Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο «αυτοκράτορας» Κουροσάβα και οι σκέψεις του για το σινεμά

Έχει χαρα­κτη­ρι­στεί ως ο «αυτο­κρά­το­ρας» του κινη­μα­το­γρά­φου. Ο Ακί­ρα Κου­ρο­σά­βα κατά­φε­ρε στην πολύ­χρο­νη πορεία του να σημα­δέ­ψει όσο λίγοι τον παγκό­σμιο κινη­μα­το­γρά­φο. Μπο­ρεί να κατη­γο­ρή­θη­κε από ορι­σμέ­νους συμπα­τριώ­τες του ότι έφε­ρε τη Δύση στην Ιαπω­νία, αλλά είναι αυτός που επη­ρέ­α­σε όσο κανείς άλλος το δυτι­κό σινε­μά, αλλά και ορι­σμέ­νους από τους μεγα­λύ­τε­ρους σκη­νο­θέ­τες. Ο Φράν­σις Φορντ Κόπο­λα είχε πει κάπο­τε ότι «αυτό που κάνει ξεχω­ρι­στό τον Κου­ρο­σά­βα είναι ότι απλά δεν έκα­νε ένα δυο αρι­στουρ­γή­μα­τα, αλλά οκτώ». Για την ακρί­βεια έκα­νε περισ­σό­τε­ρα αρι­στουρ­γή­μα­τα, κατά­φε­ρε να κάνει και πολ­λές εξαι­ρε­τι­κές ται­νί­ες, ενώ ίσως είναι ο μονα­δι­κός χωρίς απο­τυ­χία στο σινε­μά. Αυτό από μόνο του είναι μία ασυ­να­γώ­νι­στη κατάκτηση.

Ο σεισμός του 1923 και η απόπειρα αυτοκτονίας

Ο Ακί­ρα Κου­ρο­σά­βα, που μεθαύ­ριο συμπλη­ρώ­νο­νται 110 χρό­νια από τη γέν­νη­σή του (23/3/1910), στιγ­μα­τί­στη­κε από τον μεγά­λο σει­σμό του Τόκιο το 1923, καθώς η ανά­μνη­ση του ζοφε­ρού τοπί­ου τον δίδα­ξε να πιστεύ­ει «στις υπε­ράν­θρω­πες δυνά­μεις της φύσης και στην έντα­ση των συναι­σθη­μά­των στις ανθρώ­πι­νες καρ­διές», όπως έγρα­ψε στην αυτο­βιο­γρα­φία του. Ίσως και γι’ αυτό μετά την απο­τυ­χη­μέ­νη από­πει­ρα αυτο­κτο­νί­ας, εντε­λώς απο­γοη­τευ­μέ­νος από τη περι­φρό­νη­ση στη χώρα του, στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’70, βρή­κε τη δύνα­μη για την εντυ­πω­σια­κή επι­στρο­φή του, χαρί­ζο­ντας στον παγκό­σμιο κινη­μα­το­γρά­φο αρι­στουρ­γή­μα­τα, με κορυ­φαίο το περί­φη­μο «Ραν», που άφη­σε άφω­νους ακό­μη και τους θαυ­μα­στές του.

Οι βασικές αρχές του σινεμά

Για τον Κου­ρο­σά­βα, που ήταν το νεό­τε­ρο μέλος μιας πολυ­πλη­θούς οικο­γέ­νειας, με τον πατέ­ρα του να είναι από­γο­νος σαμου­ράι, τον οποίο θαύ­μα­ζε για την ηθι­κή του, κάτι που μετέ­φε­ρε σε πολ­λές ται­νί­ες του, αφού ο κώδι­κας τιμής των σαμου­ράι είναι εμφα­νής παντού, έχουν ειπω­θεί σχε­δόν τα πάντα.

Ίσως γι’ αυτό είναι καλύ­τε­ρα να δού­με πως έβλε­πε ο ίδιος τον κινη­μα­το­γρά­φο, μέσα από σκόρ­πιες σκέ­ψεις του στο βιβλίο «Κάτι σαν Αυτο­βιο­γρα­φία» (Εκδό­σεις Αιγό­κε­ρως), που θα μπο­ρού­σαν να είναι και οι βασι­κές αρχές του σινε­μά. Στα­χυο­λο­γώ­ντας συνοπτικά:

Εν αρχήν είναι ο λόγος

«Ο κινη­μα­το­γρά­φος μοιά­ζει με πολ­λές άλλες τέχνες, κι αν έχει χαρα­κτη­ρι­στι­κά που είναι λογο­τε­χνι­κά, έχει επί­σης και γνω­ρί­σμα­τα θεα­τρι­κά ή φιλο­σο­φι­κά, έχει ιδιό­τη­τες που θεω­ρού­νται ότι ανή­κουν στη ζωγρα­φι­κή και τη γλυ­πτι­κή, έχει και μου­σι­κά στοι­χεία. Όμως, σε τελι­κή ανά­λυ­ση, ο κινη­μα­το­γρά­φος είναι κινηματογράφος».

«Με ένα καλό σενά­ριο, ο καλός σκη­νο­θέ­της μπο­ρεί να δώσει ένα αρι­στούρ­γη­μα. Με το ίδιο σενά­ριο, ο μέτριος σκη­νο­θέ­της θα κάνει μια ται­νία που βλέ­πε­ται. Με ένα κακό σενά­ριο, όμως, ακό­μη και ένας καλός σκη­νο­θέ­της δεν θα μπο­ρέ­σει μάλ­λον να κάνει μια καλή ταινία».

«Κάτι που πρέ­πει να προ­σέ­ξεις ιδιαί­τε­ρα είναι το γεγο­νός ότι τα καλύ­τε­ρα σενά­ρια έχουν ελά­χι­στα επε­ξη­γη­μα­τι­κά μέρη Η πρό­σθε­ση επε­ξη­γή­σε­ων στα περι­γρα­φι­κά μέρη ενός σενα­ρί­ου συνι­στούν την πιο επι­κίν­δυ­νη παγί­δα που μπο­ρεί να πέσεις».

«Πιστεύω πως η συγκί­νη­ση που προ­κα­λεί μια ται­νία είναι το χαρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα που τρα­βά­ει τους ανθρώ­πους να τη δουν και η ελπί­δα του σκηνοθέτη…»

Οι ιδέες που βλασταίνουν

«Όταν αρχί­ζω να μελε­τώ ένα σχέ­διο για ται­νία, πάντα έχω στο μυα­λό μου έναν αριθ­μό ιδε­ών και κάπως νιώ­θω ότι αυτές θα είναι μάλ­λον το υλι­κό της ται­νί­ας μου. Κάποια στιγ­μή, μια απ’ αυτές γονι­μο­ποιεί­ται ξαφ­νι­κά και αρχί­ζει να βλα­σταί­νει, κι αυτή είναι που συλ­λαμ­βά­νω αμέ­σως και την ανα­πτύσ­σω. Ποτέ δεν ανέ­λα­βα να σκη­νο­θε­τή­σω σχέ­δια που μου πρό­τει­ναν οι παρα­γω­γοί ή οι εταιρίες».

«Έχω ξεχά­σει ποιος ήταν αυτός που είπε ότι η δημιουρ­γία είναι ανά­μνη­ση. Οι δικές μου εμπει­ρί­ες και τα διά­φο­ρα που έχω δια­βά­σει παρα­μέ­νουν στη μνή­μη μου και γίνο­νται η βάση πάνω στην οποία κτί­ζω κάτι καινούργιο».

Ο ηθοποιός και η κάμερα

«Το χει­ρό­τε­ρο που μπο­ρεί να κάνει ένας ηθο­ποιός είναι να δεί­χνει ότι έχει συνεί­δη­ση της κάμερας».

«Η κάμε­ρα πρέ­πει να ακο­λου­θεί τον ηθο­ποιό όταν αυτός κινεί­ται, να στα­μα­τά­ει όταν αυτός στα­μα­τά­ει. Αν δεν ακο­λου­θού­με τον κανό­να αυτό, οι θεα­τές μιας ται­νί­ας θα έχουν συνε­χώς την αίσθη­ση της κάμερας».

Φως και χρώμα

«Πιστεύω ότι η σύγ­χρο­νος μέθο­δος φωτι­σμού στις έγχρω­μες ται­νί­ες δεν είναι σωστή. Για να προ­βά­λουν τα χρώ­μα­τα, φωτί­ζουν άπλε­τα ολό­κλη­ρο το χώρο του κάδρου. Εγώ δε στα­μα­τώ να λέω ότι το φωτι­σμό πρέ­πει να τον χει­ρι­ζό­μα­στε όπως στις ασπρό­μαυ­ρες ται­νί­ες, άσχε­τα με το αν τα χρώ­μα­τα είναι δυνα­τά ή όχι…».

Η αντικειμενικότητα του μοντάζ

«Το σπου­δαιό­τε­ρο γνώ­ρι­σμα που απαι­τεί­ται στο μοντάζ είναι η αντι­κει­με­νι­κό­τη­τα.… Μπο­ρεί ο δημιουρ­γός του να ήταν όλο ενθου­σια­σμό όταν το γύρι­ζε, αν όμως ο ενθου­σια­σμός αυτός δεν δεί­χνει στην οθό­νη, πρέ­πει να είναι αντι­κει­με­νι­κός και να το κόψει».

Ο Κου­ρο­σά­βα αγα­πού­σε τους σημα­ντι­κούς σκη­νο­θέ­τες, αλλά θαύ­μα­ζε τον Τζον Φορντ, ο οποί­ος είναι και ο λόγος που έγρα­ψε την αυτο­βιο­γρα­φία του. Και αυτό παρό­τι ήταν αρνη­τι­κός στο να γρά­ψει τη βιο­γρα­φία του, άλλα­ξε άπο­ψη από την περί­πτω­ση του Φορντ, λέγο­ντας κάπο­τε με παρά­πο­νο: «Δυστυ­χώς, δεν μας άφη­σε την αυτο­βιο­γρα­φία του…».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο