Πλάνης (Η τέχνη της φούγκας)
Πόσο έχω αποθυμήσει
τον τόπο της ακακίας και της λεύκας
που περπατάς και δεν πληγώνεις τα πεσμένα φύλλα
απόψε το φθινόπωρο θέλω να πάω εκεί
στους αμπελώνες των πριγκήπων
πεθύμησα το δικό τους κρασί
κερασμένο από δεκάχρονο αγόρι ορφανό
με γέλιο μαργαριταρένιο
και δάκρυα κοφτά διαμάντια
Μετά φορώντας τ’ άστρα στα βλέφαρα
να σύρω το χορό
πλάνης κι εγώ από τ’ αρχαία χρόνια
χωρίς να είναι ανάγκη να εξηγώ
τόσο καιρό στην εξορία
πώς μάτωνα και πέθαινα
και ξανά
λύγιζα στον έρωτα
μέχρι να ψηλαφήσω πόντο πόντο
τη χαραγμένη παλάμη
των κύκνων του βορρά
και την μνήμη την άθραυστη
των κύκνων του νότου
Χρόνοι εσείς που πλήγωσα
φίδια δράκοι μου
χορέψτε με μια βόλτα
απόψε πεθυμώ
με το σφιχτό σας συριγμό
να σεργιανήσω στ’ άστρα
κι αύριο χαλάλι
ξανά στο πρωινό το ξύπνημα
πίνοντας καφέ στο τάσι του κόσμου
ή μπρος στον καθρέφτη ν’ απορείς
«Τόσα σπασμένα πρόσωπα
κι όλα μοιάζουν»
Σ’ έναν κόσμο κυνηγών
Σ’ έναν κόσμο κυνηγών κι εγώ
Θηρεύω ομορφιά
Το κορίτσι με το σκουλαρίκι
Το κορίτσι με την ερμίνα
Το βλέμμα σου το αζωγράφιστο το διαυγές ζαφείρι
Το ρεύμα του αέρα που αφήνει πίσω ένα γεια σου τζόγια μου
Ένα φιλί από δυόσμο
Χάδι πευκοδάσους
Χτες που η πανσέληνος έγινε διπλοτυπία του χλωρού εφιάλτη μου
Κι ανέτειλε διάπλατα η ήμερη θεά
Χωρίς να καίει τις πληγές
Ακόμα κι εδώ
Κυρίως εδώ
Μέσα στο Σφαγείο
Ζωών που δεν πρόλαβαν
Δεν μπόρεσαν να γίνουν ήρωες
— Ήταν εξ αρχής σφαχτάρια στη μάντρα και δεν το ξέρανε-
Κυρίως εδώ
Στον αντίλαλο ενός μουγκανιτού πνιγμένου στο αίμα
Στο πλάι του προδομένου
Στην πλάνη του προδότη
Περπατώντας πάνω στο σκοτωμένο χώμα
Θητεύω στην Σχολή Των Αγέννητων Ηρώων
Προϋπόθεση σπουδών:
Δεν έχει γήρας να ασπαστείς
Το αποκηρύσσεις το γήρας
‑Γερνάνε οι σφαγείς μονάχα
Τα σφάγια ποτέ-
από τη συλλογή «Σεμνά Θαμμένα» (εκδόσεις ΛΑΓΟΥΔΕΡΑ, 2018)
πάντοτε τώρα
Έχει άρωμα και χρώμα
Και τη νύχτα σπαρταράει
Και τη μέρα θυμωμένα
Με αναστεναγμό γελάει
Έχει σώμα έχει στόμα
Και θυμάται σαν νερό
Και κοιμάται στον αέρα
Φως μεταναστευτικό
Μες στα ρήγματα χορεύει
Μαύρο και γυμνό χορό
Και τα βράδια μαστορεύει
Χυτοσίδηρο καημό
Δεν θα μάθω δεν θα μάθεις
πως το λεν αυτό το αγρίμι
Τ’ όνομά του ξεμακραίνει
τρέχοντας στο καλντερίμι
Δε θα μάθω δεν θα μάθεις
πώς το λεν αληθινά
το όνομά του ξεγλιστράει
μες στη θάλασσα βαθιά
Τρέχω να το προσπεράσω
Κι όλο μένω πάντα πίσω
Φεύγω για να το ξεχάσω
Δεν μ’ αφήνει να τ’ αφήσω
Ας γινόμουν η φυγή του
να ΄μουν πάντοτε μαζί του
από τη συλλογή «Σεμνά Θαμμένα» (εκδόσεις ΛΑΓΟΥΔΕΡΑ, 2018)
9/4/20
Μόνο κορμί
Τα ταπεινά, τα ευγενικά, τα νοικοκυρεμένα
Τ’ άγρια, τα νιούτσικα, τα αβρά κι όλα τα γερασμένα
Ξεσπάν στο φως, δεν ξέρουν πώς
ραγίζουν το σκοτάδι εντός
Και να τα πεινασμένα
Μόνο ζωή
μόνο κορμί
Κορμί θανατωμένο
Και πάλι ζει κι αγανακτεί
Μ’ αυτή την πεισματάρα γη
Που θρέφει το σπαρμένο
Κι όλους τους σπόρους του ουρανού
Και τους εδώ και τους αλλού
Εδώ το φως εδώ ουρανός
Κόσμος κρυπτός και φανερός
Ο Δον Κιχώτης μιλάει στον ανεμόμυλό του
Έγινες αυτό που απ’ την αρχή ήσουν
Μικρέ ανεμόμυλε
Μόλις φύσηξε λιγάκι
Μα πριν δεν ήσουν αυτό που έγινες
Η νηνεμία χόρτασε τη σιωπή
Και χαμογέλαγε
Κι ο πρώτος ανθός της θάλασσας άηχα ανατρίχιαζε την άμμο
Εκεί κάπου στο Κάτω Βαρίδι πριν πιάσουν οι αέρηδες
Και φυσικά
Πριν την Ανάπτυξη…
Τότε η καρδιά μας φυσούσε στις ντόπιες μαργαριτούλες
Και στα απανταχού
Ίτσια
Και περιμέναμε τον Βοριά
Να φέρει την αγγελία της Ύπαρξης
Κι ήρθε
Χαρούμενο αγρίμι Ανεμόμυλε
Σε βλέπω να γυροφέρνεις τώρα το χρόνο στα μπράτσα σου
Και κατάλαβα
Ποτέ δεν ήσουν κάτι άλλο παρά μόνο αυτό
Δάσκαλός μου
Η Δόξα του ερειπιώνα που περπάτησα
Μοιράζομαι
Αυτό της κοινής μοίρας το ιδίωμα
Αυτό το κομμένο με το χέρι το καρβέλι
Στα τέσσερα στα έξι στα οκτώ
Στα όσα αντέχει η καρδιά να χωρέσει
Αυτό το γλυκό ψωμί συντρόφεψαν οι ώρες μου
Από τότε που το έφαγα απ’ το χέρι της μάνας μου
Μέχρι τώρα
Η μάνα μου προσφυγόπουλα και αυτή στα όνειρα
Έπλεκε αγάπη και φιλιά δεμένα με διαμάντια
Δάκρυα ήταν αλλά εκείνη έτσι τα ονόμαζε
Και ρόζους από προίκες πόνου στα δάχτυλα είχε
Πώς λοιπόν να πάω αλλού σ’ άλλο τόπο
από αυτόν που η μάνα μου μίσεψε;
Εκεί γυρνάμε όλοι
Στον μισεμό της
Συντροφεύοντας τα πουλιά και τ’ άστρα
Οργώνονται καλά οι μέρες
Κι έτσι θα ‘χουμε στάρι αύριο
Τα του ουρανού τα νογάω
Τα ανθρώπινα απέ με παιδεύουν
Χρόνους και χρόνους
Να μετράω με τα δάχτυλα
Ένα δύο πέντε οκτώ
Τα τεμάχια κόσμου που χάθηκαν
Και προσπαθείς να τα συναρμολογήσεις
Εσύ
Κορμί ξεβρασμένο στην άμμο άταφο μαρτυρικό
Συντρόφεψέ με Ουρανέ
Εδώ δίπλα στο Μάταιο
Κι ό,τι άλλο αντέχει στη Φιλιά
Αφορισμός
Τη μοίρα τη διαβάζεις και στις αντανακλάσεις.
Όπως το θάνατο στο βάδισμα ενός παιδιού.
Όλα συναντώνται άλλοτε πλάτη με πλάτη,
άλλοτε χείλη με φιλί.
Τεθνεώς γεννιέται ο κάθε Αδάμ…
____________________________________
Η Γεωργία Δεληγιαννοπούλου σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στο ΑΠΘ, θέατρο στο ΚΘΒΕ και μουσική (κιθάρα — φωνητική). Εργάστηκε για πολλά χρόνια σε φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης, ενώ παράλληλα έκανε θεατρικές παραστάσεις με παιδιά δημοτικού και γυμνασίου. Το έργο της «Ένα Συννεφάκι στο Πόρτο Τρελό» βραβεύτηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Παιδικού Θεατρικού Έργου (1996). Με το θεατρικό έργο της «Αχ, Πεφταστέρι» ( 2002), το Θέατρο του Νέου Κόσμου εγκαινίασε τη δράση της κινητής μονάδας θεάτρου για παιδιά που νοσηλεύονται σε νοσοκομεία και ιδρύματα.
Το 2008, μαζί με τον Μανώλη Γιούργο, δημιουργεί τον Χώρο Τέχνης Ιδιόμελο, όπου και σήμερα ζει και εργάζεται.
Έχει εκδώσει τα βιβλία: «Μια Ριγέ Γαρίδα Ροζ», εκδόσεις Κάστωρ (παιδικά τραγούδια-παραμύθια). «Ανασαίνει ο κήπος», αφηγήματα, από τις εκδόσεις Κέδρος (όπου υπάρχει και το βραβευμένο στον Λασκαρίδειο Διαγωνισμό του Λυκείου των Ελληνίδων διήγημα «Εκείνος που με κοιμάται»). «Το δέντρο της Αμαλίας», νουβέλα, εκδόσεις Γαβριηλίδης. Το διήγημά της «Το νεκρό παιδί» συμπεριλαμβάνεται στην συλλογή διακριθέντων διηγημάτων (στο διαγωνισμό ΛόγωΤέχνης) «11 λέξεις», εκδόσεις Καλέντης (2013). «Η επιστροφή της Μαρούλας», θεατρική διασκευή για παιδιά δημοτικού του λαϊκού παραμυθιού «Η Μαρούλα» (2014), εκδόσεις Λαγουδέρα. «Σεμνά θαμμένα» (2018), ποιήματα, εκδόσεις Λαγουδέρα.