Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο»: Η ταραχώδης πορεία του βιβλίου και της πρώτης ταινίας

Της βρα­βευ­μέ­νης με τέσ­σε­ρα Όσκαρ γερ­μα­νι­κής ται­νί­ας «Ουδέν νεώ­τε­ρον από το δυτι­κό μέτω­πο» προη­γή­θη­κε μια αμε­ρι­κα­νι­κή εκδο­χή το 1930, επί­σης βασι­σμέ­νη στο ομώ­νυ­μο βιβλίο, η οποία έκα­νε παγκο­σμί­ως γνω­στό τον συγ­γρα­φέα του, Έριχ Μαρία Ρεμάρκ. Απα­γο­ρεύ­τη­κε, όμως, τότε στη Γερ­μα­νία και σε ορι­σμέ­νες άλλες χώρες, ενώ και το ίδιο το κλα­σι­κό πλέ­ον αρι­στούρ­γη­μά του, το πρώ­το αντι­πο­λε­μι­κό best seller, δεν είχε καλύ­τε­ρη τύχη στη ναζι­στι­κή Γερμανία.

Το μυθι­στό­ρη­μα εκδό­θη­κε μεν τον Ιανουά­ριο του 1929, αλλά προ­δη­μο­σιεύ­τη­κε σε συνέ­χειες το φθι­νό­πω­ρο του 1928 στην εφη­με­ρί­δα του Βερο­λί­νου «Vossische Zeitung», την οποία έκλει­σαν αργό­τε­ρα οι ναζί. Αμέ­σως μετά την τερά­στια επι­τυ­χία του, διέ­βα­λαν τον συγ­γρα­φέα ως ψεύ­τη, ότι δηλα­δή ουδέ­πο­τε έλα­βε μέρος στον Α΄ Παγκό­σμιο Πόλε­μο και έθε­σαν σε κυκλο­φο­ρία φήμες ότι είναι Εβραί­ος ονό­μα­τι Κρά­μερ (ανα­γραμ­μα­τι­σμός του Ρεμάρκ). Το 1931 οι ναζί εμπό­δι­σαν μάλι­στα και την υπο­ψη­φιό­τη­τά του για Νόμπελ Ειρή­νης με την αιτιο­λο­γία ότι δυσφη­μεί τον γερ­μα­νι­κό στρα­τό. Τελι­κά απα­γό­ρευ­σαν και έκα­ψαν το βιβλίο το 1933 κατη­γο­ρώ­ντας τον για «λογο­τε­χνι­κή προ­δο­σία των στρα­τιω­τών του Πολέ­μου». Ο Ρεμάρκ κατά­φε­ρε να δια­φύ­γει στην Ελβε­τία, αλλά η αδελ­φή του συνε­λή­φθη το 1942 και κατα­δι­κά­στη­κε σε θάνα­το δι΄ απαγ­χο­νι­σμού διό­τι διέ­δι­δε «ψευ­δείς ειδή­σεις ότι ο πόλε­μος είχε ήδη χαθεί». Ο αδελ­φός της το πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε όμως μετά τη λήξη του Β΄ Παγκό­σμιου Πολέμου.

Ο συγ­γρα­φέ­ας διη­γεί­ται με απέ­ριτ­τη γλώσ­σα την ιστο­ρία μιας ομά­δας νεα­ρών Γερ­μα­νών στρα­τιω­τών, οι οποί­οι πηγαί­νουν απρο­ε­τοί­μα­στοι από τα μαθη­τι­κά θρα­νία στην πρώ­τη γραμ­μή, στο δυτι­κό μέτω­πο, στη Φλάν­δρα του Βελ­γί­ου, ως εθε­λο­ντές, κυριευ­μέ­νοι από την εθνι­κι­στι­κή προ­πα­γάν­δα. Σύντο­μα όμως οι ψευ­δαι­σθή­σεις καταρ­ρέ­ουν και πολε­μούν πρω­τί­στως για τη δική τους επι­βί­ω­ση. Ο ένας, ο Πάουλ Μπόι­μερ, αφη­γεί­ται ο ίδιος με σπα­ρα­κτι­κό τρό­πο τη φρί­κη του πολέ­μου και τον χαμό όχι μόνο των συμ­μα­θη­τών του αλλά και μιας ολό­κλη­ρης γενιάς, η οποία, ενώ προ­ε­τοι­μα­ζό­ταν για τη ζωή, βρέ­θη­κε αντι­μέ­τω­πη με τον θάνα­το. Στο τέλος του μυθι­στο­ρή­μα­τος ένας απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νος αφη­γη­τής ανα­φέ­ρε­ται στον θάνα­τό του λίγο πριν τη λήξη του πολέ­μου τον Οκτώ­βριο του 1918, μια μέρα που ήταν τόσο ήρε­μη και ήσυ­χη στο μέτω­πο ώστε το στρα­τιω­τι­κό ανα­κοι­νω­θέν περιο­ρί­στη­κε στην πρό­τα­ση «ουδέν νεώ­τε­ρον από το δυτι­κό μέτω­πο» η οποία έγι­νε και τίτλος του βιβλίου.

Η εντύ­πω­ση ότι ο συγ­γρα­φέ­ας διη­γεί­ται τις δικές του εμπει­ρί­ες δεν αντα­πο­κρί­νε­ται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ο ίδιος ο Ρεμάρκ, εξή­γη­σε αργό­τε­ρα ότι βασί­στη­κε κυρί­ως στις εμπει­ρί­ες άλλων, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των πολυά­ριθ­μων συζη­τή­σε­ων που είχε στο νοσο­κο­μείο του Ντού­ιζ­μπουργκ όπου νοση­λευό­ταν μετά τον τραυ­μα­τι­σμό του στο μέτωπο.

Περι­γρά­φο­ντας τη βαρ­βα­ρό­τη­τα των πολε­μι­κών επι­χει­ρή­σε­ων από την οπτι­κή γωνία των παρα­δο­μέ­νων στο έλε­ος του Θεού και στον παρα­λο­γι­σμό του πολέ­μου νεα­ρών στρα­τιω­τών, το βιβλίο του Ρεμάρκ είχε παγκό­σμια απή­χη­ση. Οι ανα­γνώ­στες ταυ­τί­στη­καν με τη μοί­ρα των στρα­τιω­τών και γοη­τεύ­τη­καν από τον ανθρω­πι­σμό που απο­πνέ­ει. Έτσι, το καλο­καί­ρι του 1930, είχαν που­λη­θεί ένα εκα­τομ­μύ­ριο αντί­τυ­πα, ενώ στο μετα­ξύ έχει μετα­φρα­στεί σε 50 γλώσ­σες και έχουν που­λη­θεί περί­που 20 εκα­τομ­μύ­ρια. Η ‑βρα­βευ­μέ­νη πλέ­ον με τέσ­σε­ρα Όσκαρ- κινη­μα­το­γρα­φι­κή μετα­φο­ρά του έχει ανα­ζω­πυ­ρώ­σει στη Γερ­μα­νία το ενδια­φέ­ρον και σύμ­φω­να με τους εκδό­τες, οι πωλή­σεις μετά την προ­βο­λή του στους κινη­μα­το­γρά­φους, τον Σεπτέμ­βριο του 2022, αυξή­θη­καν κατά τρεις φορές σε σχέ­ση με τον προη­γού­με­νο χρόνο.

Η ται­νία «Ουδέν νεώ­τε­ρον από το δυτι­κό μέτω­πο», η οποία έλα­βε και επτά βρα­βεία BAFTA από τη Βρε­τα­νι­κή Ακα­δη­μία Κινη­μα­το­γρά­φου, αν και είναι η πρώ­τη γερ­μα­νι­κή ται­νία η οποία βασί­ζε­ται στο μυθι­στό­ρη­μα του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, έρχε­ται δεύ­τε­ρη διε­θνώς. Η πρώ­τη ήταν του Αμε­ρι­κα­νού σκη­νο­θέ­τη Λιού­ις Μάιλ­στο­ουν και γυρί­στη­κε ήδη το 1929. Η απαι­τη­τι­κή παρα­γω­γή επαι­νέ­θη­κε για τον ρεα­λι­σμό των σκη­νών μάχης και θεω­ρεί­ται πλέ­ον κλα­σι­κή αντι­πο­λε­μι­κή ται­νία. Οδή­γη­σε όμως σε σφο­δρές αντι­δρά­σεις τόσο στη Γερ­μα­νία όσο και σε άλλες ευρω­παϊ­κές χώρες.

Στις 4 Δεκεμ­βρί­ου 1930, έγι­νε η γερ­μα­νι­κή πρε­μιέ­ρα της στο Βερο­λί­νο. Μόλις μια εβδο­μά­δα αργό­τε­ρα η λογο­κρι­σία του γερ­μα­νι­κού Ράιχ την απα­γό­ρευ­σε. Είχε προη­γη­θεί μια σφο­δρή προ­πα­γαν­δι­στι­κή καμπά­νια ενα­ντί­ον της ται­νί­ας η οποία, όπως και το μυθι­στό­ρη­μα του Ρεμάρκ, βρέ­θη­κε στο στό­χα­στρο των ναζί λόγω της «αντι­πα­τριω­τι­κής προ­πα­γάν­δας» της. Ο Γιό­ζεφ Γκέ­μπελς, τοπι­κός επι­κε­φα­λής των ναζί του Βερο­λί­νου εκεί­νη την επο­χή, οργά­νω­σε δια­δη­λώ­σεις για να απο­τρέ­ψει την προ­βο­λή της, ενώ μέλη του εθνι­κο­σο­σια­λι­στι­κού κόμ­μα­τος προ­κα­λού­σαν φασα­ρί­ες στους κινη­μα­το­γρά­φους και οι προ­βο­λές παρε­μπο­δί­ζο­νταν με αμπού­λες βρώ­μας. Η ται­νία του Μάιλ­στο­ουν απα­γο­ρεύ­τη­κε όμως την ίδια χρoνιά και σε άλλες χώρες, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της Ιτα­λί­ας, της Αυστρί­ας και της Ιαπω­νί­ας. Αργό­τε­ρα προ­στέ­θη­κε και η Γαλ­λία, όπου δεν επι­τρε­πό­ταν η προ­βο­λή της από το 1939 έως το 1963.

Η σύγ­χρο­νη ται­νία του σκη­νο­θέ­τη Έντουαρντ Μπέρ­γκερ απο­κλί­νει ορι­σμέ­νες φορές από το βιβλίο, πράγ­μα το οποίο επι­κρί­θη­κε από ορι­σμέ­νους κρι­τι­κούς στη Γερ­μα­νία. «Για μένα ήταν σημα­ντι­κό η βαρ­βα­ρό­τη­τα και το συναί­σθη­μα που κυριεύ­ει τον πρω­τα­γω­νι­στή, να έχει επί­δρα­ση και στο κοι­νό για ένα διά­στη­μα και να γίνει το έναυ­σμα για συζη­τή­σεις. Ήθε­λα οπωσ­δή­πο­τε να απο­φύ­γω οτι­δή­πο­τε ηρω­ι­κό, δοξα­στι­κό», αντέ­τει­νε ο σκη­νο­θέ­της σε συνέ­ντευ­ξή του στο δημό­σιο γερ­μα­νι­κό ραδιό­φω­νο (DLF). Επί­σης, η έγκρι­τη εφη­με­ρί­δα «Die Zeit» έγρα­ψε ότι η ται­νία στε­ρεί­ται «μιας σύγ­χρο­νης ματιάς και μιας άπο­ψης σχε­τι­κής με το περιε­χό­με­νο, την αισθη­τι­κή και την οπτι­κή. Όπου ο Μπέρ­γκερ παρεκ­κλί­νει από το πρό­τυ­πο του Ρεμάρκ, μερι­κές φορές υπο­πί­πτει σε κλισέ».

Πηγή: ΑΠΕ / Α. Πολυχρονάκης

Τότε και σήμε­ρα “ουδέν νεώ­τε­ρον από τα μέτωπα”

Ο Μαρξ και η αισθη­τι­κή, του Μιχα­ήλ Λίφσιτς

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο