Γράφει ο Νίκος Μόττας //
«Η εργατική τάξη», υπογράμμιζε ο Βλ. Λένιν, «εάν είναι συνειδητή, δεν μπορεί να στηρίξει καμια ομάδα ιμπεριαλιστικών αρπακτικών» (1). Τοποθετούσε δε το ζήτημα της στάσης του εργατικού κινήματος απέναντι στους ιμπεριαλιστές με το εξής χαρακτηριστικό παράδειγμα:
«Η πρώτη από τις κυρίαρχες χώρες κατέχει, ας υποθέσουμε, τα 3/4 της Αφρικής, ενώ η δεύτερη το 1/4. Το αντικειμενικό περιεχόμενο του πολέμου τους είναι το ξαναμοίρασμα της Αφρικής. Ποιας πλευράς την επιτυχία πρέπει να ευχόμαστε; Το πρόβλημα, όπως έμπαινε προηγούμενα, αποτελεί παραλογισμό, γιατί δεν ισχύουν σήμερα τα παλιά κριτήρια εκτίμησης: Δεν έχουμε ούτε μια πολύχρονη ανάπτυξη ενός αστικού απελευθερωτικού κινήματος, ούτε το πολύχρονο προτσές της κατάρρευσης της φεουδαρχίας. Δεν είναι δουλειά της σύγχρονης δημοκρατίας ούτε να βοηθήσει την πρώτη χώρα να κατοχυρώσει το «δικαίωμά» της στα 3/4 της Αφρικής, ούτε να βοηθήσει τη δεύτερη (έστω κι αν αυτή έχει αναπτυχθεί οικονομικά πιο γρήγορα από την πρώτη) να αποσπάσει αυτά τα 3/4. Η σύγχρονη δημοκρατία θα παραμείνει πιστή στον εαυτό της μόνο στην περίπτωση που δε θα προσχωρήσει σε καμία ιμπεριαλιστική αστική τάξη, στην περίπτωση που θα πει ότι «και οι δυο τους είναι η μια χειρότερη από την άλλη», στην περίπτωση που σε κάθε χώρα θα εύχεται την αποτυχία της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης. Κάθε άλλη λύση θα είναι στην πράξη εθνικοφιλελεύθερη και δε θα έχει τίποτε το κοινό με τον αληθινό διεθνισμό […] Στην πραγματικότητα, όμως, σήμερα είναι αναμφισβήτητο ότι η σύγχρονη δημοκρατία δεν μπορεί να σέρνεται στην ουρά της αντιδραστικής, ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης –αδιάφορο τι “χρώμα” θα έχει αυτή η αστική τάξη…» (2).
Η λενινιστική υποθήκη για την στάση της εργατικής τάξης σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο ήταν και παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη. Ιδιαίτερα στις μέρες μας, που τα τύμπανα πολέμου στην Ουκρανία ηχούν ολοένα και πιο δυνατά. Είναι διαχρονικά αποδεδειγμένο ότι ο πόλεμος συνιστά συνέχεια της πολιτικής με άλλα, βίαια, στρατιωτικά μέσα και προετοιμάζεται μέσα από την σφοδρή σύγκρουση ανταγωνιστικών συμφερόντων των αστικών τάξεων και των κυβερνήσεων του τις υπηρετούν.
Στη βάση αυτής της θέσης, ο Λένιν απέρριπτε «τη μικροαστική και ανόητη πρόληψη ότι τάχα είναι δυνατό να ξεχωρίσουμε τον πόλεμο από την πολιτική των αντίστοιχων κυβερνήσεων, των αντίστοιχων τάξεων, ότι τάχα είναι ποτέ δυνατό να βλέπουμε τον πόλεμο σαν απλή επίθεση που παραβιάζει την ειρήνη και σαν αποκατάσταση ύστερα αυτής της παραβιασμένης ειρήνης. Τσακώθηκαν και συμφιλιώθηκαν!». Και υποστήριζε ότι «ο πόλεμος συνδέεται αδιάρρηκτα μ’ εκείνο το πολιτικό καθεστώς από το οποίο πηγάζει. Την ίδια πολιτική, που ένα ορισμένο κράτος, μια ορισμένη τάξη στα πλαίσια αυτού του κράτους, εφαρμόζει σε μια μακροχρόνια περίοδο πριν από τον πόλεμο, η ίδια αυτή τάξη τη συνεχίζει και στη διάρκεια του πολέμου, αλλάζοντας μόνο τη μορφή δράσης» (3).
Γιατί, όμως, τα αναφέρουμε αυτά; Τα αναφέρουμε διότι, με αφορμή την ραγδαία όξυνση των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών μεταξύ του ευρωατλαντικού άξονα (ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ) και της Ρωσίας με επίκεντρο την Ουκρανία, επανέρχονται στο προσκήνιο μια σειρά παραπλανητικά ιδεολογήματα που σκοπό έχουν να οδηγήσουν το λαό να «στοιχηθεί» πίσω από τη μια, ή την άλλη, πλευρά. Στην Ελλάδα χώρα-μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ είναι εύλογο η κυρίαρχη γραμμή στα αστικά ΜΜΕ να προβάλλει την ανάγκη στήριξης των «δημοκρατικών» ευρωατλαντικών δυνάμεων απέναντι στον «αυταρχισμό» του Πούτιν, ποντάροντας στην συστηματική καλλιέργεια αντιρωσικής προπαγάνδας. Από την άλλη πλευρά, οι υπέρμαχοι του φιλορωσικού αφηγήματος, αναγάγουν την καπιταλιστική Ρωσία του Πούτιν σε… «αντιιμπεριαλιστική» δύναμη και προπύργιο «αντιφασισμού» ενάντια στην ευρωατλαντική συμμαχία και τις «φασιστικές» δυνάμεις της Ουκρανίας.
Αμφότερες οι απόψεις που καλούν σε στήριξη της μιας η της άλλης πλευράς είναι κύβδηλες, παραπλανητικές και, πρωτίστως, επικίνδυνες για την εργατική τάξη και το λαό. Καλούν, με λίγα λόγια, το λαό να διαλεξει ιμπεριαλιστή, με το σκεπτικό ποιός είναι περισσότερο η λιγότερο κακός. Υπάρχει όμως καλός και κακός ιμπεριαλιστής; Σε τι εξυπηρετεί την εργατική τάξη να συνταχθεί κάτω από τις ξένες- για τα συμφέροντά της – σημαίες του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστή;
Είναι αναγκαίο να κατανοηθεί ότι η ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού έχει οδηγήσει τις τελευταίες δύο δεκαετίες στην εμφάνιση και ραγδαία ισχυροποίηση νέων παγκόσμιων οικονομικών δυνάμεων, όπως η Κίνα και η Ρωσία, οι οποίες διεκδικούν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο στην διεθνή αγορά. Η οικονομική άνοδος αυτών των δυνάμεων συνοδεύεται αναπόφευκα από την αναβάθμιση της πολιτικής και στρατιωτικής τους ισχύος, οδηγώντας σε ανακατατάξεις στην ιμπεριαλιστική «σκακιέρα» και όξυνση των ανταγωνισμών με τις δυνάμεις εκείνες που μέχρι σήμερα κρατούσαν τα «σκήπτρα» της ισχύος, όπως οι ΗΠΑ και τη ΕΕ. Αυτή η όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών εκδηλώνεται σήμερα με επίκεντρο την Ουκρανία και την Ανατολική Ευρώπη.
Στο μέτωπο της Ουκρανίας, το αντίπαλο δέος στις πολεμοκάπηλες ευρωατλαντικές δυνάμεις ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ είναι η καπιταλιστική Ρωσία. Δεν είναι η ΕΣΣΔ, αλλά μια χώρα με τελείως διαφορετικό κοινωνικοταξικό περιεχόμενο. Είναι πέρα για πέρα λαθεμένη η αντίληψη πως η Ρωσία δεν είναι ιμπεριαλιστική δύναμη, αλλά μια καπιταλιστική χώρα της «περιφέρειας» του ιμπεριαλιστικού συστήματος που, από κοινού με την «σοσιαλιστική Κίνα» (sic) επιδρούν θετικά στον διεθνή συσχετισμό. Μια τέτοια προσέγγιση έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη λενινιστική αντίληψη για τον ιμπεριαλισμό, αποσπώντας επί της ουσίας την πολιτική από την οικονομία.
Στο ίδιο πλαίσιο, όσοι επιχειρούν να «ντύσουν» την σημερινή Ρωσία με στοιχεία (αντιφασιστικά, αντιιμπεριαλιστικά, προοδευτικά) που χαρακτήριζαν την Σοβιετική Ένωση αποπροσανατολίζουν το εργατικό κίνημα, καθιστώντας το έρμαιο χειραγώγησης σε περίοδο όξυνσης των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Εκτός κι’ αν θέλουν να μας πείσουν ότι ο Βλ. Πούτιν είναι ένας «Στάλιν» του 21ου αιώνα που μαζί με τον Σοιγκού στο ρόλο του «Ζούκωφ» και του Λαβρόφ σε αυτόν τον «Μολότοφ», επιχειρούν να σώσουν την ανθρωπότητα απ’ τους σύγχρονους «Ναζί» του ΝΑΤΟ και του Κιέβου…
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι την εποχή του ιμπεριαλισμού, δεν μπορούν να υπάρξουν φιλειρηνικά καπιταλιστικά κράτη. Κι’ αν στην αρχή ενός πολέμου, η διαφορά ανάμεσα στο επιτιθέμενο και στο αμυνόμενο αστικό κράτος ενδεχομένως να είναι σχετική, το σημαντικό ζήτημα για κάθε πόλεμο είναι ένα: Ποια τάξη τον διεξάγει, με ποιο σκοπό και σε ποια φάση της ιστορικής ανάπτυξης.
Έγραφε ο Λένιν στο έργο του «Σοσιαλισμός και Πόλεμος»:
«Φανταστείτε ότι ένας δουλοκτήτης που έχει 100 δούλους πολεμάει με ένα δουλοκτήτη που έχει 200 δούλους για ένα πιο «δίκαιο» ξαναμοίρασμα των δούλων. Είναι φανερό ότι η χρησιμοποίηση σε μια τέτοια περίπτωση της έννοιας «αμυντικός» πόλεμος ή «υπεράσπιση της πατρίδας» θα ήταν πλαστογραφία της ιστορίας, στην πράξη θα σήμαινε καθαρή εξαπάτηση του απλού λαού, του μικροαστού, του αμόρφωτου ανθρώπου από τους επιτήδειους δουλοκτήτες. Ετσι ακριβώς εξαπατά τους λαούς η σημερινή, η ιμπεριαλιστική αστική τάξη με την «εθνική» ιδεολογία και με την έννοια της υπεράσπισης της πατρίδας στο σημερινό πόλεμο, που γίνεται ανάμεσα σε δουλοκτήτες για την εδραίωση και το δυνάμωμα της δουλείας» (4).
Αν στο δουλοκτήτη με τους 200 δούλους βάλετε τις ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ και στον άλλο δουλοκτήτη με τους 100 δούλους βάλετε την Ρωσία του Πούτιν, έχετε μια γενική εικόνα του ενδοιμπεριαλιστικού καυγά που συμβαίνει αυτήν την περίοδο με επίκεντρο την Ουκρανία.
Το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα κίνημα οφείλει να έχει ανυποχώρητο, σταθερό μέτωπο ενάντια στα εγκληματικά ιμπεριαλιστικά σχέδια του ευρωατλαντισμού (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ). Ταυτόχρονα όμως, δεν πρέπει να συρθεί στο πλευρό κανενός άλλου καπιταλιστικού κράτους (Ρωσία) ή ιμπεριαλιστικής συμμαχίας (Κίνα-Ρωσία), επιλέγοντας σημαίες ξένες προς τα συμφέροντά του. Για τα συμφέροντα κανενός ιμπεριαλιστή («άσπρου» ή «μαυρου», λιγότερο ή περισσότερο ισχυρού, αγγλόφωνου ή ρωσόφωνου, κλπ) δεν πρέπει να χύσει το αίμα του ο λαός.
Αντίθετα, το εργατικό-λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε χώρα, οφείλει να χαράξει αυτοτελή γραμμή, σε τροχιά ρήξης με τα αστικά και ιμπεριαλιστικά σχέδια, έχοντας ως μοναδικό κριτήριο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού, ο μόνος δίκαιος πόλεμος είναι ο ταξικός, επαναστατικός πόλεμος, για να πάρει η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της την εξουσία.
Επίκαιρα όσο ποτέ άλλοτε τα λόγια του Λένιν: «Μόνο η προλεταριακή, η κομμουνιστική επανάσταση μπορεί να βγάλει την ανθρωπότητα από το αδιέξοδο που δημιούργησε ο ιμπεριαλισμός και οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι. Όποιες κι αν είναι οι δυσκολίες της επανάστασης και οι πιθανές προσωρινές αποτυχίες της, ή τα κύματα της αντεπανάστασης, η τελική νίκη του προλεταριάτου είναι αναπόφευκτη» (5).
Παραπομπές:
(1) Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 32, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 335.
(2) Β. Ι. Λένιν: «Κάτω από ξένη σημαία». Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 26, σελ. 140 — 141 και 146.
(3) Β. Ι. Λένιν: «Πόλεμος και επανάσταση», «Απαντα», τ. 32, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 78.
(4) Β. Ι. Λένιν: «Για τους δίκαιους και άδικους πολέμους», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 33.
(5) Β. Ι. Λένιν: «Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας (μπ)», «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 38, σελ. 421.
«Τσε Γκεβάρα, πρεσβευτής της Επανάστασης», του Νίκου Μόττα