Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο δικός μου Νοέμβρης

Γρά­φει ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

Έχει κάτι «μυστη­ρια­κό και μεγά­λο» πάντα αυτός ο Νοέμ­βρης, ως ο ενδέ­κα­τος μήνας της χρο­νιάς. Μια σει­ρά γεγο­νό­τα τον σημά­δε­ψαν από τα μικρά  μου χρόνια.

«Από­ψε είναι ο και­ρός για όλα λέει
από­ψε είναι η συνέ­χεια όλων λέει
αύριο για όλο τον άνθρω­πο για όλο το μέλλον
έτσι είπε πάνω στη στέγη» 
(Γιάν­νης Ρίτσος)

Ήταν ο Νοέμ­βρης του ’73 που φλο­γί­ζει την καρ­διά ακό­μη πολ­λών «εφή­βων» σαν και μένα και που κρα­τά ζωντα­νό το νήμα της ανά­γκης συνε­χούς πάλης για να πάρουν τα «όνει­ρα» εκδί­κη­ση επιτέλους!

“Είδα το Λένιν.
Τον είδα να τρέ­χει χέρι — χέρι με τη ζωή.
Να σπρώ­χνει κατά τον ανή­φο­ρο, με τον ώμο, την Ιστορία.
Τον είδα να λαχα­νιά­ζει και να βιάζεται.
Για­τί όλα τότε ήταν βια­στι­κά. Ολα.
Οι ώρες, οι σελί­δες, οι στιγμές.
“Σήμε­ρα νωρίς — αύριο θα ‘ν’ αργά”.

Η Επα­νά­στα­ση κοί­τα­ξε το παι­δί της στα μάτια.

Ναι. Ήταν καιρός.
Το φώνα­ξε κι η “Αβρό­ρα” από το ποτάμι.
Ήταν και­ρός. Θολός σιγό­ψελ­νε δίπλα της κι ο Νέβας.
Τον ακο­λού­θη­σαν σιγο­ψέλ­νο­ντας και τα κανάλια.
Ήταν και­ρός.
Η πόλη σώπαι­νε πνιγ­μέ­νη στα σκότη.
Και μόνο το “Σμόλ­νυ” έφεγγε.
Μόνο το “Σμόλ­νι” έφεγ­γε σαν φανάρι.
Για να δεί­ξει στο μέλ­λον να περάσει».
(Μ. Λου­ντέ­μης)

Ήταν ο Νοέμ­βρης του 1917 που 100 χρό­νια τώρα δεί­χνει προς τα πού θα πρέ­πει να στρα­φεί η κοι­νω­νι­κή εξέ­λι­ξη. «Ο πάγος έσπα­σε, ο δρό­μος χαρά­κτη­κε» και αν προ­σω­ρι­νά πισω­γύ­ρι­σε, η πυξί­δα της πορεί­ας την ανθρω­πό­τη­τα  δεί­χνει καθη­με­ρι­νά την ανα­γκαιό­τη­τα να ξανα­πιά­σου­με το νήμα και να το οδη­γή­σου­με μέχρι το τέλος.

«Χθες είδα πάλι στον ύπνο μου τον πατέρα.
Καθό­μα­σταν οι δυο μας σ’ ένα τρα­πέ­ζι με καρό τραπεζομάντιλο.
Κάποιος μας έφε­ρε δυο ποτη­ρά­κια και κρασί.
– Είσαι καλά; Του λέω.
– Καλά, καλά, και μου ‘πια­σε το χέρι.
– Άντε, στην υγειά σου, είπε.
Σήκω­σε το ποτή­ρι, τσού­γκρι­σε και το άφη­σε πάνω στο τραπέζι.
– Δεν πίνεις; Ρώτησα.
– Εσύ να πιεις, απά­ντη­σε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω…»
(Γιάν­νης Βαρ­βέ­ρης, Ο πατέ­ρας δεν πίνει στους ουρανούς)

Ήταν Νοέμ­βρης του 2014 όταν έφυ­γε για  πάντα από κοντά μας ο χαμο­γε­λα­στός πατέ­ρας μου, πάντα όμως παρών στη ζωή μας αλλά και στην υπό­σχε­ση που του έδω­σα ότι «ποτέ δεν θα φυλή­σω κατου­ρη­μέ­νες ποδιές»…

Η ζωή συνε­χί­ζε­ται και τον Δεκέμ­βρη, περι­μέ­νο­ντας να προ­ϋ­πα­ντή­σει τον νέο χρό­νο. Όνει­ρα, ελπί­δες αλλά και βάσα­να και καθη­με­ρι­νός αγώ­νας επι­βί­ω­σης. Και περι­μέ­νο­ντας ξανά τον Νοέμ­βρη της καρ­διάς μου για να μας διδά­ξει, συγκι­νή­σει και κυρί­ως για να μας οδηγήσει

 

_________________________________________________________________________________________________

Αλέκος Α. Χατζηκώστας  Δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Η Άλλη Άποψη της Ημαθίας» και του alli-apopsi.gr. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και site εδώ και δεκαετίες, ενώ έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις σε μια σειρά ιστορικά συνέδρια και ημερίδες. Έχει εκδώσει 6 βιβλία και συμμετέχει σε συλλογικούς τόμους.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο