Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Δ. Κουτσούμπας για τον Στ. Ξαρχάκο: «Η τέχνη σου ημερεύει την ψυχή και εξυψώνει τον άνθρωπο»

Τιμη­τι­κή εκδή­λω­ση για τον μεγά­λο μου­σι­κο­συν­θέ­τη Σταύ­ρο Ξαρ­χά­κο, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε το βρά­δυ της Δευ­τέ­ρας στο Περι­στέ­ρι γεμί­ζο­ντας με δικές του αγα­πη­μέ­νες μελω­δί­ες το Αλσος της πόλης και ξεση­κώ­νο­ντας το πλή­θος που παραβρέθηκε.

Στην εκδή­λω­ση που διορ­γά­νω­σε ο δήμος Περι­στε­ρί­ου, προ­βλή­θη­κε βίντεο για τη ζωή του Σταύ­ρου Ξαρ­χά­κου, ενώ στη συνέ­χεια της εκδή­λω­σης απο­νε­μή­θη­κε τιμη­τι­κή διά­κρι­ση στον σπου­δαίο μου­σι­κο­συν­θέ­τη από τον πρώ­ην πρω­θυ­πουρ­γό Κώστα Καραμανλή.

Πριν λίγο χαι­ρε­τι­σμό απηύ­θυ­νε ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημή­τρης Κου­τσού­μπας.

Σε σύντο­μη ομι­λία του ο Σταύ­ρος Ξαρ­χά­κος ευχα­ρί­στη­σε για την εκδή­λω­ση την οποία την δέθη­κε με συγκί­νη­ση και αίσθη­μα ευθύ­νης. Επί­σης απευ­θυ­νό­με­νος προς τον ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ είπε «κ. Κου­τσού­μπα με εκπλή­ξα­τε, δεν το περί­με­να. Ευχα­ρι­στώ πάρα πολύ, τιμή μου». Ευχα­ρί­στη­σε όλους για την παρου­σία τους και για την φιλία του τον πρώ­ην πρω­θυ­πουρ­γό Κ. Καραμανλή.

Ακό­μα, μίλη­σαν ο δήμαρ­χος Περι­στε­ρί­ου Ανδρέ­ας Παχα­του­ρί­δης και δημοσιογράφοι.

Ακο­λού­θη­σε συναυ­λία με τους: Χρή­στο Θηβαίο, Μανώ­λη Μητσιά, Γιώρ­γο Ντα­λά­ρα και Ηρώ Σαΐα.

Ο χαιρετισμός του Δημήτρη Κουτσούμπα

«Ανα­ρω­τιέ­μαι, τι μπο­ρεί να πει κανείς ται­ρια­στό για το Σταύ­ρο Ξαρ­χά­κο, έναν τόσο σπου­δαίο συν­θέ­τη, ένα μεγά­λο δημιουρ­γό, ανά­με­σα στους κορυ­φαί­ους της ελλη­νι­κής μου­σι­κής ‑που ο καθέ­νας με το δικό του τρό­πο, πραγ­μα­το­ποί­η­σαν το άλμα στην απο­κα­λού­με­νη “έντε­χνη λαϊ­κή μου­σι­κή”- και που συνά­μα είναι και ο μεγα­λύ­τε­ρος ενορ­χη­στρω­τής αυτής της χώρας;

Και πάλι, πώς μπο­ρείς να κρα­τή­σεις μια ισορ­ρο­πία και οι έπαι­νοί σου να είναι μετρη­μέ­νοι και ακρι­βο­δί­καιοι, όπως αρμό­ζουν σε έναν άνθρω­πο που δεν του αρέ­σουν τα εγκώ­μια και οι μεγα­λο­στο­μί­ες, σε έναν άνθρω­πο που θεω­ρεί πως “δικαί­ω­μα στην έπαρ­ση έχει μόνο η σημαία”;

“Θέλει αρε­τή και τόλ­μη η μου­σι­κή”, έχει πει ο Σταύ­ρος Ξαρ­χά­κος. Και πραγ­μα­τι­κά θέλει ταπει­νο­φρο­σύ­νη, σεμνό­τη­τα, σεβα­στι­κό­τη­τα όταν “ακου­μπάς” τη μου­σι­κή μας κλη­ρο­νο­μιά, ρεμπέ­τι­κη, επτα­νη­σια­κή, δημο­τι­κή, βυζαντινή.

Χρειά­ζο­νται όμως και μεγά­λα απο­θέ­μα­τα τόλ­μης όταν προ­σπα­θείς να την ανα­μορ­φώ­σεις και να την εξε­λί­ξεις, να ανα­δεί­ξεις τη δυνα­μι­κή της.

Χαρα­κτη­ρι­στι­κό δείγ­μα για το μέγε­θος της αξί­ας που απο­δί­δει ο Σταύ­ρος Ξαρ­χά­κος στη λαϊ­κή μας παρά­δο­ση, αλλά και για τον τολ­μη­ρό, ατί­θα­σο, πρω­το­πο­ρια­κό τρό­πο που κατα­πιά­νε­ται μαζί της, είναι το έργο του “Τσι­τσά­νη διάλογο”».

Ένα έργο ‑θα λέγα­με- όπου ο Ξαρ­χά­κος με τρό­πο αξε­πέ­ρα­στο ενο­φθαλ­μί­ζει τη λόγια μου­σι­κή στη ρεμπέ­τι­κη – λαϊ­κή, τοπο­θε­τώ­ντας όχι άδι­κα και τις δύο στην ίδια στάθμη.

Άλλω­στε, όλο του το έργο του απο­δεί­χνει ότι με την ίδια άνε­ση και φυσι­κό­τη­τα που αντι­με­τω­πί­ζει τη λαϊ­κή μου­σι­κή, μπο­ρεί να χει­ρί­ζε­ται την κλασ­σι­κή και τη σύγ­χρο­νη μου­σι­κή, αφού και τα τρία αυτά είδη συνυ­πάρ­χουν στη δημιουρ­γία του, συχνά μάλι­στα συμπλέκονται.

Δεν είναι όμως μόνο η μεγά­λη αγά­πη και η ουσια­στι­κή γνώ­ση του Ξαρ­χά­κου πάνω στη λαϊ­κή μου­σι­κή, που κάνουν το έργο του να μιλά τόσο βαθιά στη λαϊ­κή ψυχή. Είναι και για­τί στη δημιουρ­γία του βρί­σκει από­λυ­τη έκφρα­ση ο καη­μός της φτω­χο­λο­γιάς μέσα από ένα μονα­δι­κό συν­δυα­σμό του διά­χυ­του σε όλο το έργο του ερω­τι­σμού και της πίκρας από τη βασα­νι­σμέ­νη ζωή της, όπως για παρά­δειγ­μα στο υπέ­ρο­χο τρα­γού­δι του “Καί­γο­μαι-καί­γο­μαι” από το Ρεμπέτικο:

“Όταν γεν­νιέ­ται ο άνθρωπος

ένας καη­μός γεννιέται

όταν φου­ντώ­νει ο πόλεμος

το αίμα δε μετριέται”.

Αυτός ο καη­μός στον Ξαρ­χά­κο δεν γίνε­ται ποτέ μεμ­ψί­μοι­ρος, μια κλά­ψα του ταπεινωμένου.

Είναι σαν ένας λυγ­μός που δεν βγαίνει…

Μέσα σ’ αυτόν τον λυγ­μό όμως υπάρ­χει πάντα μια λεβε­ντιά. Κάπο­τε μάλι­στα ο λυγ­μός μετα­τρέ­πε­ται και σε θυμό για τα ψεύ­τι­κα τα λόγια τα μεγά­λα, της Ελλά­δας — μάνας του καημού.

Αυτός ο δυνα­μι­κός λυρι­σμός του Ξαρ­χά­κου είναι που προ­κα­λεί, νομί­ζου­με, αυτή την ανε­πα­νά­λη­πτη συγκί­νη­ση, αυτή την ανά­τα­ση που αισθά­νε­ται κανείς ακού­γο­ντας τη μου­σι­κή του.

Οι στί­χοι του Λόρ­κα που μελο­ποί­η­σε είναι αδιά­ψευ­στος μάρ­τυ­ρας για την ικα­νό­τη­τα του Σταύ­ρου Ξαρ­χά­κου να συγ­χω­νεύ­ει την υψη­λή ποί­η­ση με τη μου­σι­κή, αλλά και για την καλ­λι­τε­χνι­κή του δύνα­μη και διαί­σθη­ση. Ναι, ο Σταύ­ρος Ξαρ­χά­κος καί­γε­ται ολό­κλη­ρος όταν δημιουρ­γεί. Αυτός είναι ο λόγος που η μου­σι­κή του έχει τη δύνα­μη να πυρ­πο­λεί τις ψυχές, ακό­μη και τις πιο αδύναμες.

Πριν από δυο εβδο­μά­δες έγι­ναν πασί­γνω­στα στο δια­δί­κτυο δύο γεγο­νό­τα. Το ένα αφο­ρού­σε κάποια μου­σι­κή διορ­γά­νω­ση κανα­λιού στο Φάλη­ρο για τη νεο­λαία, όπου η σκη­νή μετα­τρά­πη­κε σε αρέ­να και οι νότες έγι­ναν μπου­νιές, το άλλο, κάποια χιλιό­με­τρα μακριά, στην Σύρο, αφο­ρού­σε τον Σταύ­ρο Ξαρ­χά­κο που με το αστεί­ρευ­το πάθος του διεύ­θυ­νε μια παρέα έφη­βων μου­σι­κών για να παί­ξουν τη Φραγκοσυριανή.

Οι δύο κόσμοι ολοζώντανοι.

Από τη μια το φαντα­χτε­ρό ‘κατα­γώ­γιο” των εται­ριών, των μάνα­τζερ, που κάνουν ό,τι περ­νά από το χέρι τους για να εκφυ­λί­σουν τη μου­σι­κή και να βρω­μί­σουν τη συνεί­δη­ση της νεο­λαί­ας, νομι­μο­ποιώ­ντας το ναρ­κε­μπό­ριο, την οπλο­κα­το­χή, τον σεξι­σμό, τον αντα­γω­νι­σμό στο κυνή­γι του χρή­μα­τος, τα κυκλώ­μα­τα της νύχτας και την απα­ξί­ω­ση της μόρ­φω­σης. Από την άλλη η ταπει­νή αυλή με τα λου­λού­δια των ανθρώ­πων που πιστεύ­ουν και αγω­νί­ζο­νται, όπως ο Σταύ­ρος Ξαρ­χά­κος, για να μπο­ρέ­σει η νεο­λαία μέσα από τον δρό­μο του πολι­τι­σμού μας, να σηκω­θεί ψηλό­τε­ρα και να δει πέρα από τα βου­νά της κοπριάς που έχουν ορθώ­σει μπρο­στά της.

Πράγ­μα­τι ο Σταύ­ρος Ξαρ­χά­κος βλέ­πο­ντας στα μάτια των νέων ανθρώ­πων ένα καλύ­τε­ρο μέλ­λον για τον τόπο και τον λαό μας, εδώ και πολ­λά χρό­νια ανα­πτύσ­σει δια­κρι­τι­κά και αθό­ρυ­βα μια μεγά­λη δρα­στη­ριό­τη­τα για να βοη­θή­σει την εξέ­λι­ξή τους στη μουσική.

Θα περί­με­νε κανείς ότι ένας τόσο πολύ­τι­μος άνθρω­πος, που η ύπαρ­ξή του είναι ευτύ­χη­μα για τού­τη τη χώρα, θα είχε την αμέ­ρι­στη ανα­γνώ­ρι­ση και στή­ρι­ξη του κρά­τους σε κάθε προ­σπά­θειά του να προ­βά­λει την ελλη­νι­κή μου­σι­κή και να ανε­βά­σει την πολι­τι­στι­κή μας στάθμη.

Όμως, δυστυ­χώς, δεν συμ­βαί­νει έτσι.

Σταύ­ρο Ξαρ­χά­κο, έχεις δίκαιο όταν λες, ότι ζού­με σε “μια επο­χή πρω­το­φα­νούς πνευ­μα­τι­κού ελλείμ­μα­τος στο σύνο­λο των θεσμών”…

Η τέχνη σου που ημε­ρεύ­ει την ψυχή και εξυ­ψώ­νει τον άνθρω­πο, απο­τε­λεί μεγά­λη συνει­σφο­ρά και στον δικό μας αγώ­να για έναν ανώ­τε­ρο πολι­τι­σμό, όπου “ο άνθρω­πος θα πάψει για τον άνθρω­πο να είναι λύκος”.

Σε ευχα­ρι­στού­με από τα βάθη της καρ­διάς μας και σου ευχό­μα­στε να είσαι πάντα γερός, δυνα­τός και με σώμα και νου αεικίνητος.

902.gr

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο