Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο δικός σου Νοέμβρης. Μη φοβάσαι

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Ο Νοέμ­βρης της μεγά­λης γένε­σης Των γενε­θλί­ων, της επα­νά­στα­σης και της δημιουρ­γί­ας. Από τις αετο­φω­λιές του Γορ­γο­πό­τα­μου στα κάγκε­λα του Πολυτεχνείου.

Εχει το δικό του χρώ­μα. Τη δική σου κόκ­κι­νη ακτι­νο­βο­λία. Είναι ο δικός σου Νοέμ­βρης. Μη φοβάσαι!

Μη φοβά­σαι σύντρο­φε, όπως δε φοβή­θη­καν αυτοί που έζη­σαν στο σκο­τά­δι των μπου­ντρου­μιών. Μη φοβά­σαι… όπως δε φοβή­θη­καν αυτοί που μ’ ένα πινέ­λο και μια μπο­γιά ξενυ­χτού­σαν γρά­φο­ντας στους τοί­χους συν­θή­μα­τα για τη λευ­τε­ριά, την ειρή­νη και την ανε­ξαρ­τη­σία, κάτω από τους ήχους ενός ακορντεόν.

Μη φοβά­σαι σύντρο­φε, όπως δε φοβή­θη­καν αυτοί που βάδι­σαν το δρό­μο του θανά­του μπρο­στά στο εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα με το κεφά­λι ψηλά για ένα ιδα­νι­κό, για μια πίστη.

Μη φοβά­σαι σύντρο­φε, όπως δε φοβή­θη­καν αυτοί που έδω­σαν  τον οβο­λό από το στέ­ρη­μα κάνο­ντας δικό τους το μέλ­λον του κόσμου.

Συμπό­νε­σε τους θρή­νους και τους ανα­στε­ναγ­μούς των μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νων γυναι­κών έξω από τις φυλα­κές, τα στρα­τό­πε­δα, τα νεκροτομεία.

***

Μη φοβά­σαι σύντρο­φε, στο­χά­σου τη δύνα­μη της ανυ­ψω­μέ­νης γρο­θιάς, της ανοι­χτής σου αγκά­λης, των σφιγ­μέ­νων σου χεριών, της δυνα­τής φωνής σου. Στο­χά­σου τη δύνα­μή σου!

Μη φοβά­σαι τα φου­σκω­μέ­να μπρά­τσα και τις άγριες μου­τσού­νες των σπιούνων.

Μη φοβά­σαι… αυτούς που σε φοβούνται!!!

101 χρό­νια και η σπο­ρά είναι γερή στη θέση του ζευ­γά άλλος ζευ­γάς, στου θερι­στή άλλος θερι­στής, και στου τρυ­γη­τή άλλος τρυγητής!

Στη θέση της καρ­διάς μας όλοι αυτοί. Επώ­νυ­μοι και ανώ­νυ­μοι αγω­νι­στές και πρω­το­πα­νη­γυ­ριώ­τες των μεγά­λων κατα­στά­σε­ων που έφυ­γαν προ­σφέ­ρο­ντας τα πάντα.

***

Στά­σου προ­σο­χή στη μνή­μη και τη θυσία τους. Μη φοβά­σαι σύντρο­φε, παρό­τι ο δρό­μος μακρι­νός, στρω­μέ­νος μ’ αγκά­θια, που όμως είναι ο δικός σου δρό­μος. Δικό σου το δίκιο, όπως δικό σου είναι κι ο πλού­τος που παράγεις.

Μη φοβά­σαι τα ξόα­να και τα αργυ­ρώ­νη­τα τσι­ρά­κια, του εσταυ­ρω­μέ­νου χαμαι­λέ­ο­ντα, τα ερπε­τά και τα τρω­κτι­κά της Γης.

Μη φοβά­σαι τη βρο­χή και το χαλά­ζι, Μη φοβά­σαι να πάρεις στα χέρια σου τα ηνία της ζωής και του αγώνα.

Το αλά­τι της Γης, το ψωμί, το κρα­σί, το γάλα και το μέλι… Εμείς της Γης οι κολασμένοι…!!!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο