Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο θάνατος ενός γραφειοκράτη, από 20/6 σε επανέκδοση

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΗ/LA MUERTE DE UN BUROCRATA / DEATH OF A BUREAUCRAT (1966) / Κωμω­δία / Ασπρό­μαυ­ρη / Διάρ­κεια: 84′

ΤΟ ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΟ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟΥ ΑΛΕΑ από 20/6 σε επανεκδοση

Παρα­γω­γή: Κουβανική
Σκη­νο­θε­σία: Τόμας Γκου­τιέ­ρεζ Αλέα
Πρω­τα­γω­νι­στούν: Σαλ­βα­τόρ Γουντ, Σίλ­βια Πλά­νας, Μανου­έλ Εστα­νί­λο, Γκα­σπάρ ντε Σαντελίσες

Ο Αλέα, ιδρυ­τής του Κου­βα­νι­κού Ινστι­τού­του Κινη­μα­το­γρα­φι­κής Τέχνης και Βιο­μη­χα­νί­ας, με την ται­νία αυτή κάνει μια ευρη­μα­τι­κή σάτι­ρα κατά της γρα­φειο­κρα­τί­ας. Η υπό­θε­ση ανα­φέ­ρε­ται σ’ έναν υπο­δειγ­μα­τι­κό εργά­τη, που πεθαί­νει στην Κού­βα. Στην κηδεία του τον θυμού­νται όλοι και για να τον τιμή­σουν του κάνουν τη μεγά­λη τιμή να τον θάψουν μαζί με το εργα­τι­κό βιβλιά­ριό του. Μετά το θάνα­τό του, η χήρα του μπλέ­κει σε μια σει­ρά περι­πέ­τειες και ταλαι­πω­ρί­ες, προ­κει­μέ­νου να πάρει τη σύντα­ξη του νεκρού. Ενας ανι­ψιός της θα θελή­σει να τη βοη­θή­σει, αλλά θα μπλέ­ξει σε μια απελ­πι­στι­κή και αδιέ­ξο­δη γραφειοκρατία

Περί­λη­ψη: H ται­νία είναι μια εξαι­ρε­τι­κά ευρη­μα­τι­κή σάτι­ρα κατά της γρα­φειο­κρα­τί­ας και των εντε­λώς παρά­λο­γων κανό­νων λει­τουρ­γί­ας και των μηχα­νι­σμών της. Σκη­νο­θε­τη­μέ­νη με πρω­το­τυ­πία και οίστρο είναι και ένας φόρος τιμής στο κινη­μα­το­γρα­φι­κό είδος του μπουρ­λέσκ και στους μεγά­λους κωμι­κούς του. Ο κεντρι­κός ήρω­ας του Αλέα είναι ένας φτω­χο­διά­βο­λος που τινά­ζει τα πάντα στον αέρα, δια­κω­μω­δώ­ντας τον ακα­τα­νό­η­το όσο και παρα­νοϊ­κό κόσμο της γρα­φειο­κρα­τι­κής εξου­σί­ας. Η ται­νία δεν είναι μονά­χα μια από τις κορυ­φαί­ες στιγ­μές του κου­βα­νι­κού κινη­μα­το­γρά­φου, αλλά και μια από τις καλύ­τε­ρες που έγι­ναν ποτέ για την εγγε­νή τρέ­λα κάθε γρα­φειο­κρα­τι­κού μηχα­νι­σμού σε κάθε κοι­νω­νία και σε κάθε εποχή.

Υπό­θε­ση: Όταν ένας στα­χα­νο­βί­της εργά­της, αφο­σιω­μέ­νος στο έργο της επα­νά­στα­σης και στην οικο­δό­μη­ση της σοσια­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας χάνει τη ζωή του εν ώρα υπη­ρε­σί­ας και καθή­κο­ντος, στην κηδεία του οι σύντρο­φοί του κάνουν την ύψι­στη τιμή να τον θάψουν μαζί με το εργα­τι­κό του βιβλιά­ριο. Αυτό το γεγο­νός όμως ανοί­γει τους ασκούς του Αιό­λου, καθώς η χήρα του δεν μπο­ρεί να πάρει την σύντα­ξη του νεκρού χωρίς το θαμ­μέ­νο βιβλιά­ριο. Ένας αφε­λής ανι­ψιός της προ­σφέ­ρε­ται να διορ­θώ­σει τα πράγ­μα­τα και μπλέ­κει σε ένα απί­στευ­το γρα­φειο­κρα­τι­κό λαβύ­ριν­θο, σε έναν κόσμο από γρα­φεία υπη­ρε­σί­ες και ατέ­λειω­τες ανα­μο­νές, εχθρι­κό, κατα­πιε­στι­κό, σχε­δόν καφ­κι­κό, όπου η παρά­νοια συμ­βα­δί­ζει με την ιλα­ρό­τη­τα και το τρα­γι­κό με το γελοίο.

Λίγα λόγια για τον σκηνοθέτη Τόμας Γκουτιέρεζ Αλέα (Tomás Gutiérrez Alea)

Ήταν Κου­βα­νός σκη­νο­θέ­της, σενα­ριο­γρά­φος και ντο­κι­μα­ντε­ρί­στας. Γεν­νή­θη­κε στην Αβά­να το 1928. Σπού­δα­σε νομι­κά στο Πανε­πι­στή­μιο της Αβά­νας και για δύο χρό­νια κινη­μα­το­γρά­φο στο CSDC της Ρώμης.

Επη­ρε­α­σμέ­νος από τον ιτα­λι­κό νεο­ρε­α­λι­σμό, ξεκί­νη­σε την καριέ­ρα του ως ντο­κι­μα­ντε­ρί­στας στην Κου­βα του Μπα­τί­στα, αλλά μετά την επι­κρά­τη­ση της επα­νά­στα­σης μετα­πή­δη­σε στον αφη­γη­μα­τι­κό κινη­μα­το­γρά­φο, με έντο­να χιου­μο­ρι­στι­κό στυλ. Υπο­στή­ρι­ξε την επα­νά­στα­ση αλλά πάντα κρα­τού­σε μια κρι­τι­κή στά­ση απέ­να­ντι στην οικο­νο­μι­κή και κοι­νω­νι­κή πολι­τι­κή της χώρας του. Τις δύο τελευ­ταί­ες του ται­νί­ες τις σκη­νο­θέ­τη­σε μαζί με τον φίλο του Χουάν Κάρ­λος Τάμπιο. Ο Τίτον, όπως τον φώνα­ζαν οι φίλοι του, πέθα­νε από καρ­κί­νο, το 1996 στην Αβάνα.

Κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη για την ταινία

Ο Τόμας Γκου­τιέ­ρεζ Αλέα, το «πρώ­το όνο­μα» του κου­βα­νέ­ζι­κου κινη­μα­το­γρά­φου, είναι αυτός που οργά­νω­σε το κινη­μα­το­γρα­φι­κό τμή­μα κατά τη διάρ­κεια της επα­νά­στα­σης και που, με τη λήξη της ίδρυ­σε μαζί με άλλους το Κου­βα­νέ­ζι­κο Ινστι­τού­το Κινη­μα­το­γρα­φί­ας στην Αβά­να, δηλα­δή τον κρα­τι­κό οργα­νι­σμό που είναι επι­φορ­τι­σμέ­νος με την παρα­γω­γή και τη διανομή.

Ο θάνα­τος ενός γρα­φειο­κρά­τη, είναι η τέταρ­τη «ειρη­νι­κή» ται­νία του, γυρι­σμέ­νη το 1966, προ­φα­νώς στο πλαί­σιο μιας εκστρα­τεί­ας για την κατα­πο­λέ­μη­ση της γρα­φειο­κρα­τί­ας. Με άλλα λόγια, πρό­κει­ται για μια ται­νία προ­γραμ­μα­τι­κή και παι­δα­γω­γι­κή, που έχει έναν πολύ συγκε­κρι­μέ­νο στό­χο: να κατα­δεί­ξει πως το «ρεα­λι­στι­κό» γεγο­νός της ύπαρ­ξης μιας παρα­λυ­τι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας, είναι στη βάση του και στην ουσία του βαθιά και ολι­κά παρά­λο­γο, αφού αρνεί­ται και την προ­φά­νεια και τον κοι­νό νου και το αυτα­πό­δει­κτο. Απλό παρά­δειγ­μα, εκεί­νο το μπουρ-λέσκ «πιστο­ποι­η­τι­κό γεν­νή­σε­ως» που πιστο­ποιεί επι­σή­μως πως ένας «ήρω­ας της εργα­σί­ας» εργά­στη­κε όντως!

Και τού­το, για να μπο­ρέ­σει η χήρα να πάρει τη σύντα­ξη του πεθα­μέ­νου συζύ­γου που υπήρ­ξε ένα είδος στα­χα­νο­βί­τη της τέχνης: ήταν γλύ­πτης που στο πλαί­σιο της αύξη­σης του «πλά­νου δου­λειάς» εφεύ­ρε μια μηχα­νή για την κατα­σκευή προ­το­μών για τη στρα­τιά των παντοει­δών ηρώ­ων που παρή­γα­γε το και­νούρ­γιο ηρω­ο­πα­ρα­γω­γό καθεστώς.

Το γλύ­πτη, μια και υπήρ­ξε «ήρω­ας της εργα­σί­ας» τον θάβουν με το εργα­τι­κό του βιβλιά­ριο. Και τού­τη η ύψι­στη τιμή για ένα νεκρό εργά­τη, τιμή παντε­λώς κενή περιε­χο­μέ­νου και γρα­φειο­κρα­τι­κής έμπνευ­σης, είναι η αφορ­μή για να κινη­θεί ο σατα­νι­κός, στον πλή­ρη παρα­λο­γι­σμό του, γρα­φειο­κρα­τι­κός μηχα­νι­σμός: η χήρα δεν μπο­ρεί να πάρει σύντα­ξη χωρίς το θαμ­μέ­νο εργα­τι­κό βιβλιά­ριο που, ωστό­σο, θάφτη­κε κατ’ εντο­λήν άλλων γρα­φειο­κρα­τών: η γρα­φειο­κρα­τία δεν επι­τρέ­πει την εκτα­φή, συμ­βου­λεύ­ο­ντας να κάνει υπο­μο­νή η χήρα… δυο χρό­νια για να ‘ρθει «φυσιο­λο­γι­κά» στα χέρια της το χάρ­τι­νο βιβλιάριο

Κατό­πιν τού­του του ύψι­στου παρα­λο­γι­σμού, ένας ανι­ψιός του μακα­ρί­τη ξεθά­βει νύχτα και παρά­νο­μα το πτώ­μα. Το βιβλιά­ριο έρχε­ται επι­τέ­λους στα χέρια της χήρας, αλλά μαζί μ’ αυτό ξανάρ­χε­ται στο σπί­τι και το πτώ­μα του συζύ­γου. Και δια­τη­ρεί­ται… φρέ­σκο με πάγο που κου­βα­λούν οι γει­τό­νισ­σες. Διό­τι η γρα­φειο­κρα­τία δε δίνει άδεια ταφής YIQ ένα πτώ­μα που δεν ξεθά­φτη­κε επι­σή­μως. Και κατο­χυ­ρώ­νει επι­πρό­σθε­τα την άρνη­ση της με το «λογι­κό» επι­χεί­ρη­μα πως δεν είναι δυνα­τόν να εκδο­θεί δύο φορές για τον ίδιο πεθα­μέ­νο πιστο­ποι­η­τι­κό θανάτου.

Το κωμι­κο­τρα­γι­κό δρά­μα λύνε­ται τελι­κά με τρό­πο άκρως απο­τε­λε­σμα­τι­κό: ο ανι­ψιός πνί­γει τον αρχι­γρα­φειο­κρά­τη διευ­θυ­ντή του νεκρο­το­μεί­ου μέσα στο τσι­φλί­κι του, δίπλα στον ανοι­χτό και ανα­με­νο­ντα τάφο του γλύπτη.

Ο σενα­ρια­κός μύθος είναι στ’ αλή­θεια κατα­πλη­κτι­κός στη σατα­νι­κή του ευρη­μα­τι­κό­τη­τα. Είναι ένας μύθος ρεα­λι­στι­κός στο έπα­κρο (οι ανα­φο­ρές σε μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν αφή­νουν κανέ­να περι­θώ­ριο για μετα­θέ­σεις στην περιο­χή του φαντα­στι­κού) και ταυ­τό­χρο­να τόσο παρά­λο­γος, που μόνο στην περιο­χή του φαντα­στι­κού μπο­ρού­σε να δικαιω­θεί από τη μυθοπλασία.

Απλό διδα­κτι­κό συμπέ­ρα­σμα: η γρα­φειο­κρα­τία δεν είναι παρά η εισβο­λή του φαντα­στι­κού και παρα­λό­γου στο χώρο του πραγ­μα­τι­κού και λογι­κού. Είναι, μ’ άλλα λόγια, ένα σκάν­δα­λο της λογι­κής, και ως τέτοιο θα μπο­ρού­σε εύκο­λα να απα­λει­φθεί με μια απλή ενερ­γο­ποί­η­ση του κοι­νού νου, και μια επα­να­φο­ρά του μυα­λού στη φυσιο­λο­γι­κή του θέση μέσα στην κρα­νια­κή κάψα.

Ο θαυ­μά­σιος Αλέα, που σπού­δα­σε κινη­μα­το­γρά­φο στο Τσέ­ντρο Σπε­ρι­με­ντά­λε της Ρώμης, εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται το δικό του σενά­ριο με τρό­πο που απο­τε­λεί ένα είδος σύνο­ψης ολό­κλη­ρης της ιστο­ρί­ας της κινη­μα­το­γρα­φι­κής κωμω­δί­ας, και γενι­κό­τε­ρα της παρεμ­βο­λής του χιού­μορ σε όλα τα κινη­μα­το­γρα­φι­κά είδη. Σχε­δόν η κάθε σκη­νή της ται­νί­ας είναι μια εύκο­λα δια­γνώ­σι­μη ανα­φο­ρά σε μια συγκε­κρι­μέ­να ται­νία, απ’ όπου ο Αλέα δανεί­ζε­ται ένα συγκε­κρι­μέ­νο εύρη­μα. Τού­τα τα δάνεια όχι μόνο δεν τα απο­κρύ­βει κατά τον προ­σφι­λή στους ιδε­ο­κλό­πους τρό­πο, αλλά έχει την εντι­μό­τη­τα να αφιε­ρώ­σει την ται­νία του σε όλους όσοι «έκλε­ψε». Στο ζενε­ρίκ προ­σθέ­τει πάνω από δεκα­πέ­ντε ονό­μα­τα κινη­μα­το­γρα­φι­κών του προ­γό­νων, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του Μπιου­νιου­έλ και του Ουέλς.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο