Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο ερωτικός Καβάφης

 

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Το 1983 το περιο­δι­κό Journal of the Hellenic Diaspora δημο­σί­ευ­σε ένα αφιέ­ρω­μα για τον Κ.Π. Καβά­φη. Στο προ­λο­γι­κό σημεί­ω­μα τους οι εκδό­τες, μετα­ξύ άλλων, δήλω­ναν ότι ο Καβά­φης δεν ήταν ούτε “διε­στραμ­μέ­νος”, ούτε “πρό­στυ­χος”, ούτε “ερω­τι­κός” αλλά ομο­φυ­λό­φι­λος και κατέ­λη­γαν λέγο­ντας ότι “αν ο Καβά­φης δεν ήταν ομο­φυ­λό­φι­λος, δεν θα ήταν ο Καβά­φης”. Η δήλω­ση αυτή, και δεν χρειά­ζε­ται να έχει κάποιος ακαδη­μαϊ­κες γνώ­σεις ή πτυ­χία φιλο­λο­γί­ας για να βγά­λει το ανά­λο­γο συμπέρασμα,ισχύει σε από­λυ­το βαθ­μό. Οπωσ­δή­πο­τε ο ποι­η­τής δεν ήταν πρό­στυ­χος και διε­στραμ­μέ­νος, όπως θα τον ήθε­λε η κυρί­αρ­χη άπο­ψη, για­τί τότε υιο­θε­τού­με άλλες επι­κίν­δυ­νες αντιλήψεις…

Μέσα στο πέρα­σμα των χρό­νων ο Καβά­φης υπήρ­ξε, και είναι ακό­μα, “σημεί­ον αντι­λε­γό­με­νον” μετα­ξύ ανα­γνω­στών, κρι­τι­κών και άλλων πολ­λών, προ­κα­λώ­ντας ατέ­λειω­τες συζη­τη­σεις για την ταυ­τό­τη­τα του ως ποι­η­τή αλλά και απο­τε­λώ­ντας αντι­κεί­με­νο έλξης, απώ­θη­σης ή ταύ­τι­σης, όπως σημειώ­νει ο Δημή­τρης Τζιό­βας σε παλαιό­τε­ρη δημο­σί­ευ­ση του  σχε­τι­κά με την ομο­φυ­λο­φι­λία του Καβά­φη. Αξί­ζει να σημειώ­σου­με ότι από όλους όσους ασχο­λή­θη­καν με τον Καβά­φη, οι ανα­γνώ­στες ήταν ααυ­τοί που το απο­δέ­χτη­καν και τον αγά­πη­σαν για αυτό ακρι­βώς που ήταν. Αλλά για­τί έχει σημα­σία να συζη­τά­με σήμε­ρα για το αν ήταν, μετα­ξύ άλλων, ερω­τι­κός ποι­η­τής ο Καβά­φης ή ομοφυλόφιλος;

Πριν απ’ όλα, ανοί­γο­ντας μια παρέν­θε­ση, είναι απα­ραί­τη­το να μιλη­σου­με για τον όρο της ομο­φυ­λο­φι­λί­ας. Η ομο­φυ­λο­φι­λία αντι­με­τω­πί­στη­κε αρχι­κά από την επι­στή­μη της ψυχο­λο­γί­ας ως ψυχι­κή νόσος. Το 1952 κατά την κατάρ­τι­ση του εγχει­ρι­δί­ου δια­γνω­στι­κής και στα­τι­στι­κής των νοη­τι­κών ασθε­νειών (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders) από την Αμε­ρι­κα­νι­κή Ψυχια­τρι­κή Εται­ρεία, η ομο­φυ­λο­φι­λία συμπε­ρι­λή­φθη­κε ανά­με­σα στις ψυχι­κές δια­τα­ρα­χές. Το 1974 το λήμ­μα που αφο­ρά στην ομο­φυ­λο­φι­λία απα­λεί­φθη­κε από το συγκε­κρι­μέ­νο εγχει­ρί­διο, λόγω σφο­δρής κρι­τι­κής από την ψυχια­τρι­κή κοι­νό­τη­τα. Η ομο­φυ­λο­φι­λία πλέ­ον θεω­ρεί­ται από την επι­στή­μη ως “κανο­νι­κή και θετι­κή παραλ­λα­γή της ανθρώ­πι­νη σεξουα­λι­κό­τη­τας”. Οι νεώ­τε­ρες έρευ­νες μάλι­στα ανα­γνω­ρί­ζουν ότι η ανθρώ­πι­νη σεξουα­λι­κό­τη­τα δεν περιο­ρί­ζε­ται στο δίπο­λο άντρας-γυναί­κα αλλά ότι έχει μεγά­λη ποι­κι­λία, καθ’ όλα φυσιο­λο­γι­κή, ερω­τι­κών εκφράσεων.

   Είναι κοι­νός τόπος, του­λά­χι­στον σε μεγά­λο βαθ­μό μέσα στην κοι­νω­νία (ανα­φέ­ρο­μαι στην εργα­τι­κή τάξη και σε τμή­μα προ­ο­δευ­τι­κών επι­στη­μό­νων) ότι συχνά από τα ρατσι­στι­κά κέντρα και τους θεσμούς η ομο­φυ­λο­φι­λία θεω­ρεί­ται και αντι­με­τω­πί­ζε­ται ως ανω­μα­λία, παρέκ­κλι­ση ή και ως ηθι­κός εκφυ­λι­σμός των ανθρώ­πων κατα­λή­γο­ντας έτσι να υιο­θε­τού­νται από­ψεις στα όρια του χιτλε­ρι­σμού. Όμως εάν εξε­τά­σου­με την προ­έ­λευ­ση της πυρη­νι­κής οικο­γέ­νειας θα δια­πι­στώ­σου­με ότι μέχρι τα μέσα του 19ου αι. η εργα­τι­κή οικο­γέ­νεια ήταν υπό διά­λυ­ση με γυναί­κες, παι­διά και άνδρες να δου­λεύ­ουν αστα­μά­τη­τα σε εξο­ντω­τι­κές συν­θή­κες. Ήταν ο καπι­τα­λι­σμός και η εντα­τι­κή και ολο­κλη­ρω­τι­κή αλλα­γή των σχέ­σε­ων παρα­γω­γής, καθώς και οι ανά­γκες του κεφα­λαί­ου να συγκε­ντρώ­σει κάτω από τον έλεγ­χο του τις ανθρώ­πι­νες κοι­νω­νί­ες έτσι ώστε στα μέσα του 19ου αιώ­να εργά­στη­κε στο να ενι­σχύ­σει την οικο­γέ­νεια ως μηχα­νι­σμό για τη φρο­ντί­δα και την ανα­πα­ρα­γω­γή της εργα­τι­κής τάξης. Οτι­δή­πο­τε παρεκ­κλί­νει αυτής της λογι­κής, θεω­ρεί­ται προ­βλη­μα­τι­κό και επι­κίν­δυ­νο. Είναι τότε που χαρα­κτη­ρί­στη­κε ο ομο­φυ­λό­φι­λος ως ξεχω­ρι­στός, αιρε­τι­κός ανθρώ­πι­νος τύπος και η ομο­φυ­λο­φι­λία ως ψυχι­κή ασθέ­νεια. Αλλά δεν ήταν μόνο η ομο­φυ­λο­φι­λία που χαρα­κτη­ρί­στη­κε ως ψυχι­κή ασθέ­νεια αλλά και οι άνθρω­ποι με ανα­πη­ρία αντι­με­τω­πί­στη­καν ως εξω­τι­κά όντα, στη ρομα­ντι­κή εκδο­χή και ως τέρα­τα άξια για έκθε­ση στις γιορ­τές και στα διά­φο­ρα freak show. Η περι­θω­ριο­ποί­η­ση αυτή λει­τουρ­γεί ακό­μα και σήμε­ρα με τους ανά­πη­ρους και ομο­φυ­λό­φι­λους συμπο­λί­τες μας να αντι­με­τω­πί­ζουν ένα σωρό δυσκο­λί­ες στο να ανα­πτύ­ξουν την προ­σω­πι­κό­τη­τα τους και να ικα­νο­ποι­ή­σουν τις ανά­γκες τους. Το κίνη­μα των ΛΟΑΤ ατό­μων σε σύν­δε­ση με την ανά­πτυ­ξη, σχε­δόν σε ολό­κλη­ρο τον κόσμο, ενός δυνα­μι­κού και διεκ­δι­κη­τι­κού εργα­τι­κού κινή­μα­τος, μαζί όπως είπα­με με την προ­ο­δευ­τι­κή επι­στή­μη επέ­βαλ­λε την (σχε­τι­κή) κατάρ­γη­ση του όρου ομο­φυ­λο­φι­λία και την αντι­κα­τά­στα­σή του με τον όρο ομο­ε­ρω­τι­κή συμπε­ρι­φο­ρά – αν και δεν χρη­σι­μο­ποιεί­ται μόνο αυτός ο όρος. Αλλά αυτόν θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με στη συνέ­χεια του σημειώματος.

Και κατα­λή­γου­με στο για­τί έχει σημα­σία σήμε­ρα να μιλά­με για τον αν ήταν ο Καβά­φης ερω­τι­κός ή ομο­ε­ρω­τι­κός ποι­η­τής. Πρώ­τα και μόνο για κοι­νω­νι­κούς και πολι­τι­κούς λόγους κι όχι για φιλο­λο­γι­κούς. Θα έλε­γα μάλι­στα ότι την κρι­τι­κή της λογο­τε­χνί­α­ςς και την φιλο­λο­γία δεν θα πρέ­πει να την ενδια­φέ­ρει απλά η σεξουα­λι­κή ταυ­τό­τη­τα ενός δημιουρ­γού αλλά το περι­βάλ­λον στο οποίο αυτός δημιούργησε.

Συμπε­ραί­νου­με λοι­πόν, ότι Καβά­φης δεν έγρα­ψε απλά ομο­ε­ρω­τι­κή ποί­η­ση. Ερω­τι­κή ποί­η­ση, έγρα­ψε. Πονε­μέ­νη, ελεύ­θε­ρη, που διεκ­δι­κεί το αδύ­να­το: να μην εκφρά­ζε­ται υπό το φως των κεριών και κάτω από τις απα­γο­ρεύ­σεις των ηθι­κο­λό­γων, των ρασο­φό­ρων, των κάθε λογής υπο­κρι­τών και κατα­πιε­στών. Αλλά φυσι­κά, ο ποι­η­τής αξιο­ποί­η­σε τις δικές του εμπει­ρί­ες, την ανά­γκη του για ερω­τι­κή κι ανθρώ­πι­νη επα­φή μέσα σε μια κοι­νω­νία που απα­γό­ρευε την οποια­δή­πο­τε σεξουα­λι­κή έκφρα­ση δεν ικα­νο­ποι­ή­σου­σε τα προ­τάγ­μα­τα για την ανά­πτυ­ξη της πυρη­νι­κής οικο­γέ­νειας. Θα ήταν λοι­πόν, πολύ πιο σωστό να λέγα­με ότι αν ο Καβά­φης δεν ήταν δέσμιος σεξι­στι­κών δια­κρί­σε­ων θα ήταν ένας άλλος άνθρω­πος και λογο­τέ­χνης. Αλλά βέβαια, με τα “αν” δεν γρά­φε­ται ιστορία…

Και για­τί ένα αρκε­τά μεγά­λο πλή­θος ανθρώ­πων τόσο στην Ελλά­δα, όσο και στο εξω­τε­ρι­κό αγά­πη­σε τον Καβά­φη; Για­τί μέσα από την ποί­η­σή του, που είχε δια­μορ­φώ­σει με ένα τρό­πο όπου δεν απο­κά­λυ­πτε, σχε­δόν πάντα και ανα­γκα­στι­κά, τις προ­θέ­σεις της μια ποί­η­ση για όλους τους ανθρώ­πους. Στην επο­χή του Καβά­φη δεν διώ­κο­νταν μόνο οι ΛΟΑΤ άνθρω­ποι αλλά κι αυτοί που είχαν δια­φο­ρε­τι­κή ταξι­κή κατα­γω­γή και κυρί­ως όσοι διεκ­δι­κού­σαν να οικο­δο­μή­σουν κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις με βάση τις ανά­γκες τους κι όχι της κυρί­αρ­χες από­ψεις. Αλή­θεια, πόσα ερω­τευ­μέ­να ζευ­γά­ρια μέσα στην Ιστο­ρία, ετε­ρο­φυ­λό­φι­λα και ομο­ε­ρω­τι­κά, δεν αντι­με­τώ­πι­σαν εμπό­δια στην σχέ­ση τους μόνο και μόνο επει­δή είχαν δια­φο­ρε­τι­κή κοι­νω­νι­κή κατα­γω­γή; Ακό­μα και για αυτές τις σχέ­σεις ο Καβά­φης και το έργο του είναι επί­και­ρο. Ας μην ξεχνά­με: ο Έρω­τας και η Αγά­πη είναι δια­τα­ξι­κό και δια­φυ­λε­τι­κό ζήτη­μα. Δεν περιο­ρί­ζε­ται, ούτε πρέ­πει να περιο­ρί­ζε­ται. Έτσι πρέ­πει να δια­βά­ζε­ται και η ερω­τι­κή ποί­η­ση του Καβά­φη, χωρίς να υπο­τι­μά­με τις προ­σω­πι­κές αντι­λή­ψεις του ποι­η­τή ή τους λόγους που συντέ­λε­σαν στη δια­μόρ­φω­σή της.

Ο Καβά­φης όμως, κι αυτή είναι ίσως η μεγα­λύ­τε­ρη συνει­σφο­ρά του, κατά­φε­ρε να φέρει στην επι­φά­νεια ένα ζήτη­μα που χρειά­στη­καν χρό­νια αγώ­νων για να ανα­γνω­ρι­στεί από το σύνο­λο της κοι­νω­νί­ας, χωρίς όμως το ζήτη­μα αυτό να έχει πάψει να υφί­στα­ται και χωρίς να έχει επι­τύ­χει πλή­ρως τους σκο­πούς του: την ελεύ­θε­ρη ερω­τι­κή διά­θε­ση του εαυ­τού μας και της κοι­νω­νί­ας. Και από αυτή την άπο­ψη ο Καβά­φης ήταν ένας τολ­μη­ρός ποι­η­τής. Και για αυτό αξί­ζει να τον τιμά­με και σήμε­ρα και για πάντα.

Υ.Γ.

το παρα­πά­νω σχό­λιο είναι καθα­ρά προ­σω­πι­κό και δεν προ­σπα­θεί να ερμη­νεύ­σει το καβα­φι­κό έργο στο σύνο­λο του

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

(ανα­δη­μο­σιεύ­ο­νται από τον επί­ση­μο δια­δι­κτυα­κό τόπο του ποιητή)

Εν απο­γνώ­σει

Τον έχασ’ εντε­λώς. Και τώρα πια ζητεί
στα χεί­λη καθε­νός και­νού­ριου εραστή
τα χεί­λη τα δικά του· στην ένω­σι με κάθε
και­νού­ριον ερα­στή ζητεί να πλανηθεί
πως είναι ο ίδιος νέος, πως δίδε­ται σ’ εκείνον.

Τον έχασ’ εντε­λώς, σαν να μη υπήρ­χε καν.
Για­τί ήθε­λε —είπ’ εκεί­νος— ήθε­λε να σωθεί
απ’ την στιγ­μα­τι­σμέ­νη, την νοση­ρά ηδονή·
απ’ την στιγ­μα­τι­σμέ­νη, του αίσχους ηδονή.
Ήταν και­ρός ακό­μη— ως είπε— να σωθεί.

Τον έχασ’ εντε­λώς, σαν να μη υπήρ­χε καν.
Aπό την φαντα­σί­αν, από τες παραισθήσεις
στα χεί­λη άλλων νέων τα χεί­λη του ζητεί·
γυρεύ­ει να αισθαν­θεί ξανά τον έρω­τά του.

(Από τα Ποι­ή­μα­τα 1897–1933, Ίκα­ρος 1984)

Ν. Εγγονόπουλου, Ο Καβάφης 1948

Ν. Εγγο­νό­που­λου, Ο Καβά­φης 1948

Επι­θυ­μί­ες

Σαν σώμα­τα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλει­σαν, με δάκρυα, σε μαυ­σω­λείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφά­λι και στα πόδια γιασεμιά —
έτσ’ η επι­θυ­μί­ες μοιά­ζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπλη­ρω­θούν· χωρίς ν’ αξιω­θεί καμιά
της ηδο­νής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.

 (Από τα Ποι­ή­μα­τα 1897–1933, Ίκα­ρος 1984)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο