Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Γ. Σουρής και η πολιτική σάτιρα

Ο Σου­ρής παίρ­νει ιδιαί­τε­ρο νόη­μα σήμε­ρα και μας απο­κα­λύ­πτει τις πηγές ενός καθα­ρά ελλη­νι­κού είδους που ταυ­τί­στη­κε με τους πολι­τι­κούς και κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες σ’ όλη τη διάρ­κεια του ελεύ­θε­ρου εθνι­κού μας βίου.

Η ύπαρ­ξη της νεο­ελ­λη­νι­κής πολι­τι­κής σάτι­ρας συν­δέ­ε­ται ανα­πό­σπα­στα με το αγώ­να για τον εκδη­μο­κρα­τι­σμό και τον εξα­στι­σμό της πολι­τεί­ας κι ακό­μα απο­τε­λεί μια συνε­χή μάχη υπέρ ης ελευ­θε­ρο­τυ­πί­ας. Με αφε­τη­ρία το τελευ­ταίο τέταρ­το του 19ου αιώ­να μας, οπό­τε παρα­τη­ρού­νται οι πρώ­τες προ­σπά­θειες για μια αστι­κή αλλα­γή στην Ελλά­δα, η σάτι­ρα συνο­δοι­πό­ρη­σε με τα λαϊ­κά αιτή­μα­τα: ανε­ξαρ­τη­σία, συνταγ­μα­τι­κή νομι­μό­τη­τα, κοι­νω­νι­κή δικαιο­σύ­νη, ελευ­θε­ρο­τυ­πία, εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία. Μεγά­λα ονό­μα­τα διέ­πρε­ψαν στο είδος. Ας θυμη­θού­με τον Ροΐ­δη νκαι τον Γαβρι­η­λί­δη στον «Ασμο­δαίο» και το «Μη Χάνε­σαι», το Σοφο­κλή Καρύ­δη στο Φως», τον Λασκα­ρά­το, τον Κλε­άν­θη Τρια­ντά­φυλ­λο στο «Ραμπα­γά» του και τέλος το Γεώρ­γιο Σου­ρή και τον Κεφα­λο­νί­τη Μολ­φέ­τα για τον οποίο μας έδω­σε στο τελευ­ταίο τεύ­χος της «Επι­θε­ώ­ρη­σης Τέχνης» μια ενδια­φέ­ρου­σα μελέ­τη ο Κώστας Βαλέτας.

Η παρου­σία του Ροΐ­δη και του Καρύ­δη στην αφε­τη­ρία της νεο­ελ­λη­νι­κής πολι­τι­κής σάτι­ρας συν­δέ­ε­ται με μια επο­χή όπου οι κοι­νω­νι­κοί αγώ­νες δεν είχαν πάρει την κατο­πι­νή τους οξύ­τη­τα και έτσι υπήρ­χε λιγό­τε­ρο ποσο­στό αντι­δρά­σε­ων του κατε­στη­μέ­νου. Αυτό δε σημαί­νει πως η σάτι­ρα δεν είχε την οξύ­τη­τά της και τους καί­ριους στό­χους της. Ωστό­σο οι αντι­δρά­σεις ήταν μικρές, οι Αθη­ναί­οι λίγο πολύ γνω­ρί­ζο­νταν μετα­ξύ τους και γελού­σαν για τα οικεία κακά του τόπου, είτε γίνο­νταν στο παλά­τι, είτε στον πολι­τι­κό, είτε στον κοι­νω­νι­κό χώρο.. Κατα­μη­νύ­σεις, «εξύ­βρι­σις του βασι­λέ­ως», «περι­ύ­βρι­σις της αρχής» ήταν δύσκο­λο να κινη­το­ποι­η­θούν κατά της σάτι­ρας. Ο Σοφο­κλής Καρύ­δης έβγα­ζε το «Φως» με μότο στην προ­με­τω­πί­δα της εφη­με­ρί­δας: «Και ο δεί­νας και ο τάδες – είναι όλοι μασκα­ρά­δες»! Το διά­βα­σε ο βασι­λιάς Γεώρ­γιος και είπε: «Τότε κι αυτός είναι μασκα­ράς». Τόμα­θε ο Καρύ­δης και από τότε την άλλη μέρα πλού­τι­σε το μότο του:

Και ο δεί­νας και ο τάδες
είναι όλοι μασκαράδες
Και ο συντά­κτης του «Φωτός»
Είπεν η Αυτού Μεγαλειώτης
Μασκα­ράς είναι κι αυτός!

Έτσι, χωρίς κόμ­μα­τα, με αμφι­λε­γό­με­νη την από­δο­ση ως προς το υπο­κεί­με­νο της πρό­τα­σης, δημο­σιευό­ταν του λοι­πού το μότο. Και δεν κινή­θη­κε ο δικα­στι­κός μηχα­νι­σμός για εξύ­βρι­ση του βασι­λέ­ως. Η ελευ­θε­ρο­τυ­πία ήταν απεί­ρως πολυ­τι­μό­τε­ρη από το να γίνει στό­χος ένα πετυ­χη­μέ­νο καλα­μπού­ρι και διαφυλάχτηκε.

***

Όχι όμως για πολύ. Γρή­γο­ρα η κατά­στα­ση σκλή­ρυ­νε για­τί βάραι­ναν οι ταξι­κές αντι­θέ­σεις και το στέμ­μα, που δεν είχε καθα­ρή τη συνεί­δη­σή του από συνταγ­μα­τι­κές παρα­βά­σεις, δεχό­ταν άμε­σες βολές με εκρη­κτι­κή δημο­κρα­τι­κή γόμω­ση. Κοτζα­μπα­σι­σμ­σός, παλα­τια­νά σκάν­δα­λα και επεμ­βέ­σεις στην πολι­τι­κή ζωή, εθνο­κα­πη­λεία και πολε­μο­κα­πη­λεία, οι χρυ­σο­κάν­θα­ροι του πλού­του δέχο­νται το σφυ­ρο­κό­πη­μα της σάτι­ρας. Είναι πια η επο­χή που η ελευ­θε­ρο­τυ­πία υφί­στα­ται καθη­με­ρι­νά τα πλήγ­μα­τα της πολι­τεί­ας, η επο­χή που οδη­γεί τον Κλε­άν­θη Τρια­ντά­φυλ­λο στη φυλα­κή και την αυτο­κτο­νία και το Ρόκ­κο Χοϊ­δά στο θάνα­το επει­δή δε θέλη­σε να υπο­γρά­ψει δήλω­ση νομι­μο­φρο­σύ­νης ένα­ντι του παλα­τιού. Από το ειδύλ­λιο περ­νά­με στο ασυν­θη­κο­λό­γη­το και τον ανε­λέ­η­το αγώ­να για ένα καλύ­τε­ρο μέλ­λον του τόπου, χωρίς μοναρ­χία και χωρίς κοτζα­μπά­ση­δες στην πολι­τι­κή κονίστρα.

Η εμφά­νι­ση του Σου­ρή συμπί­πτει στο μεταίχ­μιο της στρο­φής. Ο έξυ­πνος αυτός Χιώ­της, που για την κατα­γω­γή του ερί­ζουν τόσες ελλη­νι­κές περι­φέ­ρειες όσες, του­λά­χι­στο,  και για του Ομή­ρου, έπια­σε το σφυγ­μό της επο­χής του και κινή­θη­κε με θαυ­μα­στή ακρο­βα­σία πάνω από τα γρα­νά­ζια του νόμου, ώστε ελά­χι­στες φορές να εμπλα­κεί . Η σάτι­ρά του κινεί­ται προς όλες τις κατευ­θύν­σεις, δεν γνω­ρί­ζει ιδε­ο­λο­γι­κό στρα­τό­πε­δο. Χτυ­πά­ει το παλά­τι, τη Βου­λή, την πολι­τι­κή ηγε­σία, αλλά και μέτρα εξα­στι­σμού της νεο­ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας (ο Τρι­κού­πης ήταν ο πιο προ­σφι­λής του στό­χος) υπε­ρα­σπί­ζει την καθα­ρεύ­ου­σα και το αμε­τά­φρα­στο των γρα­φών. Είναι μια σάτι­ρα που απευ­θύ­νε­ται προς όλους, ανε­ξάρ­τη­τα από πολι­τι­κή τοπο­θέ­τη­ση, και που στο τέλος τού­δω­σε και το Σταυ­ρό του Σωτήρος.

***

Ωστό­σο δεν μπο­ρεί να μην ανα­γνω­ρί­σει κανείς σήμε­ρα μέσα στο έργο του τις κατα­βο­λές μιας προ­σπά­θειας που αγω­νί­στη­κε στο μεγα­λύ­τε­ρο ποσο­στό της ενα­ντί­ον της μοναρ­χί­ας, της βίας και της κοτζα­μπά­σι­κης αυθε­ρε­σί­ας για­τί η επι­και­ρό­τη­τα ήταν γεμά­τη από τέτοια ευρή­μα­τα και η σάτι­ρα δεν ήτανβ δυνα­τό να τα παρα­κάμ­ψει, το παλά­τι ιδί­ως, για τις αντι­συ­νταγ­μα­τι­κές εκτρο­πές του, τις επεμ­βά­σεις του, τις προι­κο­δο­τή­σεις των βλα­στών της δυνα­στεί­ας, τις υπέρ­με­τρες χορη­γί­ες υπέρ του στέμ­μα­τος, δέχε­ται συγκε­ντρω­τι­κές βολές. Ακό­μα και ενα­ντί­ον της βασί­λισ­σας κατηύ­θυ­νε οξύ­τα­ες ριπές με το πρό­σχη­μα ότι απευ­θύ­νε­ται στη συμ­βί­θα του: «κυρά Γιώρ­γαι­να γυρί­στρα, κυρά Γιώρ­γαι­να μπε­κρού – έγι­νες πομπή του κόσμου, του μεγά­λου και μικρού».

Από­σπα­σμα από άρθρο του Τάσου Βουρ­νά «Με την ευκαι­ρία των “Απά­ντων” του. Η πολι­τι­κή σάτι­ρα και ο Γ. Σου­ρής» στην «Αυγή» (26/2/1967)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο