­μέ­νη φωνή ο Μπαρ­μπα­ντώ­νης. Ως εδώ ήτα­νε. Δεν θέλω να ζήσω άλλο.

Εκεί­νος όμως δεν τον άκου­γε. Με γρή­γο­ρες κινή­σεις, του χαλά­ρω­σε τα ρού­χα πήρε τα χάπια από την τσέ­πη του σακα­κιού του και πήγε να του βάλει ένα στο στό­μα. Ο Μπαρ­μπα­ντώ­νης τον στα­μά­τη­σε, πήρε το χέρι του το φίλη­σε και το κρά­τη­σε μέσα στα δικά του.

– Αχ αγό­ρι μου, για­τί να μην είσαι εσύ το παι­δί μου!

– Θείε Αντώ­νη, του είπε με αγω­νία ο φίλος του, μη μιλάς, όλα θα πάνε καλά.

– Πανα­γιω­τά­κη μου, παι­δί μου!

Κι ο Αντώ­νης απο­κα­μω­μέ­νος έγει­ρε το κεφά­λι του στην αγκα­λιά του Παναγιωτάκη.

Μαί­ρη Μπαχτσετζή
Οκτώ­βριος 2020

belogiannis ploumpidis banner

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο