Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Δον Κιχώτης μιλάει στον ανεμόμυλό του (Εφτά ποιήματα της Γεωργίας Δεληγιαννοπούλου)

Πλάνης (Η τέχνη της φούγκας)

Πόσο έχω αποθυμήσει
τον τόπο της ακα­κί­ας και της λεύκας
που περ­πα­τάς και δεν πλη­γώ­νεις τα πεσμέ­να φύλλα
από­ψε το φθι­νό­πω­ρο θέλω να πάω εκεί
στους αμπε­λώ­νες των πριγκήπων
πεθύ­μη­σα το δικό τους κρασί
κερα­σμέ­νο από δεκά­χρο­νο αγό­ρι ορφανό
με γέλιο μαργαριταρένιο
και δάκρυα κοφτά διαμάντια

Μετά φορώ­ντας τ’ άστρα στα βλέφαρα
να σύρω το χορό
πλά­νης κι εγώ από τ’ αρχαία χρόνια
χωρίς να είναι ανά­γκη να εξηγώ
τόσο και­ρό στην εξορία
πώς μάτω­να και πέθαινα
και ξανά
λύγι­ζα στον έρωτα
μέχρι να ψηλα­φή­σω πόντο πόντο
τη χαραγ­μέ­νη παλάμη
των κύκνων του βορρά
και την μνή­μη την άθραυστη
των κύκνων του νότου

Χρό­νοι εσείς που πλήγωσα
φίδια δρά­κοι μου
χορέψ­τε με μια βόλτα
από­ψε πεθυμώ
με το σφι­χτό σας συριγμό
να σερ­για­νή­σω στ’ άστρα

κι αύριο χαλάλι
ξανά στο πρω­ι­νό το ξύπνημα
πίνο­ντας καφέ στο τάσι του κόσμου
ή μπρος στον καθρέ­φτη ν’ απορείς

«Τόσα σπα­σμέ­να πρόσωπα
κι όλα μοιάζουν»

Σ’ έναν κόσμο κυνηγών

Σ’ έναν κόσμο κυνη­γών κι εγώ
Θηρεύω ομορφιά
Το κορί­τσι με το σκουλαρίκι
Το κορί­τσι με την ερμίνα
Το βλέμ­μα σου το αζω­γρά­φι­στο το διαυ­γές ζαφείρι
Το ρεύ­μα του αέρα που αφή­νει πίσω ένα γεια σου τζό­για μου
Ένα φιλί από δυόσμο
Χάδι πευκοδάσους
Χτες που η παν­σέ­λη­νος έγι­νε διπλο­τυ­πία του χλω­ρού εφιάλ­τη μου
Κι ανέ­τει­λε διά­πλα­τα η ήμε­ρη θεά
Χωρίς να καί­ει τις πληγές

Ακό­μα κι εδώ
Κυρί­ως εδώ
Μέσα στο Σφαγείο
Ζωών που δεν πρόλαβαν
Δεν μπό­ρε­σαν να γίνουν ήρωες
— Ήταν εξ αρχής σφα­χτά­ρια στη μάντρα και δεν το ξέρανε-

Κυρί­ως εδώ
Στον αντί­λα­λο ενός μου­γκα­νι­τού πνιγ­μέ­νου στο αίμα
Στο πλάι του προδομένου
Στην πλά­νη του προδότη

Περ­πα­τώ­ντας πάνω στο σκο­τω­μέ­νο χώμα
Θητεύω στην Σχο­λή Των Αγέν­νη­των Ηρώων

Προ­ϋ­πό­θε­ση σπουδών:
Δεν έχει γήρας να ασπαστείς
Το απο­κη­ρύσ­σεις το γήρας
‑Γερ­νά­νε οι σφα­γείς μονάχα
Τα σφά­για ποτέ-

από τη συλ­λο­γή «Σεμνά Θαμ­μέ­να» (εκδό­σεις ΛΑΓΟΥΔΕΡΑ, 2018)

πάντοτε τώρα

Έχει άρω­μα και χρώμα
Και τη νύχτα σπαρταράει
Και τη μέρα θυμωμένα
Με ανα­στε­ναγ­μό γελάει

Έχει σώμα έχει στόμα
Και θυμά­ται σαν νερό
Και κοι­μά­ται στον αέρα
Φως μεταναστευτικό

Μες στα ρήγ­μα­τα χορεύει
Μαύ­ρο και γυμνό χορό
Και τα βρά­δια μαστορεύει
Χυτο­σί­δη­ρο καημό

Δεν θα μάθω δεν θα μάθεις
πως το λεν αυτό το αγρίμι
Τ’ όνο­μά του ξεμακραίνει
τρέ­χο­ντας στο καλντερίμι

Δε θα μάθω δεν θα μάθεις
πώς το λεν αληθινά
το όνο­μά του ξεγλιστράει
μες στη θάλασ­σα βαθιά

Τρέ­χω να το προσπεράσω
Κι όλο μένω πάντα πίσω
Φεύ­γω για να το ξεχάσω
Δεν μ’ αφή­νει να τ’ αφήσω

Ας γινό­μουν η φυγή του
να ΄μουν πάντο­τε μαζί του

από τη συλ­λο­γή «Σεμνά Θαμ­μέ­να» (εκδό­σεις ΛΑΓΟΥΔΕΡΑ, 2018)
9/4/20

Μόνο κορμί

Τα ταπει­νά, τα ευγε­νι­κά, τα νοικοκυρεμένα
Τ’ άγρια, τα νιού­τσι­κα, τα αβρά κι όλα τα γερασμένα
Ξεσπάν στο φως, δεν ξέρουν πώς
ραγί­ζουν το σκο­τά­δι εντός
Και να τα πεινασμένα
Μόνο ζωή
μόνο κορμί
Κορ­μί θανατωμένο
Και πάλι ζει κι αγανακτεί
Μ’ αυτή την πει­σμα­τά­ρα γη
Που θρέ­φει το σπαρμένο
Κι όλους τους σπό­ρους του ουρανού
Και τους εδώ και τους αλλού

Εδώ το φως εδώ ουρανός
Κόσμος κρυ­πτός και φανερός

Ο Δον Κιχώτης μιλάει στον ανεμόμυλό του

Έγι­νες αυτό που απ’ την αρχή ήσουν
Μικρέ ανεμόμυλε
Μόλις φύση­ξε λιγάκι

Μα πριν δεν ήσουν αυτό που έγινες
Η νηνε­μία χόρ­τα­σε τη σιωπή
Και χαμογέλαγε
Κι ο πρώ­τος ανθός της θάλασ­σας άηχα ανα­τρί­χια­ζε την άμμο
Εκεί κάπου στο Κάτω Βαρί­δι πριν πιά­σουν οι αέρηδες
Και φυσικά
Πριν την Ανάπτυξη…
Τότε η καρ­διά μας φυσού­σε στις ντό­πιες μαργαριτούλες
Και στα απανταχού
Ίτσια
Και περι­μέ­να­με τον Βοριά
Να φέρει την αγγε­λία της Ύπαρξης

Κι ήρθε
Χαρού­με­νο αγρί­μι Ανεμόμυλε
Σε βλέ­πω να γυρο­φέρ­νεις τώρα το χρό­νο στα μπρά­τσα σου
Και κατάλαβα
Ποτέ δεν ήσουν κάτι άλλο παρά μόνο αυτό
Δάσκα­λός μου

Η Δόξα του ερει­πιώ­να που περπάτησα

Μοιράζομαι

Αυτό της κοι­νής μοί­ρας το ιδίωμα
Αυτό το κομ­μέ­νο με το χέρι το καρβέλι
Στα τέσ­σε­ρα στα έξι στα οκτώ
Στα όσα αντέ­χει η καρ­διά να χωρέσει

Αυτό το γλυ­κό ψωμί συντρό­φε­ψαν οι ώρες μου
Από τότε που το έφα­γα απ’ το χέρι της μάνας μου
Μέχρι τώρα
Η μάνα μου προ­σφυ­γό­που­λα και αυτή στα όνειρα
Έπλε­κε αγά­πη και φιλιά δεμέ­να με διαμάντια
Δάκρυα ήταν αλλά εκεί­νη έτσι τα ονόμαζε
Και ρόζους από προί­κες πόνου στα δάχτυ­λα είχε

Πώς λοι­πόν να πάω αλλού σ’ άλλο τόπο
από αυτόν που η μάνα μου μίσεψε;
Εκεί γυρ­νά­με όλοι
Στον μισε­μό της
Συντρο­φεύ­ο­ντας τα που­λιά και τ’ άστρα
Οργώ­νο­νται καλά οι μέρες
Κι έτσι θα ‘χου­με στά­ρι αύριο

Τα του ουρα­νού τα νογάω
Τα ανθρώ­πι­να απέ με παιδεύουν
Χρό­νους και χρόνους
Να μετράω με τα δάχτυλα
Ένα δύο πέντε οκτώ
Τα τεμά­χια κόσμου που χάθηκαν
Και προ­σπα­θείς να τα συναρμολογήσεις
Εσύ
Κορ­μί ξεβρα­σμέ­νο στην άμμο άτα­φο μαρτυρικό

Συντρό­φε­ψέ με Ουρανέ
Εδώ δίπλα στο Μάταιο

Κι ό,τι άλλο αντέ­χει στη Φιλιά

Αφορισμός

Τη μοί­ρα τη δια­βά­ζεις και στις αντανακλάσεις.

Όπως το θάνα­το στο βάδι­σμα ενός παιδιού.
Όλα συνα­ντώ­νται άλλο­τε πλά­τη με πλάτη,
άλλο­τε χεί­λη με φιλί.

Τεθνε­ώς γεν­νιέ­ται ο κάθε Αδάμ…

 

____________________________________

Η Γεωργία Δεληγιαννοπούλου σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στο ΑΠΘ, θέατρο στο ΚΘΒΕ και μουσική (κιθάρα — φωνητική). Εργάστηκε για πολλά χρόνια σε φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης, ενώ παράλληλα έκανε θεατρικές παραστάσεις με παιδιά δημοτικού και γυμνασίου. Το έργο της «Ένα Συννεφάκι στο Πόρτο Τρελό» βραβεύτηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Παιδικού Θεατρικού Έργου (1996). Με το θεατρικό έργο της «Αχ, Πεφταστέρι» ( 2002), το Θέατρο του Νέου Κόσμου εγκαινίασε τη δράση της κινητής μονάδας θεάτρου για παιδιά που νοσηλεύονται σε νοσοκομεία και ιδρύματα.
Το 2008, μαζί με τον Μανώλη Γιούργο, δημιουργεί τον Χώρο Τέχνης Ιδιόμελο, όπου και σήμερα ζει και εργάζεται.
Έχει εκδώσει τα βιβλία: «Μια Ριγέ Γαρίδα Ροζ», εκδόσεις Κάστωρ (παιδικά τραγούδια-παραμύθια). «Ανασαίνει ο κήπος», αφηγήματα, από τις εκδόσεις Κέδρος (όπου υπάρχει και το βραβευμένο στον Λασκαρίδειο Διαγωνισμό του Λυκείου των Ελληνίδων διήγημα «Εκείνος που με κοιμάται»). «Το δέντρο της Αμαλίας», νουβέλα, εκδόσεις Γαβριηλίδης. Το διήγημά της «Το νεκρό παιδί» συμπεριλαμβάνεται στην συλλογή διακριθέντων διηγημάτων (στο διαγωνισμό ΛόγωΤέχνης) «11 λέξεις», εκδόσεις Καλέντης (2013). «Η επιστροφή της Μαρούλας», θεατρική διασκευή για παιδιά δημοτικού του λαϊκού παραμυθιού «Η Μαρούλα» (2014), εκδόσεις Λαγουδέρα. «Σεμνά θαμμένα» (2018), ποιήματα, εκδόσεις Λαγουδέρα.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο