Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο ηθοποιός Λουντέμης

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Η ζωή του Μενέ­λα­ου Λου­ντέ­μη ήταν γεμά­τη βάσα­να, κακου­χί­ες και διωγ­μούς. Σαν νεα­ρός, όταν πάλευε για την κατα­ξί­ω­ση στο χώρο των γραμ­μά­των, ο Δημή­τρης Βαλα­σιά­δης (αυτό ήταν το πραγ­μα­τι­κό όνο­μα του Μενέ­λα­ου Λου­ντέ­μη) ανα­γκά­στη­κε να κάνει πολ­λές δου­λειές για ν’ αντι­με­τω­πί­σει ακό­μα και την πεί­να που είχε γίνει αχώ­ρι­στη παρέα του: λού­στρος, σερ­βι­τό­ρος, λατζέ­ρης κ.ά. Κατα­ξιω­μέ­νος συγ­γρα­φέ­ας πια, ο κομ­μου­νι­στής Λου­ντέ­μης διώ­χτη­κε σκλη­ρά για τις ιδέ­ες του, κλεί­στη­κε σε φυλα­κές και ξερο­νή­σια και γνώ­ρι­σε την ανα­γκα­στι­κή πολι­τι­κή προσφυγιά.

Δημήτρης Βαλασιάδης Ο Μεν. Λουντέμης σε νεαρή ηλικία

Δημή­τρης Βαλα­σιά­δης
Ο Μεν. Λου­ντέ­μης σε νεα­ρή ηλικία

Η μεγά­λη κυρία του ελλη­νι­κού τρα­γου­διού και σημα­ντι­κός άνθρω­πος των γραμ­μά­των Δανάη Στρα­τη­γο­πού­λου θυμά­ται: «Ήταν ένα γλυ­κύ­τα­το δυστυ­χι­σμέ­νο αγό­ρι, φτω­χό, πει­να­σμέ­νο, μ’ ένα ποδα­ρά­κι δεξί που εκού­τσαι­νε, με πολύ ωραία φωνή και λεγό­ταν Μήτσος Βαλα­σιά­δης. Δεν υπήρ­χε Λου­ντέ­μης τότε. Τον γνώ­ρι­σα στους «Ανω­νυ­μί­τες», μια λέσχη υπαλ­λή­λων ανώ­νυ­μων εται­ριών, τρα­πε­ζών στην αρχή της οδού Πατη­σί­ων (…) Εκεί παρέα μου ήταν ο Μήτσος Βαλα­σιά­δης, ο Γιάν­νης ο Ρίτσος, ο Πανα­γής ο Λεκα­τσάς… σπου­δαία πλά­σμα­τα… και εκεί ήτα­νε κι αυτό το χλω­μό γλυ­κύ­τα­το πλά­σμα με πολύ ωραία φωνή ―έπαι­ζε και κιθά­ρα― και σου ’δινε πάντα την εντύ­πω­ση ότι πει­νά­ει. Όταν λοι­πόν εγώ ήμου­να δημο­σιο­γρα­φά­κι, έπαιρ­να κανέ­να τάλη­ρο (…) τον έπαιρ­να κάτω που ήταν ένα ταβερ­νά­κι, έπαιρ­να μια φασο­λά­δα ―έτρω­γε την πιο πολ­λή εκεί­νος, για­τί εκεί­νος ήταν που πεί­να­γε― και μετά πηγαί­να­με πάλι πάνω (στη λέσχη) και παί­ζα­με πιά­νο και λέγα­με διάφορα.»*

Μέχρι να εκδο­θεί το πρώ­το του βιβλίο, δημο­σιεύ­ο­νται ποι­ή­μα­τα και διη­γή­μα­τά του σε εφη­με­ρί­δες και περιο­δι­κά. Μετά από προ­τρο­πή της φίλης του Δανά­ης Στρα­τη­γο­πού­λου και τη βοή­θεια του μεγά­λου Γιάν­νη Σκα­ρί­μπα κυκλο­φο­ρεί το βιβλίο του «Τα πλοία δεν άρα­ξαν» (1938) και απο­σπά το Α΄ Κρα­τι­κό βρα­βείο πεζογραφίας.

Ένα από τα επαγ­γέλ­μα­τα που τον έκα­νε η ανά­γκη (δηλα­δή η ανέ­χεια και η πεί­να) ν’ ακο­λου­θή­σει για κάποιο διά­στη­μα ήταν του ηθο­ποιού. Σε αυτό τον βοή­θη­σε η πλού­σια καλ­λι­τε­χνι­κή του φλέ­βα. Ο Λου­ντέ­μης έπαι­ζε βιο­λί και πιά­νο, τρα­γου­δού­σε πολύ όμορ­φα και ήταν εκπλη­κτι­κός μίμος, με ιδιαί­τε­ρη κλί­ση στη μίμη­ση της ντο­πιο­λα­λιάς των περισ­σό­τε­ρων περιο­χών της ελλη­νι­κής επι­κρά­τειας. Εκεί που δεν τα κατά­φερ­νε ήταν… να «μιμη­θεί» τους χορ­τά­τους… Έτσι, το 1932 ανα­γκά­ζε­ται ν’ ανα­ζη­τή­σει στέ­γη κι ένα κομ­μά­τι ψωμί σ’ έναν θία­σο (μπου­λού­κια τα λέγα­νε τότε και τους ηθο­ποιούς «μπου­λου­κτσή­δες») που γύρι­ζε ανά την Ελλά­δα δίνο­ντας θεα­τρι­κές παραστάσεις.

Ανά­με­σα στις πόλεις που κάνει στά­ση ο θία­σος βρί­σκε­ται και ο Αλμυ­ρός, στον νομό Μαγνη­σί­ας. Εκεί ζει ο Γιώρ­γης Τρι­κα­λι­νός, μετέ­πει­τα αγω­νι­στής της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, στέ­λε­χος του ΚΚΕ και εκδό­της για χρό­νια του Ριζο­σπά­στη. Ο δεκα­ο­χτά­χρο­νος τότε (1932) Γιώρ­γης Τρι­κα­λι­νός, μαζί και η παρέα των φίλων του, συνα­ντιέ­ται στον Αλμυ­ρό με τον πολυ­τά­λα­ντο Λου­ντέ­μη. Πολ­λά χρό­νια αργό­τε­ρα κατα­θέ­τει τις ανα­μνή­σεις του που φωτί­ζουν μια από τις λιγό­τε­ρο γνω­στές πτυ­χές της καλ­λι­τε­χνι­κής φλέ­βας του πολυ­δια­βα­σμέ­νου και αγα­πη­μέ­νου συγ­γρα­φέα: αυτή του ηθο­ποιού ή, καλύ­τε­ρα, «περ­φόρ­μερ», όπως θα τον λέγα­με σήμερα.

Το από­σπα­σμα που παρα­θέ­του­με βρί­σκε­ται στο βιβλίο του Γ. Τρι­κα­λι­νού «Ανα­σκα­λεύ­ο­ντας τη χόβο­λη της μνή­μης» (εκδό­σεις Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 1998).

loydemis6
«Εκεί­νη την επο­χή, δηλα­δή το 1932 και μετά, θεα­τρι­κή κίνη­ση στην ελλη­νι­κή επαρ­χία δεν υπήρ­χε. Υπήρ­χαν μόνο τα κεντρι­κά θέα­τρα της Αθή­νας, στα οποία πρω­τα­γω­νι­στού­σαν η Κυβέ­λη, η Παξι­νού, η Κοτο­πού­λη, ο Μυράτ, ο Βεά­κης κ.ά. βέβαια, στο σοβα­ρό θέα­τρο. Στο ελα­φρό, υπήρ­χαν ο Κυρια­κού, ο Μαυ­ρέ­ας και άλλοι.

Αυτά τα θέα­τρα έφτα­ναν και μέχρι τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, το Βόλο και την Πάτρα, μια και δυο φορές το χρό­νο. Η υπό­λοι­πη επαρ­χία είχε μεσά­νυ­χτα. Δεν ήταν όπως είναι σήμε­ρα, που υπάρ­χει πλη­θώ­ρα θεά­τρων στην Αθή­να και στην επαρχία.

Ωστό­σο και η επαρ­χία εκεί­νη την επο­χή έβλε­πε θέα­τρο. Αλλά τι θέα­τρο έβλε­πε! Στην Πλα­τεία Ομο­νοί­ας, στην Αθή­να, υπήρ­χε ένα καφε­νείο, το «Στέμ­μα». Εκεί σύχνα­ζαν όλοι οι άνερ­γοι θεα­τρί­νοι, οι γερα­σμέ­νοι, οι απο­τυ­χη­μέ­νοι, που ήταν δύσκο­λο να στα­θούν στα θέα­τρα της Αθή­νας. Εκεί, λοι­πόν, διά­φο­ροι θεα­τρι­κοί επι­χει­ρη­μα­τί­ες συγκρο­τού­σαν θιά­σους, τα λεγό­με­να «μπου­λού­κια» και παίρ­ναν σβάρ­να την επαρ­χία, για να εξα­σφα­λί­σουν το ψωμά­κι τους. Τέτοια θέα­τρα έρχο­νταν και στον Αλμυ­ρό, κωμό­πο­λη αρκε­τά μεγά­λη, για τα μέτρα εκεί­νης της επο­χής, με αξιό­λο­γη πνευ­μα­τι­κή κίνη­ση. Ορι­σμέ­νοι θία­σοι απ’ αυτούς ήταν κάπως υπο­φερ­τοί, όπως ο θία­σος της Ηώς Παλαιο­λό­γου. Άλλοι ήταν πραγ­μα­τι­κά μπουλούκια.

Μ’ έναν τέτοιο θία­σο-μπου­λού­κι κατέ­φθα­σε μια μέρα ο Μενέ­λα­ος Λου­ντέ­μης. Πολύ­πλευ­ρο ταλέ­ντο, απάγ­γελ­νε ποι­ή­μα­τα, τρα­γου­δού­σε αρκε­τά καλά, έπαι­ζε πιά­νο και βιο­λί, ήταν θαυ­μά­σιος μίμος. Εκεί­νη την επο­χή είχε πρω­το­εμ­φα­νι­στεί και στα ελλη­νι­κά γράμ­μα­τα, μ’ ένα διή­γη­μά του που βρα­βεύ­τη­κε σ’ ένα δια­γω­νι­σμό διη­γή­μα­τος της Νέας Εστί­ας. Επει­δή αντι­με­τώ­πι­ζε σοβα­ρό οικο­νο­μι­κό πρό­βλη­μα ανα­γκά­στη­κε να προ­σλη­φθεί σ’ έναν τέτοιο θία­σο-μπου­λού­κι, για να εξα­σφα­λί­σει τα προς το ζην. Νόθος γιος μιας θεα­τρί­νας που στο μετα­ξύ είχε πεθά­νει, μόνος, χωρίς οικο­γέ­νεια και συγ­γε­νι­κό περι­βάλ­λον, απέ­ντα­ρος, ζού­σε αλητεύοντας.

Ξέρο­ντας ποιος είναι ο Λου­ντέ­μης, τον πλη­σιά­σα­με, τον περι­θάλ­ψα­με, του δεί­ξα­με στορ­γή και αγά­πη. Σαν είδε όλα αυτά ο Μενέ­λα­ος, εγκα­τέ­λει­ψε το θία­σο, όταν αυτός έφυ­γε από τον Αλμυ­ρό, κι έμει­νε μαζί μας. Οι μέρες περ­νού­σαν και δεν τον βλέ­πα­με να έχει διά­θε­ση να επι­στρέ­ψει στην Αθή­να. Εμείς, όσο κι αν θέλα­με, δεν μπο­ρού­σα­με να ανα­λά­βου­με να τον τρέ­φου­με ισό­βια, δεν είχα­με τις δυνα­τό­τη­τες. Έτσι, αφού συνεν­νοη­θή­κα­με μετα­ξύ μας, και μαζί του βέβαια, απο­φα­σί­σα­με να του οργα­νώ­σου­με παρά­στα­ση, με πρω­τα­γω­νι­στή και μονα­δι­κό ηθο­ποιό αυτόν τον ίδιο, ξέρο­ντας τις δυνα­τό­τη­τες και ικα­νό­τη­τές του. Η παρά­στα­ση έγι­νε στην αίθου­σα Σχι­νά, στην πλα­τεία του Αλμυ­ρού και κρά­τη­σε δύο περί­που ώρες. Είχε εξαι­ρε­τι­κή επι­τυ­χία. Μόνος στη σκη­νή, ο Λου­ντέ­μης κρά­τη­σε το ενδια­φέ­ρον όλου του κόσμου. Έπαι­ξε πιά­νο, βιο­λί. Απάγ­γει­λε διά­φο­ρα ποι­ή­μα­τα, επι­θε­ω­ρη­σια­κούς σατι­ρι­κούς στί­χους, τρα­γού­δη­σε, έκα­νε το μίμο κλπ. Ο κόσμος που τον παρα­κο­λου­θού­σε γελού­σε με την καρ­διά του με ορι­σμέ­να ιδιαί­τε­ρα αστεία του, που τα θυμά­μαι ακό­μα και σήμε­ρα. Ελε­γε, πχ,

― Οι παπά­δες με τις ευ-χέσ’ τους.
― Οι καλό­γε­ροι με τις προ­σευ-χέσ’ τους.
― Οι τρα­πε­ζί­τες με τις μετο-χέσ’ τους
― Οι δάσκα­λοι με τις διδα-χέσ’τους, κλπ κλπ.

Έγι­νε και το παρα­κά­τω γου­στό­ζι­κο περι­στα­τι­κό την ώρα της παρά­στα­σης. Ο εκφω­νη­τής αναγ­γέλ­λει: «Και τώρα, κυρί­ες και κύριοι, θα ακού­σε­τε στο βιο­λί από τον Μενέ­λαο Λου­ντέ­μη την έξο­χη «Σερε­νά­τα του Τοζέ­λι». Αλλά αντί για «Σερε­νά­τα του Τοζέ­λι», ο Λου­ντέ­μης άρχι­σε να παί­ζει «Τα παρα­μύ­θια του Όφεν­μπαχ». Όμως, κανέ­νας δεν κατά­λα­βε το λάθος, εκτός από τον ίδιο τον Λου­ντέ­μη και από μερι­κούς από το κοι­νό, που είχαν μια κάποια ιδέα από μου­σι­κή. Και όλοι στο τέλος χει­ρο­κρο­τού­σαν και συνέ­χαι­ραν τον Λου­ντέ­μη για το θαυ­μά­σιο παί­ξι­μο της «Σερε­νά­τας».

Η παρά­στα­ση επα­να­λή­φθη­κε δεύ­τε­ρη φορά, με την ίδια επι­τυ­χία. Συγκε­ντρώ­σα­με περί­που 3.500 δραχ­μές, ποσό μεγά­λο για εκεί­νη την επο­χή. Όλα αυτά τα χρή­μα­τα τα παρα­δώ­σα­με στον Μενέ­λαο και του είπα­με: «Άντε να πας στο καλό, Μενέ­λαε. Μ’ αυτό το ποσό μπο­ρείς να ταξι­δέ­ψεις στην Αθή­να και να ζήσεις αρκε­τό διά­στη­μα, μέχρις ότου εξα­σφα­λί­σεις μια μόνι­μη δουλειά.»

Ο Μενέ­λα­ος πήρε τα λεφτά κι έφυ­γε, αλλά ύστε­ρα από δεκα­πέ­ντε μέρες ξανα­γύ­ρι­σε στον Αλμυ­ρό, απέ­ντα­ρος και καρα­βο­τσα­κι­σμέ­νος. Τι είχε συμ­βεί; Φεύ­γο­ντας από τον Αλμυ­ρό, πήγε στο Βόλο. Εκεί έμπλε­ξε με μια «κοι­νή» γυναί­κα. Τον ξελό­για­σε, την πήρε μαζί του στην Πορ­τα­ριά και εγκα­τα­στά­θη­καν στο ξενο­δο­χείο «Θεο­ξέ­νεια», που ήταν από τα πιο καλά και τα πιο ακρι­βά ξενο­δο­χεία και, αφού του ’φαγε όλα τα λεφτά, τον εγκατέλειψε.

Απο­γοη­τευ­μέ­νος, απέ­ντα­ρος και απα­ρη­γό­ρη­τος γύρι­σε ο Μενέ­λα­ος στον Αλμυ­ρό. Βρε­θή­κα­με σε δύσκο­λη κατά­στα­ση, δεν ξέρα­με τι να κάνου­με. Τελι­κά κάνα­με έναν πρό­χει­ρο έρα­νο μετα­ξύ μας, συγκε­ντρώ­σα­με κάπου 1.500 δραχ­μές και του τις δώσα­με. Τον βάλα­με στο αυτο­κί­νη­το για την Αθή­να και του είπα­με: «Στο καλό να πας. Μενέ­λαε. Μην ξανάρ­θεις στον Αλμυ­ρό, τρί­τη φορά δε θα μας βρεις…»

Έφυ­γε ο Μενέ­λα­ος και δεν ξανάρ­θε. Όμως, πάντα θυμό­ταν τη φιλό­ξε­νη παρέα του Αλμυ­ρού και μιλού­σε γι’ αυτή με τα καλύ­τε­ρα λόγια.»

 

* Το από­σπα­σμα της Δανά­ης Στρα­τη­γο­πού­λου είναι απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση από την παρου­σία της στην εκπο­μπή του Δαυίδ Ναχ­μία «Ιχνη­λά­τες» (μπο­ρεί­τε να τη δεί­τε ΕΔΩ, από το Αρχείο της ΕΡΤ) αφιε­ρω­μέ­νη στον Μενέ­λαο Λου­ντέ­μη, που προ­βλή­θη­κε το 2002 στη ΝΕΤ. (Από την ίδια εκπο­μπή και οι φωτογραφίες.)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο