Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Βαγγέλης δεν χώραγε σε μια κοινωνία που ξαφνικά ανακάλυψε ότι έχασε την παρθενιά της…

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Το σκη­νι­κό που στή­θη­κε μετά την ανα­κά­λυ­ψη της σορού του Βαγ­γέ­λη είναι γνώ­ρι­μο. Πόνος βαθύς αλλά και κρο­κο­δεί­λια δάκρυα, ειδι­κοί και «ειδι­κοί», ερευ­νη­τές, πορί­σμα­τα, ανα­λύ­σεις και σενά­ρια, σχό­λια και ευχο­λό­για στα δελ­τία ειδή­σε­ων αλλά και σε κάθε εκπο­μπή που «σέβε­ται το κοι­νό της», ασχέ­τως αν το προη­γού­με­νο ή το επό­με­νο θέμα της είναι τα ζώδια ή η παρου­σί­α­ση εσω­ρού­χων. Δια­πι­στώ­σεις ―οι περισ­σό­τε­ρες― αλη­θι­νές μεν, πλην όμως, προ­σεγ­γί­σεις επι­φα­νεια­κές, προ­σα­να­το­λι­σμέ­νες στο «ξύσι­μο» του θυμι­κού ενός κόσμου που τον πνί­γει η θλί­ψη και η οργή· μέχρι εκεί.

Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στέ­κει αμεί­λι­κτη. Είμα­στε μια κοι­νω­νία που γεν­νά­ει ανθρώ­πους που μπο­ρούν να σκο­τώ­νουν κάθε μέρα και άλλον Βαγ­γέ­λη, φτά­νει να επι­βε­βαιώ­σουν την ανω­τε­ρό­τη­τα του τίπο­τά τους. Μια κοι­νω­νία που γεν­νά­ει ανθρώ­πους που δε δίνουν δεκά­ρα για τον ανθρώ­πι­νο πόνο, φτά­νει μόνο να μη χτυ­πή­σει τη δική τους πόρ­τα. Μια κοι­νω­νία σάπια που τρώ­ει τα παι­διά της, για να μένουν στο απυ­ρό­βλη­το όσοι τρέ­φο­νται, ή αμεί­βο­νται πλου­σιο­πά­ρο­χα από τη σαπίλα.

Μια κοι­νω­νία που ξαφ­νι­κά ανα­κα­λύ­πτει πως έχα­σε την παρ­θε­νιά της και κοκ­κι­νί­ζει από ντρο­πή. Χρη­σι­μο­ποιεί ξενό­φερ­τες λέξεις (ανά­ξια και ολί­γι­στη ακό­μα και για να βρει δικές της) για να βαφτί­σει φαι­νό­με­να και συμπε­ρι­φο­ρές που γεν­νή­θη­καν από τα σπλά­χνα της και γιγα­ντώ­θη­καν κατα­βρο­χθί­ζο­ντας ανθρώ­πι­νες ζωές. Μια κοι­νω­νία που δακρύ­ζει μπρο­στά στο σπα­ραγ­μό των γονιών που έχα­σαν το παι­δί τους και οι ταγοί της ορκί­ζο­νται «να χυθεί άπλε­το φως στην υπό­θε­ση»· μέχρι τα φώτα της τηλε­ο­πτι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας να σβή­σουν, η ζωή να επα­νέλ­θει στους «φυσιο­λο­γι­κούς» της ρυθ­μούς και ο καθέ­νας να κλει­στεί ξανά στο καβού­κι της βολής ή της μιζέ­ριας του.

Ο Βαγ­γέ­λης Για­κου­μά­κης δεν γυρί­ζει πίσω. Όσοι ευθύ­νο­νται για το χαμό του, πρέ­πει να βρε­θούν και να τιμω­ρη­θούν. Ακό­μα κι έτσι ο μεγα­λύ­τε­ρος ένο­χος θα παρα­μέ­νει ατι­μώ­ρη­τος, στο απυ­ρό­βλη­το, προ­ε­τοι­μά­ζο­ντας το επό­με­νο έγκλη­μά του.

Το καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα γεν­νά τις συν­θή­κες που δια­μορ­φώ­νουν ανθρώ­πους-κτή­νη αλλά και ανθρώ­πους αδιά­φο­ρους, που δεν απέ­χουν πολύ από τους πρώ­τους. Γεγο­νό­τα σαν αυτό που παρα­κο­λου­θού­με από τις τηλε­ο­ρά­σεις μας και που άλλος λίγο, άλλος περισ­σό­τε­ρο, όλοι κάπο­τε έχου­με συνα­ντή­σει-αντι­με­τω­πί­σει, είναι προ­βλή­μα­τα που δεν για­τρεύ­ο­νται από «ειδι­κούς» επι­στή­μο­νες ή «καλούς» πολι­τι­κούς. Ξερι­ζώ­νο­νται από τον ίδιο τον άνθρω­πο, που θα κατα­νο­ή­σει ότι το να ζεις σαν άνθρω­πος είναι κάτι πολύ δια­φο­ρε­τι­κό από αυτό που τον είχαν μάθει μέχρι τώρα να ζει· και θα απο­φα­σί­σει να διεκ­δι­κή­σει να ζήσει σαν άνθρωπος.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο