Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΛΗΝΟΣ ΩΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ (1882–1943)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Υπάρ­χει η άπο­ψη, ότι για να χαρα­κτη­ρί­ζε­ται κανείς φιλό­σο­φος, χρειά­ζε­ται να έχει ανα­πτύ­ξει ο ίδιος κάποιο φιλο­σο­φι­κό σύστη­μα. Στην εντε­λώς αντί­θε­τη άκρη υπάρ­χει η έννοια-λάστι­χο του φιλό­σο­φου. Δηλα­δή, με το να δια­τυ­πώ­νει κανείς κάποιες θεω­ρη­τι­κές σκέ­ψεις ή ακό­μα να κάνει ένα επι­φα­νεια­κό  σκόρ­πιο  αμάλ­γα­μα φιλο­σο­φι­κών ρευ­μά­των, να δια­κο­σμεί­ται με τον κολα­κευ­τι­κό χαρα­κτη­ρι­σμό «φιλό­σο­φος». Ο Δημή­τρης Γλη­νός δεν ανή­κει ούτε στη μία ούτε στην άλλη κατη­γο­ρία. Κατά τη γνώ­μη μου μπο­ρεί χωρίς κανέ­να ενδοια­σμό να χαρα­κτη­ρι­στεί φιλό­σο­φος. Η φιλο­σο­φι­κή διά­στα­ση διέ­πει όλο το έργο του Γλη­νού, αφού η δρά­ση του ως παι­δα­γω­γός-εκπαι­δευ­τι­κός-αγω­νι­στής απόρ­ρεε πάντα από βαθιά σκέ­ψη σχε­τι­κά με τα κοι­νω­νι­κά φαι­νό­με­να και τα εκπαι­δευ­τι­κά δρώ­με­να στον τόπο και με αυτή την έννοια ήδη μπο­ρεί να θεω­ρεί­ται φιλό­σο­φος. Ο Γλη­νός, που σε ώρι­μη ηλι­κία προ­χώ­ρη­σε στην κομ­μου­νι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία, συμ­φώ­νη­σε με τον Χέγκελ και τον Λένιν, ότι η δια­λε­κτι­κή και οι αρχές του γίγνε­σθαι είναι «η άλγε­βρα της επα­νά­στα­σης»1.  Ο Ευτύ­χης Μπι­τσά­κης, στο άρθρο του με τίτλο «Δημή­τρης Γλη­νός από τον αστι­κό στο σοσια­λι­στι­κό ανθρω­πι­σμό»2 δια­χω­ρί­ζει σχη­μα­τι­κά τέσ­σα­ρεις περιό­δους στη στο­χα­στι­κή εξέ­λι­ξη του Γλη­νού: από το 1905 μέχρι το 1912 σαν περί­ο­δο της δια­μόρ­φω­σης της επι­στη­μο­νι­κής προ­σω­πι­κό­τη­τάς του. Το 1912 μέχρι το 1926 εξε­λί­χθη­κε σε πρω­τερ­γά­τη του αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κού μετα­σχη­μα­τι­σμού μέσα από τη στο­χα­στι­κή και πολι­τι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα. Απο το 1926 μέχρι το 1933 βαθ­μιαία συνει­δη­το­ποιεί, ότι η αστι­κή ανα­γέν­νη­ση της πατρί­δας του δεν ήταν δυνα­τή και ότι η ελλη­νι­κή αστι­κή τάξη δεν μπο­ρού­σε να είναι φορέ­ας μιας κοι­νω­νι­κής και πνευ­μα­τι­κής ανά­πλα­σης και άρχι­σε να προ­σα­να­το­λί­ζε­ται προς την εργα­τι­κή τάξη και την αντί­στοι­χη ιδε­ο­λο­γία.  Έτσι, εκεί­νη την περί­ο­δο, εξε­λισ­σό­ταν όχι μόνο πρα­κτι­κά, αλλά και ιδε­ο­λο­γι­κά-πολι­τι­κά  προς το άλλο στρα­τό­πε­δο. Και τέλος η περί­ο­δος 1933–1943, στην οποία ο Γλη­νός έγι­νε πια κομ­μου­νι­στής και μάλι­στα, σε μια πορεία, ηγε­τι­κό στέ­λε­χος του ΚΚΕ. Όπως είπε ο ίδιος, κυλού­σε το λίθο του Σίσυ­φου. 3 Σε αυτή την παρου­σί­α­ση θα στα­θώ στα έργα του, όπου είτε ανα­λύ­ει φιλό­σο­φους, είτε φιλο­σο­φι­κές θεω­ρί­ες.  Σε αυτά τα έργα λάμπουν: η εισα­γω­γή του στον από τον ίδιο μετα­φρα­σμέ­νο Σοφι­στής του Πλά­τω­να (1940), τα δοκί­μιά του για το Φρί­ντριχ Νίτσε Νοσταλ­γός ή Προ­φή­της; (1941), για τον Χέγκελ Η φιλο­σο­φία του Χέγκελ (1931), οι Ορί­ζο­ντες Νέας Ζωής Α! Θεω­ρία της Γνώ­σης (1941) και το παλαιό­τε­ρο ρηξι­κέ­λευ­θο Δημιουρ­γι­κός Ιστο­ρι­σμός (1920).

Η σημασία της φιλοσοφίας

Στην «Κομ­μου­νι­στι­κή Επι­θε­ώ­ρη­ση» του Γενά­ρη του 1944 (παρά­νο­μο τεύ­χος της Κατο­χής)4 δημο­σιεύ­θη­κε ένα άρθρο αφιε­ρω­μέ­νο στο Δημή­τρη Γλη­νό, όπου επι­ση­μαί­νε­ται οτι ο Γλη­νός είδε τους σπα­σμούς της γέν­νας της και­νούρ­γιας σοσια­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας. Ήταν φιλό­σο­φος της ιστο­ρί­ας και του πολι­τι­σμού στην έννοια του Χέγκελ και της νεό­τε­ρης δια­λε­κτι­κής, αλλά και άνθρω­πος της δρά­σης με πάθος για τα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα και τις πνευ­μα­τι­κές αξί­ες. Με μεγά­λο σεβα­σμό για τον αρχαίο πολι­τι­σμό, αλλά μακριά από κάθε αρχαιο­λα­τρεία και προ­γο­νο­πλη­ξία, υμνεί βαθιά και συγκρα­τη­μέ­να το πνεύ­μα των αρχαί­ων γραμ­μά­των. Ωστό­σο, δεν παρα­συ­ρό­ταν από σοβι­νι­στι­κά, εθνι­κι­στι­κά αισθή­μα­τα. Αυτό μπο­ρεί να φαί­νε­ται από τη συζή­τη­ση με τον Κωστή Μπα­στιά, που δημο­σιεύ­θη­κε το 1931 στο περιο­δι­κό «Εβδο­μάς»5.   Ο Γλη­νός είχε ασκή­σει σφο­δρή κρι­τι­κή στην παι­δεία, όπως εφαρ­μο­ζό­ταν στην Ελλά­δα, όπου βγά­ζουν με τα δικά του λόγια «αδιά­κο­πα γυμνά­σια που βγά­ζουν μαθη­τές ακα­τάρ­τι­στους και στα πιο απλά πράγ­μα­τα, με κακή γνώ­ση τριών γραμ­μα­τι­κών». Στην ερώ­τη­ση του Μπα­στιά, αν γίνε­ται αυτό στη Ρωσία, ο δάσκα­λος απα­ντά « Εκεί όλοι βγαί­νουν από τεχνι­κές σχο­λές, κι όσοι θέλουν να γίνουν επι­στή­μο­νες πριν περά­σουν στο ειδι­κό ινστι­τού­το που θα εκπαι­δευ­θούν για να γίνουν για­τροί, μηχα­νι­κοί, χημι­κοί, φυσι­κο­μα­θη­μα­τι­κοί ή φιλό­σο­φοι περ­νούν όλοι μια τάξη φιλο­σο­φί­ας. Σ’ οποιαν­δή­πο­τε επι­στή­μη κι αν θελή­ση να επι­δο­θεί κανείς. Πρέ­πει να ξέρη φιλο­σο­φία. Επι­στή­μο­νας αφι­λο­σό­φη­τος δηλα­δή δε γίνε­ται και σ’ αυτό οι μπολ­σε­βί­κοι ακο­λου­θούν τη γνώ­μη του Πλά­τω­να. Στη φιλο­σο­φι­κή σχο­λή, εκεί­νοι, μ’ άλλα λόγια, που θα γίνουν φιλό­σο­φοι, αυτοί θα μάθουν όλα τα συστή­μα­τα, θα γνω­ρί­σουν όλους τους φιλό­σο­φους και κατά συνέ­πεια και τους αρχαί­ους». Στην ερώ­τη­ση του συνο­μι­λη­τή του, αν έχει τη γνώ­μη, ότι ο ελλη­νι­κός πολι­τι­σμός διδά­σκε­ται εκεί, για­τί στέ­κε­ται πάνω απ’ όλους τους πολι­τι­σμούς, ο Γλη­νός αντι­κρού­ει αμέ­σως κάθε ενδε­χό­με­νο πνεύ­μα­τος ανω­τε­ρό­τη­τας λέγο­ντας «Δεν πιστεύω σε τέτοια άπο­ψη. Ο κλασ­σι­κός  πολι­τι­σμός μας έχει επι­βλη­θεί κυρί­ως από την καλ­λι­τε­χνι­κή του μεριά. Και έχει τόσο γεμί­σει την ανθρω­πό­τη­τα το έργο των ποι­η­τών και των καλ­λι­τε­χνών εκεί­νου του και­ρού, ώστε δεν έγι­ναν οι κρι­τι­κές εκεί­νες εργα­σί­ες που θα φώτι­ζαν τον πολι­τι­σμόν αυτόν σε όλες τις πλευ­ρές του. Αν στα­μα­τή­σου­με λίγο στην ανθρω­πι­στι­κή πλευ­ρά θα ιδού­με ότι ο πολι­τι­σμός αυτός με τις φοβε­ρές σελί­δες της δου­λεί­ας, με τις δια­τα­γές προς τους Αθη­ναί­ους στρα­τη­γούς να σφά­ξουν λ.χ. όλους τους Μυτι­λη­νιούς, χωρίς εξαί­ρε­ση, γέρους, γυναί­κες ή παι­διά, υστε­ρεί πολύ από την άπο­ψη του ανθρω­πι­σμού. Από τη μια μεριά έργα μεγά­λης πνο­ής κι από την άλλη έλλει­ψη κάθε σεβα­σμού προς τον άνθρω­πο. Ο κομ­μου­νι­σμός που, πρώτ’ απ’ όλα σεβε­ται τον άνθρω­πο, δεν μπο­ρεί να μην κυτ­τά­ξη αυτές τις πλευ­ρές».   Το ότι δεν υπήρ­χε καμία πρό­θε­ση εκ μέρους του να απα­ξιώ­νει τον αρχαίο πολι­τι­σμό και τις κλασ­σι­κές σπου­δές, φαί­νε­ται από τα εξής λόγια του «Η προ­χω­ρη­μέ­νη στον πολι­τι­σμό Δύση και η περί­λα­μπρη και εξι­δα­νι­κευ­μέ­νη και πολυ­ύ­μνη­τη αρχαιό­τη­τα που φώτι­σε και τους δυτι­κούς λαούς στην Ανα­γέν­νη­σή τους, να λοι­πόν οι δύο πόλοι, όπου θα στρα­φεί η ανα­γεν­νη­τι­κή προ­σπά­θεια των νέων Ελλήνων…Οι ανθρω­πι­στι­κές λοι­πόν σπου­δές των παράλ­λη­λα με την αφο­μοί­ω­ση και κατά­χτη­ση της νέας επι­στή­μης και της νέας τεχνι­κής, θα είναι ένας πολύ δυνα­τός μοχλός, μια ισχυ­ρό­τα­τη και απο­τε­λε­σμα­τι­κή κινη­τή­ρια δύνα­μη αυτής της αξιο­πλα­σί­ας»6.

 Όχι στη στείρα απομίμηση

Από νωρίς στον 20ο αιώ­να, ο μεγά­λος αυτός δάσκα­λος και παι­δα­γω­γός Δημή­τρης Γλη­νός, προει­δο­ποιού­σε για την άγο­νη στρο­φή προς το λαμπρό παρελ­θόν και ταυ­τό­χρο­να τον άκρι­το θαυ­μα­σμό και απο­μί­μη­ση του σύγ­χρο­νου ευρω­παϊ­κού πολι­τι­σμού. Η αρχαιο­μα­νία και η ξενο­μα­νία, κατά Γλη­νό, είναι δύο πλευ­ρές του ίδιου νομί­σμα­τος κι ας φαί­νο­νται αντί­θε­τες, ασυμ­βί­βα­στες έννοιες, διό­τι βγαί­νουν από την ίδια νοο­τρο­πία, που ο Γιάν­νης Ιμβριώ­της δεν διστά­ζει να τη χαρα­κτη­ρί­ζει ακό­μα και «πιθη­κι­σμό».7  Ο σχο­λα­στι­κός παρελ­θο­ντι­σμός βαραί­νει στην Ελλά­δα και απο­τε­λει εμπό­διο στην ανά­πτυ­ξη, ενώ στους ευρω­παϊ­κούς λαούς το παρελ­θόν, το αρχαίο, αλλά και το νεό­τε­ρο, έχει βοη­θή­σει στην ανά­πτυ­ξή τους. Ωστό­σο, ο Γλη­νός δεν παρά­βλε­πε τη δια­φο­ρά ανά­με­σα στην ευρω­παϊ­κή δια­νό­η­ση και τις μάζες των «πολι­τι­σμέ­νων» χωρών. Εκεί, η εικό­να είναι πολύ δια­φο­ρε­τι­κή. Επι­ση­μαί­νο­ντας την «αρι­στο­κρα­τι­κό­τη­τα» της φιλο­σο­φί­ας και της επι­στή­μης, που δεν έδει­χναν καμία πίστη στην ικα­νό­τη­τα των μαζών να υψω­θούν στην αλη­θι­νή γνώ­ση, το μοτί­βο  «εκάς οι βέβη­λοι»,  είναι, κατά το Γλη­νό, γραμ­μέ­νο στην προ­με­τω­πί­δα της φιλο­σο­φί­ας και της επι­στή­μης εξο­στρα­κί­ζο­ντας εκ των προ­τέ­ρων τη δυνα­τό­τη­τα αλη­θι­νής μόρ­φω­σης των λεγό­με­νων μαζών. «Οι φιλό­σο­φοι και οι επι­στή­μο­νες έδει­ξαν ως τόρα στη μέγι­στη πλειο­νο­ψη­φία τους  την ψυχο­λο­γι­κή ροπή των μυστη­ρια­κών ομά­δων, των «θιά­σων» και η έννοια του «βέβη­λου» υφί­στα­ται στη συνεί­δη­ση ενός Καντ, όπως και στη συνεί­δη­ση ενός αρχαί­ου μύστη της ορφι­κής μυστη­ρια­κής γνώ­σης».8 Δηλα­δή, η στά­ση της επι­στή­μης και της ολι­γαρ­χί­ας ήταν, κατά Γλη­νό, απέ­να­ντι στο πλή­θος, απέ­να­ντι στην ίδια την ανθρω­πό­τη­τα. Οι αιτί­ες ήταν κοι­νω­νι­κές και μια τέτοια στά­ση, όπως κατα­λά­βαι­νε ο Γλη­νός, δεν θα μπο­ρού­σε ποτέ να δια­λύ­σει το ιδε­ο­λο­γι­κό χάος των μαζών ακό­μα και των λεγό­με­νων «πολι­τι­σμέ­νων» λαών. Στο «βέβη­λο» πλή­θος ο Γλη­νός λογά­ρια­ζε όχι μόνο το προ­λε­τα­ριά­το, την αγρο­τιά, τους μικρο­α­στούς, τους μεσαί­ους αστούς, αλλά και τους «μεγα­λο­μπουρ­ζουά­δες». Πόσοι δια­νο­ού­με­νοι δεν εξυ­πη­ρέ­τη­σαν με τις γνώ­σεις τους το κυρί­αρ­χο κατε­στη­μέ­νο της κάθε επο­χής, αλλά και ο ίδιος, άλλω­στε, όπως φαί­νε­ται σε κάποια απο­σπά­σμα­τα σε άλλα σημεία του έργου του, θεω­ρού­σε, ότι οι προ­χω­ρη­μέ­νες  χώρες ενστερ­νί­στη­καν γόνι­μα στοι­χεία παλαιό­τε­ρων πολι­τι­σμών.  Όμως, αυτό πάλι δεν απο­κλεί­ει το γεγο­νός, ότι με τα λόγια του Γλη­νού «οι κοι­νω­νί­ες των «πολι­τι­σμέ­νων» λαών παρου­σιά­ζουν ένα απε­ρί­γρα­πτο ιδε­ο­λο­γι­κό θέα­μα από κου­ρέ­λια ιδε­ο­λο­γιών συρ­ρα­μέ­να σε πολύ­χρω­μες αρλε­κί­νι­κες φορε­σιές. Κου­ρέ­λια από θρη­σκευ­τι­κές ιδε­ο­λο­γί­ες, από επι­στη­μο­νι­κές γνώ­σες, από κοσμο­θε­ω­ρη­τι­κές και κοι­νω­νι­κοϊ­δε­ο­λο­γι­κές από­χρω­σες κάθε λογής. Και υπο­κρι­σία και ψευ­τιά και απι­στία. Ένα οιχτρό θέα­μα απο­σύν­θε­σης πνε­μα­τι­κής, που είνε απο­τέ­λε­σμα από την κοι­νω­νι­κήν απο­σύν­θε­ση του αστι­κού κόσμου και από τις ποι­κι­λό­τα­τες αντι­θέ­σεις που έχου­νε γεν­νη­θεί μέσα στους κόλ­πους της καπι­τα­λι­στι­κής οικο­νο­μί­ας».9 Αν ζού­σε σήμε­ρα, ο Γλη­νός θα μπο­ρού­σε να δει ότι ο «αρλε­κι­νι­σμός» των ιδε­ών βρι­σκό­ταν στην επο­χή του σε πρώ­ι­μο στά­διο ακό­μα και πώς σήμε­ρα έχει γίνει σου­περ­μάρ­κετ ιδε­ών, από το οποίο ο καθέ­νας μπο­ρεί να δια­λέ­ξει το κομ­μά­τι που το «γου­στά­ρει», μια και το «ο, τι γου­στά­ρω κάνω» έχει δια­δο­θεί σαν στά­ση ζωής.

    Ήδη το 1920 κυκλο­φό­ρη­σε το δοκί­μιο «Δημιουρ­γι­κός ιστο­ρι­σμός», στο οποίο ο Γλη­νός ανα­πτύσ­σει το θέμα της σωστής αξιο­ποί­η­σης αρχαιό­τε­ρων στο­χα­σμών και αντι­πα­ρα­θέ­τει στη θετι­κή κατη­γο­ρία «δημιουρ­γι­κός» την αρνη­τι­κή «άγο­νος ιστο­ρι­σμός». Με το «Δημιουρ­γι­κό Ιστο­ρι­σμό», δια­κρί­νει ανά­με­σα στον άγο­νο ιστο­ρι­σμό, που είναι  η «αυτού­σια μετα­φο­ρά και μίμη­ση αξιών» και τον δημιουρ­γι­κό ιστο­ρι­σμό, που είναι «ο αρμο­νι­κός συν­δυα­σμός των αξιών του παρελ­θό­ντος με τις δυνά­μεις και τις ορμές του παρό­ντος, έτσι που και τα περα­σμέ­να να δίνουν κάθε στοι­χείο, που μπο­ρεί να χρη­σι­μεύ­ει για ιδα­νι­κό παρά­δειγ­μα και να αφο­μοιώ­νε­ται από το παρόν, και η σύγ­χρο­νη ορμή ν’ απλώ­νε­ται άνε­τα και να εξυ­ψώ­νει τα δικά της στοι­χεία σε αξί­ες πολι­τι­σμού όσο μπο­ρεί περισ­σό­τε­ρο ικα­νο­ποι­η­τι­κές για τις σύγ­χρο­νες ψυχι­κές ανά­γκες».10 Είναι αυτή η θεω­ρία του, που τον έκα­νε πράγ­μα­τι «φιλό­σο­φο της ιστο­ρί­ας», σύμ­φω­να με τον Γιάν­νη Ιμβριώ­τη. 11 Στις έννοιες αυτές εντάσ­σει ο Γλη­νός και την ταξι­κή δια­φο­ρο­ποί­η­ση της κοι­νω­νί­ας λέγο­ντας «Κάθε λαός δεν απο­τε­λεί ένα ομοιό­μορ­φο σύνο­λο ατό­μων, ούτε επο­μέ­νως οι συνι­στά­με­νες των κοι­νω­νι­κών ενερ­γειών, που τις ονο­μά­σα­με αξί­ες του πολι­τι­σμού, είνε γεν­νή­μα­τα του συνό­λου των ατό­μων ενός λαού. Τις περισ­σό­τε­ρες φορές είνε δημιουρ­γή­μα­τα στε­νό­τε­ρων ομά­δων ή κονω­νι­κών τάξε­ων. Μια κοι­νω­νι­κή τάξη που έχει την ηγε­μο­νία στο σύνολο…δημιουργεί ή συντη­ρεί τις αξί­ες του πολι­τι­σμού αυτού κατά ένα τύπο σύμ­φω­νο με τα συμ­φέ­ρο­ντά της, τις επι­δρά­σεις που δέχε­ται η κατά την πλα­στι­κή της δύνα­μη».12 Τα λόγια αυτά δεί­χνουν ήδη την ερχό­με­νη ταξι­κό­τη­τα που δια­μορ­φω­νό­ταν στη σκέ­ψη του Γλη­νού στην πορεία του από τον αστι­κό φιλε­λευ­θε­ρι­σμό προς την κομ­μου­νι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία. Μελε­τη­τές του έργου του δια­πι­στώ­νουν, ωστό­σο, κάποιες αντι­φά­σεις και αδυ­να­μί­ες στο στο­χα­σμό του και ίσως το όλο και μεγα­λύ­τε­ρο χάος του κόσμου στις παρα­μο­νές του Δευ­τέ­ρου Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου, οι διώ­ξεις και οι φυλα­κί­σεις, καθώς και το γεγο­νός ότι σε προ­χω­ρη­μέ­νη ηλι­κία ο Γλη­νός είχε ασπα­στεί τη μαρ­ξι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία και δεν ξέρου­με, αν κάτω από τις άγριες συν­θή­κες δια­βί­ω­σης ο έγκλει­στος Γλη­νός βρή­κε την ευκαι­ρία να μελε­τή­σει σε βάθος τους κλα­σι­κούς του μαρ­ξι­σμού, να έχουν παί­ξει το ρόλο τους στο να μην προ­λά­βει να ενσω­μα­τώ­σει συστη­μα­τι­κά την γι’ αυτόν και­νούρ­για ιδε­ο­λο­γία στην ανά­πτυ­ξη των ιδε­ών του.  Δεν ξέρου­με, αν εκεί­νη την επο­χή είχε δια­βά­σει τη Γερ­μα­νι­κή Ιδε­ο­λο­γία των Μαρξ-Ένγκελς, όπου δια­μορ­φώ­νε­ται ο ιστο­ρι­κός υλι­σμός και όπου οι δύο μεγά­λοι δάσκα­λοι της κομ­μου­νι­στι­κής κοσμο­θε­ω­ρί­ας δια­τυ­πώ­νουν τη θέση, ότι η ιδε­ο­λο­γία των εκά­στο­τε κυρί­αρ­χων είναι και η κυρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία του εκά­στο­τε κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κού σχη­μα­τι­σμού. Μπο­ρεί λοι­πόν ο όρος «δημιουρ­γι­κός ιστο­ρι­σμός» να θυμί­ζει τον όρο «ιστο­ρι­κός υλι­σμός» ή να νομί­ζει κανείς , ότι η πρώ­τη έννοια είναι μια συγκα­λυμ­μέ­νη μορ­φή της δεύ­τε­ρης, αλλά αυτό δεν μπο­ρεί να απο­δει­χθεί. Μάλι­στα ο εκπαι­δευ­τι­κός Γεώρ­γιος Μωραϊ­της κάτω από το ψευ­δώ­νυ­μο Γ.Μ. Κων­στα­ντί­νου στην εισα­γω­γή του στο βιβλίο Δημή­τρης Γλη­νός, Ο πνευ­μα­τι­κός Ταγός 13 ανα­φε­ρό­με­νος σ’ αυτή την υπο­ψία, την αντι­κρού­ει λέγο­ντας, ότι παρα­κο­λου­θώ­ντας την εξέ­λι­ξη του Γλη­νού, θα δια­πι­στώ­σεις «ότι ο όρος, χωρίς να είναι ανε­ξάρ­τη­τος από τον όρο ιστο­ρι­κός υλι­σμός, ως προς το ιδε­ο­λο­γι­κό του περιε­χό­με­νο, στην ουσία του απο­τε­λεί δημιούρ­γη­μα του Γλη­νού, που τον γέν­νη­σε η παι­δα­γω­γι­κή του συνεί­δη­ση και η επα­φή του με την ιδε­ο­λο­γι­κή και εκπαι­δευ­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα».  Aργό­τε­ρα, στην εισα­γω­γή του «Σοφι­στή» ο Γλη­νός ονο­μά­ζει την υλι­στι­κή δια­λε­κτι­κή «δυνα­μι­κό ρεα­λι­σμό» αντι­πα­ρα­θέ­το­ντάς τον με το φορ­μα­λι­σμό και εννο­ώ­ντας τη θεω­ρία της ενό­τη­τας του φυσι­κού και του ιστο­ρι­κού Είναι. Η Γεωρ­γία Απο­στο­λο­πού­λου από τον τομέα φιλο­σο­φί­ας της Φιλο­σο­φι­κής Σχο­λής του Πανε­πι­στη­μί­ου Ιωαν­νί­νων στο βιβλίο Δημή­τρης Γλη­νός, Παι­δα­γω­γός και Φιλό­σο­φος  έχει τη γνώ­μη, ότι ο Γλη­νός λέγο­ντας «δυνα­μι­κό ρεα­λι­σμό» γρά­φει για την αντι­στρο­φή του εγε­λια­νού «δυνα­μι­κού ιδε­α­λι­σμού» και ότι «πρό­κει­ται για τον υλι­σμό του Marx και του Engels, τον οποίο ο Γλη­νός δεν ανα­φέ­ρει με το πραγ­μα­τι­κό του όνο­μα, αλλά χρη­σι­μο­ποιεί την έκφρα­ση «δυνα­μι­κός ρεα­λι­σμός», ώστε να μπο­ρέ­σει να περά­σει η έκδο­ση του «Σοφι­στή» από τη λογο­κρι­σία της επο­χής, αν και δε θα ήταν απί­θα­να ο Γλη­νός να ήθε­λε με την έκφρα­ση αυτή να υπο­δη­λώ­σει ίσως και την προ­σω­πι­κή του φιλο­σο­φι­κή θεω­ρία»14. Και σύμ­φω­να με τον καθη­γη­τή πανε­πι­στη­μί­ου Αύγου­στο Μπα­γιώ­να, ο Γλη­νός χρη­σι­μο­ποί­η­σε αυτό τον όρο, όπως και τον όρο «δημιουρ­γι­κός ιστο­ρι­σμός» για θεω­ρη­τι­κούς λόγους, αλλά και για να απο­φύ­γει την επέμ­βα­ση της μετα­ξι­κής δικτα­το­ρί­ας. Όπως και να το κάνου­με, πρέ­πει να λάβου­με υπ’όψη την επι­κιν­δυ­νό­τη­τα της επο­χής για τους μαρ­ξι­στές δια­νοη­τές και ιδιαί­τε­ρα, αν είναι κομ­μα­τι­κά στε­λέ­χη.  Ο άγο­νος ιστο­ρι­σμός, πάντως, είναι η προ­σπά­θεια ανα­βί­ω­σης των περα­σμέ­νων, πόσο μάλ­λον αν αυτά τα περα­σμέ­να ήταν λαμπρά, μπρο­στά στα οποία η σημε­ρι­νή κατά­στα­ση παρακ­μα­σμέ­νων, γερα­σμέ­νων κοι­νω­νιών ωχριά. Πρό­κει­ται για σπα­σμω­δι­κή προ­σπά­θεια κυρί­αρ­χων να κρα­τιού­νται στη γερα­σμέ­νη εξου­σία τους και να γλυ­κά­νουν για το λαό το πικρό χάπι της κοι­νω­νι­κής καθό­δου με «περα­σμέ­να μεγα­λεία», με τύπους και νεκρές παρα­δό­σεις. Προ­φα­νώς αυτός ο ιστο­ρι­σμός δεν είναι δημιουρ­γι­κός. Ακού­με το Γλη­νό «Η ιστο­ρι­κή παρα­τή­ρη­ση μας δεί­χνει πως και ο ιστο­ρι­σμός και η ιστο­ρι­κή του σημα­σία για τη ζωή δεν είνε ενός είδους. Η συνει­δη­τή στρο­φή και προ­σκόλ­λη­ση στο παρελ­θόν υπήρ­ξε για λαούς πολ­λούς και για αιώ­νες πολ­λούς το νεκρο­σά­βα­νο της ζωής. Λαοί εξα­ντλη­μέ­νοι, λαοί που έχα­σαν τη δημιουρ­γι­κή τους δύνα­μη, έμει­ναν με πεί­σμα προ­σκολ­λη­μέ­νοι σε απο­κρυ­σταλ­λω­μέ­νες αξί­ες που μια φορά δημιούρ­γη­σαν οι ίδιοι ή πήραν εν μέρει από άλλους. Και άφη­σαν τη ζωή τους να γίνει φτω­χή, αχρω­μά­τι­στη, ταπει­νή μαζί μ’ αυτές». […] Από την άλλη μεριά πάλι βρί­σκου­με την επι­στρο­φή προς το παρελ­θόν να δίνει νέες κατευ­θύν­σεις στο παρόν, να χρη­σι­μεύ­ει ως σπό­ρος για νέες ιδέ­ες, να χαρα­κτη­ρί­ζε­ται ως αλη­θι­νή ανα­γέν­νη­ση. Έτσι στη δυτι­κή Ευρώ­πη το  15ο και το 16ο αιώ­να, η μελέ­τη της κλα­σι­κής αρχαιό­τη­τας βοη­θεί το άνθι­σμα των λογο­τε­χνιών, των τεχνών και της επι­στή­μης και δυνα­μώ­νει τη βαθ­μιαία εξέ­λι­ξη νέων κοι­νω­νι­κών και πολι­τεια­κών καθε­στώ­των».15 Αυτός ο ιστο­ρι­σμός είναι, πράγ­μα­τι, δημιουρ­γι­κός, για­τί μετου­σιώ­νει αξί­ες αφο­μοιώ­νο­ντας μόνο τα στοι­χεία από το παρελ­θόν που είναι γόνι­μα και ικα­νο­ποιούν ανά­γκες της εκά­στο­τε σύγ­χρο­νης επο­χής. Βέβαια, το τι είναι «γόνι­μο» πρέ­πει να επι­λέ­γε­ται με προ­ο­δευ­τι­κά κοσμο­θε­ω­ρη­τι­κά κρι­τή­ρια, ώστε να ωθεί την ιστο­ρία εμπρός. Η λαν­θα­σμέ­νη αξιο­ποί­η­ση ακό­μα και των πιο επί­και­ρων στοι­χεί­ων από περα­σμέ­νους πολι­τι­σμούς μπο­ρεί να έχει αντί­θε­το απο­τέ­λε­σμα και αντί να τα κάνει γόνι­μα να γίνο­νται άγο­να κι αυτά. Έτσι ο Γλη­νός θα πει «θα εξαρ­τη­θεί και το τι θ’ ανα­ζη­τή­σου­με και το τι θα ιδού­με και το τι θα ξανα­ζή­σου­με από τα περα­σμέ­να…, αν θα συλ­λά­βου­με μορ­φές ακί­νη­τες και απο­λι­θω­μέ­νες ή κινη­μέ­νες και ζωντα­νές, αν θα πιά­σου­με το σκε­λε­τό ή τη σάρ­κα και τα νεύ­ρα και τους χυμούς, αν θα σφί­ξου­με στα χέρια μας τη ζωή ή θα κυνη­γή­σου­με σκιές».16 Οι σκέ­ψεις αυτές μπο­ρεί με την πρώ­τη ματιά να μοιά­ζουν λίγο σχη­μα­τι­κές, αλλά γρά­φτη­καν σε μια επο­χή που στην Ελλά­δα η διδα­σκα­λία της αρχαιό­τη­τας ήταν εξαι­ρε­τι­κά στεί­ρα και φορ­μα­λι­στι­κή μένο­ντας απ’ έξω από τη ζωντά­νια του αρχαί­ου στο­χα­σμού. Μια διδα­σκα­λία που βρή­κε το Γλη­νό παθια­σμέ­νο αντίπαλο.

Ο Γληνός για άλλους φιλόσοφους

Οι μελέ­τες του Δημή­τρη Γλη­νού για άλλους φιλό­σο­φους δεί­χνουν την ευρύ­τη­τα και το βάθος του φιλο­σο­φι­κού του είναι. Έτσι, Η φιλο­σο­φία του Χέγκελ του είναι ένα δια­μά­ντι δια­λε­κτι­κής ανά­λυ­σης του μεγά­λου Γερ­μα­νού φιλό­σο­φου στα πλαί­σια της επο­χής του. Εκεί, η γλώσ­σα του Γλη­νού, παρ’ όλη τη δυσκο­λία του θέμα­τος, είναι απλή με κάποιες τάσεις προς τη μαλ­λια­ρή. Το ύφος είναι του δασκά­λου που, χωρίς να επι­φέ­ρει ζημιά στο θέμα, φέρ­νει το δύσκο­λο στο επί­πε­δο ενός κοι­νού που δεν είναι εξοι­κειω­μέ­νο με το θέμα. Κεί­με­νο πολύ κατα­νοη­τό, φανε­ρά γραμ­μέ­νο από εκπαι­δευ­τι­κό. Μια θαυ­μά­σια ανά­πτυ­ξη των ιστο­ρι­κών συν­θη­κών της επο­χής του Χέγκελ σ’ ό, τι αφο­ρά τη δια­μά­χη, αλλά και συμ­μα­χία της γερ­μα­νι­κής φεου­δαρ­χί­ας με την ανερ­χό­με­νη – πολύ αργά ιστο­ρι­κά σε σχέ­ση με άλλες ευρω­παϊ­κές δυνά­μεις – αστι­κή τάξη της Γερ­μα­νί­ας. Ο Γλη­νός τονί­ζει το διπλό ρόλο της γερ­μα­νι­κής δια­νό­η­σης εκεί­νης της επο­χής. Δηλα­δή, από τη μία να εκφρά­ζει την πρό­ο­δο της γερ­μα­νι­κής αστι­κής τάξης προς την επα­νά­στα­σή της, η οποία είχε γίνει στην Ολλαν­δία ήδη τον 16ο αιώ­να, στην Αγγλία τον 17ο , στη Γαλ­λία προς το τέλος του 18ου  και στην Ελλά­δα στις αρχές του 19ου αιώ­να. Από την άλλη ο συμ­βι­βα­σμός της με τα φεου­δαρ­χι­κά στοι­χεία για χάρη της ενό­τη­τας της χώρας απέ­να­ντι στους Άγγλους και Γάλ­λους αντα­γω­νι­στές στο παγκό­σμιο γίγνε­σθαι. Δηλα­δή ρόλος αστι­κά επα­να­στα­τι­κός, αλλά ως προς τη φεου­δαρ­χία συμ­βι­βα­στι­κός. Το διπλό αυτό ρόλο έπαι­ξαν ο ρομα­ντι­σμός στην τέχνη και η ιδε­α­λι­στι­κή φιλο­σο­φία, όπως αυτή του Χέγκελ.  Λαμπρά και κατα­νοη­τά ο Γλη­νός εξη­γεί με αυτό τον ιστο­ρι­κό υλι­στι­κό τρό­πο τις αντι­φα­τι­κές πλευ­ρές της χεγκε­λια­νής φιλο­σο­φί­ας τονί­ζο­ντας το προ­τέ­ρη­μα αυτής της φιλο­σο­φί­ας, επει­δή δεν ήταν μιμη­τι­κή, αλλά δημιουρ­γι­κή και οργα­νι­κή. Σύμ­φω­να με τον Γλη­νό, η κλα­σι­κή γερ­μα­νι­κή φιλο­σο­φία έπια­νε τα μεγά­λα ζητή­μα­τα της επο­χής βαθιά και συν­θε­τι­κά και ήταν θεμε­λια­κή στην επερ­γα­σία της. Πιά­νει ο Γλη­νός σ’ αυτό το εξαι­ρε­τι­κό δοκί­μιο του 1932 και λίγο τον Καντ τονί­ζο­ντας, ότι η δια­νό­η­ση της γερ­μα­νι­κής αστι­κής τάξης δεν είχε καθα­ρό αντι­θρη­σκευ­τι­κό χαρα­κτή­ρα, όπως στη Γαλ­λία. Ο Καντ επι­δί­ω­κε τη λύση με την πίστη, όχι με τη γνώ­ση προ­σπα­θώ­ντας να συμ­βι­βά­σει τη θρη­σκεία με τη φιλο­σο­φία βλέ­πο­ντας το χρι­στια­νι­σμό ως αστι­κή θρη­σκεία του ορθού λόγου. Ήδη από τις αρχές του 16ου αιώ­να με το Λού­θη­ρο, η γερ­μα­νι­κή δια­νό­η­ση αγω­νί­στη­κε να μετα­τρέ­ψει το φεου­δαρ­χι­κό χρι­στια­νι­σμό σε αστι­κό. Ουσια­στι­κά τα άρθρα του Γλη­νού για τον Χέγκελ είναι η πρώ­τη προ­σπά­θειά του να δια­τυ­πώ­σει εν συντο­μία τα βήμα­τά του στη μαρ­ξι­στι­κή φιλο­σο­φία και το κάνει μέσα από την κρι­τι­κή του στον αντι­κει­με­νι­κό ιδε­α­λι­σμό του Χέγκελ. Υπεν­θυ­μί­ζου­με, ότι ο ιδε­α­λι­σμός στη φιλο­σο­φία είναι η «σχο­λή» που θεω­ρεί πρω­ταρ­χι­κό το πνεύ­μα, τη συνεί­δη­ση, την ιδέα που δημιουρ­γούν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ενώ ο υλι­σμός θεω­ρεί πρω­ταρ­χι­κή την ύλη, από την οποία δημιουρ­γού­νται η συνεί­δη­ση, το πνεύ­μα, η ιδέα κλπ. Αν ο ιδε­α­λι­σμός είναι αντι­κει­με­νι­κός, σημαί­νει ότι παίρ­νει σαν βάση ένα απρό­σω­πο παγκό­σμιο πνεύ­μα ή υπε­ρα­το­μι­κή συνεί­δη­ση, ενώ ο υπο­κει­με­νι­κός  ιδε­α­λι­σμός ανά­γει τις γνώ­σεις για τον κόσμο στην ατο­μι­κή συνεί­δη­ση. Έτσι ο Χέγκελ απεί­χε ένα βήμα από το συν­δυα­σμό της δια­λε­κτι­κής μεθό­δου με τον υλι­σμό. Αυτό το πάντρε­μα θα γινό­ταν από τους Μαρξ-Ένγελς λίγο αργό­τε­ρα. Ο Γλη­νός λοι­πόν προ­σεγ­γί­ζει τη φιλο­σο­φία του Χέγκελ από τη σκο­πιά του δια­λε­κτι­κού υλι­σμού.  Στην εισα­γω­γή στο Σοφι­στή  του Πλά­τω­να, ο Γλη­νός επι­χει­ρεί να κατα­νο­ή­σει τον Πλά­τω­να γενι­κά και το Σοφι­στή ιδιαί­τε­ρα, με τη δια­λε­κτι­κή υλι­στι­κή μέθο­δο. Ούτε ο Πλά­τω­νας ήταν ξεκομ­μέ­νος από την επο­χή και τις συν­θή­κες ζωής του. Οι θεω­ρί­ες του ήταν προ­σαρ­μο­σμέ­νες στα συμ­φέ­ρο­ντα της άρχου­σας τάξης του και­ρού του, αλλά και χρή­σι­μες για τα συμ­φέ­ρο­ντα των μετέ­πει­τα κυρί­αρ­χων τάξε­ων λόγω της λογι­κής της κοι­νω­νι­κής ιεράρ­χη­σης που δίε­πε τη φιλο­σο­φία του. Ο Γλη­νός θεω­ρού­σε τη φιλο­σο­φία του Πλά­τω­να «φιλο­σο­φία μιας ιεραρ­χη­μέ­νης κοι­νω­νί­ας που θεμε­λιώ­νο­νταν απά­νω στη διαί­ρε­ση ανθρώ­πων σε κοι­νω­νι­κές κατη­γο­ρί­ες»  και «είναι φιλο­σο­φία αρι­στο­κρα­τι­κή και ολι­γαρ­χι­κή με όλον τον πνευ­μα­τι­κό χαρα­κτή­ρα που προ­σπα­θεί να δώσει στην ολι­γαρ­χία»17. Ο Γλη­νός θεω­ρεί τον Πλά­τω­να κεντρι­κή μορ­φή του αρχαί­ου ελλη­νι­κού στο­χα­σμού. Ο Πλά­τω­νας κατόρ­θω­σε  να δημιουρ­γή­σει μια φιλο­σο­φία «που έφτα­σε στ’ ακραία σύνο­ρα του αρχαί­ου στο­χα­σμού», σύμ­φω­να με το Γλη­νό κι αυτό μάλι­στα την επο­χή που ο αρχαί­ος ελλη­νι­κός κόσμος βάδι­ζε προς το τέλος του 18. Η Γεωρ­γία Απο­στο­λο­πού­λου στο προ­α­να­φε­ρό­με­νο άρθρο της «Ο Γλη­νός και η φιλο­σο­φι­κή ερμη­νεία του «Σοφι­στή» λέει, ότι «Από τη σκο­πιά της ιστο­ρί­ας της φιλο­σο­φί­ας, ο Πλά­τω­νας είναι για το Γλη­νό ο ιδρυ­τής του ιδε­α­λι­σμού, μιας φιλο­σο­φι­κής κατεύ­θυν­σης που κορυ­φώ­θη­κε στον Hegel και απο­δεί­χτη­κε γόνι­μη για τη θεω­ρη­τι­κή προ­σέγ­γι­ση της ιστο­ρι­κής εξέ­λι­ξης της κοι­νω­νί­ας και για την απο­κρυ­στάλ­λω­ση του τρό­που επέμ­βα­σης στο ιστο­ρι­κό γίγνε­σθαι»19. Ο Γλη­νός δεν θεω­ρεί, ότι τα αρνη­τι­κά στοι­χεία της φιλο­σο­φί­ας του Πλά­τω­να δικαιο­λο­γούν αρνη­τι­κή στά­ση απέ­να­ντι στον Πλά­τω­να, αλλά «Αντί­θε­τα, ο Γλη­νός υπο­γραμ­μί­ζει ότι ο Πλά­τω­νας απο­τε­λεί σημα­ντι­κή βαθ­μί­δα στην προ­ο­δευ­τι­κή ιστο­ρι­κή ανά­πτυ­ξη του ιδε­α­λι­σμού, και γι’ αυτό πρέ­πει να σπου­δά­ζε­ται. Τα στοι­χεία που έχουν ιδιαί­τε­ρη σημα­σία για το Γλη­νό, είναι κυρί­ως τα γνω­σιο­θε­ω­ρη­τι­κά και τα οντο­λο­γι­κά…»20. Και κατα­λή­γει η Απο­στο­λο­πού­λου «Ο Γλη­νός θεω­ρεί το διά­λο­γο «Σοφι­στής» ως ανα­βαθ­μό στην εξέ­λι­ξη από τον στα­τι­κό ιδε­α­λι­σμό στο δυνα­μι­κό ιδε­α­λι­σμό και από τον ιδε­α­λι­σμό γενι­κά στο δυνα­μι­κό ρεα­λι­σμό. Ο Hegel αξιο­ποί­η­σε τα γόνι­μα στοι­χεία της φιλο­σο­φί­ας του Πλά­τω­να και δημιούρ­γη­σε το δυνα­μι­κό ιδε­α­λι­σμό που με την αντί­στρο­φή του οδή­γη­σε στο δυνα­μι­κό ρεα­λι­σμό, δηλ. στον υλι­σμό του Marx και του Engels. 21 Χωρίς αμφι­βο­λία έχει μεγά­λο ενδια­φέ­ρον να παρα­κο­λου­θεί κανείς βήμα βήμα την εξέ­λι­ξη της φιλο­σο­φί­ας προς την ωρι­μό­τη­τα, όπως το απο­τύ­πω­νε και ο Γλη­νός, ώστε με τους Μαρξ-Ένγκελς η φιλο­σο­φία να πάψει να είναι μόνο θεω­ρη­σια­κή και να γίνει εργα­λείο επα­να­στα­τι­κής κοι­νω­νι­κής δρά­σης. «ΟΙ φιλό­σο­φοι μονά­χα ερμή­νευαν με διά­φο­ρους τρό­πους τον κόσμο, το ζήτη­μα, όμως, είναι να τον αλλά­ξου­με» γρά­φει ο Μαρξ στην 11η Θέση για τον Φοϋ­ερ­μπαχ. 22

Οι φιλοσοφικές σκέψεις και επεξεργασίες του Γληνού γενικά

Δεν είναι δυνα­τόν στα πλαί­σια αυτής της ομι­λί­ας να στα­θώ ανα­λυ­τι­κά στην εξαι­ρε­τι­κή ανά­πτυ­ξη και κρι­τι­κή των ιδε­ών του Γερ­μα­νού φιλό­σο­φου Φρί­ντριχ Νίτσε που έγρα­ψε ο Γλη­νός. Αξί­ζει και να ανα­φερ­θώ στο κεί­με­νο για τη θεω­ρία της γνώ­σης, που έγρα­ψε ο Γλη­νός σε συν­θή­κες απο­μό­νω­σης και που είναι το απο­τέ­λε­σμα των σπά­νιων συζη­τή­σε­ων  με το γιό του. Το κεί­με­νο αυτό δημο­σιεύ­θη­κε μόλις τον Αύγου­στο του 1982 στο περιο­δι­κό «Επι­στη­μο­νι­κή Σκέ­ψη», τεύ­χος 8, με τον τίτλο «Ορί­ζο­ντες Ζωής Α! Θεω­ρία της Γνώ­σης» και γρά­φε­ται υπό τη μορ­φή ενός γράμ­μα­τος προς έναν νεα­ρό φίλο. Πρό­κει­ται για αλη­θι­νό μάθη­μα δια­λε­κτι­κού υλι­σμού. Προς το τέλος ο Γλη­νός γρά­φει «Η θεω­ρία αυτή είναι η θεω­ρία του δια­λε­χτι­κού ματε­ρια­λι­σμού ή καλύ­τε­ρα του δυνα­μι­κού ρεαλισμού.΄Ότι έγι­νε από το 1850 ως σήμε­ρα στην ιστο­ρία και ότι γίνε­ται ακό­μη και σήμε­ρα πιστο­ποιεί την αλή­θεια της θεω­ρί­ας αυτής που καθό­ρι­σε στις γενι­κώ­τα­τες γραμ­μες κι επρό­βλε­ψε την κοι­νω­νι­κήν εξέ­λι­ξη»23.

Να δού­με τώρα εν τάχει κάποια βασι­κά στοι­χεία από τις φιλο­σο­φι­κές σκέ­ψεις του Γλη­νού. Ήδη ανα­φέρ­θη­κα στο δυνα­μι­κό ρεα­λι­σμό, που κατά Γλη­νό, είναι η δια­λε­κτι­κή η οποιά μελε­τά­ει τους νόμους κίνη­σης της ιστο­ρί­ας και της φύσης, της ανθρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας και του ανθρώ­πι­νου νοείν. Στην εισα­γω­γή στο Σοφι­στή ο Γλη­νός πραγ­μα­τεύ­ε­ται πολ­λές βασι­κές έννοιες του δια­λε­κτι­κού υλι­σμού, που είναι γνω­στές σε κάθε μαρ­ξι­στή. Το ζήτη­μα της ουσί­ας και της μορ­φής, που είναι τρό­πος ύπαρ­ξης της ουσί­ας. Είναι ένα από τα φιλο­σο­φι­κά δια­λε­κτι­κά ζευ­γά­ρια, όπως και η δυνα­τό­τη­τα-πραγ­μα­τι­κό­τη­τα,  το τυχαίο και το ανα­γκαίο, η ουσία και το φαι­νό­με­νο (εδώ βλέ­που­με ότι ο Γλη­νός παρα­θέ­τει τη δια­λε­κτι­κή ενό­τη­τα ουσία-μορ­φή, ενώ είναι πιο τρέ­χου­σα στα μαρ­ξι­στι­κά πλαί­σια το ζευ­γά­ρι περιε­χό­με­νο-μορ­φή).  Γι ‘ αυτόν το φυσι­κό και το ιστο­ρι­κό Είναι απο­τε­λούν λοι­πόν μια ενό­τη­τα. Η αλή­θεια είναι πάντα σχε­τι­κή με την έννοια ότι όσο προ­χω­ρεί η έρευ­να για την αλή­θεια, προ­κύ­πτουν νέα δεδο­μέ­να. Αυτό δεν σημαί­νει, όμως, από­λυ­το σχε­τι­κι­σμό, σύμ­φω­να με τον οποίο δεν μπο­ρείς τελι­κά να γνώ­σεις την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, άρα όλη η γνώ­ση είναι υπο­κει­με­νι­κή, όλα μπο­ρούν να καταρ­ρί­πτο­νται και κάθε φορά ξεκι­νά­με εντε­λώς από την αρχή. Όχι, η πορεία προς την αλη­θι­νή γνώ­ση χτί­ζε­ται βήμα με βήμα σε μια πορεία ανα­ζή­τη­σης της αντι­κει­με­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που υπάρ­χει ανε­ξάρ­τη­τα από τον άνθρω­πο και την υπο­κει­με­νι­κή του γνώ­ση και ποτέ δεν γυρί­ζου­με στο από­λυ­το μηδέν της μη-γνώ­σης. Ο Γλη­νός δια­τυ­πώ­νει το ζήτη­μα της αλή­θειας ως εξής «Η αλή­θεια πηγά­ζει από τη συμ­φω­νία του νοείν προς το είναι, που ελέγ­χε­ται από την πρά­ξη, που δια­πι­στώ­νε­ται κάθε στιγ­μή από την πρά­ξη. Είναι,  πράτ­τειν και νοείν είνε οι τρεις απα­ραί­τη­τοι όροι για τη γνώ­ση»24. Σ’ αυτή την τριά­δα είναι συμπυ­κνω­μέ­νη όλη η δρά­ση του Γληνού.Ο ίδιος περι­γρά­φει το 1930 ως εξής την επί­μο­χθη πορεία του προς την κοι­νω­νι­κή αλή­θεια του μαρ­ξι­σμού «Με μεγά­λη δυσκο­λία άνοι­ξα το δρό­μο προς την αλή­θεια, προς το φως. Στα δεκα­ο­χτώ μου χρό­νια έγι­να δημο­τι­κι­στής, στα εικο­σι­πέ­ντε μου χρό­νια άρχι­σα να κατα­λα­βαί­νω το κοι­νω­νι­κό πρό­βλη­μα. Χρειά­στη­καν όμως άλλα είκο­σι χρό­νια για να κατα­λά­βω την αλή­θεια γύρω από το ζήτη­μα αυτό και να μπω στον κόσμο της αλη­θι­νής ζωής»25.Το πόσο σκλη­ρά θα ήταν η τιμω­ρία από το αστι­κό κρά­τος γι’ αυτή την ανα­κά­λυ­ψη, θα το ζού­σε ο Γλη­νός στο πετσί του.

____________________________________________________________________________

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Αύγου­στος Μπα­γιώ­νας, «Η φιλο­σο­φι­κή σκέ­ψη του Δημή­τρη Γλη­νού και η συμ­βο­λή του στην ανά­πτυ­ξη του μαρ­ξι­σμού στην Ελλά­δα». Στο: «Δημή­τρης Γλη­νός, 100 Χρό­νια από τη γέν­νη­σή του», επι­στη­μο­νι­κό διή­με­ρο του Κέντρου Μαρ­ξι­στι­κών Ερευ­νών, εκδ. «Σύγ­χρο­νη Εποχή».
2  Περιο­δι­κό «Δια­βά­ζω», αρ. 61, 26–1‑1983
3 Ριζο­σπά­στης, 6–7 Γενά­ρη 2007
4 Ριζο­σπά­στης, 6–7‑Ιανουαρίου 2007
5 Ριζο­σπά­στης 25 Δεκεμ­βρί­ου 2003
6 Στο: Δημή­τρης Γλη­νός, Ο πνευ­μα­τι­κός ταγός, ΣΕ 1997, σελ. 17. Από την εισα­γω­γή στο «Σοφι­στή», σελ. 35
7  Γ. Ιμβριώ­της, Ο Γλη­νός φιλό­σο­φος. Στο: Στη μνή­μη Δημή­τρη Α. Γλη­νού, Εκδό­σεις «Παπα­ζή­σης», 2003, σ. 27
8  Δημή­τρη Γλη­νού, Η Τρι­λο­γία του Πολέ­μου, Εκδό­σεις «Παπα­ζή­σης», σελ. 124
9 Στο ίδιο, σελ. 125
10 Γεωρ­γία Απο­στο­λο­πού­λου, Ο Γλη­νός και η φιλο­σο­φι­κή ερμη­νεία του «Σοφι­στή». Τομέ­ας Φιλο­σο­φί­ας Φιλο­σο­φι­κής Σχο­λής Πανε­πι­στη­μί­ου Ιωαν­νί­νων, Δημή­τρης Γλη­νός, Παι­δα­γω­γός και Φιλό­σο­φος, Εκδό­σεις «Γκού­τεν­μπεργκ», σελ. 64/65
11 Γ. Ιμβριώ­της, βλ. 7  σελ. 27
12 Στο ίδιο, σελ. 28.
13  Εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», 1997, σελ. 13
14 Βλ. 10  σελ. 62
15 Βλ. 7  Γιάν­νη Ιμβριώ­τη, σελ. 31
16 Εισα­γω­γή στο Σοφι­στη, σ. 23. Στο: Γιάν­νη Ιμβριώ­τη, σελ. 31. Bl. 7
17 Δημή­τρης Κασιού­ρας, Σχε­τι­κά με τις φιλο­σο­φι­κές αντι­λή­ψεις του Δ. Γλη­νού, Περιο­δι­κό «Δια­βά­ζω», αρ. 61, 26–1‑1983, σελ. 49. Από Δ. Γλη­νού, Μερι­κοί στο­χα­σμοί για τον Πλά­τω­να και το έργο του, Αθή­να 1945, β’ έκδοση

18 Απο­στο­λο­πού­λου, βλ. 10, σελ. 69/70.
19  Στο ίδιο, σελ. 70/71
20 Στο ίδιο,  σελ. 71
21  Στο ίδιο, σελ. 73
22 Φρί­ντριχ Ένγκελς, Ο Λου­δο­βί­κος Φόϋ­ερ­μπαχ και το Τέλος της Κλα­σι­κής Γερ­μα­νι­κής Φιλο­σο­φί­ας, Εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», 2007, σελ. 68
23 Επι­στη­μο­νι­κή Σκέ­ψη, τεύ­χος 8, Ιού­λης-Αύγου­στος 1982,  σελ. 59
24  Βλ. 7 Ιμβριώ­της, σελ. 35/36
25  Βλ. 17 Κασιού­ρας, σελ. 39

Ομι­λία της Άννε­κε Ιωαν­νά­του στις 11 Δεκεμ­βρί­ου 2019 για το Λαϊ­κό Πανε­πι­στή­μιο ΣΕΛΕ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο