Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο ανώνυμος λαός και η ταυτότητα μιας τέχνης

Γρά­φει ο Γεώρ­γιος Μαγιά­κης //

Μου­σι­κές δίχως συν­θέ­τες, λόγια δίχως στι­χουρ­γούς, πίνα­κες και αγιο­γρα­φί­ες ανυ­πό­γρα­φες, υφα­ντά και ενδύ­μα­τα χωρίς ταμπέ­λες. Παρα­δο­σια­κό τρα­γού­δι, δημο­τι­κή ποί­η­ση, λαϊ­κή τέχνη. Από ποιον δημιουρ­γή­θη­καν όλα αυτά τα καρα­βά­νια που αλω­νί­ζουν τους αιώ­νες, άρα­γε; Η απά­ντη­ση είναι μία: από το λαό. Τον ανώ­νυ­μο λαό. Χωρίς να υπει­σέλ­θου­με σε όλα τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά που συν­θέ­τουν τη φυσιο­γνω­μία του λαού στην ιστο­ρία, θα εξε­τά­σου­με το βασι­κό­τε­ρο συστα­τι­κό της λαϊ­κής τέχνης εν γένει. Την ανω­νυ­μία. Στο πλαί­σιο αυτό, η παρού­σα μελέ­τη εστιά­ζει στους λόγους για τους οποί­ους οι λαϊ­κοί καλ­λι­τέ­χνες ανά τους αιώ­νες δεν επι­σφρά­γι­σαν με το όνο­μά τους τα παρα­γό­με­να από τους ίδιους καλ­λι­τε­χνι­κά αντι­κεί­με­να, καθώς και στα όρια του προ­ο­δευ­τι­σμού της ανω­νυ­μί­ας κατά την άντλη­σή της.

Το πρώ­το και κύριο χαρα­κτη­ρι­στι­κό από το οποίο πηγά­ζει η ανω­νυ­μία είναι η προ­φο­ρι­κή παρά­δο­ση. Η προ­φο­ρι­κή παρά­δο­ση ανθεί ως μέσο επι­κοι­νω­νί­ας, αλλά και κατα­γρα­φής, εξαι­τί­ας μιας λιγό­τε­ρο ανε­πτυγ­μέ­νης βαθ­μί­δας μόρ­φω­σης και συγκρι­μέ­να, εξαι­τί­ας της στέ­ρη­σης του γρα­πτού λόγου. Η γρα­φή ήταν προ­νό­μιο των ανώ­τε­ρων στρω­μά­των, καθώς και των κλη­ρι­κών, γι’ αυτό πολ­λά ιστο­ρι­κά χει­ρό­γρα­φα ως τεκ­μή­ρια ιστο­ρι­κό­τη­τας εκπρο­σω­πούν την τέχνη ανώ­τε­ρων στρω­μά­των. Τα τεκ­μή­ρια αυτά παρου­σιά­ζουν τα αντι­κεί­με­να της λαϊ­κής δημιουρ­γί­ας δια­στρε­βλω­μέ­να με σκο­πό τον εξω­ραϊ­σμό και την από­κρυ­ψη στοι­χεί­ων που απο­δει­κνύ­ουν τις σχέ­σεις εκμε­τάλ­λευ­σης. Δίχως γρα­πτή παρά­δο­ση, η προ­φο­ρι­κή δεν κατά­φε­ρε να δια­σώ­σει έναν επώ­νυ­μο δημιουρ­γό, αφε­νός, για­τί εξα­νε­μί­στη­κε από την μνή­μη των επερ­χό­με­νων γενε­ών, αλλά προ­πα­ντός, διό­τι η «πρώ­τη ύλη» άλλα­ζε από στό­μα σε στό­μα με προ­σθή­κες πολ­λών άλλων «άτε­χνων» δημιουρ­γών. Έτσι, δημιουρ­γεί­ται μια πανά­κεια και συλ­λο­γι­κή απο­τύ­πω­ση των τεχνών. Ίσως, ορι­σμέ­νοι ανα­ρω­τιού­νται αν θα μιλού­σα­με ακό­μη για ανω­νυ­μία, εφό­σον η μάζα κατεί­χε τη γρα­φή. Το μόνο που μπο­ρεί να υπο­στη­ρι­χθεί με ακρί­βεια είναι ότι θα είχαν κατα­γρα­φεί και δια­σω­θεί περισ­σό­τε­ρα δημιουρ­γή­μα­τα πρω­το­πό­ρων λαϊ­κών καλ­λι­τε­χνών. Αυτό θα συνέ­βαι­νε, διό­τι μπρο­στά στη δεδο­μέ­νη μετα­βαλ­λό­με­νη προ­φο­ρι­κή παρά­δο­ση, η οποία τότε καθο­ρι­ζό­ταν από αυστη­ρούς παρα­δο­σια­κούς κανό­νες και αντι­κει­με­νι­κά καθο­ρι­σμέ­νο πνεύ­μα συλ­λο­γι­κό­τη­τας, καμιά και­νο­το­μία δεν μπο­ρού­σε να βλα­στή­σει. Κάθε ριζο­σπα­στι­κή ιδέα αφο­μοιω­νό­ταν στα­δια­κά από τα στε­ρε­ό­τυ­πα της κοι­νω­νί­ας. Επο­μέ­νως, δεν γνω­ρί­ζου­με αν θα υπήρ­χαν πιο προ­σω­πι­κές δημιουρ­γί­ες. Γνω­ρί­ζου­με μόνο ότι θα είχα­με πλου­ρα­λι­στι­κό­τε­ρα ‑και ίσως, προ­ο­δευ­τι­κό­τε­ρα- καλ­λι­τε­χνι­κά αντικείμενα.

Εκτός από την επί­δρα­ση της κοι­νό­τη­τας, η οποία εξα­λεί­φει ‑άθε­λα, θα λέγα­με- την ταυ­τό­τη­τα του δημιουρ­γού, υπάρ­χει και η άλλη πλευ­ρά. Στην άλλη πλευ­ρά έγκει­ται η ίδια η τάση των λαϊ­κών δημιουρ­γών να μην θεω­ρούν ανα­γκαία την υστε­ρο­φη­μία ή την προ­σω­πι­κή οικειο­ποί­η­ση των καλ­λι­τε­χνι­κών τους αντι­κει­μέ­νων. Όπως δια­βά­ζου­με και στις επε­ξη­γη­μα­τι­κές περι­γρα­φές του Βυζα­ντι­νού Μου­σεί­ου Βέροιας, το οποίο επι­κε­ντρώ­νε­ται στην τέχνη της αγιο­γρα­φί­ας, οι αγιο­γρά­φοι της επο­χής δεν υπέ­γρα­φαν τα έργα τους για­τί θεω­ρού­σαν την έμπνευ­σή τους «θείο δώρο». Αυτό, βέβαια, απο­τε­λεί μια προ­έ­κτα­ση που καθό­ρι­ζε το σύνο­λο του τρό­που ζωής της κοι­νό­τη­τας. Δηλα­δή, η επιρ­ροή της χρι­στια­νι­κής συνεί­δη­σης και ο τελι­κός σκο­πός της μακα­ριό­τη­τας στη μετα­θά­να­το ζωή, είναι αυτά που δια­μορ­φώ­νουν, εν μέρει, την απου­σία ανά­γκης του ανθρώ­που να καθιε­ρω­θεί στο επί­γειο. Αυτή η εξή­γη­ση είναι μόνον επιφανειακή.

Η ιδιαι­τε­ρό­τη­τα της ανω­νυ­μί­ας υπά­γε­ται στο πλαί­σιο μιας κοσμο­θε­ω­ρί­ας καθο­λι­κά επη­ρε­α­σμέ­νης από καθιε­ρω­μέ­νες θρη­σκευ­τι­κές αντι­λή­ψεις. Η ιδιαι­τε­ρό­τη­τα αυτή προ­έρ­χε­ται από την άρνη­ση της επί­γειας ζωής και επι­δί­ω­ξη της επου­ρά­νιας. Για­τί όμως η θρη­σκεία δια­μόρ­φω­σε, ως επί των πλεί­στων, αυτά τα κοσμο­εί­δω­λα στη ζωή των ανθρώ­πων και επη­ρέ­α­σε δρα­μα­τι­κά ακό­μα και των τρό­πο έκφρα­σης τους; Προ­κει­μέ­νου να εμβα­θύ­νου­με, κρί­νε­ται απα­ραί­τη­το να εξε­τά­σου­με ολό­κλη­ρο το κοι­νω­νι­κό βάθρο εκεί­νης της επο­χής από τα θεμέ­λια, ακό­μη, της οργά­νω­σής του. Ποιος είναι αντι­κει­με­νι­κά ο ρόλος της θρη­σκεί­ας και για­τί επέ­δρα­σε δρα­στι­κά στην κοινωνία.

«’Ο φόβος δημιούρ­γη­σε τους θεούς’. Ο φόβος μπρο­στά στην τυφλή δύνα­μη του κεφα­λαί­ου, που είναι τυφλή για­τί δεν μπο­ρεί να προ­βλε­φθεί από τις μάζες του λαού, που στο κάθε βήμα της ζωής του προ­λε­τά­ριου και του μικρο­νοι­κο­κύ­ρη η δύνα­μη αυτή απει­λεί να του φέρει και του φέρ­νει την «ξαφ­νι­κή», την «ανα­πά­ντε­χη», την «τυχαία» κατα­στρο­φή, τον όλε­θρο, τη μετα­τρο­πή του σε ζητιά­νο, σε πάου­περ*, σε πόρ­νη, το θάνα­το από την πεί­να. Να η ρίζα της σύγ­χρο­νης θρη­σκεί­ας που πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα πρέ­πει να έχει υπό­ψη του ο υλι­στής.» — Ι.Β.Λένιν (Άπα­ντα τόμ.17, σελ.423–435). Ο Λένιν υπο­στη­ρί­ζει ότι η θρη­σκεία πηγά­ζει από το φόβο μπρο­στά σε μια τυφλή δύνα­μη, την οποία η μάζα θεω­ρεί ότι δεν μπο­ρεί να προ­βλέ­ψει. Όμως, αυτή η τυφλή δύνα­μη «προ­βλέ­πε­ται» διό­τι δεν προ­έρ­χε­ται παρά μόνο από υλι­κούς παρά­γο­ντες και όχι θεϊ­κούς, δηλα­δή από πράγ­μα­τα που προ­κύ­πτουν από ανθρώ­πι­νες παθο­γέ­νειες (ανι­σό­τη­τα, εκμε­τάλ­λευ­ση, φτω­χο­ποί­η­ση, τεχνο­λο­γι­κή και πνευ­μα­τι­κή καθυ­στέ­ρη­ση κ.α.).

tloupas2Αυτή η υλι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση ερμη­νεύ­ει πεντα­κά­θα­ρα το φόβο του ανθρώ­που και την ενα­πό­θε­ση της «τύχης» του σε κάτι έξω από τον ίδιο. Στην κοι­νο­τι­κή ζωή που ανα­φε­ρό­μα­στε, κατα­πιε­σμέ­νοι και συσκο­τι­σμέ­νοι πνευ­μα­τι­κά, οι άνθρω­ποι αδυ­να­τούν να απαλ­λα­χθούν από τις εκμε­ταλ­λευ­τι­κές σχέ­σεις αλλά και να κατα­νο­ή­σουν τις δυνά­μεις της φύσης. Στρέ­φο­νται, έτσι, στην πίστη στους θεούς, στα θαύ­μα­τα, στη μετα­θά­να­το ζωή. «Τυφλή δύνα­μη» (ή, εν προ­κει­μέ­νω, «αδυ­να­μία») θεω­ρεί­ται ο φόβος και η ανα­σφά­λεια της εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νης κοι­νο­τι­κής κοι­νω­νί­ας που είναι έρμαιο ληστρι­κών επι­δρο­μών, δίχως οργα­νω­μέ­νη πρό­νοια, με μηδα­μι­νή τεχνο­λο­γία, με βάρ­βα­ρη εργα­σία και απρο­στά­τευ­τη από ένα κεντρι­κό σχε­δια­σμό ανά­πτυ­ξης. Αυτή η κοι­νω­νία απο­στρε­φό­ταν την υστε­ρο­φη­μία επί γης, αλλά δεν έπα­ψε να ανα­ζη­τά τρό­πους δια­φυ­γής. Επο­μέ­νως, η κοι­νω­νι­κή ταπεί­νω­ση και στε­νό­τη­τα σε συν­δυα­σμό με την έλλει­ψη ταξι­κής οργά­νω­σης συντε­λούν ολο­τα­χώς στις θρη­σκευ­τι­κές προ­λή­ψεις, αλλά ταυ­τό­χρο­να συντε­λούν και στην απε­λευ­θέ­ρω­ση της κοι­νω­νί­ας μέσω της καλ­λι­τε­χνι­κής έκφρα­σης δίχως, όμως, να ανα­γνω­ρί­ζε­ται ιδιαί­τε­ρα η αξία της επί­γειας κατα­ξί­ω­σης. Κατά την αρχαιό­τη­τα, το αρχαίο ελλη­νι­κό πνεύ­μα επε­δί­ω­κε την υστε­ρο­φη­μία ως όπλο ενά­ντια στην τιμω­ρία του θανά­του. Επε­δί­ω­κε με αυτόν τον τρό­πο την αθα­να­σία. Μήπως, όμως, αθά­να­τη παρα­μέ­νει τελι­κά, όλη αυτή η δυνα­μι­κή των ανώ­νυ­μων δημιουρ­γών που παρα­δί­δε­ται αυτή τη στιγ­μή στα χέρια μας;

Από την πλευ­ρά της ίδιας της λαϊ­κής τέχνης ως δυνα­μι­κής των ανώ­νυ­μων δημιουρ­γών, η ανω­νυ­μία ισο­δυ­να­μεί με αυτα­πάρ­νη­ση της αγω­νί­ας του απλού λαού για κοι­νω­νι­κή καθιέ­ρω­ση. Αυτό ακρι­βώς, είναι που τον κατέ­στη­σε ελεύ­θε­ρο να εκφρα­στεί και να δημιουρ­γή­σει. Μέσα σε ένα πλαί­σιο αυστη­ρών και κατα­πιε­στι­κών αρχών, κατά­φε­ρε να μιλή­σει και ο λόγος του να γίνει λόγος χιλιά­δων ανθρώ­πων μέσα τους αιώ­νες. Στη συνεί­δη­ση των ανθρώ­πων που σήμε­ρα μιλά­νε για παρά­δο­ση και λαό, υπάρ­χει μια αόρι­στη, συγκε­χυ­μέ­νη μάζα. Ανω­νυ­μία δεν σημαί­νει αορι­στία. Σημαί­νει υπέρ­βα­ση εγω­ι­σμού. Ανω­νυ­μία δεν σημαί­νει υπεκ­φυ­γή. Σημαί­νει ένας άλλος λόγος. Ένας λόγος μέσα από χιλιά­δες στό­μα­τα. Γι’ αυτό η ανώ­νυ­μη λαϊ­κή τέχνη προ­κα­λεί δέος. Στη σημε­ρι­νή κοι­νω­νία της ατο­μι­κής λύσης, το μήνυ­μα της ανω­νυ­μί­ας ως συντά­ρα­ξης του εγω­ι­στι­κού βάθρου, είναι επί­και­ρο. Απο­δε­χό­μα­στε, μεν, το πλαί­σιο που «εφηύ­ρε» αυθόρ­μη­τα ο λαός για να δημιουρ­γή­σει εντός του, αλλά απορ­ρί­πτου­με τους αντι­κει­με­νι­κούς παρά­γο­ντες, καθώς και τις αιτί­ες που το δια­μόρ­φω­σαν. Προ­τεί­νου­με το πλαί­σιο, όπου τέχνη σημαί­νει καθα­ρά έκφρα­ση-ανά­γκη, και ανω­νυ­μία σημαί­νει εξα­φά­νι­ση του σφε­τε­ρι­σμού από μονά­δες, να προ­κύ­πτει όχι από φόβο, αλλά ορθο­λο­γι­κά από πλή­ρη συλ­λο­γι­κή ταύτιση.

Εν κατα­κλεί­δι, προ­έ­κυ­ψαν οι εξής περι­πτώ­σεις: α) η ανω­νυ­μία από την πλευ­ρά της αντι­κει­με­νι­κά ιστο­ρι­κής εξέ­λι­ξης (προ­φο­ρι­κό­τη­τα παρά­δο­σης), β) η ανω­νυ­μία από την πλευ­ρά της –τότε- κοσμο­θε­ω­ρί­ας των κοι­νω­νιών με την καθο­λι­κή επί­δρα­ση της θρη­σκεί­ας, τις ρίζες και προ­ε­κτά­σεις της, και γ) η ανω­νυ­μία από την πλευ­ρά της τέχνης, της τέχνης του λαού ως ανά­γκη για έκφρα­ση. Πώς μπο­ρεί να προ­κύ­ψει μία σύγ­χρο­νη θέση για την εξέ­λι­ξη του λαϊ­κού πολι­τι­σμού με βάση τα ανω­τέ­ρω τεκ­μή­ρια και παραδείγματα;

Στη σημε­ρι­νή μετα­βλη­μέ­νη –παρα­σάγ­γας- κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, όπου οι όροι και ο τρό­πος ζωής μετα­τρέ­πο­νται και τα στά­δια συνεί­δη­σης και μόρ­φω­σης ανα­πτύσ­σο­νται, η ανω­νυ­μία δεν μπο­ρεί να αντλεί­ται από θρη­σκευ­τι­κές προ­λή­ψεις. Έχο­ντας ξεπε­ρά­σει αυτό το στά­διο της ανε­παρ­κούς εξή­γη­σης της φύσης, κατα­νο­ώ­ντας τη χει­ρι­στι­κή δύνα­μη της ανώ­τε­ρης τάξης και την ανι­σό­τη­τα που καθο­ρί­ζει τις «τύχες», ο σημε­ρι­νός ανώ­νυ­μος λόγος θα απε­λευ­θε­ρώ­νει το λαό και θα συντρέ­χει όλη την κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Η ανω­νυ­μία, βέβαια, δεν είναι αυτο­σκο­πός. Τα όριά της περιο­ρί­ζο­νται στο σημείο εκεί­νο όπου επώ­νυ­μη δημιουρ­γία σημαί­νει βάρος της ευθύ­νης ενός ακό­μη πιο προ­ο­δευ­τι­κού παρα­γό­με­νου έργου. Αυτό προ­ϋ­πο­θέ­τει το έργο, πρω­ταρ­χι­κά, να εκφρά­ζει το σύνο­λο της κοι­νω­νί­ας και την κοι­νω­νία έτοι­μη να απο­δε­χθεί αυτό το πρω­το­πό­ρο λαϊ­κό δημιούρ­γη­μα. Το παρά­δειγ­μα του επώ­νυ­μου προ­ο­δευ­τι­κού κομ­μα­τιού της τέχνης, όπου παρα­πά­νω εξε­τά­σα­με την αδυ­να­μία του να αντι­στα­θεί στο ρεύ­μα της ανώ­νυ­μης προ­φο­ρι­κό­τη­τας, στέ­κε­ται τώρα ικα­νό να αρθρώ­σει λόγο. Ένα λόγο δίχως πνευ­μα­τι­κά δικαιώ­μα­τα, δίχως νομι­κά πλαί­σια, δίχως εμπο­ρευ­μα­τι­κές ανταλ­λα­γές. Ένα λόγο συλ­λο­γι­κό και ανε­πι­τή­δευ­το. Όσο παρά­γου­με επώ­νυ­μα με μόνο σκο­πό το κέρ­δος, η λαϊ­κή τέχνη θα απο­τε­λεί τέχνη προς κατανάλωση.

Ας εστιά­σου­με σε έναν λόγο συλ­λο­γι­κό όλοι εμείς, ο ανώ­νυ­μος λαός.

 

*πάου­περ: (Lat. pauper, poor), άπο­ρος /πάμφτωχος

φώτο: Τάκης Τλού­πας, «Τα κορί­τσια που γνέ­θουν στον Όλυ­μπο», 1955

_________________________________________________________________________________________________________

Γεώργιος Μαγιάκης Κάτοικος Πατρών και φοιτητής στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου. Ασχολείται «ατέχνως» με τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, καθώς διδάσκει ερασιτεχνικά στο Χορευτικό Τμήμα του Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Πατρέων. Γαλουχημένος στις αξίες της ερασιτεχνικής δημιουργίας, προσφέρει τις υπηρεσίες του δίχως υλική ανταμοιβή ‑όπως και όλα τα μέλη & στελέχη του φορέα. Υπεύθυνος αρκετών καλλιτεχνικών συγκροτημάτων, επιμελείται θεατρικά και ιστορικά κείμενα που πολλά μεταφέρθηκαν στη ραδιοφωνία. Αρθρογραφεί για ζητήματα του λαϊκού πολιτισμού αλλά και πολιτικά, καθώς «εάν η οικονομία και η πολιτική είναι το σώμα του κόσμου, τότε ο πολιτισμός είναι η ψυχή του».
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο