Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Βασίλης Ρώτας και η αναγκαιότητα μελέτης του ποιητικού έργου του

Παρου­σιά­ζει ο Θανά­σης Ν. Καρα­γιάν­νης //

«Αν η μαγνη­τι­κή βελό­να δεί­χνει προς το Βορρά,
ο Βασί­λης Ρώτας έδει­χνε κατά την κοινωνικότητα!
Αυτή ήταν το λυχνά­ρι του για να βλέπει.
Είχε διαρ­κώς το νου του στραμ­μέ­νο στους άλλους –
όμως, όχι για να τους εκμε­ταλ­λευ­τεί, αλλά για να ζήσει μαζί τους
σ’ έναν ωραιό­τε­ρο κόσμο.
Σ’ έναν κόσμο κυριο­λε­κτι­κά ανθρώπινο.
Αντι­λαμ­βα­νό­ταν την ολό­τη­τα ως μονάδα!
Μου είπε κάποτε:
“Μονά­δα ζωής δεν είναι το άτο­μο παρά η ομάδα”.»

Νικη­φό­ρος Ρώτας

Αφορ­μή για να γρα­φεί το σύντο­μο αυτό σημεί­ω­μα απο­τέ­λε­σε η επέ­τειος του θανά­του του πολυ­γρά­φου θεα­τρι­κού συγ­γρα­φέα, ποι­η­τή, διη­γη­μα­το­γρά­φου, αρθρο­γρά­φου, κρι­τι­κού θεά­τρου και βιβλί­ου, καθώς και σημα­ντι­κού μετα­φρα­στή Βασί­λη Ρώτα (1889–1977)[1].

rotas2«Ο μπαρ­μπα Βασί­λης ο αβα­σί­λευ­τος»[2], κατά τον ποι­η­τι­κό χαρα­κτη­ρι­σμό του Γιάν­νη Ρίτσου, πέθα­νε στις 30 του Μάη 1977, σε ηλι­κία 88 χρό­νων, μετά από εγκε­φα­λι­κό επει­σό­διο στην Πολυ­κλι­νι­κή Αθη­νών και κηδεύ­τη­κε με δημό­σια δαπά­νη στο Α΄ Νεκρο­τα­φείο της Αθή­νας σε τάφο που παρα­χω­ρή­θη­κε από το Δήμο Αθηναίων.

Δεν ανή­κει στους μεί­ζο­νες ποι­η­τές της γενιάς του, αν και έγρα­φε και δημο­σί­ευε ποι­ή­μα­τα από το 1908 έως το 1977, δηλα­δή σε μια περί­ο­δο όπου παρά­γουν ποι­η­τι­κά διά­φο­ροι δημιουρ­γοί και οι οποί­οι κατα­τάσ­σο­νται γραμ­μα­το­λο­γι­κά σε διά­φο­ρες γενιές. Δε θα επε­κτα­θώ εδώ και δε θ’ ανα­φερ­θώ στην ποι­η­τι­κή παρα­γω­γή του, η οποία είναι άλλω­στε πλού­σια[3], ούτε φυσι­κά θα τη σχολιάσω.

Αρχι­κά, παρα­θέ­τω ένα λυρι­κό και ερω­τι­κό ποί­η­μά του, το οποίο συνά­ντη­σα πρό­σφα­τα ανα­δη­μο­σιευ­μέ­νο σε ρωμαί­ι­κη πολί­τι­κη εφη­με­ρί­δα[4].

Πρό­κει­ται για ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από την 3η  ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του, της δεύ­τε­ρης ποι­η­τι­κής περιό­δου (1917–1940): Ανοι­ξιά­τι­κο Αγέ­ρι, Verlags-Anstalt Göritzer Nachrichten und Anzeiger, Görlitz, 1923, σελ. 42. Το ποί­η­μα συμπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στην ενό­τη­τα με τίτλο: «Η Φυλ­λά­δα της Ασύ­γκρι­της» (1922), προ­φα­νώς αφιε­ρω­μέ­νη στον ασί­γα­στο, αιώ­νιο και ανεκ­πλή­ρω­το έρω­τά του για τη σου­η­δέ­ζα τρα­γου­δί­στρια Σύγκριτ (εξού και την απο­κα­λεί: «Ασύ­γκρι­τη»), την οποία γνώ­ρι­σε και αλλη­λο­ε­ρω­τεύ­τη­καν, όταν δια­τε­λού­σε στρα­τιω­τι­κός ακό­λου­θος στην Ελλη­νι­κή Πρε­σβεία του Βερο­λί­νου, το 1921–1922. Περισ­σό­τε­ρα στο βιβλίο Βασί­λης Ρώτας 1889–1977 (Πρό­λο­γος-Εισα­γω­γή: Βού­λα Δαμια­νά­κου. Επι­μέ­λεια ύλης: Ελέ­νη Βασι­λο­πού­λου),  Αθή­να 1979, σελ. 24.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ

Ρόδο ωραίο ροδί­ζει εδώ,

Πώς μου ανά­βει τον καϋμό.

Ρόδο ωραίο εδώ μυρίζει,

την καρ­διά μου σκανδαλίζει.

Ρόδο ωραίο να σε χαρώ,

πες μου, πώς μπο­ρώ κι’ εγώ

να ροδί­ζω, να μυρίζω

και καρ­διές να σκανδαλίζω;

Να με ιδή η πεντάμορφη

η άχρα­ντη, η ασύγκριτη

να σκαν­δα­λι­στεί η καρ­διά της

να με πάρη στη δου­λειά της

δου­λευ­τή στον κήπο της

στις βρα­γιές και τ’ άνθια της

[Να της πάω αβγήν-αβγή

Της αγά­πης το κλω­νί][5]

Να της πάω το βράδυ-βράδυ

Της αγά­πης το βοτάνι.

Κελαϊ­δεί το αηδό­νι εδώ

πώς μου ανά­βει τον καϋμό

κι’ αχ εδώ λαλεί ’να αηδόνι

την καρ­διά μου βαλαντώνει.

Πώς μπο­ρώ, που­λί κι’ εγώ

τόσο ωραία να τραγουδώ

να γλυ­κο­λα­λώ τον πόνο

και καρ­διές να βαλαντώνω;

Να μ’ ακού­ση η έμορφη

η άχρα­ντη, η ασύγκριτη

να σκαν­δα­λι­σθή η καρ­διά της

να με πάρη συντρο­φιά της

να της παί­ζω την αυγή

της αγά­πης το βιολί

να της παί­ζω και το βράδυ

της αγά­πης το σουραύλι.

 

rotas7Με την ευκαι­ρία της επε­τεί­ου της δολο­φο­νί­ας του Γρη­γό­ρη Λαμπρά­κη από παρα­κρα­τι­κούς στη Θεσ­σα­λο­νί­κη (26.5.1963), ανα­δη­μο­σιεύ­ου­με δύο σχε­τι­κά ποι­ή­μα­τα, που συμπε­ριέ­λα­βε ο Ρώτας, δυο χρό­νια αργό­τε­ρα, στο περ. «Λαϊ­κός Λόγος»[6], προς τιμή του ήρωα αγω­νι­στή της ειρή­νης και μάρ­τυ­ρα, στα οποία δια­γρά­φο­νται ανά­γλυ­φα η εκτί­μη­ση του ποι­η­τή απέ­να­ντι στον Λαμπρά­κη και η αγά­πη του για την ειρή­νη και τον αγώ­να ενά­ντια στον πόλεμο.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ

Λαμπρά­κη, ανθέ της άνοι­ξης, μπου­μπού­κι της ελπίδας,

πώς με χωσιά σε τσά­κι­σαν οι δού­λοι του τυράννου!

Σφα­χτά­ρι αιμα­το­στά­λα­χτο και χαμωκυλισμένο,

πώς να σε φέρω σε ομορ­φιά, να σε νεκροστολίσω,

να ντύ­σω σέβας την αντρειά και χάρη τη θυσία;

Θε να σε κάνω εικό­νι­σμα φωτοστεφανωμένο

και θα σε στή­σω σε ναό και σε προσκυνητάρι

προ­στά­την άγιο αγω­νι­στή και μάρ­τυ­ρα αθλοφόρο,

ν’ ανά­βει μπρος στη χάρη σου το ακοί­μη­το καντήλι,

καντή­λι της ελευ­τε­ριάς, λαμπά­δα της ειρήνης,

να σ’ έχει λάβα­ρο ο λαός, τρα­γού­δι της η νιότη

αγώ­νι­σμά τους τα παι­διά και σύν­θη­μα οι στρατιώτες.

 

ΠΟΡΕΙΑ ΕΙΡΗΝΗΣ

 

Εμπρός, περή­φα­νο και λεύτερο

πνεύ­μα της νιότης

για την ειρή­νη γίνου κήρυκας

και στρα­τιώ­της.

Όλοι μαζί να πολε­μή­σου­με [ή Εμπρός ν’ ανοί­ξου­με το πέρασμα] 

για την ειρήνη

να στα­μα­τή­σου­με τον πόλεμο

να μη γίνει.

Κανέ­νας να μην έχει πύραυλον

ούτε κανό­νι

ούτε κανέ­νας το δικαίωμα

να σκο­τώ­νει.

Εμπρός ξεκί­να από τα μνήματα

του Μαρα­θώ­να,

γεν­ναίο πνεύ­μα ρίξου ολόψυχα

στον αγώ­να.

Για την ειρή­νη εμείς θα κάνουμε

κάθε θυσία

κι όλος ο κόσμος είναι πίσω μας

στην πορεία.

Να πρω­το­πό­ρος ο Λαμπρά­κης μας [ή Μπρο­στά ο Λαμπρά­κης –νάτος– προχωράει] 

με τη σημαία,

Εμπρός, προ­χώ­ρα με το βήμα του,

Νεο­λαία!

Τέλος, παρου­σιά­ζου­με ένα δείγ­μα από την πλού­σια και ενδια­φέ­ρου­σα αντι­στα­σια­κή ποί­η­ση του Ρώτα, το οποίο με τη δια­χρο­νι­κή του αξία μάς θυμί­ζει ότι μπο­ρεί μεν να έχου­με «δημο­κρα­τία», να rotas1μην ξεχνά­με δε ότι είναι αστι­κή και εκτρέ­φει και ανα­πα­ρά­γει και χρη­σι­μο­ποιεί, όταν απαι­τεί­ται για την επι­βί­ω­σή της, το φασι­σμό και τα πολι­τι­κά του εκτρώ­μα­τα. Ο Ρώτας δια­πι­στώ­νει και επι­ση­μαί­νει στο δημώ­δες ποί­η­μά του, σε ιαμ­βι­κό δεκα­πε­ντα­σύλ­λα­βο, «Έχε­τε γεια ψηλά βου­νά», ότι δεν πρέ­πει να λησμο­νού­με ποτέ, ότι αν και ο Φασι­σμός πέθα­νε μετά το Β΄ Παγκό­σμιο Πόλε­μο, ξανα­γεν­νή­θη­κε στη φασι­στι­κή δικτα­το­ρία (1967–1974) και ξανα­πέ­θα­νε μετά την Μετα­πο­λί­τευ­ση του 1975, ξανα­εμ­φα­νί­στη­κε με τη «Χρυ­σή Αυγή» κ.ά. πανο­μοιό­τυ­πα αστι­κά κόμ­μα­τα και ότι ενδέ­χε­ται να ξανα­εμ­φα­νι­στεί, διό­τι οι φασί­στες συνε­χί­ζουν να ζουν και να επω­ά­ζουν «το αυγό του φιδιού»…

Γρά­φει: «κι αν ψόφη­σεν ο φασι­σμός ζουν όμως οι φασί­στες» και επι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί ποι­η­τι­κά και με άλλους στί­χους για την άπο­ψή του, τη σχε­τι­κή με την εγρή­γορ­ση που απαι­τεί­ται από την εργα­τι­κή και αγρο­τι­κή τάξη, όσον αφο­ρά τους φασί­στες και τα άμε­σα και μακρο­πρό­θε­σμα σχέ­διά τους.

Το θεμα­το­λο­γι­κό κλί­μα του ποι­ή­μα­τος μάς παρα­πέ­μπει στην κλε­φτου­ριά του ’21, τη ζωή, τους αγώ­νες, τις κακου­χί­ες και τις στε­ρή­σεις που υπέ­στη, πολε­μώ­ντας στα άγρια βου­νά και φαράγ­για, συν­δέ­ο­ντας τους δύο επα­να­στα­τι­κούς απε­λευ­θε­ρω­τι­κούς αγώ­νες της πατρί­δας μας, κοι­νό και σύνη­θες ποι­η­τι­κό μοτί­βο στους δίσε­κτους χρό­νους της Κατο­χής. Ακο­λου­θεί την ποι­η­τι­κή τεχνο­τρο­πία των δημο­τι­κών μας τρα­γου­διών συν­δέ­ο­ντας τη φύση και τον αγω­νι­στή αντάρ­τη σε μια αλλη­λου­χία ζωής, δρά­σης και γεγο­νό­των, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας απλή και λαγα­ρή δημο­τι­κή γλώσ­σα με ανά­λο­γο ύφος και με χαρα­κτη­ρι­στι­κές λαϊ­κές λέξεις, σύν­θε­τες και μη, όπως: κοντο­ρα­χού­λες, λεβε­ντό­κορ­μο, φου­σε­κλί­κια, απλο­χω­ριά, κανά­γη­δες, θεριά, άρπα­γες, πανε­λεύ­τε­ρα, λογ­γά, ροβο­λή­σω, καψο­συ­γυ­ρί­σου­με, καψο­μπα­λο­θού­με, ψόφη­σεν, τερ­τί­πια, ταγή­νι, γενιά τρισ­δο­ξα­σμέ­νη, ομορ­φο­κλη­σιές, λεβε­ντο­νιούς, λεβε­ντο­κο­πέ­λες κ.ά., καθώς και με δει­κτι­κούς στί­χους, όπως για τους προ­δό­τες: «Κοπέ­λια της περί­στα­σης, δού­λους της ευκαιρίας,/που ’πιαν το αίμα του λαού με των εχτρών τις πλά­τες.» ή για τους φασί­στες  ντό­πιους και ξένους καπι­τα­λι­στές και τα πολι­τι­κά τσι­ρά­κια τους, που μεθο­δευ­μέ­να σε όλες τις επο­χές επι­χει­ρούν την κατα­λή­στευ­ση των λαϊ­κών κοι­νω­νι­κών στρω­μά­των, με άνο­μα και δόλια σχέ­δια και πολι­τι­κά­ντι­κους τρό­πους, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας δου­λο­πρε­πείς και ξεπου­λη­μέ­νους κον­δυ­λο­φό­ρους και πολι­τι­κούς, καθώς και δυστυ­χή φοβι­σμέ­να ανθρω­πά­κια από τις φτω­χές εξα­θλιω­μέ­νες μάζες, που δε συνει­δη­το­ποιούν το ταξι­κό συμ­φέ­ρον τους και που δε δια­θέ­τουν αξιο­πρέ­πεια και κοι­νω­νι­κό ήθος. Και δια­χρο­νι­κά τους τάζουν θώκους, χρή­μα, εξυ­πη­ρε­τή­σεις, διευ­κο­λύν­σεις, με σκο­πό να τους κάνουν υπο­χεί­ριά τους και ραγιά­δες, κατα­στρέ­φο­ντας την ψυχή, το ήθος, τη συνεί­δη­σή τους: «Ε τώρα θέλει προ­σο­χή να μη μας ξεπουλήσουν/γιατί ’ναι αυτοί παμπό­νη­ροι, πολ­λά τερ­τί­πια ξέρουν/και ρίχνου­νε το δόλω­μα, το χρή­μα, το ταγήνι,/ και παζα­ρεύ­ουν τις ψυχές μ’ αλεύ­ρι και κονσέρβα/με λίρα στρογ­γυ­λού­τσι­κη, χρυ­σήν όπου γυαλίζει/ως να σε βάλουν στον ζυγό απ’ όπου πια δε βγαί­νεις.»

Με το στί­χο του δε «να πιά­σω τσά­πα και κασμά, σφυ­ρί και κλα­δευ­τή­ρι» είναι πασι­φα­νής η πρό­θε­σή του να μας παρα­πέμ­ψει στους ειρη­νι­κούς αγώ­νες της εργα­τι­κής και αγρο­τι­κής τάξης στη συνέ­χεια, αλλά και στους ταξι­κούς αγώ­νες της, στο παρόν και στο μέλλον.

Δεν παρα­λεί­πει ν’ ανα­φερ­θεί στους φασί­στες εχθρούς κατα­κτη­τές και ντό­πιους συνερ­γά­τες τους, τους δοσί­λο­γους προ­δό­τες, οι οποί­οι μετά την Κατο­χή, αλλά και αργό­τε­ρα στον Εμφύ­λιο, επι­δό­θη­καν σε θηριω­δί­ες, εγκλη­μα­τι­κές ενέρ­γειες, εθε­λό­δου­λες και προ­δο­τι­κές ενέρ­γειες, για οικο­νο­μι­κά και άλλα προ­σω­πι­κά οφέ­λη και συμφέροντα.

Το ποί­η­μα κλεί­νει με μια αισιό­δο­ξη νότα για ζωή ευτυ­χι­σμέ­νη μετά τον πόλε­μο, προ­σκα­λώ­ντας σε χορούς και τρα­γού­δια, θέλο­ντας έμμε­σα να δια­ψεύ­σει και να ξεχά­σει – έστω προ­σω­ρι­νά – τους παρα­πά­νω εύλο­γους φόβους του, για τα σχέ­δια που εξύ­φαι­ναν οι φασί­στες καπι­τα­λι­στές Αγγλο­α­με­ρι­κα­νοί για το άμε­σο μέλ­λον της χώρας μας…

Αυτό και αρκε­τά άλλα ποι­ή­μα­τά του τον κατα­τάσ­σουν, κατά τη γνώ­μη μου, στους μεί­ζο­νες έλλη­νες ποι­η­τές. Δυστυ­χώς, πολ­λά ποι­ή­μα­τά του είναι ακό­μη άγνω­στα στους παλιό­τε­ρους και νεό­τε­ρους Κρι­τι­κούς και Ιστο­ρι­κούς της Λογο­τε­χνί­ας μας ή υπήρ­ξαν άλλοι λόγοι που τον αγνό­η­σαν ή τον έβα­λαν στο περι­θώ­ριο και τον πέτα­ξαν στη λήθη… Αυτή η τακτι­κή πολ­λών και δια­φό­ρων προ­σώ­πων και παρα­γό­ντων του πνευ­μα­τι­κού κόσμου και της πολι­τι­κής του 20ού αιώ­να, δεν είναι ικα­νή, βέβαια, να δια­γρά­ψει, πόσο μάλ­λον να εξα­φα­νί­σει το ποι­η­τι­κό έργο του.

Γι’ αυτό, θα ήταν επω­φε­λές για την Ιστο­ρία της Νεο­ελ­λη­νι­κής Λογο­τε­χνί­ας και για τους σύγ­χρο­νους και μελ­λο­ντι­κούς φιλό­τε­χνους και φιλο­μα­θείς συμπα­τριώ­τες μας, να εκδο­θούν κάποια δοκί­μια και  μελέ­τες, που θα αφο­ρούν στο ποι­η­τι­κό σύμπαν του Βασί­λη Ρώτα.

ΕΧΕΤΕ ΓΕΙΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ

Έχε­τε γεια ψηλά βου­νά κι εσείς κοντοραχούλες

που αντάρ­της σας περ­πά­τη­σα, λεύ­τε­ρος ελασίτης

για λευ­τε­ριά παλεύ­ο­ντας, για δίκιο πολεμώντας

με τα μακριά μου τα μαλ­λιά, με τα όμορ­φά μου γένεια,

τ’ ορθό το λεβε­ντό­κορ­μο με τ’ άρμα­τα ζωσμένο,

δεξιά ριχτό το αυτό­μα­το, ζερ­βά οι χειροβομβίδες

και σταυ­ρω­τά δεξό­ζερ­βα τα έρμα τα φουσεκλίκια.

Κοι­μό­μου­να στους λόγ­γους σας, ξυπνού­σα στα φαράγγια

και στα ζυγά σας φύλα­κας ξημεροβραδιαζόμουν.

Κου­ρε­λια­σμέ­νος έτρε­χα ξυπό­λη­τος στα χιόνια

τα ρού­χα μου δεν άλλα­ξα σ’ εξά­μη­νο σε χρόνο.

Κι εσείς με τον αγέ­ρα σας και με τα κρύα νερά σας

μου δώσα­τε ψυχή βαθιά κι απλο­χω­ριά στο νου μου

και κρά­τη­σα με δύνα­μη και πεί­σμα τον αγώνα

με ιτα­λούς κανά­γη­δες, με γερ­μα­νούς θερία,

με ωμούς βουλ­γά­ρους άρπα­γες, φασί­στες και ναζίδες

και με τους πιο χει­ρό­τε­ρους τους ντό­πιους τους προδότες.

Κοπέ­λια της περί­στα­σης, δού­λους της ευκαιρίας,

που ’πιαν το αίμα του λαού με των εχτρών τις πλάτες.

Και τώρα πανε­λεύ­τε­ρα βου­νά μου, σας αφήνω,

τώρα ντου­φέ­κια δε λαλούν, κανό­νια δε βροντάνε

τώρα τ’ αηδό­νια θα το ειπούν και θα το κελαϊδήσουν

πως λευ­τε­ρώ­θη ο τόπος μας κι ο φασι­σμός πεθαίνει.

Τώρα που χωρι­ζό­μα­στε βου­νά μου, σας αφήνω

τα γένεια μου και τα μαλ­λιά στο­λί­δια στα λογ­γά σας,

αφή­νω το ντου­φέ­κι μου και τις χειροβομβίδες,

τα φου­σε­κλί­κια σταυ­ρω­τά που φάγαν το κορ­μί μου.

Σε σας βου­νά μου, τ’ άρμα­τα, σε σας τα παραδίνω.

Τ’ άρμα­τα τού­τα σκό­τω­σα φασί­στες και τα πήρα,

κι έχουν περίσ­σια την τιμή, περίσ­σια και τη δόξα.

Και τώρα εγώ στους κάμπους μας κάτω θα ροβολήσω

να πιά­σω τσά­πα και κασμά, σφυ­ρί και κλαδευτήρι

να καψο­συ­γυ­ρί­σου­με, να καψομπαλωθούμε

λιγά­κι ν’ ανα­σά­νου­με και να ξεκουραστούμε,

για­τί έχου­με πολ­λή δου­λιά ξοπί­σω που προσμένει

κι αν ψόφη­σεν ο φασι­σμός ζουν όμως οι φασίστες

που χίλια δυο στο­χά­ζο­νται και χίλια δυο πασκίζουν

για να μας ξανα­βά­λου­νε στη ζεύ­γλαν αποκάτω.

Ε τώρα θέλει προ­σο­χή να μη μας ξεπουλήσουν

για­τί ’ναι αυτοί παμπό­νη­ροι, πολ­λά τερ­τί­πια ξέρουν

και ρίχνου­νε το δόλω­μα, το χρή­μα, το ταγήνι,

και παζα­ρεύ­ουν τις ψυχές μ’ αλεύ­ρι και κονσέρβα

με λίρα στρογ­γυ­λού­τσι­κη, χρυ­σήν οπού γυαλίζει

ως να σε βάλουν στον ζυγό απ’ όπου πια δε βγαίνεις.

Ολο­ζω­ής για χάρη τους σκυ­φτός θα καματεύεις

κι αυτή τη λίρα τη χρυ­σή θα την ξερά­σεις αίμα.

Κι εσείς έρμα χαλά­σμα­τα, κι εσείς χωριά καημένα

που το καθέ­να εγί­νη­κε κι από­να Μεσολόγγι

με τόσους ήρω­ες σημερ­νούς, γενιά τρισδοξασμένη

από το γέρο ως το παι­δί, γυναί­κες και κορίτσια,

έχε­τε γεια και γλή­γο­ρα θα ξανανταμωθούμε

να χτί­σου­με τα σπί­τια σας, τις ομορ­φο­κλη­σιές σας,

να στή­σου­με και το χορό, να ειπού­με και τραγούδια,

τρα­γού­δια για λεβε­ντο­νιούς και λεβεντοκοπέλες.

rotas3Τα δείγ­μα­τα από την πλη­θω­ρι­κή ποί­η­ση του Βασ. Ρώτα, τα οποία παρα­θέ­σα­με στο παρόν σύντο­μο σημεί­ω­μά μας είναι φτω­χό­τα­τα, αλλά ενδει­κτι­κά της αξί­ας της ρωταϊ­κής ποί­η­σης. Κρί­νου­με ανα­γκαίο να μελε­τη­θεί περισ­σό­τε­ρο, αφού ελά­χι­στοι ήταν αυτοί που δημο­σί­ευ­σαν σχε­τι­κές εργα­σί­ες τους, τις οποί­ες παρα­θέ­τω σε υπο­ση­μεί­ω­ση για ενη­μέ­ρω­ση των ενδια­φε­ρο­μέ­νων ανα­γνω­στών και κυρί­ως των μελε­τη­τών[7].

Αιώ­νια η μνή­μη του ποι­η­τή Βασί­λη Ρώτα!

_______________________________________________________________

[1]. Κοί­τα Θανά­ση Ν. Καρα­γιάν­νη, Ο Βασί­λης Ρώτας και το έργο του για παι­διά και έφη­βους. Θέατρο-Ποίηση-Πεζογραφία-«Κλασσικά εικο­νο­γρα­φη­μέ­να». Ερμη­νευ­τι­κές, θεμα­το­λο­γι­κές, ιδε­ο­λο­γι­κές, παι­δα­γω­γι­κές προ­σεγ­γί­σεις, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 2007, σελ. 659 (διδα­κτο­ρι­κή διατριβή).
[2]. Ποί­η­μα που έγρα­ψε ο Γιάν­νης Ρίτσος (στην Αθή­να και στο Καρ­λό­βα­σι) κατά την περί­ο­δο 30 Μαΐ­ου (ημέ­ρα το θανά­του του Β.Ρ.) μέχρι 12 Σεπτ. 1977, το οποίο έστει­λε στη Βού­λα Δαμια­νά­κου, με εξώ­φυλ­λο και καλ­λι­γρα­φι­κή γρα­φή. Κοί­τα: στο βιβλίο Βασί­λης Ρώτας 1889–1977 (Πρό­λο­γος-Εισα­γω­γή: Βού­λα Δαμια­νά­κου. Επι­μέ­λεια ύλης: Ελέ­νη Βασι­λο­πού­λου), Αθή­να 1979, σελ. 531–533.[3]. Ο ενδια­φε­ρό­με­νος ανα­γνώ­στης μπο­ρεί να πάρει μιαν ιδέα στο βιβλίο μου Ο Βασί­λης Ρώτας και το έργο του για παι­διά, και έφη­βους, ό.π., σελ.  293–491 (Κεφά­λαιο Δεύ­τε­ρο. Ποί­η­ση), βέβαια και σε άλλα κεί­με­να και βιβλία, ορι­σμέ­να από τα οποία ανα­φέ­ρω στη συνέχεια.
[4].  Εφ. «ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ» της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, αρ. 5567, 21.3.1941.

[5].  Αυτό το δίστι­χο παρα­λεί­πε­ται στην εφη­με­ρί­δα, ενώ υπάρ­χει στο ποί­η­μα της συλλογής).
[6]. «Γρη­γό­ρης Λαμπρά­κης», περ. «Λαϊ­κός Λόγος», αρ. φύλ. 1, Αύγ. 1965 και «Πορεία ειρή­νης», στο ίδιο περιο­δι­κό, αρ. φύλ. 2, Σεπτ. 1965. Το πρώ­το ποί­η­μα συμπε­ρι­λή­φθη­κε αργό­τε­ρα στις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές του …Παρά προ­στά­τας νάχω­μεν, Αθή­να 1974, σ. 62 και  Τρα­γού­δια της Αντί­στα­σης, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 1981, σελ. 178, καθώς και το δεύ­τε­ρο ποί­η­μα στην ίδια συλ­λο­γή του, σελ. 178–179.
Το περ. «Λαϊ­κός Λόγος. Μηνιά­τι­κο περιο­δι­κό ζωής και τέχνης» ήταν σχε­τι­κά βρα­χύ­βιο (Αύγ. 1965- Γεν. 1967, 18 τεύ­χη και μια έκτα­κτη έκδο­σή του, Δεκ.  1975), το οποίο εξέ­δι­δαν και διεύ­θυ­ναν οι Βασί­λης Ρώτας και Βού­λα Δαμιανάκου.
[7]. Βού­λα Δαμια­νά­κου, στην Εισα­γω­γή της στο βιβλίο Βασί­λης Ρώτας 1889–1977, ό.π., σελ. 13–46, της ίδιας, «Βασί­λης Ρώτας, πρω­το­πό­ρος στη ζωή και  στην  τέχνη», περ. «η λέξη» (μικρό αφιέ­ρω­μα στον Β. Ρώτα), τεύχ. 116, Ιούλ.-Αύγ. 1993, σελ. 425–435 κ.ά., Άντα Κατσί­κη-Γκί­βα­λου, «Η παι­δι­κή ποί­η­ση του Βασί­λη Ρώτα», περ. «΄Ερευ­να» (Αφιέ­ρω­μα στον Βασί­λη Ρώτα. Επι­μέ­λεια: Θαν. Ν. Καρα­γιάν­νης), τεύχ. 13 (98), Ιαν. 2001, σελ. 30–32, Β.Δ. Ανα­γνω­στό­που­λος, «Β. Ρώτας: Μια σύγ­χρο­νη ανά­γνω­ση του ποι­η­τι­κού του έργου», περ. «Έρευ­να», ό.π., σελ. 33–39, Μιχ. Στα­φυ­λάς, «Η ιδιο­τυ­πία του Βασί­λη Ρώτα», περ. «Το Σχο­λείο και το Σπί­τι» (Αφιέ­ρω­μα στον Βασί­λη Ρώτα. Επι­μέ­λεια: Θαν. Ν. Καρα­γιάν­νης), τεύχ. 6–7 (444–445), 21/7–10/10/2002, σελ. 365–368, Μαρία Τζα­φε­ρο­πού­λου, «Η παρου­σία του χιού­μορ στην “Αυγού­λα” του Βασί­λη Ρώτα», περ. «Το Σχο­λείο και το Σπί­τι», ό.π., σελ. 368–373, Αθα­νά­σιος Ν. Γκό­το­βος, «Βασί­λης Ρώτας: Οι πρώ­τες ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές (1917–1923)», περ. «Σύγ­χρο­νη Εκπαί­δευ­ση» (Αφιέ­ρω­μα: Βασί­λης Ρώτας, ο ποι­η­τής, ο θεα­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας, ο άνθρω­πος. Επι­μέ­λεια: Θαν. Ν. Καρα­γιάν­νης), τεύχ. 126–127, Σεπτ.-Δεκ. 2002, σελ. 9–14, Θανά­σης Καρα­γιάν­νης, «Η πολι­τι­κή ποί­η­ση του Βασί­λη Ρώτα –Προ­σεγ­γί­σεις με φόντο τη Μετα­κα­το­χι­κή Περί­ο­δο– », περ. «Σύγ­χρο­νη Εκπαί­δευ­ση», ό.π., σελ. 29–36, το ίδιο στο περ. «Τα Εκπαι­δευ­τι­κά», τεύχ. 65–66, Χει­μώ­νας 2002–2003, σελ. 12–29, Ανδρέ­ας Καρα­κί­τσιος, «Η Αυγού­λα και ο Βασί­λης Ρώτας», περ. «Δια­βά­ζω» (Αφιέ­ρω­μα στον Βασί­λη Ρώτα. Επι­μέ­λεια: Θαν. Ν. Καρα­γιάν­νης), τεύχ. 434, Νοέμ. 2002, σελ. 102–105, Θανά­σης Βενέ­της, «Για την ποι­η­τι­κή του Β. Ρώτα», περ. «Δια­βά­ζω», ό.π., σελ. 106, Χάρης Σακελ­λα­ρί­ου, «Η κοι­νω­νιο­λο­γι­κή θέα­ση του κόσμου στην παι­δι­κή ποί­η­ση του Β. Ρώτα», περ. «Τα Εκπαι­δευ­τι­κά», τεύχ. 63–64, Καλο­καί­ρι 2002, σελ. 16–20, Θαν. Ν. Καρα­γιάν­νης, «Η Ειρή­νη στο έργο του Βασί­λη Ρώτα για παι­διά και έφη­βους», περ. «Δρό­μοι της Ειρή­νης», τεύχ. 66/1990 και τώρα στο βιβλίο του «Με την ορμή της νιό­της…» Δεκα­τέσ­σε­ρα κεί­με­να για τα βιβλία των παι­διών και τους συγ­γρα­φείς τους, Άγ. Δημή­τριος 2001, σελ. 55–66, Θαν. Ν. Καρα­γιάν­νης, «Ο Βασί­λης Ρώτας και η αντι­στα­σια­κή του ποί­η­ση για παι­διά και έφη­βους 1941–1944», περ. «Το Σχο­λείο και το Σπί­τι», τεύχ. 332/1990, σελ. 87–93, «Επι­θε­ώ­ρη­ση Παι­δι­κής Λογο­τε­χνί­ας» (εμπλου­τι­σμέ­νο και με άλλα ποι­ή­μα­τα), εκδ. Σμυρ­νιω­τά­κης, Αθή­να 1990, σελ. 113–142 και τώρα στο βιβλίο του «Με την ορμή της νιό­της…» Δεκα­τέσ­σε­ρα κεί­με­να για τα βιβλία των παι­διών και τους συγ­γρα­φείς τους, Άγ. Δημή­τριος 2001, σελ. 67–78, Θαν. Ν. Καρα­γιάν­νης, «“Ο Φακής”. Έπαρ­ση και θρα­συ­δει­λία. Οι δυο όψεις του ίδιου νομί­σμα­τος», περ. «Το Σχο­λείο και το Σπί­τι», τεύχ. 440/2002, σελ. 45–51, Θαν. Ν. Καρα­γιάν­νης,  «Με τη λύρα του Βασί­λη Ρώτα. Φωνή λαού που φτά­νει ως τ’ άστρα τ’ ουρα­νού», περ. «Θέμα­τα Παι­δεί­ας», τεύχ. 8, Χει­μώ­νας 2001–2002, σελ. 12–15 κ.ά.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο