Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο άγνωστος Βάρναλης

Ηρακλής Κακαβάνης, Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του

Εκδ. Εντός, 2012. Αθήνα.

Ηρακλής Κακαβάνης, Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά τουΗ έκδο­ση ξαφ­νιά­ζει θετι­κά τους φιλο­λό­γους που το θέμα Βάρ­να­λης τους έχει απα­σχο­λή­σει πολ­λά χρό­νια, είτε ως αντι­κεί­με­νο διδα­σκα­λί­ας είτε της έρευ­νας. Και αυτό οφεί­λε­ται, πρώ­τα, στο σημα­ντι­κό υλι­κό που παρου­σιά­ζει η έκδο­ση, αλλά και στη σοβα­ρή εργα­σία του μελε­τη­τή, άγνω­στου ως τώρα στη βιβλιο­γρα­φία Βάρ­να­λη. Δύο προη­γού­με­νες εργα­σί­ες του κ. Ηρα­κλή Κακα­βά­νη (Ο δαί­μων του τυπο­γρα­φεί­ου, 2008, και η εισα­γω­γή στο Λεύ­κω­μα Ομή­ρου Ιλιά­δα με λιθο­γρα­φί­ες του H. Motte, 2008) φανέ­ρω­ναν τον ανή­συ­χο ερευ­νη­τή και τον ευαί­σθη­το φιλό­λο­γο. Οι αρε­τές αυτές τού χρειά­στη­καν με το παρα­πά­νω στην παρού­σα εργα­σία. Όμως στον Αγνω­στο Βάρ­να­λη οι φιλο­λο­γι­κές απαι­τή­σεις, που έθε­σε ο ίδιος ο μελε­τη­τής, είναι μεγά­λες. Χρειά­στη­κε καλή γνώ­ση της βιβλιο­γρα­φί­ας Βάρ­να­λη και ιδιαί­τε­ρα της εκδο­τι­κής ιστο­ρί­ας και των δια­δρο­μών που έχουν κάνει τα ποι­ή­μα­τά του, σε έντυ­πα, συλ­λο­γές, επαναδημοσιεύσεις.

Ο Βάρ­να­λης του H. Κακα­βά­νη (H.K.) είναι «ο άγνω­στος», για­τί ο μελε­τη­τής του προ­βαί­νει στην ανα­σύ­στα­ση του ποι­η­τή και δια­νο­ού­με­νο Βάρ­να­λη επα­νε­λέγ­χο­ντας ό,τι ήταν γνω­στό και αξιο­λο­γώ­ντας από το Αρχείο του ό,τι έκρι­νε πως ωφε­λεί την ιστο­ρία της λογο­τε­χνί­ας χωρίς να προ­σβάλ­λει τη βού­λη­ση του ίδιου του ποι­η­τή, που την ξέρου­με από το άρθρο «Κατα­λοι­πο­θή­ραι» (1942). Το άρθρο το παρα­θέ­τει ο H.Κ. από το αρχείο της εφη­με­ρί­δας Πρω­ία και σε αυτό ο Βάρ­να­λης έθε­τε το γενι­κό­τε­ρο ζήτη­μα για τα όρια της φιλο­λο­γι­κής έρευ­νας σε σχέ­ση με την προ­σω­πι­κό­τη­τα του ποι­η­τή και του ανθρώ­που. Ο μελε­τη­τής θέτει τις από­ψεις αυτές ως όρια για τη δική του εργα­σία, όταν απο­φα­σί­ζει να αξιο­ποι­ή­σει μέρος του αρχείου.

Ο Η.Κ. τα είδε όλα από την αρχή. Έκα­νε έναν πολύ­μο­χθο και λεπτο­λό­γο επα­νέ­λεγ­χο σε ό,τι αφο­ρά στον ποι­η­τή: το Αρχείο του Βάρ­να­λη, τα έντυ­πα που συνερ­γά­στη­κε ‑και ανά­με­σά τους εξαι­ρε­τι­κά σπά­νια φύλ­λα λογο­τε­χνι­κών περιοδικών‑, τις εκδό­σεις που γίνα­νε όσο ζού­σε και εκεί­νες μετά τον θάνα­τό του, τις δημο­σιεύ­σεις ποι­η­μά­των από τον ίδιο ή από άλλους, εργο­βιο­γρα­φι­κές εργα­σί­ες και προη­γού­με­νες εκδό­σεις αρχεια­κού υλι­κού. Ο επα­νέ­λεγ­χος και η συγκέ­ντρω­ση του νέου υλι­κού αξιο­ποιεί­ται στη δια­σταύ­ρω­ση στοι­χεί­ων, π.χ. για τις δια­φο­ρε­τι­κές μορ­φές στις οποί­ες έχου­με τα κεί­με­να, και στην τεκ­μη­ρί­ω­ση χρο­νο­λο­γιών που μερι­κές φορές ακό­μα και οι αβλε­ψί­ες περ­νού­σαν ως φιλο­λο­γι­κό δεδο­μέ­νο με συνέ­πειες στην ερμη­νεία της ποι­η­τι­κής προ­σω­πι­κό­τη­τας του Βάρναλη.

Αξί­ζει να δώσου­με το παρά­δειγ­μα από το πολύ σημα­ντι­κό ποί­η­μα «Το φεγ­γά­ρι», δημο­σιευ­μέ­νο στην Ηγη­σώ, 1907, που εξα­κο­λου­θού­σε όμως να θεω­ρεί­ται ποί­η­μα του 1927, σε επο­χή δηλα­δή όπου το ποι­η­τι­κό περι­βάλ­λον του Βάρ­να­λη, με όριο αφε­τη­ρί­ας Το Φως που καί­ει, έχει αλλά­ξει ριζι­κά και με τους Σκλά­βους Πολιορ­κη­μέ­νους (1927) να έχει περά­σει σε μια δημιουρ­γη­κή ανα­χώ­νευ­ση και σύν­θε­ση της μαρ­ξι­στι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας και της σολω­μι­κής παρά­δο­σης. Το ποί­η­μα εκεί­νο, ωστό­σο, αντι­προ­σω­πευ­τι­κό του καλύ­τε­ρου λυρι­σμού της πρώ­της περιό­δου εμπε­ριέ­χει και τους ποι­η­τι­κούς θύλα­κες που θα ανα­πτυ­χθούν στο μετα­γε­νέ­στε­ρο έργο. Η ορθή χρο­νο­λό­γη­σή του αλλά­ζει την ερμη­νευ­τι­κή συμ­βο­λή του ποιήματος.

Χαρα­κτη­ρι­στι­κό της νέας ματιάς του Η. Κ. είναι και το χρο­νο­λό­γιο Βάρ­να­λη. Δεν είναι μια συνη­θι­σμέ­νη παρά­θε­ση βιο­γρα­φί­ας δίπλα από μια χρο­νο­λο­γία, αλλά είναι ένας πρω­τό­τυ­πος τρό­πος, όπου η κάθε χρο­νία σημα­δεύ­ε­ται συνο­δευό­με­νη από την παρά­θε­ση κει­μέ­νων, είτε γραμ­μέ­νων στον συγε­κρι­μέ­νο χρό­νο είτε ανα­φε­ρό­με­νων σε αυτόν. Με τον τρό­πο αυτό έχου­με την ανα­σύ­στα­ση της πορεί­ας που δια­γρά­φει η συγ­γρα­φι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα του δια­νο­ού­με­νου Βάρ­να­λη. Το απο­τέ­λε­σμα είναι να παρα­κο­λου­θού­με βήμα βήμα το ξετύ­λιγ­μα της δημιουρ­γι­κής και της γενι­κό­τε­ρης πνευ­μα­τι­κής δρά­σης μιας προ­σω­πι­κό­τη­τας που χάρα­ξε με το έργο του τον πολι­τι­σμό του 20ού αιώ­να και σημα­το­δό­τη­σε την αντα­πό­κρι­ση της δια­νό­η­σης, καθώς και την αισθη­τι­κή της συγκί­νη­ση απέ­να­ντι στο κίνη­μα για κοι­νω­νι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση και δικαιοσύνη.

Ο κομ­μου­νι­στής Βάρ­να­λης απο­τε­λεί κεφά­λαιο και η επι­στή­μη που δεν φοβά­ται δεν το κρύ­βει ούτε λοξο­δρο­μεί για να το παρα­κάμ­ψει. Η επι­στη­μο­νι­κή υπευ­θυ­νό­τη­τα της εργα­σί­ας του Η.Κ. κρί­νε­ται και σε αυτό το σημείο. Ο μελε­τη­τής προ­βάλ­λει τις πλευ­ρές του αγω­νι­στή ποι­η­τή και δια­νο­ού­με­νου που έχουν ατο­νή­σει στη συνεί­δη­ση της νεό­τε­ρης γενιάς, στην οποία ανή­κει και ο ίδιος. Και αυτό είναι ένα από τα σημα­ντι­κά στοι­χεία της παρού­σας έκδο­σης. Το κεφά­λαιο «Ο δημο­τι­κι­στής Βάρ­να­λης» περιέ­χει κεί­με­να που δεν πρέ­πει να αγνο­εί κανέ­νας μαθη­τής ή φοι­τη­τής, του­λά­χι­στον. Είναι μέρος ανα­πό­σπα­στο της γενι­κό­τε­ρης ιστο­ρί­ας, της ιστο­ρί­ας της γλώσ­σας, της εκπαί­δευ­σης και της ελλη­νι­κής δια­νό­η­σης. Ιδιαί­τε­ρα, η δια­νό­η­ση της αρι­στε­ράς του μεσο­πο­λέ­μου είναι εκεί­νη που σήκω­σε μεγά­λο μέρος του γλωσ­σο-κοι­νω­νι­κού αγώ­να. Ο Βάρ­να­λης, που επι­πλέ­ον είναι και με το ΚΚΕ –όπως και ο Δ. Γλη­νός και η Ρ. Ιμβριώ­τη που βρέ­θη­καν στο μάτι του κυκλώ­να- θα χάσει για πάντα τη δου­λειά του (ορι­στι­κή από­λυ­ση 1926), μέσα στο φανα­τι­σμό και τη μισαλ­λο­δο­ξία των Μαρα­σλεια­κών (1925), μιας περιό­δου που ετοι­μά­ζει το έδα­φος για το «Ιδιώ­νυ­μο» (1929) και για τη δικτα­το­ρία του Μετα­ξά (1936). Οι αντί­στοι­χες σελί­δες του βιβλί­ου προ­σφέ­ρουν πολυ­τι­μό­τα­το υλι­κό που σχε­δόν εξα­ντλούν από την άπο­ψη του αρχεια­κού υλι­κού το θέμα.

Η αντί­δρα­ση –κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­κή, κύκλοι του Τύπου, της εκκλη­σί­ας και εγκά­θε­των φορέ­ων- στις δύο δεκα­ε­τί­ες του μεσο­πο­λέ­μου και ιδιαί­τε­ρα μετά το 1925, φτιά­χνει ανοι­χτό αντι­κομ­μου­νι­στι­κό μέτω­πο. Τον Βάρ­να­λη τον έχει για σύμ­βο­λο για να χτυ­πη­θεί η τέχνη, η ελευ­θε­ρία της σκέ­ψης και η ελευ­θε­ρία του λόγου, για να συκο­φα­ντη­θούν δια­νο­ού­με­νοι με κοι­νω­νι­κή ευαι­σθη­σία και να τρο­μο­κρα­τη­θούν οι υπό­λοι­ποι, για να δημιουρ­γη­θεί το διχα­στι­κό ιδε­ο­λό­γη­μα τι είναι «εθνι­κό» και τι «αντε­θνι­κό». Όπως είπα­με, το έδα­φος στρώ­νε­ται για τις πολι­τι­κές της φασι­στι­κής διο­λί­σθη­σης του αστι­κού φιλε­λευ­θε­ρι­σμού της δεκα­ε­τί­ας του 1930. Ο ποι­η­τής θα είναι και από τους πρώ­τους δια­νο­ού­με­νους (μαζί με τον Γλη­νό) που εξορίζονται.

Η πένα του Βάρ­να­λη, ωστό­σο, δεν χαρι­ζό­ταν. Στα αδη­μο­σί­ευ­τα κεί­με­να που παρου­σιά­ζει ο Η.Κ. ανή­κει και ένα κατα­πλη­κτι­κής σατι­ρι­κής ευστο­χί­ας και αισθη­τι­κής ευφο­ρί­ας κεί­με­νο, γραμ­μέ­νο στο περι­θώ­ριο της δια­μά­χης με τον πρώ­ην συνο­δοι­πό­ρο σε θέμα­τα γλώσ­σας και εκπαί­δευ­σης Αλέ­ξαν­δρο Δελ­μού­ζο, αλλά και με τον Γιάν­νη Απο­στο­λά­κη, στη μετα­φυ­σι­κή κρι­τι­κή του οποί­ου απα­ντού­σε με το δοκί­μιο Ο Σολω­μός χωρίς μετα­φυ­σι­κή (1925). Πρό­κει­ται για το θεα­τρό­μορ­φο «Ο Αντρας και η Γυναί­κα. Λόγια και Πρά­ξις. Ενας Διά­λο­γος υπό Κ. Βάρ­να­λη» (σ. 200 κ.εξ.), που πολύ σωστά ανα­σύ­ρει από το Αρχείο ο Η.Κ. Στις ιδιαι­τε­ρό­τη­τες του βιβλί­ου θέλω να υπο­γραμ­μί­σω και ένα γεγο­νός που είναι ενδει­κτι­κό των νέων μέσων και της επω­φε­λούς χρή­σης τους, που μπο­ρούν να βοη­θούν και τη φιλο­λο­γία. Εννοώ, εδώ, τη συνερ­γα­σία του φιλο­λό­γου Η.Κ. με μπλό­γκερς. Ο μελε­τη­τής έχει ψάξει και αυτόν τον χώρο και έχει συνερ­γα­στεί για τις δημο­σιεύ­σεις και για τις εκδο­χές γρα­φής πολ­λών ποι­η­μά­των. Ενδει­κτι­κή είναι η περί­πτω­ση της συνερ­γα­σί­ας με το μπλογκ του Νίκου Σαρα­ντά­κου (σ. 40).

Σημα­ντι­κή θέση μέσα στο βιβλίο έχουν οι ανα­φο­ρές στον κρι­τι­κό και στον μετα­φρα­στή Βάρ­να­λη. Οι μετα­φρά­σεις του τόσο από κεί­με­να της αρχαί­ας μας Γραμ­μα­τεί­ας όσο και από της ξένης λογο­τε­χνί­ας σημαί­νουν πολ­λά πράγ­μα­τα για τον πολι­τι­σμό μας και πρώ­τα της γλώσ­σας. Για­τί οι μετα­φρά­σεις, ειδι­κά του αρχαί­ου δρά­μα­τος, έχουν ακου­στεί από τις παρα­στά­σεις του Εθνι­κού, που τις χρη­σι­μο­ποί­η­σε, και αυτό σημαί­νει ότι είχαν την ευκαι­ρία να επη­ρε­ά­σουν κι άλλους μετα­φρα­στές. Ύστε­ρα, δεν είναι οι μετα­φρά­σεις του Βάρ­να­λη μια «τεχνι­κή» γλώσ­σα. Είναι γλώσ­σα που έχει προ­κύ­ψει μετά από πολύ­χρο­νη τρι­βή της με τον λυρι­σμό, και με αυτή την σκευή έρχε­ται να συνα­ντή­σει τον γλωσ­σι­κό πολι­τι­σμό άλλων επο­χών ή χωρών. Στην ιστο­ρία του γλωσ­σι­κού μας πολι­τι­σμού, ο Βάρ­να­λης κλη­ρο­δο­τεί και τη γλώσ­σα που ενσω­μα­τώ­σει τα προ­βλή­μα­τα που αντι­με­τώ­πι­σαν οι ποι­η­τές άλλων επο­χών και άλλων περι­βαλ­λό­ντων, άλλων πολι­τι­σμών, άλλων νοο­τρο­πιών και άλλου στοχασμού.Το μετα­φρα­στι­κό έργο του Βάρ­να­λη μας δεί­χνει και την ευρύ­τη­τα και την ποιό­τη­τα της δικής του πολι­τι­σμι­κής επι­κοι­νω­νί­ας. Ας απα­ριθ­μή­σου­με τις μετα­φρά­σεις του: Μολιέ­ρος, Φλω­μπέρ, Ευρι­πί­δης, Σοφο­κλής, Αρι­στο­φά­νης, Ξενο­φώ­ντας, παρα­μύ­θια και δημο­τι­κά τρα­γού­δια, λαϊ­κά, της Κίνας, παρα­μύ­θια από βαλ­κα­νι­κούς και από άλλους λαούς. Έπει­τα, το γεγο­νός ότι οι μετα­φρά­σεις του οι θεα­τρι­κές ακό­μα χρη­σι­μο­ποιού­νται στο θέα­τρο, σημαί­νει ότι η γλώσ­σα του αντα­πο­κρί­νε­ται στις δικές μας ανα­πα­ρα­στα­τι­κές απαιτήσεις.

Κλεί­νο­ντας, να ανα­φέ­ρου­με τη δημο­σί­ευ­ση στο βιβλίο του Η.Κ. μεγά­λου αριθ­μού συνε­ντεύ­ξε­ων που έδω­σε ο ποι­η­τής σε διά­φο­ρες επο­χές. Τις βρί­σκου­με στο βιβλίο συγκε­ντρω­μέ­νες, αφού ο ερευ­νη­τής έψα­ξε για πολύ και­ρό σε πολ­λά και σπά­νια έντυ­πα. Σε αυτές (όπως και στις «Επι­στο­λές από την εξο­ρία», σ. 227 κ.εξ.) ακού­με τον ίδιο τον Βάρ­να­λη να μας μιλά και σκέ­φτο­μαι πώς έχου­με κεί­με­να που συγκρο­τούν μια μορ­φή αυτο­βιο­γρα­φί­ας, κοντά στην «επί­ση­μη» αυτο­βιο­γρα­φία του. Νομί­ζω ότι αυτό το υλι­κό προ­σφέ­ρε­ται και για μια θεα­τρι­κή του αξιο­ποί­η­ση, για έναν θατρο­ποι­η­μέ­νο αυτο­βιο­γρα­φι­κό (πολυ­γλωσ­σι­κό) μονόλογο.

Τελειώ­νω με μια σκέ­ψη σχε­τι­κά με όσα ποι­ή­μα­τα άφη­σε «αδη­μο­σί­ευ­τα» ο Βάρ­να­λης. Θα έλε­γα πως πρό­κει­ται για ποι­ή­μα­τα που απο­τέ­λε­σαν τα «φαντά­σμα­τα» του ποι­η­τή. Δηλα­δή όσα ως «αυτο­τι­μω­ρού­με­νος» έπρε­πε ο ίδιος να τους επι­βά­λει την ποι­νή του σκό­τους και να μην πάρουν το δρό­μο για τη δημο­σιό­τη­τα. Ποι­ή­μα­τα που τον φέρα­νε αντι­μέ­τω­πο με υπαρ­ξια­κά και αισθη­τι­κά ζητή­μα­τα. Είναι επι­τυ­χη­μέ­νο το μότο από αδη­μο­σί­ευ­το κεί­με­νο του Βάρ­να­λη που βάζει ο Η.Κ. στο κεφ. «Αγνω­στα και ξανα­δου­λε­μέ­να ποι­ή­μα­τα» (σ. 295) : «Τρα­γού­δι […] επι­θυ­μία άσβη­στη του θανά­του». Θα έλε­γα, λοι­πόν, ότι ανά­με­σά τους υπάρ­χουν ποι­ή­μα­τα που μας επι­τρέ­πουν να απευ­θύ­νου­με ένα παρά­πο­νο προς τον ποι­η­τή για­τί μάς στέ­ρη­σε ποι­ή­μα­τα όπως «Το μυστι­κό του», «Το Οχι του λαού» ή από στί­χους που βγά­ζουν τον ορχού­με­νο, παι­γνιώ­ντα, μεστό από τρε­μά­με­νη συγκί­νη­ση και από καλ­λι­τε­χνι­κή έξα­ψη αισθη­σια­σμό: Ευρυ­δί­κη μου, Ευρυδίκη,/ να με κάψ’ η Θεία Δίκη,/ αν δε σ’ αγα­πώ πιστά./…/Να πλε­ρώ­νω να σ’ ακώ,/ να πλε­ρώ­νω να βυθώ/ στης Λησμό­νιας το βυθό («Δεν είναι παί­ξε γέλα­σε», σ. 306). Το ίδιο: Με το παί­ζω, παί­ζεις, παίζει/ του μπα­μπά και της μαμάς,/ ήρθε στο ντου­νιά να παίζει/ η κορού­λα του Βενέ­ζη («Στην κορού­λα του Βενέ­ζη», σ. 307). Επί­σης, το ποί­η­μα «Το μυστι­κό του» (σ. 310), με τον σπα­ραγ­μό που δεν βγαί­νει ή τη βαθιά ‘ανά­γνω­ση’ που κάνει το «φώς που καί­ει» στο ψέμα, καθώς απο­κα­λύ­πτει: Ποιος είναι κεί­νος ο λαός, που με καρ­διά τσελίκι/ πολέ­μα­γε για λεφτε­ριά και πέθαι­νε για νίκη/ μα τού­χω­ναν μπα­μπέ­σι­κα, τη μαχαι­ριά στην πλάτη/ του ξένου η αρπά­χτρα κάκη­τα, του ντό­πιου η δόλια απά­τη (σ. 314).

Το υλι­κό που συγκε­ντρώ­νει και θέτει στη διά­θε­σή μας ο Η.Κ. ξανα­θέ­τει το εκδο­τι­κό πρό­βλη­μα. Κάνει φανε­ρό ότι μάς χρειά­ζε­ται μία έκδο­ση με φιλο­λο­γι­κό έλεγ­χο εξα­ντλη­τι­κό πάνω σε όσα νομί­ζα­με ότι ισχύ­ουν, με τη δια­σταύ­ρω­ση των στοι­χεί­ων με τις ίδιες τις πηγές τους (Αρχείο, έντυ­πα πρώ­της δημο­σί­ευ­σης) και με την συμπε­ρί­λη­ψη κει­μέ­νων (πεζών και ποι­η­τι­κών) που παρου­σιά­ζει για πρώ­τη φορά ο Η.Κ. Το βιβλίο είναι μια ουσια­στι­κή συμ­βο­λή και οι δυνα­τό­τη­τές της θα ήταν περισ­σό­τε­ρες αν αξιο­ποιού­σε πιο αυστη­ρά τη μέθο­δο παρου­σί­α­σης του πολύ σημα­ντι­κού υλικού.

 

ΓΕΩΡΓΙΑ ΛΑΔΟΓΙΑΝΝΗ

Καθη­γή­τρια Πανε­πι­στη­μί­ου Ιωαννίνων

 

Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από το έντυ­πο περιο­δι­κό «Θέμα­τα Παιδείας»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο