Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
Υπάρχει η άποψη, ότι για να χαρακτηρίζεται κανείς φιλόσοφος, χρειάζεται να έχει αναπτύξει ο ίδιος κάποιο φιλοσοφικό σύστημα. Στην εντελώς αντίθετη άκρη υπάρχει η έννοια-λάστιχο του φιλόσοφου. Δηλαδή, με το να διατυπώνει κανείς κάποιες θεωρητικές σκέψεις ή ακόμα να κάνει ένα επιφανειακό σκόρπιο αμάλγαμα φιλοσοφικών ρευμάτων, να διακοσμείται με τον κολακευτικό χαρακτηρισμό «φιλόσοφος». Ο Δημήτρης Γληνός δεν ανήκει ούτε στη μία ούτε στην άλλη κατηγορία. Κατά τη γνώμη μου μπορεί χωρίς κανένα ενδοιασμό να χαρακτηριστεί φιλόσοφος. Η φιλοσοφική διάσταση διέπει όλο το έργο του Γληνού, αφού η δράση του ως παιδαγωγός-εκπαιδευτικός-αγωνιστής απόρρεε πάντα από βαθιά σκέψη σχετικά με τα κοινωνικά φαινόμενα και τα εκπαιδευτικά δρώμενα στον τόπο και με αυτή την έννοια ήδη μπορεί να θεωρείται φιλόσοφος. Ο Γληνός, που σε ώριμη ηλικία προχώρησε στην κομμουνιστική ιδεολογία, συμφώνησε με τον Χέγκελ και τον Λένιν, ότι η διαλεκτική και οι αρχές του γίγνεσθαι είναι «η άλγεβρα της επανάστασης»1. Ο Ευτύχης Μπιτσάκης, στο άρθρο του με τίτλο «Δημήτρης Γληνός από τον αστικό στο σοσιαλιστικό ανθρωπισμό»2 διαχωρίζει σχηματικά τέσσαρεις περιόδους στη στοχαστική εξέλιξη του Γληνού: από το 1905 μέχρι το 1912 σαν περίοδο της διαμόρφωσης της επιστημονικής προσωπικότητάς του. Το 1912 μέχρι το 1926 εξελίχθηκε σε πρωτεργάτη του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού μέσα από τη στοχαστική και πολιτική του δραστηριότητα. Απο το 1926 μέχρι το 1933 βαθμιαία συνειδητοποιεί, ότι η αστική αναγέννηση της πατρίδας του δεν ήταν δυνατή και ότι η ελληνική αστική τάξη δεν μπορούσε να είναι φορέας μιας κοινωνικής και πνευματικής ανάπλασης και άρχισε να προσανατολίζεται προς την εργατική τάξη και την αντίστοιχη ιδεολογία. Έτσι, εκείνη την περίοδο, εξελισσόταν όχι μόνο πρακτικά, αλλά και ιδεολογικά-πολιτικά προς το άλλο στρατόπεδο. Και τέλος η περίοδος 1933–1943, στην οποία ο Γληνός έγινε πια κομμουνιστής και μάλιστα, σε μια πορεία, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ. Όπως είπε ο ίδιος, κυλούσε το λίθο του Σίσυφου. 3 Σε αυτή την παρουσίαση θα σταθώ στα έργα του, όπου είτε αναλύει φιλόσοφους, είτε φιλοσοφικές θεωρίες. Σε αυτά τα έργα λάμπουν: η εισαγωγή του στον από τον ίδιο μεταφρασμένο Σοφιστής του Πλάτωνα (1940), τα δοκίμιά του για το Φρίντριχ Νίτσε Νοσταλγός ή Προφήτης; (1941), για τον Χέγκελ Η φιλοσοφία του Χέγκελ (1931), οι Ορίζοντες Νέας Ζωής Α! Θεωρία της Γνώσης (1941) και το παλαιότερο ρηξικέλευθο Δημιουργικός Ιστορισμός (1920).
Η σημασία της φιλοσοφίας
Στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» του Γενάρη του 1944 (παράνομο τεύχος της Κατοχής)4 δημοσιεύθηκε ένα άρθρο αφιερωμένο στο Δημήτρη Γληνό, όπου επισημαίνεται οτι ο Γληνός είδε τους σπασμούς της γέννας της καινούργιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ήταν φιλόσοφος της ιστορίας και του πολιτισμού στην έννοια του Χέγκελ και της νεότερης διαλεκτικής, αλλά και άνθρωπος της δράσης με πάθος για τα κοινωνικά προβλήματα και τις πνευματικές αξίες. Με μεγάλο σεβασμό για τον αρχαίο πολιτισμό, αλλά μακριά από κάθε αρχαιολατρεία και προγονοπληξία, υμνεί βαθιά και συγκρατημένα το πνεύμα των αρχαίων γραμμάτων. Ωστόσο, δεν παρασυρόταν από σοβινιστικά, εθνικιστικά αισθήματα. Αυτό μπορεί να φαίνεται από τη συζήτηση με τον Κωστή Μπαστιά, που δημοσιεύθηκε το 1931 στο περιοδικό «Εβδομάς»5. Ο Γληνός είχε ασκήσει σφοδρή κριτική στην παιδεία, όπως εφαρμοζόταν στην Ελλάδα, όπου βγάζουν με τα δικά του λόγια «αδιάκοπα γυμνάσια που βγάζουν μαθητές ακατάρτιστους και στα πιο απλά πράγματα, με κακή γνώση τριών γραμματικών». Στην ερώτηση του Μπαστιά, αν γίνεται αυτό στη Ρωσία, ο δάσκαλος απαντά « Εκεί όλοι βγαίνουν από τεχνικές σχολές, κι όσοι θέλουν να γίνουν επιστήμονες πριν περάσουν στο ειδικό ινστιτούτο που θα εκπαιδευθούν για να γίνουν γιατροί, μηχανικοί, χημικοί, φυσικομαθηματικοί ή φιλόσοφοι περνούν όλοι μια τάξη φιλοσοφίας. Σ’ οποιανδήποτε επιστήμη κι αν θελήση να επιδοθεί κανείς. Πρέπει να ξέρη φιλοσοφία. Επιστήμονας αφιλοσόφητος δηλαδή δε γίνεται και σ’ αυτό οι μπολσεβίκοι ακολουθούν τη γνώμη του Πλάτωνα. Στη φιλοσοφική σχολή, εκείνοι, μ’ άλλα λόγια, που θα γίνουν φιλόσοφοι, αυτοί θα μάθουν όλα τα συστήματα, θα γνωρίσουν όλους τους φιλόσοφους και κατά συνέπεια και τους αρχαίους». Στην ερώτηση του συνομιλητή του, αν έχει τη γνώμη, ότι ο ελληνικός πολιτισμός διδάσκεται εκεί, γιατί στέκεται πάνω απ’ όλους τους πολιτισμούς, ο Γληνός αντικρούει αμέσως κάθε ενδεχόμενο πνεύματος ανωτερότητας λέγοντας «Δεν πιστεύω σε τέτοια άποψη. Ο κλασσικός πολιτισμός μας έχει επιβληθεί κυρίως από την καλλιτεχνική του μεριά. Και έχει τόσο γεμίσει την ανθρωπότητα το έργο των ποιητών και των καλλιτεχνών εκείνου του καιρού, ώστε δεν έγιναν οι κριτικές εκείνες εργασίες που θα φώτιζαν τον πολιτισμόν αυτόν σε όλες τις πλευρές του. Αν σταματήσουμε λίγο στην ανθρωπιστική πλευρά θα ιδούμε ότι ο πολιτισμός αυτός με τις φοβερές σελίδες της δουλείας, με τις διαταγές προς τους Αθηναίους στρατηγούς να σφάξουν λ.χ. όλους τους Μυτιληνιούς, χωρίς εξαίρεση, γέρους, γυναίκες ή παιδιά, υστερεί πολύ από την άποψη του ανθρωπισμού. Από τη μια μεριά έργα μεγάλης πνοής κι από την άλλη έλλειψη κάθε σεβασμού προς τον άνθρωπο. Ο κομμουνισμός που, πρώτ’ απ’ όλα σεβεται τον άνθρωπο, δεν μπορεί να μην κυττάξη αυτές τις πλευρές». Το ότι δεν υπήρχε καμία πρόθεση εκ μέρους του να απαξιώνει τον αρχαίο πολιτισμό και τις κλασσικές σπουδές, φαίνεται από τα εξής λόγια του «Η προχωρημένη στον πολιτισμό Δύση και η περίλαμπρη και εξιδανικευμένη και πολυύμνητη αρχαιότητα που φώτισε και τους δυτικούς λαούς στην Αναγέννησή τους, να λοιπόν οι δύο πόλοι, όπου θα στραφεί η αναγεννητική προσπάθεια των νέων Ελλήνων…Οι ανθρωπιστικές λοιπόν σπουδές των παράλληλα με την αφομοίωση και κατάχτηση της νέας επιστήμης και της νέας τεχνικής, θα είναι ένας πολύ δυνατός μοχλός, μια ισχυρότατη και αποτελεσματική κινητήρια δύναμη αυτής της αξιοπλασίας»6.
Όχι στη στείρα απομίμηση
Από νωρίς στον 20ο αιώνα, ο μεγάλος αυτός δάσκαλος και παιδαγωγός Δημήτρης Γληνός, προειδοποιούσε για την άγονη στροφή προς το λαμπρό παρελθόν και ταυτόχρονα τον άκριτο θαυμασμό και απομίμηση του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η αρχαιομανία και η ξενομανία, κατά Γληνό, είναι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος κι ας φαίνονται αντίθετες, ασυμβίβαστες έννοιες, διότι βγαίνουν από την ίδια νοοτροπία, που ο Γιάννης Ιμβριώτης δεν διστάζει να τη χαρακτηρίζει ακόμα και «πιθηκισμό».7 Ο σχολαστικός παρελθοντισμός βαραίνει στην Ελλάδα και αποτελει εμπόδιο στην ανάπτυξη, ενώ στους ευρωπαϊκούς λαούς το παρελθόν, το αρχαίο, αλλά και το νεότερο, έχει βοηθήσει στην ανάπτυξή τους. Ωστόσο, ο Γληνός δεν παράβλεπε τη διαφορά ανάμεσα στην ευρωπαϊκή διανόηση και τις μάζες των «πολιτισμένων» χωρών. Εκεί, η εικόνα είναι πολύ διαφορετική. Επισημαίνοντας την «αριστοκρατικότητα» της φιλοσοφίας και της επιστήμης, που δεν έδειχναν καμία πίστη στην ικανότητα των μαζών να υψωθούν στην αληθινή γνώση, το μοτίβο «εκάς οι βέβηλοι», είναι, κατά το Γληνό, γραμμένο στην προμετωπίδα της φιλοσοφίας και της επιστήμης εξοστρακίζοντας εκ των προτέρων τη δυνατότητα αληθινής μόρφωσης των λεγόμενων μαζών. «Οι φιλόσοφοι και οι επιστήμονες έδειξαν ως τόρα στη μέγιστη πλειονοψηφία τους την ψυχολογική ροπή των μυστηριακών ομάδων, των «θιάσων» και η έννοια του «βέβηλου» υφίσταται στη συνείδηση ενός Καντ, όπως και στη συνείδηση ενός αρχαίου μύστη της ορφικής μυστηριακής γνώσης».8 Δηλαδή, η στάση της επιστήμης και της ολιγαρχίας ήταν, κατά Γληνό, απέναντι στο πλήθος, απέναντι στην ίδια την ανθρωπότητα. Οι αιτίες ήταν κοινωνικές και μια τέτοια στάση, όπως καταλάβαινε ο Γληνός, δεν θα μπορούσε ποτέ να διαλύσει το ιδεολογικό χάος των μαζών ακόμα και των λεγόμενων «πολιτισμένων» λαών. Στο «βέβηλο» πλήθος ο Γληνός λογάριαζε όχι μόνο το προλεταριάτο, την αγροτιά, τους μικροαστούς, τους μεσαίους αστούς, αλλά και τους «μεγαλομπουρζουάδες». Πόσοι διανοούμενοι δεν εξυπηρέτησαν με τις γνώσεις τους το κυρίαρχο κατεστημένο της κάθε εποχής, αλλά και ο ίδιος, άλλωστε, όπως φαίνεται σε κάποια αποσπάσματα σε άλλα σημεία του έργου του, θεωρούσε, ότι οι προχωρημένες χώρες ενστερνίστηκαν γόνιμα στοιχεία παλαιότερων πολιτισμών. Όμως, αυτό πάλι δεν αποκλείει το γεγονός, ότι με τα λόγια του Γληνού «οι κοινωνίες των «πολιτισμένων» λαών παρουσιάζουν ένα απερίγραπτο ιδεολογικό θέαμα από κουρέλια ιδεολογιών συρραμένα σε πολύχρωμες αρλεκίνικες φορεσιές. Κουρέλια από θρησκευτικές ιδεολογίες, από επιστημονικές γνώσες, από κοσμοθεωρητικές και κοινωνικοϊδεολογικές απόχρωσες κάθε λογής. Και υποκρισία και ψευτιά και απιστία. Ένα οιχτρό θέαμα αποσύνθεσης πνεματικής, που είνε αποτέλεσμα από την κοινωνικήν αποσύνθεση του αστικού κόσμου και από τις ποικιλότατες αντιθέσεις που έχουνε γεννηθεί μέσα στους κόλπους της καπιταλιστικής οικονομίας».9 Αν ζούσε σήμερα, ο Γληνός θα μπορούσε να δει ότι ο «αρλεκινισμός» των ιδεών βρισκόταν στην εποχή του σε πρώιμο στάδιο ακόμα και πώς σήμερα έχει γίνει σουπερμάρκετ ιδεών, από το οποίο ο καθένας μπορεί να διαλέξει το κομμάτι που το «γουστάρει», μια και το «ο, τι γουστάρω κάνω» έχει διαδοθεί σαν στάση ζωής.
Ήδη το 1920 κυκλοφόρησε το δοκίμιο «Δημιουργικός ιστορισμός», στο οποίο ο Γληνός αναπτύσσει το θέμα της σωστής αξιοποίησης αρχαιότερων στοχασμών και αντιπαραθέτει στη θετική κατηγορία «δημιουργικός» την αρνητική «άγονος ιστορισμός». Με το «Δημιουργικό Ιστορισμό», διακρίνει ανάμεσα στον άγονο ιστορισμό, που είναι η «αυτούσια μεταφορά και μίμηση αξιών» και τον δημιουργικό ιστορισμό, που είναι «ο αρμονικός συνδυασμός των αξιών του παρελθόντος με τις δυνάμεις και τις ορμές του παρόντος, έτσι που και τα περασμένα να δίνουν κάθε στοιχείο, που μπορεί να χρησιμεύει για ιδανικό παράδειγμα και να αφομοιώνεται από το παρόν, και η σύγχρονη ορμή ν’ απλώνεται άνετα και να εξυψώνει τα δικά της στοιχεία σε αξίες πολιτισμού όσο μπορεί περισσότερο ικανοποιητικές για τις σύγχρονες ψυχικές ανάγκες».10 Είναι αυτή η θεωρία του, που τον έκανε πράγματι «φιλόσοφο της ιστορίας», σύμφωνα με τον Γιάννη Ιμβριώτη. 11 Στις έννοιες αυτές εντάσσει ο Γληνός και την ταξική διαφοροποίηση της κοινωνίας λέγοντας «Κάθε λαός δεν αποτελεί ένα ομοιόμορφο σύνολο ατόμων, ούτε επομένως οι συνιστάμενες των κοινωνικών ενεργειών, που τις ονομάσαμε αξίες του πολιτισμού, είνε γεννήματα του συνόλου των ατόμων ενός λαού. Τις περισσότερες φορές είνε δημιουργήματα στενότερων ομάδων ή κονωνικών τάξεων. Μια κοινωνική τάξη που έχει την ηγεμονία στο σύνολο…δημιουργεί ή συντηρεί τις αξίες του πολιτισμού αυτού κατά ένα τύπο σύμφωνο με τα συμφέροντά της, τις επιδράσεις που δέχεται η κατά την πλαστική της δύναμη».12 Τα λόγια αυτά δείχνουν ήδη την ερχόμενη ταξικότητα που διαμορφωνόταν στη σκέψη του Γληνού στην πορεία του από τον αστικό φιλελευθερισμό προς την κομμουνιστική ιδεολογία. Μελετητές του έργου του διαπιστώνουν, ωστόσο, κάποιες αντιφάσεις και αδυναμίες στο στοχασμό του και ίσως το όλο και μεγαλύτερο χάος του κόσμου στις παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι διώξεις και οι φυλακίσεις, καθώς και το γεγονός ότι σε προχωρημένη ηλικία ο Γληνός είχε ασπαστεί τη μαρξιστική ιδεολογία και δεν ξέρουμε, αν κάτω από τις άγριες συνθήκες διαβίωσης ο έγκλειστος Γληνός βρήκε την ευκαιρία να μελετήσει σε βάθος τους κλασικούς του μαρξισμού, να έχουν παίξει το ρόλο τους στο να μην προλάβει να ενσωματώσει συστηματικά την γι’ αυτόν καινούργια ιδεολογία στην ανάπτυξη των ιδεών του. Δεν ξέρουμε, αν εκείνη την εποχή είχε διαβάσει τη Γερμανική Ιδεολογία των Μαρξ-Ένγκελς, όπου διαμορφώνεται ο ιστορικός υλισμός και όπου οι δύο μεγάλοι δάσκαλοι της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας διατυπώνουν τη θέση, ότι η ιδεολογία των εκάστοτε κυρίαρχων είναι και η κυρίαρχη ιδεολογία του εκάστοτε κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Μπορεί λοιπόν ο όρος «δημιουργικός ιστορισμός» να θυμίζει τον όρο «ιστορικός υλισμός» ή να νομίζει κανείς , ότι η πρώτη έννοια είναι μια συγκαλυμμένη μορφή της δεύτερης, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποδειχθεί. Μάλιστα ο εκπαιδευτικός Γεώργιος Μωραϊτης κάτω από το ψευδώνυμο Γ.Μ. Κωνσταντίνου στην εισαγωγή του στο βιβλίο Δημήτρης Γληνός, Ο πνευματικός Ταγός 13 αναφερόμενος σ’ αυτή την υποψία, την αντικρούει λέγοντας, ότι παρακολουθώντας την εξέλιξη του Γληνού, θα διαπιστώσεις «ότι ο όρος, χωρίς να είναι ανεξάρτητος από τον όρο ιστορικός υλισμός, ως προς το ιδεολογικό του περιεχόμενο, στην ουσία του αποτελεί δημιούργημα του Γληνού, που τον γέννησε η παιδαγωγική του συνείδηση και η επαφή του με την ιδεολογική και εκπαιδευτική πραγματικότητα». Aργότερα, στην εισαγωγή του «Σοφιστή» ο Γληνός ονομάζει την υλιστική διαλεκτική «δυναμικό ρεαλισμό» αντιπαραθέτοντάς τον με το φορμαλισμό και εννοώντας τη θεωρία της ενότητας του φυσικού και του ιστορικού Είναι. Η Γεωργία Αποστολοπούλου από τον τομέα φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων στο βιβλίο Δημήτρης Γληνός, Παιδαγωγός και Φιλόσοφος έχει τη γνώμη, ότι ο Γληνός λέγοντας «δυναμικό ρεαλισμό» γράφει για την αντιστροφή του εγελιανού «δυναμικού ιδεαλισμού» και ότι «πρόκειται για τον υλισμό του Marx και του Engels, τον οποίο ο Γληνός δεν αναφέρει με το πραγματικό του όνομα, αλλά χρησιμοποιεί την έκφραση «δυναμικός ρεαλισμός», ώστε να μπορέσει να περάσει η έκδοση του «Σοφιστή» από τη λογοκρισία της εποχής, αν και δε θα ήταν απίθανα ο Γληνός να ήθελε με την έκφραση αυτή να υποδηλώσει ίσως και την προσωπική του φιλοσοφική θεωρία»14. Και σύμφωνα με τον καθηγητή πανεπιστημίου Αύγουστο Μπαγιώνα, ο Γληνός χρησιμοποίησε αυτό τον όρο, όπως και τον όρο «δημιουργικός ιστορισμός» για θεωρητικούς λόγους, αλλά και για να αποφύγει την επέμβαση της μεταξικής δικτατορίας. Όπως και να το κάνουμε, πρέπει να λάβουμε υπ’όψη την επικινδυνότητα της εποχής για τους μαρξιστές διανοητές και ιδιαίτερα, αν είναι κομματικά στελέχη. Ο άγονος ιστορισμός, πάντως, είναι η προσπάθεια αναβίωσης των περασμένων, πόσο μάλλον αν αυτά τα περασμένα ήταν λαμπρά, μπροστά στα οποία η σημερινή κατάσταση παρακμασμένων, γερασμένων κοινωνιών ωχριά. Πρόκειται για σπασμωδική προσπάθεια κυρίαρχων να κρατιούνται στη γερασμένη εξουσία τους και να γλυκάνουν για το λαό το πικρό χάπι της κοινωνικής καθόδου με «περασμένα μεγαλεία», με τύπους και νεκρές παραδόσεις. Προφανώς αυτός ο ιστορισμός δεν είναι δημιουργικός. Ακούμε το Γληνό «Η ιστορική παρατήρηση μας δείχνει πως και ο ιστορισμός και η ιστορική του σημασία για τη ζωή δεν είνε ενός είδους. Η συνειδητή στροφή και προσκόλληση στο παρελθόν υπήρξε για λαούς πολλούς και για αιώνες πολλούς το νεκροσάβανο της ζωής. Λαοί εξαντλημένοι, λαοί που έχασαν τη δημιουργική τους δύναμη, έμειναν με πείσμα προσκολλημένοι σε αποκρυσταλλωμένες αξίες που μια φορά δημιούργησαν οι ίδιοι ή πήραν εν μέρει από άλλους. Και άφησαν τη ζωή τους να γίνει φτωχή, αχρωμάτιστη, ταπεινή μαζί μ’ αυτές». […] Από την άλλη μεριά πάλι βρίσκουμε την επιστροφή προς το παρελθόν να δίνει νέες κατευθύνσεις στο παρόν, να χρησιμεύει ως σπόρος για νέες ιδέες, να χαρακτηρίζεται ως αληθινή αναγέννηση. Έτσι στη δυτική Ευρώπη το 15ο και το 16ο αιώνα, η μελέτη της κλασικής αρχαιότητας βοηθεί το άνθισμα των λογοτεχνιών, των τεχνών και της επιστήμης και δυναμώνει τη βαθμιαία εξέλιξη νέων κοινωνικών και πολιτειακών καθεστώτων».15 Αυτός ο ιστορισμός είναι, πράγματι, δημιουργικός, γιατί μετουσιώνει αξίες αφομοιώνοντας μόνο τα στοιχεία από το παρελθόν που είναι γόνιμα και ικανοποιούν ανάγκες της εκάστοτε σύγχρονης εποχής. Βέβαια, το τι είναι «γόνιμο» πρέπει να επιλέγεται με προοδευτικά κοσμοθεωρητικά κριτήρια, ώστε να ωθεί την ιστορία εμπρός. Η λανθασμένη αξιοποίηση ακόμα και των πιο επίκαιρων στοιχείων από περασμένους πολιτισμούς μπορεί να έχει αντίθετο αποτέλεσμα και αντί να τα κάνει γόνιμα να γίνονται άγονα κι αυτά. Έτσι ο Γληνός θα πει «θα εξαρτηθεί και το τι θ’ αναζητήσουμε και το τι θα ιδούμε και το τι θα ξαναζήσουμε από τα περασμένα…, αν θα συλλάβουμε μορφές ακίνητες και απολιθωμένες ή κινημένες και ζωντανές, αν θα πιάσουμε το σκελετό ή τη σάρκα και τα νεύρα και τους χυμούς, αν θα σφίξουμε στα χέρια μας τη ζωή ή θα κυνηγήσουμε σκιές».16 Οι σκέψεις αυτές μπορεί με την πρώτη ματιά να μοιάζουν λίγο σχηματικές, αλλά γράφτηκαν σε μια εποχή που στην Ελλάδα η διδασκαλία της αρχαιότητας ήταν εξαιρετικά στείρα και φορμαλιστική μένοντας απ’ έξω από τη ζωντάνια του αρχαίου στοχασμού. Μια διδασκαλία που βρήκε το Γληνό παθιασμένο αντίπαλο.
Ο Γληνός για άλλους φιλόσοφους
Οι μελέτες του Δημήτρη Γληνού για άλλους φιλόσοφους δείχνουν την ευρύτητα και το βάθος του φιλοσοφικού του είναι. Έτσι, Η φιλοσοφία του Χέγκελ του είναι ένα διαμάντι διαλεκτικής ανάλυσης του μεγάλου Γερμανού φιλόσοφου στα πλαίσια της εποχής του. Εκεί, η γλώσσα του Γληνού, παρ’ όλη τη δυσκολία του θέματος, είναι απλή με κάποιες τάσεις προς τη μαλλιαρή. Το ύφος είναι του δασκάλου που, χωρίς να επιφέρει ζημιά στο θέμα, φέρνει το δύσκολο στο επίπεδο ενός κοινού που δεν είναι εξοικειωμένο με το θέμα. Κείμενο πολύ κατανοητό, φανερά γραμμένο από εκπαιδευτικό. Μια θαυμάσια ανάπτυξη των ιστορικών συνθηκών της εποχής του Χέγκελ σ’ ό, τι αφορά τη διαμάχη, αλλά και συμμαχία της γερμανικής φεουδαρχίας με την ανερχόμενη – πολύ αργά ιστορικά σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις – αστική τάξη της Γερμανίας. Ο Γληνός τονίζει το διπλό ρόλο της γερμανικής διανόησης εκείνης της εποχής. Δηλαδή, από τη μία να εκφράζει την πρόοδο της γερμανικής αστικής τάξης προς την επανάστασή της, η οποία είχε γίνει στην Ολλανδία ήδη τον 16ο αιώνα, στην Αγγλία τον 17ο , στη Γαλλία προς το τέλος του 18ου και στην Ελλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα. Από την άλλη ο συμβιβασμός της με τα φεουδαρχικά στοιχεία για χάρη της ενότητας της χώρας απέναντι στους Άγγλους και Γάλλους ανταγωνιστές στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Δηλαδή ρόλος αστικά επαναστατικός, αλλά ως προς τη φεουδαρχία συμβιβαστικός. Το διπλό αυτό ρόλο έπαιξαν ο ρομαντισμός στην τέχνη και η ιδεαλιστική φιλοσοφία, όπως αυτή του Χέγκελ. Λαμπρά και κατανοητά ο Γληνός εξηγεί με αυτό τον ιστορικό υλιστικό τρόπο τις αντιφατικές πλευρές της χεγκελιανής φιλοσοφίας τονίζοντας το προτέρημα αυτής της φιλοσοφίας, επειδή δεν ήταν μιμητική, αλλά δημιουργική και οργανική. Σύμφωνα με τον Γληνό, η κλασική γερμανική φιλοσοφία έπιανε τα μεγάλα ζητήματα της εποχής βαθιά και συνθετικά και ήταν θεμελιακή στην επεργασία της. Πιάνει ο Γληνός σ’ αυτό το εξαιρετικό δοκίμιο του 1932 και λίγο τον Καντ τονίζοντας, ότι η διανόηση της γερμανικής αστικής τάξης δεν είχε καθαρό αντιθρησκευτικό χαρακτήρα, όπως στη Γαλλία. Ο Καντ επιδίωκε τη λύση με την πίστη, όχι με τη γνώση προσπαθώντας να συμβιβάσει τη θρησκεία με τη φιλοσοφία βλέποντας το χριστιανισμό ως αστική θρησκεία του ορθού λόγου. Ήδη από τις αρχές του 16ου αιώνα με το Λούθηρο, η γερμανική διανόηση αγωνίστηκε να μετατρέψει το φεουδαρχικό χριστιανισμό σε αστικό. Ουσιαστικά τα άρθρα του Γληνού για τον Χέγκελ είναι η πρώτη προσπάθειά του να διατυπώσει εν συντομία τα βήματά του στη μαρξιστική φιλοσοφία και το κάνει μέσα από την κριτική του στον αντικειμενικό ιδεαλισμό του Χέγκελ. Υπενθυμίζουμε, ότι ο ιδεαλισμός στη φιλοσοφία είναι η «σχολή» που θεωρεί πρωταρχικό το πνεύμα, τη συνείδηση, την ιδέα που δημιουργούν την πραγματικότητα, ενώ ο υλισμός θεωρεί πρωταρχική την ύλη, από την οποία δημιουργούνται η συνείδηση, το πνεύμα, η ιδέα κλπ. Αν ο ιδεαλισμός είναι αντικειμενικός, σημαίνει ότι παίρνει σαν βάση ένα απρόσωπο παγκόσμιο πνεύμα ή υπερατομική συνείδηση, ενώ ο υποκειμενικός ιδεαλισμός ανάγει τις γνώσεις για τον κόσμο στην ατομική συνείδηση. Έτσι ο Χέγκελ απείχε ένα βήμα από το συνδυασμό της διαλεκτικής μεθόδου με τον υλισμό. Αυτό το πάντρεμα θα γινόταν από τους Μαρξ-Ένγελς λίγο αργότερα. Ο Γληνός λοιπόν προσεγγίζει τη φιλοσοφία του Χέγκελ από τη σκοπιά του διαλεκτικού υλισμού. Στην εισαγωγή στο Σοφιστή του Πλάτωνα, ο Γληνός επιχειρεί να κατανοήσει τον Πλάτωνα γενικά και το Σοφιστή ιδιαίτερα, με τη διαλεκτική υλιστική μέθοδο. Ούτε ο Πλάτωνας ήταν ξεκομμένος από την εποχή και τις συνθήκες ζωής του. Οι θεωρίες του ήταν προσαρμοσμένες στα συμφέροντα της άρχουσας τάξης του καιρού του, αλλά και χρήσιμες για τα συμφέροντα των μετέπειτα κυρίαρχων τάξεων λόγω της λογικής της κοινωνικής ιεράρχησης που δίεπε τη φιλοσοφία του. Ο Γληνός θεωρούσε τη φιλοσοφία του Πλάτωνα «φιλοσοφία μιας ιεραρχημένης κοινωνίας που θεμελιώνονταν απάνω στη διαίρεση ανθρώπων σε κοινωνικές κατηγορίες» και «είναι φιλοσοφία αριστοκρατική και ολιγαρχική με όλον τον πνευματικό χαρακτήρα που προσπαθεί να δώσει στην ολιγαρχία»17. Ο Γληνός θεωρεί τον Πλάτωνα κεντρική μορφή του αρχαίου ελληνικού στοχασμού. Ο Πλάτωνας κατόρθωσε να δημιουργήσει μια φιλοσοφία «που έφτασε στ’ ακραία σύνορα του αρχαίου στοχασμού», σύμφωνα με το Γληνό κι αυτό μάλιστα την εποχή που ο αρχαίος ελληνικός κόσμος βάδιζε προς το τέλος του 18. Η Γεωργία Αποστολοπούλου στο προαναφερόμενο άρθρο της «Ο Γληνός και η φιλοσοφική ερμηνεία του «Σοφιστή» λέει, ότι «Από τη σκοπιά της ιστορίας της φιλοσοφίας, ο Πλάτωνας είναι για το Γληνό ο ιδρυτής του ιδεαλισμού, μιας φιλοσοφικής κατεύθυνσης που κορυφώθηκε στον Hegel και αποδείχτηκε γόνιμη για τη θεωρητική προσέγγιση της ιστορικής εξέλιξης της κοινωνίας και για την αποκρυστάλλωση του τρόπου επέμβασης στο ιστορικό γίγνεσθαι»19. Ο Γληνός δεν θεωρεί, ότι τα αρνητικά στοιχεία της φιλοσοφίας του Πλάτωνα δικαιολογούν αρνητική στάση απέναντι στον Πλάτωνα, αλλά «Αντίθετα, ο Γληνός υπογραμμίζει ότι ο Πλάτωνας αποτελεί σημαντική βαθμίδα στην προοδευτική ιστορική ανάπτυξη του ιδεαλισμού, και γι’ αυτό πρέπει να σπουδάζεται. Τα στοιχεία που έχουν ιδιαίτερη σημασία για το Γληνό, είναι κυρίως τα γνωσιοθεωρητικά και τα οντολογικά…»20. Και καταλήγει η Αποστολοπούλου «Ο Γληνός θεωρεί το διάλογο «Σοφιστής» ως αναβαθμό στην εξέλιξη από τον στατικό ιδεαλισμό στο δυναμικό ιδεαλισμό και από τον ιδεαλισμό γενικά στο δυναμικό ρεαλισμό. Ο Hegel αξιοποίησε τα γόνιμα στοιχεία της φιλοσοφίας του Πλάτωνα και δημιούργησε το δυναμικό ιδεαλισμό που με την αντίστροφή του οδήγησε στο δυναμικό ρεαλισμό, δηλ. στον υλισμό του Marx και του Engels. 21 Χωρίς αμφιβολία έχει μεγάλο ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς βήμα βήμα την εξέλιξη της φιλοσοφίας προς την ωριμότητα, όπως το αποτύπωνε και ο Γληνός, ώστε με τους Μαρξ-Ένγκελς η φιλοσοφία να πάψει να είναι μόνο θεωρησιακή και να γίνει εργαλείο επαναστατικής κοινωνικής δράσης. «ΟΙ φιλόσοφοι μονάχα ερμήνευαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα, όμως, είναι να τον αλλάξουμε» γράφει ο Μαρξ στην 11η Θέση για τον Φοϋερμπαχ. 22
Οι φιλοσοφικές σκέψεις και επεξεργασίες του Γληνού γενικά
Δεν είναι δυνατόν στα πλαίσια αυτής της ομιλίας να σταθώ αναλυτικά στην εξαιρετική ανάπτυξη και κριτική των ιδεών του Γερμανού φιλόσοφου Φρίντριχ Νίτσε που έγραψε ο Γληνός. Αξίζει και να αναφερθώ στο κείμενο για τη θεωρία της γνώσης, που έγραψε ο Γληνός σε συνθήκες απομόνωσης και που είναι το αποτέλεσμα των σπάνιων συζητήσεων με το γιό του. Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε μόλις τον Αύγουστο του 1982 στο περιοδικό «Επιστημονική Σκέψη», τεύχος 8, με τον τίτλο «Ορίζοντες Ζωής Α! Θεωρία της Γνώσης» και γράφεται υπό τη μορφή ενός γράμματος προς έναν νεαρό φίλο. Πρόκειται για αληθινό μάθημα διαλεκτικού υλισμού. Προς το τέλος ο Γληνός γράφει «Η θεωρία αυτή είναι η θεωρία του διαλεχτικού ματεριαλισμού ή καλύτερα του δυναμικού ρεαλισμού.΄Ότι έγινε από το 1850 ως σήμερα στην ιστορία και ότι γίνεται ακόμη και σήμερα πιστοποιεί την αλήθεια της θεωρίας αυτής που καθόρισε στις γενικώτατες γραμμες κι επρόβλεψε την κοινωνικήν εξέλιξη»23.
Να δούμε τώρα εν τάχει κάποια βασικά στοιχεία από τις φιλοσοφικές σκέψεις του Γληνού. Ήδη αναφέρθηκα στο δυναμικό ρεαλισμό, που κατά Γληνό, είναι η διαλεκτική η οποιά μελετάει τους νόμους κίνησης της ιστορίας και της φύσης, της ανθρώπινης κοινωνίας και του ανθρώπινου νοείν. Στην εισαγωγή στο Σοφιστή ο Γληνός πραγματεύεται πολλές βασικές έννοιες του διαλεκτικού υλισμού, που είναι γνωστές σε κάθε μαρξιστή. Το ζήτημα της ουσίας και της μορφής, που είναι τρόπος ύπαρξης της ουσίας. Είναι ένα από τα φιλοσοφικά διαλεκτικά ζευγάρια, όπως και η δυνατότητα-πραγματικότητα, το τυχαίο και το αναγκαίο, η ουσία και το φαινόμενο (εδώ βλέπουμε ότι ο Γληνός παραθέτει τη διαλεκτική ενότητα ουσία-μορφή, ενώ είναι πιο τρέχουσα στα μαρξιστικά πλαίσια το ζευγάρι περιεχόμενο-μορφή). Γι ‘ αυτόν το φυσικό και το ιστορικό Είναι αποτελούν λοιπόν μια ενότητα. Η αλήθεια είναι πάντα σχετική με την έννοια ότι όσο προχωρεί η έρευνα για την αλήθεια, προκύπτουν νέα δεδομένα. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, απόλυτο σχετικισμό, σύμφωνα με τον οποίο δεν μπορείς τελικά να γνώσεις την πραγματικότητα, άρα όλη η γνώση είναι υποκειμενική, όλα μπορούν να καταρρίπτονται και κάθε φορά ξεκινάμε εντελώς από την αρχή. Όχι, η πορεία προς την αληθινή γνώση χτίζεται βήμα με βήμα σε μια πορεία αναζήτησης της αντικειμενικής πραγματικότητας, που υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο και την υποκειμενική του γνώση και ποτέ δεν γυρίζουμε στο απόλυτο μηδέν της μη-γνώσης. Ο Γληνός διατυπώνει το ζήτημα της αλήθειας ως εξής «Η αλήθεια πηγάζει από τη συμφωνία του νοείν προς το είναι, που ελέγχεται από την πράξη, που διαπιστώνεται κάθε στιγμή από την πράξη. Είναι, πράττειν και νοείν είνε οι τρεις απαραίτητοι όροι για τη γνώση»24. Σ’ αυτή την τριάδα είναι συμπυκνωμένη όλη η δράση του Γληνού.Ο ίδιος περιγράφει το 1930 ως εξής την επίμοχθη πορεία του προς την κοινωνική αλήθεια του μαρξισμού «Με μεγάλη δυσκολία άνοιξα το δρόμο προς την αλήθεια, προς το φως. Στα δεκαοχτώ μου χρόνια έγινα δημοτικιστής, στα εικοσιπέντε μου χρόνια άρχισα να καταλαβαίνω το κοινωνικό πρόβλημα. Χρειάστηκαν όμως άλλα είκοσι χρόνια για να καταλάβω την αλήθεια γύρω από το ζήτημα αυτό και να μπω στον κόσμο της αληθινής ζωής»25.Το πόσο σκληρά θα ήταν η τιμωρία από το αστικό κράτος γι’ αυτή την ανακάλυψη, θα το ζούσε ο Γληνός στο πετσί του.
____________________________________________________________________________
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Αύγουστος Μπαγιώνας, «Η φιλοσοφική σκέψη του Δημήτρη Γληνού και η συμβολή του στην ανάπτυξη του μαρξισμού στην Ελλάδα». Στο: «Δημήτρης Γληνός, 100 Χρόνια από τη γέννησή του», επιστημονικό διήμερο του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
2 Περιοδικό «Διαβάζω», αρ. 61, 26–1‑1983
3 Ριζοσπάστης, 6–7 Γενάρη 2007
4 Ριζοσπάστης, 6–7‑Ιανουαρίου 2007
5 Ριζοσπάστης 25 Δεκεμβρίου 2003
6 Στο: Δημήτρης Γληνός, Ο πνευματικός ταγός, ΣΕ 1997, σελ. 17. Από την εισαγωγή στο «Σοφιστή», σελ. 35
7 Γ. Ιμβριώτης, Ο Γληνός φιλόσοφος. Στο: Στη μνήμη Δημήτρη Α. Γληνού, Εκδόσεις «Παπαζήσης», 2003, σ. 27
8 Δημήτρη Γληνού, Η Τριλογία του Πολέμου, Εκδόσεις «Παπαζήσης», σελ. 124
9 Στο ίδιο, σελ. 125
10 Γεωργία Αποστολοπούλου, Ο Γληνός και η φιλοσοφική ερμηνεία του «Σοφιστή». Τομέας Φιλοσοφίας Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Δημήτρης Γληνός, Παιδαγωγός και Φιλόσοφος, Εκδόσεις «Γκούτενμπεργκ», σελ. 64/65
11 Γ. Ιμβριώτης, βλ. 7 σελ. 27
12 Στο ίδιο, σελ. 28.
13 Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 1997, σελ. 13
14 Βλ. 10 σελ. 62
15 Βλ. 7 Γιάννη Ιμβριώτη, σελ. 31
16 Εισαγωγή στο Σοφιστη, σ. 23. Στο: Γιάννη Ιμβριώτη, σελ. 31. Bl. 7
17 Δημήτρης Κασιούρας, Σχετικά με τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του Δ. Γληνού, Περιοδικό «Διαβάζω», αρ. 61, 26–1‑1983, σελ. 49. Από Δ. Γληνού, Μερικοί στοχασμοί για τον Πλάτωνα και το έργο του, Αθήνα 1945, β’ έκδοση
18 Αποστολοπούλου, βλ. 10, σελ. 69/70.
19 Στο ίδιο, σελ. 70/71
20 Στο ίδιο, σελ. 71
21 Στο ίδιο, σελ. 73
22 Φρίντριχ Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόϋερμπαχ και το Τέλος της Κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας, Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 2007, σελ. 68
23 Επιστημονική Σκέψη, τεύχος 8, Ιούλης-Αύγουστος 1982, σελ. 59
24 Βλ. 7 Ιμβριώτης, σελ. 35/36
25 Βλ. 17 Κασιούρας, σελ. 39
Ομιλία της Άννεκε Ιωαννάτου στις 11 Δεκεμβρίου 2019 για το Λαϊκό Πανεπιστήμιο ΣΕΛΕ.