Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο αντιφατικός και εξεγερμένος ποιητής Αλεξάντρ Μπλοκ

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

 

Ολ’ οι χορ­τά­τοι έτσι χολιάζουν
Και οι σπου­δαί­ες κοι­λιές ναρ­κώ­νουν από φούσκωση,
Το παχνί τους τουμπάρισε,
Ανη­συ­χία βασι­λεύ­ει στο σάπιο χορο­στά­σι τους. 

– Αλε­ξά­ντρ Μπλοκ, Οι χορτάτοι

   Ο Αλε­ξά­ντρ Μπλοκ (1880–1921) κατέ­χει μια ξεχω­ρι­στή και τιμη­τι­κή θέση στη ρωσι­κή λογο­τε­χνία και ιδιαί­τε­ρα στη λογο­τε­χνία που άνθι­σε στην περί­ο­δο της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης. Ιδε­α­λι­στής, βαθιά λυρι­κός, με έντο­νες μυστι­κι­στι­κές τάσεις και θρη­σκευ­τι­κό συναί­σθη­μα, Blok Alexanderεκπρό­σω­πος του συμ­βο­λι­σμού στη ρωσι­κή λογο­τε­χνία ανέ­πτυ­ξε την ποί­η­ση του μέσα στο ταραγ­μέ­νο κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κό πεδίο της επο­χής, άμε­σα επη­ρε­α­σμέ­νος και σε ευθεία σύγκρου­ση με την ιδε­ο­λο­γι­κή και πολι­τι­κή κουλ­τού­ρα της επο­χής του, των γαιο­κτη­μό­νων και του τσα­ρι­κού καθε­στώ­τος. Δεν συμ­βι­βά­στη­κε ποτέ με τους υπο­ταγ­μέ­νους και ανοι­κο­νό­μη­τους εκφρα­στές της ιντελ­λι­γκέν­τσιας, της ιδε­ο­λο­γι­κής ηγε­σί­ας της επο­χής πριν την Επα­νά­στα­ση και δήλω­νε απε­ρί­φρα­στα πως «Είμαι ωστό­σο συγ­γε­νής εξ αίμα­τος με την ιντελ­λι­γκέν­τσια, λέει, μα η ιντελ­λι­γκέν­τσια στά­θη­κε πάντα αρνη­τι­κή. Μη έχο­ντας περά­σει με το μέρος της Επα­νά­στα­σης, μου ήταν ακό­μα λιγό­τε­ρο ενδε­δειγ­μέ­νο να περά­σω με το μέρος του πολέ­μου» κι αυτό είναι κάτι που ποτέ δεν του συγχώρεσαν.

Ο συμ­βο­λι­σμός, με κύριο εκπρό­σω­πο του στη Ρωσία τον Αλε­ξά­ντρ Μπλοκ, που σαν λογο­τε­χνι­κό και φιλο­σο­φι­κό ρεύ­μα, διεκ­δι­κού­σε να συλ­λά­βει και να εκφρά­σει τις από­λυ­τες αλή­θειες της ζωής και της κοι­νω­νί­ας, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας εικό­νες και αντι­κεί­με­να με συμ­βο­λι­κές ιδέ­ες, με έντο­νο το μετα­φυ­σι­κό και θρη­σκευ­τι­κό στοι­χείο, απο­τέ­λε­σε στη Ρωσία του 19ου αιώ­να και των αρχών του 20ου μία προ­σπά­θεια δια­φυ­γής από το σκο­τά­δι που επέ­βα­λε το τσα­ρι­κό καθε­στώς, η Ορθό­δο­ξη Εκκλη­σία και οι μεσαιω­νι­κοί νόμοι που κυριαρ­χού­σαν ακό­μα στην καθη­με­ρι­νή ζωή (ντομ­στρόι). Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως, ήταν ένα κίνη­μα, βγαλ­μέ­νο μέσα από τους κόλ­πους της ρωσι­κής κοι­νω­νί­ας, που απο­τέ­λε­σε ένα μέσο μετα­μόρ­φω­σης και εξι­δα­νί­κευ­σης της καθη­με­ρι­νής ζωής. Τα ποι­ή­μα­τα του Μπλοκ, πριν την εργα­τι­κή και σοσια­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση στη Ρωσία, εκφρά­ζουν ακρι­βώς αυτή την περί­ο­δο – μια περί­ο­δο ανα­ζη­τή­σε­ων, που όμως παρέ­με­ναν δέσμιες του κοι­νω­νι­κού και ιστο­ρι­κού παρελ­θό­ντος. Χρειά­ζο­νταν, όπως και έγι­νε, μια πραγ­μα­τι­κή εξέ­γερ­ση στην οικο­νο­μία, στην πολι­τι­κή και στην κουλ­τού­ρα για να σπά­σουν οι άνθρω­ποι τα δεσμά τους και να ξεκι­νή­σουν να χτί­ζουν, όσο άντε­χαν κι όσο μπο­ρού­σαν, τις βάσεις για κάτι το εντε­λώς νέο και οπωσ­δή­πο­τε το δια­φο­ρε­τι­κό, σε όλους τους τομείς της ζωής.

Ο Αλε­ξά­ντρ Μπλοκ, γνή­σιο τέκνο της προ­ο­κτω­βρια­νής λογο­τε­χνί­ας, αντι­λή­φθη­κε με απί­στευ­τη ωρι­μό­τη­τα τις ευκαι­ρί­ες που έδι­νε η νέα επο­χή, και ξεπερ­νώ­ντας τα εμπό­δια που του έβα­ζε η προη­γού­με­νη κοι­νω­νι­κή και λογο­τε­χνι­κή εμπει­ρία, συμπο­ρεύ­τη­κε με τους σοσια­λι­στές και με το Blokσύνο­λο των εργα­ζο­μέ­νων στη Ρωσία που πάλευαν για την οικο­δό­μη­ση του εργα­τι­κού τους κρά­τους αλλά και για τη διε­θνο­ποί­η­ση της επα­νά­στα­σης. Δού­λε­ψε σκλη­ρά σε εκεί­νη την προ­πα­ρα­σκευα­στι­κή περί­ο­δο, με τρό­πο χαο­τι­κό και συγ­χυ­σμέ­νο αλλά οπωσ­δή­πο­τε δημιουρ­γι­κό, σημα­δεύ­ο­ντας ανε­ξί­τη­λα τη ρώσι­κη (και όχι μόνο) ποί­η­ση , προ­σπα­θώ­ντας να ανοί­ξει νέους δρό­μους στο χώρο της λογο­τε­χνί­ας. Το ωρι­μό­τε­ρο μάλι­στα έργο του, Οι Δώδε­κα, εκφρά­ζει με τον καλύ­τε­ρο τρό­πο τη συνει­δη­τή επι­λο­γή που έκα­νε ο Μπλοκ να ρυθ­μί­σει της πνευ­μα­τι­κή του πορεία με τον ρυθ­μό της Επα­νά­στα­σης. Η απου­σία σκο­πού, στα χρό­νια πριν την Επα­νά­στα­ση, έγι­νε αφορ­μή για μια διαρ­κή ανα­ζή­τη­ση που μόνο μετά τον Οκτώ­βρη έδω­σε στον Μπλοκ τη δυνα­τό­τη­τα να εκφρά­σει όλα αυτά που τον ανη­συ­χού­σαν – όχι χωρίς να υπάρ­χουν αντι­φά­σεις ή ιδε­ο­λο­γι­κές ανα­στο­λές: από τη μια πήγαι­νε προς τον μυστι­κι­σμό και από την άλλη διεκ­δι­κού­σε να κατα­νο­ή­σει την επα­να­στα­τι­κή δια­δι­κα­σία. Σύμ­φω­να με τον Λέον Τρό­τσκι, στο βιβλίο του Λογο­τε­χνία και Επα­νά­στα­ση (1923), οι Δώδε­κα «δεν είναι το ποί­η­μα της Επα­νά­στα­σης. Είναι το κύκνειο άσμα της τέχνης που πέρα­σε στην Επα­νά­στα­ση. Αυτό το ποί­η­μα θα μεί­νει. Για­τί αν τα δει­λι­νά ποί­η­μα του Μπλοκ είναι θαμ­μέ­να μέσα στο παρελ­θόν (τέτοιες περί­ο­δες δε θα ξανα­γυ­ρί­σουν ξανά πια), οι Δώδε­κα θα μεί­νουν με το σκλη­ρών αγέ­ρα τους, με τις προ­κη­ρύ­ξεις τους, με την Κάτ­κα να κεί­τε­ται στο χιό­νι, με το επα­να­στα­τι­κό τους βήμα και τον παλιό κόσμο που ψοφά­ει σαν ψωρα­λέο σκυλί ».

Ο Μπλοκ ήταν ήδη ένας δημιουρ­γη­μέ­νος ποι­η­τής, όταν συναρ­τή­θη­κε με την Επα­νά­στα­ση στο σκο­τει­νό σταυ­ρο­δρό­μι της Ιστο­ρί­ας κι όταν απο­φά­σι­σε να μετα­φρά­σει στη δική του εσω­τε­ρι­κή γλώσ­σα την πολυ­σή­μα­ντη εκεί­νη περί­ο­δο, με σκλη­ρό, σχε­δόν μεσ­σια­νι­κό τρό­πο, εστιά­ζο­ντας όμως σε χοντρο­κομ­μέ­νες μορ­φές της νέας κοι­νω­νι­κής ζωής (που έχουν σαφώς την αξία τους), χωρίς όμως να τολ­μά να εκφρά­σει τις πραγ­μα­τι­κές αλλα­γές που έφε­ρε η Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση. Ήταν ακρι­βώς ο φόβος του και η αδυ­να­μία του να προ­σαρ­μο­στεί στις ανά­γκες μιας επο­χής που οι εργά­τες πολε­μού­σαν την εσω­τε­ρι­κή και εσω­τε­ρι­κή αντί­δρα­ση με το όπλο στο χέρι, ήταν ο ψυχι­σμός ενός ατο­μι­στή και ιδε­α­λι­στή δημιουρ­γού, που δεν επέ­τρε­ψε την απει­κό­νι­ση και την έκφρα­ση του πραγ­μα­τι­κού νοή­μα­τος της νέας, ριζο­σπα­στι­κής, κοι­νω­νι­κής διερ­γα­σί­ας. Γι’ αυτό και μετά τους Δώδε­κα ο Μπλοκ επέ­λε­ξε τον ανα­χω­ρη­τι­σμό και τη σιω­πή. Η αδυ­να­μία του αυτή έγι­νε αφορ­μή να δια­μαρ­τύ­ρε­ται στον Μαξίμ Γκόρ­κι πως είχε χάσει την πίστη του στην ανθρώ­πι­νη σοφία, γρά­φο­ντας χαρα­κτη­ρι­στι­κά πως

Όλοι οι ήχοι σταμάτησαν.
Δεν ακούς ότι δεν υπάρ­χουν πια ήχοι;

ενώ έκφρα­σε και αντι­δρα­στι­κές θέσεις όταν σε μια διά­λε­ξή του τον Φεβρουά­ριο 1921 για τον Αλέ­ξαν­δρο Πού­σκιν και με αφορ­μή την 84η επέ­τειο από τον θάνα­τό του, υπε­ρα­σπί­στη­κε το όρα­μα του για μια Ρωσία που θα ενώ­νο­νταν μέσω της προ­σω­πι­κό­τη­τας του ποι­η­τή, δηλα­δή του Πού­σκιν, τους επα­να­στά­τες εργά­τες και τους Λευ­κούς αντι­δρα­στι­κούς. Αυτή ήταν η κατά­λη­ξη του μεσ­σια­νι­σμού που έκφρα­ζε ο Αλε­ξά­ντρ Μπλοκ και της αδυ­να­μί­ας τον παλιών ποι­η­τών και αυτών που απο­τέ­λε­σαν συνο­δοι­πό­ρων της Επα­νά­στα­σης και αυτών που στά­θη­καν απέ­να­ντι τους πως το κέντρο πια δεν ήταν ο κάθε ένας ποι­η­τής και άνθρω­πος ξεχω­ρι­στά αλλά το έργο που επι­τε­λού­σε συλ­λο­γι­κά η νέα κοι­νω­νι­κή δύνα­μη στη Ρωσία, οι εργα­τι­κή τάξη, μέσα από τη συλ­λο­γι­κή και δημο­κρα­τι­κή δράση.

Αλλά το έργο του Μπλοκ δεν ήταν μάταιο και όχι χωρίς ουσία, ποι­η­τι­κή και ανθρώ­πι­νη. Αντί­θε­τα ανέ­δει­ξε ότι η ποί­η­ση δεν είναι πάνω και πέρα από τη ζωή, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας πως «η τέχνη, η ζωή και η πολι­τι­κή ήταν αδιαί­ρε­τες και αξε­χώ­ρι­στες». Γι’ αυτό και μόνο τον λόγο, και ας μην συνυ­πο­λο­γί­σου­με εδώ την αιχ­μη­ρή και παρα­στα­τι­κή γλώσ­σα του ποι­η­τή ή τις από­πει­ρες του για γλωσ­σι­κές και­νο­το­μί­ες, που ο Αλε­ξά­ντρ Μπλοκ, αυτός ο αντι­φα­τι­κός και εξε­γερ­μέ­νος ποι­η­τής, θα είναι πάντα ένας από τους συνο­δοι­πό­ρους της εργα­τι­κής τάξης και των ανα­ζη­τή­σε­ων της, φάρος φωτει­νός και παρά­δειγ­μα για όλους μας.

artwork_by_el_lissitzky_1919_thumb3

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

Οι Δώδε­κα [από­σπα­σμα]

[από­δο­ση: Γιάν­νης Ρίτσος]

 Πρώ­τος, δεύ­τε­ρος, τρίτος,

τέταρ­τος, πέμ­πτος, έκτος,

έβδο­μος, όγδο­ος, ένατος,

δέκα­τος, ενδέκατος…

Δώδε­κα.

Με βήμα σίγου­ρο, βαδί­ζουν πέρα… Πέρα…

-Τις ει; Τις ει; Έβγα όξω!

Τσι­μου­διά!…

Ο άνε­μος μόνο με την κόκ­κι­νη παντιέ­ρα, παί­ζει μπροστά…

Μπρο­στά το χιό­νι, στοί­βες χιό­νι, παγωμένο.

-Τις ει;

Ποιος είναι μες στο χιό­νι; Έβγα από κει.

Τίπο­τα, μόνο ένα σκυ­λί ξεπηδισμένο

τρα­βά­ει κου­τσαί­νο­ντας, ψωριά­ρι­κο σκυλί…

-Όξω σου λέω, για ξεκου­μπί­σου κασιδιάρη

μ’ αυτή τη λόγ­χη το λαι­μό σου γαργαλώ!

Κόσμε παλιέ, σκύ­λε μαγκού­φη και ψωριάρη

χάσου από μπρος μου, αλλιώς στο χώμα σε πατώ.

Δεί­χνει τα δόντια, όμοιος με πει­να­σμέ­νο λύκο

πεσμέ­νη η ουρά του, μα ούτε ρού­πι παρακεί.

-Σκύ­λε ορφα­νέ, σκύ­λε λιμάρη,

Ε, άιντε σήκω,

Έι, απο­κρί­σου το λοιπόν…

Τις ει; Τις ει;

Ποιος ανε­μί­ζει εκεί την κόκ­κι­νη παντιέρα;

…Για κοί­τα ντε… τι σκο­τει­νιά, τι σκοτεινιά…

-Ποιος με το βήμα έτσι γορ­γό φτά­νει από πέρα

τοί­χο τον τοί­χο στων σπι­τιώ­νε τη σκιά;

Δε μου γλιτώνεις

σού μυρί­ζε­ται κουμπούρα

τη ζωή σου αν θες, κάλ­λιο τα χέρια σου ψηλά

Έι! ΄Ει! συντρό­φι, σού το λέω, θάν τα βρεις σκούρα

έβγα σού λέω

αλλιώς θα ρίξω στα στραβά,

Τραχ ταχ ταχ …

Κι αντη­χεί, Θέ μου, μόνο η ηχώ, σπί­τι το σπίτι…

μόνο ο σαρ­κα­σμός του ανέμου

σβή­νει στου χιο­νιού την κοίτη…

Τραχ, ταχ, ταχ…

Τράχ, ταχ, ταχ…

Με το βήμα το πλα­τύ, βαδί­ζουν πέρα…

Πίσω, ο πει­να­σμέ­νος σκύλος…

Μπρος, μ’ αιμά­τι­νη παντιέρα

άφα­ντος πίσω απ’ το χιόνι…

κι ούτε σφαί­ρα τον λαβώνει

πάνω από την καταιγίδα

μ’ ένα βήμα πουπουλένιο

σ’ ένα σπί­θι­σμα νιφά­δων μαργαριταρένιο

με στε­φά­νι από άσπρα ρόδα…

σιω­πη­λός…

πάει μπρο­στά

ο Ιησούς Χριστός!

 

Στη γωνιά του ντιβανιού

Τα δαυ­λιά μέσα στο τζάκι

Έσβη­σαν, για δες.

Πόσες έσβη­σε ο αέρας

Πυρ­κα­γιές.

 

Πόσα η θάλασ­σα καράβια

Εκα­τά­πιε, ναι.

Πόσοι γλά­ροι κλαίν στο κύμα

Αν καη­μέ!

 

Εχά­θη ο ήλιος από τον κόσμο

Και το ξέρω, ωιμέ.

Είμαι ποι­η­τής καρ­διά μου,

Πίστε­ψε σε με.

 

Όσα παρα­μύ­θια θέλεις

Θα σου πω.

Κι όσες μάσκες μου ζητήσεις

Θα φορώ.

 

Που σκιές παί­ζουν τόσες,

όσες μέσα εδώ;

Πού παρά­ξε­νες εικόνες

Να βρω αλλού μπορώ;

 

Γονα­τί­ζω πάντα κι όπου

είσαι εσύ.

Κι από το χέρι μου άνθος πέφτε

Σαν βρο­χή.

 

Από την παγκό­σμια ποι­η­τι­κή ανθολογία 

Περ Συψα- Χρ. Σια­μά­ντα ΑΘΗΝΑ 1953 

Μτφ Ρίτα Μπού­μη Παπά

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο