Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Ο Γιάννης ο φονιάς» δεν σκότωσε ποτέ κανέναν

Το κάθε τρα­γού­δι μόλις γεν­νη­θεί στη δια­δρο­μή του γρά­φει κάποια ιστο­ρία. Η ιστο­ρία του μοιά­ζει σαν την ιστο­ρία και την πορεία των ανθρώ­πων. Για άλλους είναι σημα­ντι­κή, λαμπε­ρή, ευλο­γη­μέ­νη και χει­ρο­κρο­τη­μέ­νη. Και για άλλους μικρή, χωρίς ιδιαί­τε­ρες εκφάν­σεις, πολ­λές φορές ασή­μα­ντη και αδιάφορη.

Συνή­θως όμως πίσω από ένα τρα­γού­δι κρύ­βε­ται μία ιστο­ρία που μπο­ρεί να είναι συγκι­νη­τι­κή, συγκλο­νι­στι­κή, με τρο­με­ρό ενδια­φέ­ρον και περιέργεια.

Μία τέτοια περί­πτω­ση είναι η ιστο­ρία για το κατα­πλη­κτι­κό τρα­γού­δι του Χατζι­δά­κι και του Γκά­τσου «Ο Γιάν­νης ο φονιάς», που ερμη­νεύ­ει συγκλο­νι­στι­κά ο Μανώ­λης Μητσιάς.

Ο Γκά­τσος δεν μίλη­σε ποτέ δημό­σια για το ποιος ήταν ο ήρω­ας του τρα­γου­διού αυτού. Δύο όμως είναι οι πιο πιθα­νές εκδο­χές. Με την πρώ­τη να υπο­στη­ρί­ζει ότι σε ένα χωριό της  Aιτω­λο­α­καρ­να­νί­ας το 1950 και λίγο μετά από ένα φρι­κτό εμφύ­λιο που κατά­πιε την Ελλά­δα και ένα μεγά­λο μέρος της ευαι­σθη­σί­ας και της τρυ­φε­ρό­τη­τας της, ο Γιάν­νης, ένα παι­δί 15 χρο­νών, σκό­τω­σε τη μάνα του και τον ερα­στή της.

Η δεύ­τε­ρη εκδο­χή, ίσως και η πιο πιθα­νή, την οποία διη­γεί­ται ο συγ­χω­ρε­μέ­νος ο Γιουρ­γο­μέγ­γου­λης, επι­στή­θιος φίλος του Λοΐ­ζου, επι­κα­λεί­ται ότι του είπε ο Γκά­τσος ότι ο Γιάν­νης ο φονιάς δεν σκό­τω­σε ποτέ κανέ­ναν. Ο αδελ­φός του Γιάν­νη, πατέ­ρας τεσ­σά­ρων παι­διών σκό­τω­σε για λόγους τιμής έναν συγ­χω­ρια­νό του και ο Γιάν­νης, που ήταν αρρα­βω­νια­σμέ­νος με το Φρο­σί, πήρε το φονι­κό απά­νω του για να μην ορφα­νέ­ψει η φαμί­λια του αδερ­φού του και να έχουν καλύ­τε­ρη φρο­ντί­δα οι γονείς του.

Οπωσ­δή­πο­τε, θα μπο­ρού­σε να υπο­τε­θεί ότι δεν ισχύ­ει τίπο­τα από τα παρα­πά­νω και απλώς είναι μία μυθο­πλα­σία του Γκά­τσου. Ο Γκά­τσος στο τρα­γού­δι «ο Γιάν­νης ο φονιάς» ουσιαστικά
στή­νει ένα συγκλο­νι­στι­κό τρί­λε­πτο μονό­πρα­κτο, που θα το ζήλευε ακό­μη και ο Μπέ­κετ. Ένα δωμά­τιο με ένα τρα­πέ­ζι, μερι­κές καρέ­κλες, ένας δίσκος με ένα ποτη­ρά­κι μέντα και ένα γλυ­κό κουταλιού.

Μερι­κά πρό­σω­πα βγαλ­μέ­να μέσα από ελλη­νι­κή τρα­γω­δία με κυρί­αρ­χο ήχο για μου­σι­κή επέν­δυ­ση την απέ­ρα­ντη σιω­πή και ένα βου­βό κλά­μα. Μέσα στο δωμά­τιο να αιω­ρού­νται ερω­τή­μα­τα, μυστι­κά, ενο­χές, συμ­βι­βα­σμοί, ανεκ­πλή­ρω­τοι έρω­τες και χαμέ­να όνει­ρα. Και όλα αυτά σε ένα ολι­γο­σύλ­λα­βο και λαχα­νια­σμέ­νο στί­χο, σε μία δρα­μα­τουρ­γι­κή σκη­νή που μόνο ο Γκά­τσος θα μπο­ρού­σε να δημιουρ­γή­σει, αρμα­τω­μέ­νος καθώς ήταν με θεα­τρι­κή φόρ­τι­ση και παιδεία.

Πηγή: ogdoo.gr

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο