Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο ΒΡΥΚΟΛΑΚΑΣ, του Βασίλη Ρώτα

Βασί­λη Ρώτα
Ο ΒΡΥΚΟΛΑΚΑΣ
(μονό­πρα­κτη κωμω­δία, με τρεις σκηνές)

Θεα­τρι­κή προ­σαρ­μο­γή: Θανά­σης Ν. Καραγιάννης
[από το ομώ­νυ­μο διή­γη­μα του Βασί­λη Ρώτα][1]

ΠΡΟΣΩΠΑ:

ΕΞΗΓΗΤΗΣ[2].….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….…..

ΠΡΟΕΔΡΟΣ.….….….….….….….….….….….….….….….….….….…..γιατρός, πρό­ε­δρος του χωριού Μ…

ΣΚΛΙΑΣ.….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….… καντη­λα­νά­φτης

ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΛΟΚΥΘΑΣ.….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….…. ψάλτης

ΓΙΩΡΓΗΣ ΤΖΕΣ.….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….…… μαραγκός

ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ του χωριού.….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….

ΚΕΝΤΗΡΙΩΝ.….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….… από­μα­χος δικολάβος

ΣΟΥΒΛΗΣ.….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….… μπα­λω­τής

ΖΕΜΠΕΡΕΚΑΙΝΑ.….….….….….….….….….….….….….….….….. χήρα, ξεμα­γί­στρα, ξορ­κί­στρα, μαμή

ΖΕΜΠΕΡΕΚΗΣ.….….….….….….….…. γιος της Ζεμπε­ρέ­και­νας, χαρ­το­παί­χτης, ο «Βρυ­κό­λα­κας»

ΓΛΕΝΤΖΕΣ.….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….… συνερ­γά­της του… «Βρυ­κό­λα­κα»

ΝΟΜΑΤΑΡΧΗΣ.….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….……

ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ.….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….

ΧΗΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΕΑ ΤΟΥ ΤΙΜΟΥΛΕ.….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….….……

Rotas 4

ΣΚΗΝΗ 1η

ΕΞΗΓΗΤΗΣ: Στο χωριό Μ…, που βρί­σκε­ται «στην καρ­διά της Αρκα­δί­ας», το Κοι­νο­τι­κό Συμ­βού­λιο συνε­δριά­ζει εκτά­κτως, μετά την εμφά­νι­ση… βρυ­κό­λα­κα (τρο­μά­ζει)… αχ! μαμά μου…!, στο χωριό! Όλοι οι Κοι­νο­τι­κοί Σύμ­βου­λοι είναι ανα­στα­τω­μέ­νοι, εκτός από τον Πρό­ε­δρο, ο οποί­ος ως επι­στή­μο­νας για­τρός ο άνθρω­πος σκέ­φτε­ται λογι­κά και ψύχραιμα…

(Ακού­γο­νται ζωη­ρές φωνές, οχλο­βοή στην αίθου­σα. Όλοι είναι ανα­στα­τω­μέ­νοι. Τα τρα­πέ­ζια είναι σε σχή­μα Π και στο κέντρο, μετα­ξύ των Δημο­τι­κών Συμ­βού­λων, ο πρό­ε­δρος προ­σπα­θεί να επι­βάλ­λει την ησυχία):

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ησυ­χία, κύριοι συνά­δερ­φοι, ησυ­χία! Η‑σ-υ-χ-ί‑α!! (κτυ­πά­ει το χέρι του, πολ­λές φορές, επά­νω στο τρα­πέ­ζι) Θυμά­στε το δάσκα­λό μας, Γεώρ­γιο Παπα­που­λα­κό­που­λο, θεός σχω­ρέσ’ τον;

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Ναι! Ναι! (γέλια)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (με στόμ­φο) «Της Αρκα­δί­ας ή Ακαρ­δί­ας ή Πελα­σγί­ας ή Παλα­βί­ας», έλε­γε ειρω­νι­κά, διδά­σκο­ντας γεω­γρα­φία. (συνε­χί­ζει, αλλά­ζο­ντας τον τόνο της φωνής του, ανα­λό­γως) «Κύριε, εμείς δεν είμα­στε Αρκα­δία, εμείς είμα­στε Αχα­ΐα!», πετα­γό­ταν ένα παι­δί τινά­ζο­ντας το χέρι του με το δάχτυ­λό του σηκω­μέ­νο. «Αχα­ΐα», φωνά­ζα­με όλοι μαζί «Αχα­ΐα»!

«Άει χαθεί­τε», νευ­ρί­α­ζε ο δάσκα­λός μας, βαρώ­ντας κι έναν κατα­κέ­φα­λο ενού παι­διού στο πρώ­το θρα­νίο, που γέλαγε.

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Ναι! Έτσι! Ακρι­βώς! (γέλια)

(Ξαφ­νι­κά, τα γέλια και οι φωνές κόβο­νται από­το­μα. Όλοι οι Σύμ­βου­λοι είναι, τώρα, σκυ­θρω­ποί, σκε­φτι­κοί, φοβι­σμέ­νοι! )

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Βάζει αγριο­φω­νά­ρα και φαί­νε­ται θυμω­μέ­νος) Ζώα και τόγια…

ΣΚΛΙΑΣ: Μη μας βρί­ζεις κυρ πρόεδρε…

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δε σας βρί­ζω. Έτσι σας ονο­μά­τι­ζε όλους ο δάσκα­λός μας. Μαζί με σας μ’ έπαιρ­ναν και μένα τα σκά­για. (Αρχι­κά με κάποια συγκα­τά­βα­ση, στη συνέ­χεια με στόμ­φο και με περι­παι­χτι­κή διά­θε­ση) Τελο­σπά­ντων, πήγα­με και παρα­ό­ξω, σπου­δά­σα­με επι­στή­μη, σας για­τρο­πο­ρεύ­ου­με δωπέ­ρα, που θα ’χετε πεθά­νει όλοι από θέρ­μες κι από τη βρώμα…

ΔΥΟ-ΤΡΕΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ: (Με ανή­συ­χη φωνή) Χασο­με­ρά­με!

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μα στο θεό σας, συγ­χω­ρια­νοί και συμ­μα­θη­τές μου, όσο ζώα και τόγια κι αν είμα­στε, κατά τον κοι­νό μας δάσκα­λο, δε μας επι­τρέ­πε­ται στον και­ρό μας να τα πιστεύ­ου­με αυτά, πως βγαί­νει βρυ­κό­λα­κας στο χωριό και να καλού­με το Συμ­βού­λιο σ’ έχτα­χτη συνε­δρί­α­ση. Η Αρκα­δία είναι η καρ­διά του Μοριά και δε μπο­ρεί η καρ­διά του Μοριά να ’ναι τόσο ανό­η­τη. Η Αρκα­δία, ας είναι τώρα ορει­νή. Παλαιό­τα­τα, ήταν νησί. Αυτή ήταν όλη κι όλη η Πελο­πόν­νη­σος κι οι Αρκά­δες τότε ήντου­σαν ναυ­τι­κοί, οι πρώ­τοι Μορα­ΐ­τες ναυ­τι­κοί. Και γι’ αυτό και σαν Μορα­ΐ­τες και σαν ναυ­τι­κοί, έξυ­πνοι. Αλλά τι σας λέω, τι κατα­λα­βαί­νε­τε σεις από ιστο­ρι­κή εξέλιξη…

Τελο­σπά­ντων το χωριό μας βγά­ζει έξυ­πνους ανθρώ­πους, πολι­τι­κούς και στρα­τιω­τι­κούς κι ιερω­μέ­νους και καθη­γη­τά­δες. Θα μου πεις όλοι φεύ­γουν κι εδώ μένουν τα τόγια. Τελο­σπά­ντων. Δε μπο­ρώ να παρα­δε­χτώ και να το πιστέ­ψω πως αυτό που βγά­ζει τώρα το χωριό μας είναι βρυ­κό­λα­κες. Τι είναι, δεν το ξέρου­με ακό­μα, αλλά βρυ­κό­λα­κας δεν είναι. Βάζω το κεφά­λι μου πως δεν είναι.

ΣΚΛΙΑΣ: Δεν είδες και λες. Αν τον έβλεπες…!

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για πέσ’ μας εσύ που τον είδες, τι είδες, δηλαδή;

ΣΚΛΙΑΣ: Εγώ μόνον; Όλο το χωριό. Για­τί δε μιλάτε;

ΚΟΛΟΚΥΘΑΣ: Κ’ ιγώ τουν είδα. Ήταν ουλό­φτυ­στος ου μακαρίτ’ς ου Περι­κλέ­ας ου Τιμου­λές, ου φονε­μέ­νος πριν ένα μήνα στου χου­ράφ’ για συνου­ρια­κές διαφορές…

ΤΖΕΣ: …ο μοι­ρο­λο­γη­μέ­νος και θαμέ­νος Περι­κλέ­ας ο Τιμου­λές. Σηκώ­νε­ται τα μεσά­νυ­χτα, όχι από τον τάφο του στο νεκρο­τα­φείο, παρά απ’ το χωρά­φι, εκεί που έφα­γε την ξινα­ριά κι έμει­νε στον τόπο, και κάτα­σπρος, όπως ήταν στη ζωή όταν φόρα­γε την άσπρη νυχτι­κιά του που­κα­μί­σα, και τεντω­μέ­νος σαν άγγε­λος Γαβρι­ήλ πιά­νει το δρό­μο για το σπί­τι του. Προ­χω­ρώ­ντας ουρ­λιά­ζει σα λύκος…

ΚΟΛΟΚΥΘΑΣ: Έχει δίκιου ου Γιώρ­γης. Ουρ­λιά­ζει σα λύκους: Ουχού­ουου! Ουχούουου!

ΤΖΕΣ: Περ­νά­ει απ’ το σπί­τι του ουρ­λιά­ζο­ντας, χασο­με­ρά­ει λίγο από­ξω, σα να μη βρί­σκει την πόρ­τα κι ύστερα…

ΣΚΛΙΑΣ: Όχι! (διέ­κο­ψε από­το­μα την κου­βέ­ντα και με ζωη­ρή φωνή) Χασο­με­ρά­ει περισ­σό­τε­ρο από­ξω από το σπί­τι του. Εγώ είμαι όλες τις νύχτες εκεί. Η χήρα, του Περι­κλέα, είναι ξαδέρ­φη μου, όπως ξέρε­τε, και τώρα με το βρυ­κό­λα­κα μαζευό­μα­στε όλα τα βρά­δια οι συγ­γε­νή­δες στο σπί­τι της.

ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όλοι το ίδιο κάνου­με. Το σπί­τι μου, τώρα τέσ­σε­ρες βρα­διές είναι στρα­τώ­νας. Κοντεύ­ουν να μου πιούν όλο το κρα­σί της χρονιάς.

ΣΚΛΙΑΣ: Τι κρα­σί της χρο­νιάς. Εμέ­να να δεί­τε τι μου συνέ­βη­κε: μου ’λει­ψαν κοτό­που­λα. Είχα­με κοντά σαρά­ντα κεφά­λια κότες κι αυτές τις ημέ­ρες έχουν μεί­νει τα μισά.

ΚΟΛΟΚΥΘΑΣ: Ιμέ­να μου πήραν την κατσί­κα. Τώρα πάμι ούλοι και κοι­μό­μα­στε στου πεθε­ρού μου. Του πρωί που γυρί­σα­μι σου σπίτ’ έλει­πε ι κατσίκα.

ΤΖΕΣ: Από τη βρα­διά που βγή­κε ο βρυ­κό­λα­κας χάνο­νται, όχι μόνο κότες και κατσί­κες, αλλά και τυριά, ψωμιά, ως και αναχρικά…

ΣΚΛΙΑΣ: Είμα­στε όλοι στης χήρας μαζε­μέ­νοι. Τα μεσά­νυ­χτα, ακρι­βώς τα μεσά­νυ­χτα με το ρολόι, ακού­με το ουρ­λια­χτό που πλη­σί­α­ζε κατά το σπί­τι. Η χήρα του μακα­ρί­τη του Τιμου­λέ είχ’ έτοι­μο το λιβα­νι­στή­ρι, με μπό­λι­κο λιβά­νι και λιβά­νι­ζε κοντά στο παρά­θυ­ρο και κάθε φορά που άκου­γε το ουρ­λια­χτό από­ξω, εσί­μω­νε το στό­μα της κατά τη χαρα­μά­δα του παρά­θυ­ρου και του φώνα­ζε «στο χού­μα σου να πας!». Εγώ αντρειεύ­τη­κα κι έβα­λα το μάτι μου στη χαρα­μά­δα κι είδα: ο Περι­κλέ­ας ο Τιμου­λές ολο­σού­σου­μος, όπως ήταν όταν ήταν ζωντα­νός που έβγαι­νε το καλο­καί­ρι στο μπαλ­κό­νι με τη νυχτι­κιά του. Σε μια στιγ­μή νόμι­σα πως με κοί­τα­ξε και λιποθύμησα!

ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μα καντη­λα­νά­φτης εσύ, πρώ­τη φορά είδες πεθαμένο;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ( με τρα­ντα­χτά γέλια) Το λοι­πόν, συχω­ρια­νοί, δε μπο­ρώ να κατα­λά­βω τι σας έπια­σε και προ­σπα­θεί­τε μέρα μεση­μέ­ρι να γίνε­τε βόι­δια και να με κάμε­τε και μένα. Αυτά τα φαγώ­σι­μα που σας λεί­που­νε δε σας λένε τίποτα;

ΚΟΛΟΚΥΘΑΣ: (με αφε­λές ύφος) Τι να μας πούνε;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όταν σας λεί­πουν, όπως λέτε, τα που­λε­ρι­κά από τα κοτέ­τσια, το τυρί, το βού­τυ­ρο από τα κελά­ρια, τα καρ­βέ­λια το ψωμί, τα κρεμμύδια…

ΚΕΝΤΗΡΙΩΝ: Εμάς μας έλει­ψε και το τηγάνι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έ, όλ’ αυτά δε λέει ο νους σας ποιος τα κλέβει;

ΚΕΝΤΗΡΙΩΝ: Είπα­με στον αστυ­νό­μο, αλλά φοβά­ται κι αυτός ως φαί­νε­ται και δεν ξεμυ­τί­ζει τις νύχτες.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δηλα­δή δεν πάει το μυα­λό σας να σκε­φτεί πως όλ’ αυτά τα κλέ­βει ο βρυκόλακας;

(Οι Σύμ­βου­λοι κοί­τα­ξαν το για­τρό άλλοι με γουρ­λω­μέ­να μάτια, άλλοι με ανοι­χτά στρώ­μα­τα.)

ΣΚΛΙΑΣ: Ο βρυ­κό­λα­κας είναι ψυχή, δεν τρώ­ει κοτό­που­λα και κατσίκια.

ΚΕΝΤΗΡΙΩΝ: (αστειευό­με­νος) Τώρα μάλι­στα που ’ναι και νηστεία του δεκα­πε­νταύ­γου­στου. (γέλια)

ΕΞΗΓΗΤΗΣ: Αυτό το γέλιο σα να φύση­ξε λίγη καλο­θυ­μιά μέσα στα μυα­λά τους και τ’ αέρι­σε κι άρχι­σαν να συλ­λο­γιό­νται αλλιώ­τι­κα, σα να λύθη­καν από το φόβο κι έτσι βγή­κε στη μέση της κου­βέ­ντας και το γαϊ­δού­ρι της Ζεμπε­ρέ­και­νας, που βόη­θη­σε απο­φα­σι­στι­κά το συμ­βού­λιο του χωριού να πάρει απόφαση.

Η Ζεμπε­ρέ­και­να, χήρα, ξεμα­γί­στρα, ξορ­κί­στρα, μαμή και για όλες τις δου­λειές, έμε­νε μόνη της στην άκρη του χωριού. Είχε έναν γιό χαρα­μο­φά­γο, που ζού­σε στη Χώρα χαρ­το­παί­χτης [και ντα­βα­τζής] κι επι­σκε­φτό­τα­νε τη μάνα του, όταν του τύχαι­νε έλλει­ψη από παρά­δες. Η Ζεμπε­ρέ­και­να είχε κι ένα γαϊ­δού­ρι, που οι χωριά­τες έλε­γαν πως ήταν ανθρω­πο­νό­η­το ζωντα­νό. Ολη­με­ρίς κι ολο­νυ­χτίς γύρι­ζε στο χωριό ξεκα­πί­στρω­το, ξεσα­μά­ρω­το. Γύρι­ζε στα σοκά­κια και κοντο­στε­κό­ταν στους φρά­χτες κι έκα­νε πως ματσού­λι­ζε τ’ αγκά­θια, αλλά έβα­ζε αυτί κι αφου­γκρα­ζό­ταν κι άκου­γε ό,τι έλε­γαν οι χωριά­τες στις αυλές και μέσα στις κάμα­ρες και πήγαι­νε και τα ’λεγε της κυράς του. Έτσι η Ζεμπε­ρέ­και­να γνώ­ρι­ζε όλα τα μυστι­κά του χωριού.

ΚΟΛΟΚΥΘΑΣ: Η Ζεμπε­ρέ­και­να και το γαϊ­δού­ρι της λεί­παν απ’ το χωριό, από ημέ­ρες πριν φανε­ρω­θεί ο βρυκόλακας.

ΚΕΝΤΗΡΙΩΝ: Άκου­σα ότι η Ζεμπε­ρέ­και­να έχει πάει στην Ντρι­πο­λι­τσά να κάνει καλά μια άρρω­στη από καρκίνο.

ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πως ίσα ίσα τις ημέ­ρες αυτές είχε φανε­ρω­θεί κι ο γιος της ο προ­κο­μέ­νος στο σπί­τι της που μάζευε τον διά­βο­λο και τον κουβέντιαζε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εδώ, κύριοί μου, εδώ είναι κατερ­γα­ριά στη μέση. Το χωριό μας έχει πάθει απά­τη. Μας έχου­νε ρίξει! Όλο το χωριό την έπα­θε κι ο Πρό­ε­δρος μαζί και η αστυ­νο­μία και δεν είναι η ζημιά, οι ζημιές, παρά η ντρο­πή. Θα μας κάνουν βού­κι­νο τα γύρω χωριά, που μας έχουν κιό­λας στο μάτι, για­τί εμείς έχου­με τον κάμπο και τ’ άλλα χωριά είναι στα βου­νά, και προ­πά­ντων για­τί κου­νιό­μα­στε και μας πρό­σε­ξε κι ο του­ρι­σμός. Θα μας βγά­λουν τρα­γού­δια, θα μας κάνουν σάτι­ρες, θ’ ακού­γο­νται τα ονό­μα­τά μας στα πανη­γύ­ρια. Πρέ­πει να προ­λά­βου­με. Να ενερ­γή­σου­με σύντο­μα, απο­φα­σι­στι­κά και προ­πά­ντων μυστικά.

ΣΚΛΙΑΣ: Τι να κάνου­με; (μουρ­μου­ρί­ζο­ντας μες στα δόντια του) Με το θεό θα τα βάλουμε;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τίπο­τα να μην κάνου­με, που να φανε­ρώ­σει πως μυρι­στή­κα­με τα χνά­ρια και πήρα­με τον ντο­ρό. Ούτε ο νομα­τάρ­χης να μη μάθει τίπο­τα, άστε τον να κοι­μά­ται. Εμείς, μόνοι μας, με μεγά­λη μυστι­κό­τη­τα και προ­φύ­λα­ξη θα παρα­φυ­λά­ξου­με από­ψε να πιά­σου­με το βρυκόλακα.

ΣΟΥΒΛΗΣ: (με απο­ρία και έντο­να σημά­δια φόβου) Να πιά­σου­με το βρυκόλακα!

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα κρυ­φτού­με με τις μαγκού­ρες μας, θα τους πέσου­με απάνω…

ΣΟΥΒΛΗΣ: (συνε­χί­ζει να είναι φοβι­σμέ­νος) Μ’ αυτός είναι βρυκόλακας!

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μακά­ρι να ’ταν βρυ­κό­λα­κας γνή­σιος, αλλά όλα στον και­ρό μας είναι νοθε­μέ­να. Σκε­φτεί­τε, άμα τον πιάσουμε…

ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μα δεν μπο­ρεί να ’ναι μόνος… Αυτοί θα ’ναι πολ­λοί, θα ’ναι συμ­μο­ρία, τσούρ­μο κουρσάροι!

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μπα, κοτσυ­φο­λό­γοι είναι, λιμα­σμέ­νοι είναι. Κλε­φτο­κο­τά­δες, της πεντά­ρας άνθρω­ποι, κι υπο­ψιά­ζο­μαι πως ένας θα ’ναι ο προ­κομ­μέ­νος ο γιος [ο ντα­βα­τζής] της Ζεμπε­ρέ­και­νας. Ήρθε δω για να ξαφρί­σει το κομπό­δε­μα της μάνας του, δεν τη βρή­κε, έξυ­σε το κεφά­λι του και βρή­κε την κατερ­γα­ριά, ανθρω­πά­κι είναι. Θα συνε­ται­ρί­στη­κε με κάνα άλλο ανθρω­πά­κι σαν τα μού­τρα του, κάναν αλήτη…

ΚΕΝΤΗΡΙΩΝ: Ναι, ναι, ναι! Τώρα θυμά­μαι. Την Κυρια­κή είχα πάει στ’ αμπέ­λι και πήρε το μάτι μου εκεί να γυρο­φέρ­νει τον αλή­τη τον Γλε­τζέ. Κου­ρε­λής, ξυπο­λιάς μ’ ένα ραβδί κι ένα τσου­βά­λι άδειο στον ώμο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ε, αυτός είναι, αυτοί οι δυο είναι. Πει­να­σμέ­νοι, σκε­φτή­καν να κλέ­ψουν καμιά κότα να τη φάνε, θυμή­θη­καν πως είσα­στε όλοι τόγια, θυμή­θη­καν και τον μακα­ρί­τη τον Τιμου­λέ φρε­σκο­σκο­τω­μέ­νον, και βρή­καν τον τρόπο…

Rotas 3

ΣΚΗΝΗ 2η

ΕΞΗΓΗΤΗΣ: Το σκέ­διο έγι­νε κιό­λας και το βρά­δυ, όταν καλο­σου­ρού­πω­σε κι όλοι οι χωρια­νοί είχαν κλει­στεί στα σπί­τια, όπως όλα εκεί­να τα βρά­δια, οι πέντε νεό­τε­ροι σύμ­βου­λοι με τον πρό­ε­δρο, αρχη­γό, όλοι αρμα­τω­μέ­νοι, άλλος με μαγκού­ρα, άλλος με παλού­κι, πιά­σαν διά­φο­ρα πόστα και κρυ­φτή­καν καλά στο δρό­μο που ’κανε την ταχτι­κή του πορεία ο βρυ­κό­λα­κας. Κρύ­φτη­καν και περί­με­ναν κι ήτα­νε τόσο το πεί­σμα τους που ’καναν με το νι και με το σίγ­μα τη συντα­γή που τους είχε δώσει ο για­τρός, δηλ. ο Πρό­ε­δρος: Ούτε τσι­γά­ρο άνα­ψαν, ούτε έβη­ξαν, ούτε φτερ­νί­στη­καν, ώσπου άκου­σαν το ουρ­λια­χτό του βρυ­κό­λα­κα κι ανατσουτσουρώθηκαν.

(Ο βρυ­κό­λα­κας έρχε­ται με αργό βήμα προς τη σκη­νή, με υψω­μέ­να τα χέρια του, κάτω από το ολό­σω­μο, κατά­λευ­κο φόρε­μά του. Στέ­κε­ται, κοι­τά­ζει τρι­γύ­ρω, ουρ­λιά­ζει… και προ­χω­ρεί. Η χήρα λιβα­νί­ζει μέσ’ από το παρά­θυ­ρο και με φωνή ξέπνοη του φωνά­ζει:)

ΧΗΡΑ: Στο χού­μα σου να πας! Στο χού­μα σου να πας!

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Πετά­γε­ται μες στο σκο­τά­δι και απευ­θυ­νό­με­νος προς το βρυ­κό­λα­κα…) Καλη­σπέ­ρα!

(Ο βρυ­κό­λα­κας αιφ­νι­διά­ζε­ται! Κάνει να στρί­ψει δεξιά για να ξεφύ­γει, αλλά…)

ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ: (του βγαί­νει μπρο­στά και του κλεί­νει το δρό­μο…) Καλη­σπέ­ρα!

(Ο βρυ­κό­λα­κας ξανα­αιφ­νι­διά­ζε­ται! Κάνει να στρί­ψει αρι­στε­ρά για να ξεφύ­γει, αλλά και πάλι…)

ΣΚΛΙΑΣ: Καλησπέρα!

(Τον συλ­λαμ­βά­νουν, ενώ αυτός προ­βάλ­λει κάποια αντί­στα­ση. Όλοι οι χωρια­νοί μαζεύ­ο­νται στο αλώ­νι του χωριού. Άλλος τον δέρ­νει, άλλος τον φτύ­νει, άλλος τον μουν­τζου­ρώ­νει στο πρό­σω­πο. Σε λίγο φέρ­νουν τον Γλε­τζέ, ο οποί­ος κρα­τά­ει δυο ζωντα­νές κότες. Από τη φασα­ρία ξυπνά­ει ο νομα­τάρ­χης και παρου­σιά­ζε­ται μαζί μ’ έναν χωρο­φύ­λα­κα.)

ΝΟΜΑΤΑΡΧΗΣ: Τι γίνε­ται ιδώ; Παρα­κα­λώ! Παρα­κα­λώ! Αφή­στι την εξου­σία να κάν’ τη δου­λειά τ’ς! (Του εξη­γούν χαμη­λό­φω­να.) Μάλι­στα! Να γίνει έρευ­να κι ανα­πα­ρά­στα­ση! Να πάμι στου σπίτ’ της Ζεμπε­ρέ­και­νας. (Φεύ­γουν από τη σκη­νή)

(Μπαί­νουν αμέ­σως στη σκη­νή ο νομα­τάρ­χης κι ο χωρο­φύ­λα­κας, ο Πρό­ε­δρος, ο Αντι­πρό­ε­δρος και οι δρά­στες. Μαζί τους και η Ζεμπερέκαινα.)

ΝΟΜΑΤΑΡΧΗΣ: Ουραία, λοι­πόν! Κι τώρα τι λες κυρα — Ζεμπερέκαινα;

ΖΕΜΠΕΡΕΚΑΙΝΑ: Τι να πω, κυρ Νου­μα­τάρ­χη μου. Καλά να πάθ’ κι ου γιός μ’ κι ου Γλε­τζές. Να τιμωρηθούν.

ΝΟΜΑΤΑΡΧΗΣ: Βεβαί­ως κι θα τιμω­ρη­θούν. Η εξου­σία έδου­σε εντο­λές κι θα τηρη­θούν! Εμπρός!

(Στη σκη­νή μπαί­νουν οι οργα­νο­παί­χτες, οι οποί­οι παί­ζουν ένα δημο­τι­κό τρα­γού­δι και προ­χω­ρούν προς τον αρι­στε­ρό διά­δρο­μο του θεά­τρου. Ακο­λου­θούν η Ζεμπε­ρέ­και­να, η οποία τρα­βά­ει μ’ ένα σκοι­νί το γιό της, το «βρυ­κό­λα­κα», που είναι δεμέ­νος με το Γλε­τζέ, ο οποί­ος ακο­λου­θεί. Στο στή­θος και στην πλά­τη του «βρυ­κό­λα­κα» υπάρ­χουν χαρ­τό­νια που γρά­φουν: Ο ΒΡΥΚΟΛΑΚΑΣ και του Γλε­τζέ, χαρ­τό­νια που γρά­φουν: Ο ΕΞΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Μ…Ακολουθούν το Κοι­νο­τι­κό Συμ­βού­λιο)

ΣΚΗΝΗ 3η

ΕΞΗΓΗΤΗΣ: Η πομπή πέρα­σε όλα τα σοκά­κια του χωριού και σε κάθε σπί­τι που ’χε γίνει κλε­ψιά στε­κό­ταν σαν για τρι­σά­γιο κι οι γυναί­κες και τα παι­διά πετού­σαν στους ήρω­ες της πομπής στά­χτες, σβου­νιές, κλού­βια αβγά, σκου­πί­δια και τους εμούτζωναν.

Έτσι, το χωριό Μ… έβγα­λε το άχτι του και δια­φή­μι­σε σ’ όλη την περιο­χή πως κρα­τά­ει πάντα το σκή­πτρο της εξυ­πνά­δας και πως πάντα βγά­ζει και πολι­τι­κούς κι επι­στή­μο­νες και λοι­πά, αλλά βρυ­κο­λά­κους δε βγάζει.

(Ο Πρό­ε­δρος με τον Αντι­πρό­ε­δρο πίνουν τον καφέ τους, στο καφε­νείο του χωριού, συζη­τούν για τις ετή­σιες λαο­γρα­φι­κές εκδη­λώ­σεις του χωριού, καθώς και για την ανα­πα­ρά­στα­ση του βρυκόλακα)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ; Είναι όλα εντά­ξει, αντι­πρό­ε­δρε, ή έχου­με καμιά εκκρεμότητα;

ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όλα εντά­ξει. Φέτος συμ­με­τέ­χουν ακό­μα περισ­σό­τε­ροι άνδρες, αλλά και παι­διά και γυναίκες…Για βρυ­κό­λα­κα βρή­κε ο δάσκα­λος έναν κατα­πλη­κτι­κό τύπο, τον Αντρέα της Γιώρ­γαι­νας, της Χαρχάλαινας.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μωρέ, εκεί­να τ’ αυγά φέτος να μην είναι κλού­βια και βρω­μά­νε…(Κάνει ένα μορ­φα­σμό αηδί­ας…) Δε χρειά­ζε­ται δα και τόσο πιστή αναπαράσταση…

(Ο Ζεμπε­ρέ­κης κι ο Γλε­τζές πλη­σιά­ζουν τον Πρό­ε­δρο…)

ΖΕΜΠΕΡΕΚΗΣ: Πρό­ε­δρε, θέλου­με…, δηλα­δή… εγώ κι ο Γλε­τζές από δω, να σε παρα­κα­λέ­σου­με για κάτι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι θέλεις ρε, Ζεμπερέκη;

ΖΕΜΠΕΡΕΚΗΣ: Να…, δηλα­δή…, θέλα­με …να παί­ξου­με εμείς το «βρυ­κό­λα­κα» και το συνερ­γά­τη του.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και για­τί, παρα­κα­λώ; Οι άλλοι δεν τον παί­ζουν καλά;

ΓΛΕΤΖΕΣ: Καλά τον παί­ζουν, αλλά…,να…., πώς να σου το πούμε…Εμείς είμα­στε «οι πρώ­τοι διδά­ξα­ντες», που λένε…

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δε γίνο­νται αυτά τα πράγ­μα­τα! Μπο­ρεί να είστε, όπως λέτε, «οι πρώ­τοι διδά­ξα­ντες», αλλά δεν παύ­ει να ήσα­σταν κλέ­φτες και να είχα­τε κάνει κακό σε πολ­λούς συγ­χω­ρια­νούς μας. Τι θα πού­νε όλοι αυτοί αν απ’ το σοβα­ρό και το πραγ­μα­τι­κό, το γυρί­σου­με στ’ αστείο και τελι­κά στο γελοίο; Μόνο εσείς δε πρέ­πει να παρα­στή­σε­τε το «βρυ­κό­λα­κα» και το συνερ­γά­τη του. Πώς να σας το πω; Είναι…δε γίνε­ται… «για λόγους ηθι­κής τάξε­ως». Το μόνο που μπο­ρού­με να κάνου­με για σας είναι …(σκέ­φτε­ται για κάποια δευ­τε­ρό­λε­πτα…) είναι…να σας βγά­λου­με σύντα­ξη…!, «εχτι­μώ­ντας την πρω­το­βου­λία σας»…, τότε, για το «βρυ­κό­λα­κα»…

ΖΕΜΠΕΡΕΚΗΣ- ΓΛΕΤΖΕΣ: (Το πίστε­ψαν και… φιλώ­ντας το χέρι του Προ­έ­δρου) Ευχα­ρι­στού­με κυρ Πρό­ε­δρε, ευχαριστούμε…!

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Στο καλό! Στο καλό να πάτε…! (και με τον Αντι­πρό­ε­δρο ξεσπούν σε τρα­ντα­χτά γέλια…)

(Κλεί­νει η αυλαία)

  1. Το διή­γη­μα του Βασί­λη Ρώτα «Ο Βρυ­κό­λα­κας» δημο­σιεύ­τη­κε στην «Πελο­πον­νη­σια­κή Πρω­το­χρο­νιά», (1965, σ. 135–139) και στη συνέ­χεια συμπε­ρι­λή­φθη­κε στο βιβλίο του Βασ. Ρώτα, Η Περιου­σία κι άλλα διη­γή­μα­τα (έκδ. περ «Λαϊ­κός Λόγος», Αθή­να 1966, σ. 107–116). Οι περισ­σό­τε­ροι διά­λο­γοι, οι οποί­οι ενυ­πάρ­χουν σ’ αυτή τη μονό­πρα­κτη κωμω­δία, είναι δανει­σμέ­νοι από το ομώ­νυ­μο διή­γη­μα του Βασί­λη Ρώτα.

[2]. Άλλοι δρα­μα­τουρ­γοί χρη­σι­μο­ποιούν τον όρο «αφη­γη­τής». Στον Βασί­λη Ρώτα άρε­σε ο όρος «εξη­γη­τής».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο