Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο άγνωστος — γνωστός Le Corbusier και η σύγχρονη πόλη

Επι­μέ­λεια Nicole Kara — Ομά­δα ¡H.lV.S! //

Λε Κορ­μπυ­ζιέ. Ο αναμ­φι­σβή­τη­τα μεγά­λος επι­στή­μο­νας, βασι­κά αρχι­τέ­κτο­νας / πολε­ο­δό­μος αλλά και ζωγρά­φος, συγ­γρα­φέ­ας και «πιο­νιέ­ρος» ‑σε μεγά­λο βαθ­μό αυτο­δί­δα­κτος, που έβα­λε τη σφρα­γί­δα του στον σχε­δια­σμό των πόλε­ων και που με τις θεω­ρη­τι­κές του αντι­λή­ψεις και το έργο του άσκη­σε σημα­ντι­κή επί­δρα­ση στην ανά­πτυ­ξη της σύγ­χρο­νης αρχι­τε­κτο­νι­κής, υπήρ­ξε από πολ­λές πλευ­ρές μια αμφι­λε­γό­με­νη προσωπικότητα.

Το 1926, δημο­σί­ευ­σε τα ‘’Πέντε Σημεία μιας Νέας Αρχι­τε­κτο­νι­κής’’ (Le Cinq Points d´une architecture nouvelle)

1. πιλο­τή, 2. ελεύ­θε­ρη όψη, 3. επι­μή­κη ανοίγ­μα­τα στην όψη, 4. ελεύ­θε­ρη κάτο­ψη και 5. roof garden.

Corbusier

Και που είναι το πρό­βλη­μα;; τι το καλύ­τε­ρο;; θα ανα­ρω­τη­θεί κάποιος. Με μια πρώ­τη ματιά που­θε­νά, υπό έναν όρο: η γη να μην είναι εμπό­ρευ­μα, για­τί τότε όλα πάνε περί­πα­το! Κλεί­νε­ται η pilotis, το ένα κτί­ριο κολ­λά­ει στο άλλο και ελευ­θε­ρία όψης & κάτο­ψης γιοκ, όσο για τα roof garden …
Μα αν έτσι είναι τα πράγ­μα­τα, μήπως τελι­κά ο Le Corbusier υπήρ­ξε ένας αιθε­ρο­βά­μων κρυπτοκομμουνιστής;

Η σύγχρονη πόλη

Corbusier1

Εξε­τά­ζο­ντας, από μαρ­ξι­στι­κή σκο­πιά, την πόλη ως χώρο όπου γίνο­νται οι περισ­σό­τε­ρες κοι­νω­νι­κές και οικο­νο­μι­κές διερ­γα­σί­ες σε κάθε συγκε­κρι­μέ­νο κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κό σχη­μα­τι­σμό, εύκο­λα οδη­γού­μα­στε στο να την εντά­ξου­με στο εποι­κο­δό­μη­μα.

Ειδι­κά σήμε­ρα, που η (καπι­τα­λι­στι­κή) παρα­γω­γή έχει μετα­το­πί­σει κατά πολύ το κέντρο βάρους της στη χρη­μα­τι­στι­κή οικο­νο­μία και όπου το κυρί­αρ­χο κεφά­λαιο δεν είναι ούτε απλά εμπο­ρι­κό ούτε βιο­μη­χα­νι­κό αλλά νέας μορ­φής χρη­μα­το­πι­στω­τι­κό, ο χώρος της πόλης και ακό­μη περισ­σό­τε­ρο η ίδια η πόλη ως πόλη, απο­τε­λεί όχι απλά προ­νο­μια­κό πεδίο επεν­δύ­σε­ων αλλά βασι­κό οικο­νο­μι­κό στοι­χείο του συστή­μα­τος, που, έχο­ντας ξεπε­ρά­σει την απλή γαιο­πρό­σο­δο, ανά­γε­ται σε κεφα­λαιώ­δους σημα­σί­ας οικο­νο­μι­κή διερ­γα­σία, με επί­κε­ντρο τη (συχνά βίαιη) ανα­πα­ρα­γω­γή / ανα­συ­γκρό­τη­ση του αστι­κού χώρου εν μέσω των γενι­κό­τε­ρων ‑εθνι­κών και διε­θνών, καπι­τα­λι­στι­κών αναδιαρθρώσεων.

Έτσι η πόλη και η πολε­ο­δό­μη­ση (ο σχε­δια­σμός) ξεπερ­νά­ει πια την έννοια (να το πού­με σχη­μα­τι­κά) του «απλού εποι­κο­δο­μή­μα­τος» με την «παρα­δο­σια­κή» του μορ­φή δηλ. των πολύ­μορ­φων κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων, ιδε­ών & θεσμών του οργα­νι­σμού που ονο­μά­ζου­με «κοι­νω­νι­κο-οικο­νο­μι­κό σχη­μα­τι­σμό» και απο­τε­λεί «έκφρα­ση του κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κού συστή­μα­τος στο χώρο» (ως βασι­κό οικο­νο­μι­κό και όχι μόνο στοι­χείο του σύγ­χρο­νου καπι­τα­λι­στι­κού συστήματος).

Τα CIAM & η Χάρτα της Αθήνας

Το Διε­θνές Συνέ­δριο Σύγ­χρο­νης Αρχι­τε­κτο­νι­κής (Congrès Internationaux d’Architecture Moderne) — [CIAM] — ιδρύ­θη­κε το 1928 από σημα­ντι­κούς αρχι­τέ­κτο­νες / μηχα­νι­κούς της επο­χής: μετα­ξύ αυτών από την αρχή ο Le Corbusier ‑η ανα­φο­ρά ειδι­κά σ’ αυτόν έχει τη σημα­σία της, όπως θα δού­με στη συνέχεια.

Στό­χος η «διά­δο­ση των αρχών του σύγ­χρο­νου / μοντέρ­νου κινή­μα­τος όλων των τομέ­ων της (όπως το τοπίο, ο πολε­ο­δο­μι­κός σχε­δια­σμός, ο βιο­μη­χα­νι­κός σχε­δια­σμός κλπ) με σημείο ανα­φο­ράς στην “αρχι­τε­κτο­νι­κή ως κοι­νω­νι­κής τέχνη” και «επέ­ζη­σε» σαν θεσμός για 30 χρό­νια -(αυτο)διαλύθηκε το 1959.

Η οργά­νω­ση άσκη­σε μεγά­λη επιρ­ροή, αφού ‑χει­ρα­γω­γού­με­νη όπως ήταν φυσι­κό από το αστι­κό κατε­στη­μέ­νο της επο­χής (μετα­ξύ άλλων και από το φασι­σμό / ναζι­σμό) «είδε» την αρχι­τε­κτο­νι­κή, σαν αυτό που πραγ­μα­τι­κά ήταν εν δυνά­μει, δηλ σαν ένα ισχυ­ρό οικο­νο­μι­κό και πολι­τι­κό εργα­λείο που «θα μπο­ρού­σε να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί κατάλ­λη­λα μέσω του σχε­δια­σμού των κτι­ρί­ων και κυρί­ως του πολε­ο­δο­μι­κού σχεδιασμού».

Το πανό εισόδου της Έκθεσης του 4ου CIAM στο κτήριο Αβέρωφ του Πολυτεχνείου

Το πανό εισό­δου της Έκθε­σης του 4ου CIAM στο κτή­ριο Αβέ­ρωφ του Πολυτεχνείου

Εκ γενε­τής η λεγό­με­νη «αρι­στε­ρά πτέ­ρυ­γα» των CIAM είχε απο­δε­κα­τι­στεί ‑ήδη από το 1930 αντι­κα­τα­στά­θη­κε ο Hannes Mayer, ως κομ­μου­νι­στής, από τον Mies van der Rohe …τελι­κά οι Ναζί έκλει­σαν το Bauhaus το 1933 και ο van der Rohe που δεν μπό­ρε­σε να κατα­λά­βει την θέση του προ­σω­πι­κού αρχι­τέ­κτο­να του Φύρερ, πήρε μετα­γρα­φή στις ΗΠΑ το 1937 υπη­ρε­τώ­ντας την αμε­ρι­κά­νι­κη πολε­ο­δο­μι­κή φιλο­σο­φία. Όχι τυχαία οι Σοβιε­τι­κοί El Lissitzky , Nikolai Kolli και Moisei Ginzburg, μετά από ένα πρώ­το «πει­ρα­μα­τι­κό» διά­στη­μα στα­μά­τη­σαν να συμμετέχουν.

Παράλ­λη­λα με την (κρυπτο)φασίζουσα από πολ­λές από­ψεις αντί­λη­ψη του Le Corbusier, που πχ. δια­στρέ­βλω­σε (από το 1943 και μετά) την (πρω­το­πο­ρια­κή για την επο­χή της) δια­τύ­πω­ση της «Χάρ­τας της Αθή­νας» στο 4ο CIAM το 1933 (ΣΣ. είχε προ­γραμ­μα­τι­στεί να γίνει στην Μόσχα, ο Χίτλερ είχε εμπο­δί­σει την συμ­με­το­χή των γερ­μα­νών αρχι­τε­κτό­νων, αλλά υπήρ­ξε μεγά­λη αντί­δρα­ση από την Γερ­μα­νία και τελι­κά με την παρέμ­βα­ση του τότε Πρύ­τα­νη του Πολυ­τε­χνεί­ου Νίκου Κιτσί­κη έγι­νε στην Αθή­να στο πλοίο, SS Patris II -«Πατρίς ΙΙ», που κατέ­πλευ­σε από τη Μασσαλία).

Ο τεχνο­κρά­της Le Corbusier, λάτρης της ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας και του ιδιω­τι­κού αυτο­κι­νή­του, θια­σώ­της της εκβιο­μη­χά­νι­σης και της μαζι­κά εκβιο­μη­χα­νι­σμέ­νης παρα­γω­γής κατοι­κί­ας στυλ «πύρ­γων», που έχει κατη­γο­ρη­θεί για τις στε­νές σχέ­σεις του με τη φασι­στι­κή Ιτα­λία (βλ χει­ρό­γρα­φη αίτη­ση συνερ­γα­σί­ας του με την εφη­με­ρί­δα “Il Popolo d’ Italia” που διευ­θυ­νό­ταν από τον ίδιο τον Μου­σο­λί­νι) και την γερ­μα­νό­φι­λη Κυβέρ­νη­ση του Βισύ υπήρ­ξε και εκφρα­στής της άπο­ψης ότι ο Αρχι­τέ­κτο­νας έχει απε­ριό­ρι­στες ικα­νό­τη­τες αλλά και δικαιώ­μα­τα (βλ main d’architecte) ως «παντο­γνώ­στης» στο να καθο­ρί­ζει το πώς θα ζει ο λαός, που περι­φρο­νεί βαθύ­τα­τα ‑γνω­στή η έμπνευ­σή του «πυρα­μί­δα της elite», μια άπο­ψη ‑πέρα από ελι­τί­στι­κη, καθα­ρά αντι­δρα­στι­κή η οποία όμως έχει περά­σει στην αρχι­τε­κτο­νι­κή παι­δεία, ενώ οι από­ψεις του έχουν χαρα­κτη­ρι­στεί από μελε­τη­τές του ως απο­λυ­ταρ­χι­κές και ως νεοπλατωνικές.

Corbusier3

Επί­σης είχε το 1925 ρίξει το σύν­θη­μα «η μεγά­λη βιο­μη­χα­νία να ανα­λά­βει την ανοι­κο­δό­μη­ση» και όπως εμφα­ντι­κά σημειώ­νει ο Kopp, o Le Corbusier ήταν πάντα θερ­μός υπο­στη­ρι­κτής των τραστ και των μονο­πω­λί­ων (βλ και κρι­τι­κή που του είχε γίνει από την L’Η­umanite για το σχέ­διό του Plan Voisin το 1918 που έγι­νε κατά παραγ­γε­λία της ομώ­νυ­μης πολε­μι­κής βιο­μη­χα­νί­ας κατα­σκευ­ής αερο­πλά­νων η οποία μετά τον Α. Παγκό­σμιο Πόλε­μο θέλη­σε να επεν­δύ­σει στην κατοι­κία όπου διέ­βλε­πε μεγά­λα κέρδη).
Με λυμέ­να τα χέρια και χωρίς την αρι­στε­ρή θεω­ρη­τι­κή κλη­ρο­νο­μιά του Bauhaus παρά μόνο στον μορ­φο­λο­γι­κό τομέα, ο Le Corbusier, έλυ­νε και έδε­νε, έγι­νε ο αδια­φι­λο­νί­κη­τος μετα­πο­λε­μι­κός «αστέ­ρας», το δεύ­τε­ρο μισό του 20ου αιώ­να και ακό­μη σήμε­ρα ο “αρχι­τε­κτο­νο­κε­ντρι­σμός” του, που προ­έ­κυ­πτε εν πολ­λοίς και από την φασί­ζου­σα ιδε­ο­λο­γία του, ταλαι­πω­ρεί πολ­λές Αρχι­τε­κτο­νι­κές Σχολές.

Στο 4ο CIAM υπήρ­χαν και προ­ο­δευ­τι­κοί / αρι­στε­ροί και κομ­μου­νι­στές πολε­ο­δό­μοι και αρχι­τέ­κτο­νες, όπως ο Ιωάν­νης Δεσπο­τό­που­λος, ο Σαπόρ­τα (ο Ισα­άκ Σαπόρ­τα ήταν τότε μαζί με τον Αλ.Τάσσο, τον Κάρο­λο Κούν, τον Μέμο Μακρή, τον Αλέ­ξαν­δρο Κορο­γιαν­νά­κη και άλλους τεχνι­κούς και καλ­λι­τέ­χνες, μέλη του ΚΚΕ) που αντι­τά­χθη­καν σθε­να­ρά στην κυρί­αρ­χη λογι­κή, όπως και ‑αργό­τε­ρα, ο Ι.Δεσποτόπουλος με τη «Χάρ­τα της Αθή­νας ΙΙ» (που είχε εκδιω­χθεί από το Πολυ­τε­χνείο ως αρι­στε­ρός το 1945 και εργα­ζό­ταν στην Σου­η­δία σε προ­γράμ­μα­τα ανά­πτυ­ξης του Τρί­του Κόσμου)

Το Μοντέρ­νο Κίνη­μα, εν κατα­κλεί­δι υπήρ­ξε γέν­νη­μα-θρέμ­μα πολ­λών διερ­γα­σιών στην Ευρώ­πη, της αμφι­σβή­τη­σης του καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος, της αμφι­σβή­τη­σης του ακα­δη­μαϊ­σμού στην πνευ­μα­τι­κή παρα­γω­γή, της ανά­γκης ύπαρ­ξης μιας νέας Τέχνης, Αρχι­τε­κτο­νι­κής και Πολε­ο­δο­μί­ας που να αντα­πο­κρί­νο­νται στις κοι­νω­νι­κές απαι­τή­σεις που έφε­ραν στο προ­σκή­νιο της Ιστο­ρί­ας την σοβιε­τι­κή επα­νά­στα­ση …στην Γερ­μα­νία θεω­ρή­θη­κε «μπολ­σε­βι­κι­κό» και απορ­ρί­φθη­κε ως «Εκφυ­λι­σμέ­νη Τέχνη» (Εntartete Kunst).

Η «Χάρτα της Αθήνας ΙΙ» του Ι.Δεσποτόπουλου

Κατέ­γρα­ψε την συγκρό­τη­ση αλλά και το φιλο­σο­φι­κό και κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κό υπό­βα­θρο καθώς και το ιστο­ρι­κό πλαί­σιο της πόλης μέσα από τέσ­σε­ρεις βασι­κές ομάδες:

1) η «οικο­νο­μι­κή συγκρό­τη­ση» (και εδώ φαί­νε­ται η σημα­σία που δίνε­ται στην οικο­νο­μι­κή βάση σύμ­φω­να με τα μαρ­ξι­στι­κά πλαίσια),

2) η «ομα­δι­κή ζωή» ως δεύ­τε­ρο ιεραρ­χι­κά στοι­χείο, που απει­κο­νί­ζει την έμφα­ση που δίνο­νταν στον μεσο­πό­λε­μο στον κοι­νω­νι­κό και συλ­λο­γι­κό χαρα­κτή­ρα της κοι­νω­νί­ας και της πόλης, δεν πρό­κει­ται για την «ανα­ψυ­χή» της Χάρ­τας αλλά για κάτι ευρύ­τε­ρο, που υπο­δη­λώ­νει και την σημα­σία του συλ­λο­γι­κού απέ­να­ντι στο ιδιω­τι­κό και το ατο­μι­κό, και που αφο­ρά την πολι­τι­κή ζωή, την πνευ­μα­τι­κή ζωή, και τέλος και την ψυχα­γω­γία, ως ένα μέρος της συλ­λο­γι­κής ζωής αλλά όχι το κυρί­αρ­χο ιεραρχικά.

3) … «ο συν-οικι­σμός, το κατοι­κείν», θεώ­ρη­ση της κατοι­κί­ας ως μιας συλ­λο­γι­κής πρά­ξης μέσα στην πόλη όπου όχι απλά «κατοι­κού­με» αλλά «συν-κατοι­κού­με» (αργό­τε­ρα ο Δεσπο­τό­που­λος χαρα­κτή­ρι­ζε τις σημε­ρι­νές πόλεις «απέ­ρα­ντες απο­θή­κες εργα­τι­κών χεριών», «πολε­οει­δείς σχη­μα­τι­σμούς» ή και «μη πόλεις» ακρι­βώς επει­δή έλλει­πε ο συλ­λο­γι­κός χαρα­κτή­ρας των περιο­χών κατοι­κί­ας και η κοι­νω­νι­κή συνο­χή του πλη­θυ­σμού, αυτή που υπάρ­χει σε συγκε­κρι­μέ­νες φάσεις των κοι­νω­νι­κών συστη­μά­των και στους προ­κα­πι­τα­λι­στι­κούς χρό­νους και στην πρώ­τη καπι­τα­λι­στι­κή περίοδο.

4) Τέλος, η τέταρ­τη βασι­κή ομά­δα αφο­ρά την ιδε­ο­λο­γι­κή φυσιο­γνω­μία της πόλης, η οποία εκφρά­ζει την κοσμο­θε­ω­ρία στην οποία είναι εντε­ταγ­μέ­νη. Η ιδε­ο­λο­γι­κή αυτή φυσιο­γνω­μία, δια­κρί­νε­ται στην ύπαρ­ξη και την σημα­σία συγκε­κρι­μέ­νων λει­τουρ­γιών για κάθε επο­χή, στα προ­ε­ξάρ­χο­ντα στοι­χεία, λει­τουρ­γι­κά και μορ­φο­λο­γι­κά, δια­κρί­νε­ται στην κάτο­ψη ‑σχέ­διο της πόλης, και ακό­μη στην καθο­λι­κή της μορ­φή: στην αρχαία πόλη κυριαρ­χεί η Αγο­ρά ‑ο κατ’ εξο­χήν πολι­τι­κός και ταυ­τό­χρο­να και οικο­νο­μι­κός χώρος, στον Μεσαί­ω­να ο Καθε­δρι­κός Ναός και η πλα­τεία του, σήμε­ρα οι ουρα­νο­ξύ­στες των κτη­ρί­ων των πολυ­ε­θνι­κών και του χρη­μα­τι­στι­κού κεφαλαίου.

Αξί­ζει να θυμί­σου­με εδώ ότι η σχέ­ση πόλης και κοσμο­θε­ω­ρί­ας, είχε επι­ση­μαν­θεί από τον Δεσπο­τό­που­λο στα «Τεχνι­κά Χρο­νι­κά» του 1933 με την ευκαι­ρία της διε­ξα­γω­γής του 4ου CIAM στην Αθή­να, όπου τονί­ζει ότι:  «…η πόλις έχει φ υ σ ι ο γ ν ω μ ί α ν  εξαρ­τω­μέ­νην εκ του χαρα­κτή­ρος των κατοί­κων, του κλί­μα­τος και εκ των πολι­τι­κο-οικο­νο­μι­κών και πνευ­μα­τι­κών εκδη­λώ­σε­ων του κυριαρ­χού­ντος κοι­νω­νι­κού συστή­μα­τος…»

Στην επο­χή της ανό­δου της αστι­κής τάξης στον 19ο αιώ­να, έχο­με την έκφρα­ση της αστι­κής δημο­κρα­τί­ας με την πόλη να κυριαρ­χεί­ται αφ’ ενός από τα Ανά­κτο­ρα το Κοι­νο­βού­λιο, τα Πανε­πι­στή­μια, τα θέα­τρα και τις όπε­ρες, τα Μου­σεία και τις Ακα­δη­μί­ες, αλλά παράλ­λη­λα τις εξα­θλιω­μέ­νες εργα­τι­κές συνοι­κί­ες στις βιο­μη­χα­νι­κές περιο­χές. Η έντο­νη πλέ­ον ταξι­κή διά­στα­ση της βιο­μη­χα­νι­κής πόλης με τα πολυ­τε­λή κέντρα και τις βιο­μη­χα­νι­κές περιο­χές, στο Παρί­σι, το Λον­δί­νο, το Βερο­λί­νο, την Βιέν­νη, την Αθή­να του 19ου αιώ­να, είναι ορα­τή και ανα­γνω­ρί­σι­μη ‑ακό­μη σήμε­ρα ιδε­ο­λο­γι­κή τους φυσιο­γνω­μία. Με την κυριαρ­χία του ατο­μι­κού επά­νω στο συλ­λο­γι­κό, η ιδιω­τι­κή κατοι­κία, τα κτή­ρια των γρα­φεί­ων, τα εμπο­ρι­κά κέντρα, κατα­πνί­γουν τα πάλαι ποτέ κυρί­αρ­χα στοι­χεία της εικό­νας της πόλης και οι πόλεις κατα­σφρα­γί­ζο­νται από τα υπε­ρυ­ψη­λά και ογκώ­δη κτή­ρια των γρα­φεί­ων των πολυ­ε­θνι­κών, των χρη­μα­το­πι­στω­τι­κών ιδρυ­μά­των, των ασφα­λι­στι­κών οργα­νι­σμών και οι εμπο­ρι­κές πολυ­κα­τοι­κί­ες και τα κτή­ρια γρα­φεί­ων κατα­πνί­γουν και εξα­φα­νί­ζουν τα μεγα­λο­πρε­πή νεο­κλα­σι­κά δημό­σια κτή­ρια (απτό παρά­δειγ­μα η τρι­λο­γί­ας των Χάν­σεν στην Αθή­να σήμε­ρα σε σχέ­ση με τις γύρω πολυ­κα­τοι­κί­ες) με μια «εικό­να Μαν­χά­ταν» λίγο πολύ σε κάθε καπι­τα­λι­στι­κή μεγα­λού­πο­λη, Λον­δί­νο, Παρί­σι, Βερο­λί­νο, Σιγκα­πού­ρη, Πεκί­νο, Χονγκ-Κογκ, Τόκιο, Αθήνα…

Στον αντίποδα

Αρχι­τε­κτο­νι­κές & πολε­ο­δο­μι­κές θεω­ρί­ες στη νεα­ρή ΕΣΣΔ
Στην υπη­ρε­σία του λαού — Όλα για τον άνθρωπο

Corbusier4

Είναι κοι­νό μυστι­κό πως στον καπι­τα­λι­σμό (του τότε και του τώρα –όχι τυχαία, πολ­λά από τα κτή­ρια που σχε­διά­ζο­νται κύριο στό­χο έχουν να εντυ­πω­σιά­σουν με τις «γλυ­πτι­κές» δήθεν πρω­το­πο­ρια­κές μορ­φές τους, αδια­φο­ρώ­ντας όχι μόνο για τα ιδιαί­τε­ρα κοι­νω­νι­κά και ιστο­ρι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά του τόπου ή του «τοπί­ου» που τα υπο­δέ­χε­ται, αλλά ακό­μη και για την ίδια τη λει­τουρ­γία που αυτά θα έπρε­πε να υπη­ρε­τούν, ανά­γο­ντας σε άπαν τη μορ­φή ως αυτα­πό­δει­κτη αξία και προ­σπερ­νώ­ντας τις ανά­γκες και τα καθη­με­ρι­νά προ­βλή­μα­τα και ανά­γκες του λαού εν ονό­μα­τι της «τέχνης» ή με άλλο­θι την τέχνη.

Αντί­θε­τα στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, από την πρώ­τη μέρα της επα­νά­στα­σης του Οκτώ­βρη, ο έντο­νος θεω­ρη­τι­κός προ­βλη­μα­τι­σμός σε όλα τα πεδία της κοι­νω­νι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας δεν θα μπο­ρού­σε –φυσι­κά, να αφή­σει απ’ έξω την –υπό νέο πρί­σμα «Τέχνη της επι­στη­μο­νι­κής πολε­ο­δο­μι­κής θεω­ρί­ας» με μπού­σου­λα, ότι στη νέα κοι­νω­νία αντι­στοι­χεί η ανα­γκαιό­τη­τα για νέα αρχι­τε­κτο­νι­κή μορ­φή μέσα από τις νέες (κοι­νω­νι­κο­ποι­η­μέ­νες) λει­τουρ­γί­ες στην καθη­με­ρι­νή ζωή, άρα και στα κτή­ρια και την πόλη: οι θέσεις που είναι στο έπα­κρο πρω­το­πό­ρες, δια­μορ­φώ­νο­νται και παγιώ­νο­νται σε μια μακρό­χρο­νη δια­λε­κτι­κή εξέ­λι­ξη ακό­μη και όταν μερι­κές φορές έδι­ναν –μέσα από μικρο­α­στι­κή αντί­λη­ψη, υπερ­βο­λι­κή σημα­σία στο ρόλο του πολι­τι­στι­κού εποι­κο­δο­μή­μα­τος ως προς την οικο­νο­μι­κή βάση (πχ. η Proletcult που ιδρύ­θη­κε στις παρα­μο­νές της Επα­νά­στα­σης με επα­να­στα­τι­κο­ρω­μα­ντι­κές τάσεις πολ­λές φορές ανά­γκα­σε τον Λένιν να την κατα­κρί­νει κυρί­ως στο θέμα της “αυτο­νο­μί­ας” που ζητού­σαν από το Κρά­τος και το Κόμ­μα, καθώς και για την μηδε­νι­στι­κή τους στά­ση στον πολι­τι­σμό του παρελθόντος).

Πάντως είναι εμφα­νής η προ­σπά­θεια ανα­ζή­τη­σης νέων μορ­φών που να ται­ριά­ζουν στη νέα σοβιε­τι­κή κοι­νω­νία στην υπη­ρε­σία του λαού: η πραγ­μα­τι­κά σύγ­χρο­νη ‑για την επο­χή της, αλλά από κάποιες πλευ­ρές ακό­μη σήμε­ρα, αρχι­τε­κτο­νι­κή κατεύ­θυν­ση που σε πολ­λά σημεία προη­γεί­ται χρο­νι­κά των δυτι­κο­ευ­ρω­παϊ­κών κινη­μά­των αλλά και του Bauhaus, η αντί­λη­ψη με τις νέες μορ­φές και τα κτη­ριο­λο­γι­κά προ­γράμ­μα­τα να βοη­θή­σουν στο σοσια­λι­στι­κό μετα­σχη­μα­τι­σμό της κοι­νω­νί­ας κλπ. Στο περιε­χό­με­νο και τη λει­τουρ­γία του κτη­ρί­ου και της πόλης συνυ­πάρ­χουν η απλή λει­τουρ­γι­κή ανα­διά­τα­ξη με ευρύ­τε­ρα (μερι­κές φορές ουτο­πι­στι­κά) προ­γράμ­μα­τα που ‑κατά την άπο­ψή τους- εντάσ­σο­νταν στα πλαί­σια γένε­σης της νέας κοι­νω­νί­ας.

Το περίφημο σχέδιο Miljutin, για το Magnitogorsk, 1930 που βασίζεται στην ιδέα της γραμμική πόλης, και η πρότασή του για το Στάλινγκραντ

Το περί­φη­μο σχέ­διο Miljutin, για το Magnitogorsk, 1930 που βασί­ζε­ται στην ιδέα της γραμ­μι­κή πόλης, και η πρό­τα­σή του για το Στάλινγκραντ

Σχέδιο του Leonidov για το Magnitogorsk, 1929

Σχέ­διο του Leonidov για το Magnitogorsk, 1929

Καθο­ρι­στι­κή υπήρ­ξε η σχέ­ση του «κατα­σκευα­σμέ­νου» έργου του μοντέρ­νου κινή­μα­τος σχε­τι­κά με τον πραγ­μα­τι­κό κτι­σμέ­νο όγκο κατοι­κιών που αντι­στοι­χούν εκεί­νη την επο­χή σε «κλα­σι­κή» μορ­φή και δομή (ενδει­κτι­κά, ενώ το 1923 κατα­σκευά­στη­καν ~1.000.000 τμ. κατοι­κί­ας και το 1925 3.000.000, στην περί­ο­δο 1925–1930 πάνω από 30, δηλα­δή 6.000.000 το χρό­νο). Να σημειώ­σου­με πως ‑σε μια πρώ­τη περί­ο­δο, εφαρ­μό­στη­καν και ανα­γκα­στι­κές λύσεις (πχ. η «ελά­χι­στη κατοι­κία» μειώ­νο­ντας τα τμ. ανά άτο­μο, λόγω των οξυ­μέ­νων προ­γραμ­μά­των στέ­γα­σης) και επί­σης υπήρ­ξαν και μηχα­νι­στι­κοί πει­ρα­μα­τι­σμοί (πχ. με ιδε­ο­λο­γι­κό κάλυμ­μα την «σοσια­λι­στι­κή συλ­λο­γι­κή κατοί­κη­ση» αφαι­ρώ­ντας από κάθε δια­μέ­ρι­σμα κου­ζί­νες και ελα­χι­στο­ποιώ­ντας τον καθη­με­ρι­νό χώρο, δημιούρ­γη­σαν το «συλ­λο­γι­κό σπί­τι» με κοι­νά μαγει­ρεία, εστια­τό­ρια και χώρους διη­μέ­ρευ­σης σε κάθε συγκρό­τη­μα, λύση η οποία όπως ήταν φυσι­κό τελι­κά εγκα­τα­λεί­φθη­κε). Αλλά ακό­μη και σε αυτές τις «ακραί­ες» περι­πτώ­σεις, δημιουρ­γή­θη­καν με μεγά­λη επι­τυ­χία κτή­ρια με έντο­νο κοι­νω­νι­κό χαρα­κτή­ρα τα γνω­στά συγκρο­τή­μα­τα κατοι­κιών, με αίθου­σες εκδη­λώ­σε­ων , πολι­τι­σμού, εργα­τι­κές λέσχες, τοπι­κής άθλη­σης κλπ.

Η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση υπήρ­ξε πρα­κτι­κά η πρώ­τη χώρα στον κόσμο που αντι­με­τώ­πι­σε το πρό­βλη­μα της απ’ αρχής οικο­δό­μη­σης νέων πόλε­ων, αντί­θε­τα με τη Δύση (που ‑ανα­γκα­στι­κά, το βρή­κε μπρο­στά της μετά τον 2ο Παγκό­σμιο Πόλε­μο…) Και μιλά­με για νέες πόλεις σε μαζι­κή παρα­γω­γή και όχι για τους μεμο­νω­μέ­νους βιο­μη­χα­νι­κούς οικι­σμούς της Αγγλί­ας και Γερ­μα­νί­ας του 19ου αιώ­να (Siemensstadt, Saltaire, Cadbury κα.)

Βέβαια ‑και αυτό είναι το κύριο, οι πόλεις στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, μελε­τή­θη­καν και κτί­στη­καν απ’ αρχής σε ελεύ­θε­ρο έδα­φος που ήταν λαϊ­κή ιδιο­κτη­σία. Δημιουρ­γή­θη­καν σχε­δια­σμέ­να , δίπλα σε μεγά­λες μονά­δες παρα­γω­γής (σαν βιο­μη­χα­νι­κές δηλ.) κοντά σε νέα ορυ­χεία, φράγ­μα­τα ή άλλα μεγά­λα τεχνι­κά έργα ή σε και­νούρ­γιες βιο­μη­χα­νι­κές συγκε­ντρώ­σεις. Οι εκτε­τα­μέ­νες συζη­τή­σεις και ευρύ­τε­ρες θεω­ρη­τι­κές ανα­ζη­τή­σεις ήταν στα πλαί­σια την «νέας σοσια­λι­στι­κής πόλης» με αρχές «νέας κοι­νω­νί­ας» που θα ήταν αντί­θε­τες με την παλιά καπι­τα­λι­στι­κή πόλη, με στό­χο και την απά­λει­ψη της αντί­θε­σης πόλης — υπαί­θρου κλπ

Συλλογική κατοικία (σπίτι-κοινότητα) M.Bartch & V.Vladimirov. Ελάχιστος ιδιωτικός χώρος και μέγιστος κοινωνικός, διατάξεις ορόφων που αργότερα αντέγραψε ο Le Corbusier στην Πολυκατοικία της Μασσαλίας. Καθαρές γραμμές / σχέδια || με την μορφολογία του Bauhaus που αργότερα χρησιμοποίησε ο Mies van der Rohe

Συλ­λο­γι­κή κατοι­κία (σπί­τι-κοι­νό­τη­τα) M.Bartch & V.Vladimirov. Ελά­χι­στος ιδιω­τι­κός χώρος και μέγι­στος κοι­νω­νι­κός, δια­τά­ξεις ορό­φων που αργό­τε­ρα αντέ­γρα­ψε ο Le Corbusier στην Πολυ­κα­τοι­κία της Μασ­σα­λί­ας.
Καθα­ρές γραμ­μές / σχέ­δια || με την μορ­φο­λο­γία του Bauhaus που αργό­τε­ρα χρη­σι­μο­ποί­η­σε ο Mies van der Rohe

Πηγές:
Maurice Besset, Qui etait Le Corbusier Geneve 1968
Anatole Kopp: “Ville et révolution: Architecture et urbanisme soviétique des années vingt” & “Changer la vie, changer la ville: de la vie nouvelle aux problèmes urbains, U.R.S.S. 1917–1932”
ΤΕΕ — Τεχνι­κά Χρο­νι­κά (αρχείο)
Ειδι­κά για τα CIAM & τη Χάρ­τα της Αθή­νας: μελέ­τες του (Oμό­τι­μου καθη­γη­τή ΕΜΠ) Γ. Σαρηγιάννη

Omada

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο