Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Θανάσης Διάκος και η μάχη της Αλαμάνας, στο Σχολικό μας Θέατρο  (1950–1974) — Γ’ Μέρος

Γρά­φει ο Θανά­σης Ν. Καρα­γιάν­νης //

[Μια πρώτη προσέγγιση]

 

Ζ. Το έβδο­μο έργο είναι του Κων/νου Σιό­ντη, «Ο Θανά­σης Διά­κος και η Αλα­μά­να».[1]

Στο έργο και φυσι­κά στην παρά­στα­ση παίρ­νουν μέρος περί­που εφτά πρό­σω­πα: ο Ομέρ Βρυώ­νης, ο Υπα­σπι­στής του, ο Κιο­σέ Μεχ­μέ­της, ο Θανά­σης Διά­κος και 2–3 τούρ­κοι στρατιώτες.

Το έργο είναι έμμε­τρο μονό­πρα­κτο και απαρ­τί­ζε­ται από τρεις σκη­νές, σχε­τι­κά σύντομες.

Η υπό­θε­ση ανα­φέ­ρε­ται στο τέλος της μάχης της Αλα­μά­νας και στη σύλ­λη­ψη του Διά­κου. Ο υπα­σπι­στής ενη­με­ρώ­νει τον βεζύ­ρη του, τον Ομέρ Βρυώ­νη, σχε­τι­κά με την έκβα­ση της μάχης και την ηρω­ι­κή αντί­στα­ση του Διά­κου και των 48 συμπο­λε­μι­στών του. Ο Ομέρ Βρυώ­νης θυμώ­νει και αγα­να­κτεί για την ανι­κα­νό­τη­τα του πολυά­ριθ­μου στρα­τού του, που δεν κατόρ­θω­σε να ξεμπερ­δέ­ψει γρή­γο­ρα και με ελά­χι­στες απώ­λειες με αυτό τον  τόσο ελά­χι­στο ελλη­νι­κό στρα­τό. Το ίδιο θύμω­σε και ο Κιο­σέ Μεχ­μέ­της και στε­νο­χω­ρέ­θη­κε συνά­μα. Ο Ομέρ Βρυώ­νης δια­τά­ζει να του φέρουν το, αιχ­μά­λω­το και πλη­γω­μέ­νο Διά­κο ενώ­πιόν του, του τάζει λευ­τε­ριά, εξου­σία και πλού­το, αλλά εκεί­νος δεν ενδί­δει. Έτσι, ο βεζύ­ρης δίνει εντο­λή να τον σου­βλί­σουν και η προ­στα­γή του γίνε­ται πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ο Διά­κος περή­φα­να και ατρό­μη­τα δέχε­ται το μαρ­τύ­ριο, πεθαί­νο­ντας με αυτοθυσία.

Η. Το όγδοο έργο είναι του Πάντου Τσι­ρί­δου, «Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος».[2]

Σύντο­μο σε έκτα­ση έμμε­τρο θεα­τρι­κό έργο, μάλ­λον με επι­θε­ω­ρη­σια­κή δομή, χωρίς κάποια δρα­μα­τι­κή πλο­κή και δρά­ση, όπου συνο­πτι­κά παρα­τί­θε­νται τα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα. Είναι δρά­μα και απαρ­τί­ζε­ται από «τέσ­σε­ρες σύντο­μες πρά­ξεις». Συμ­με­τέ­χουν εννιά πρό­σω­πα (ο Διά­κος, ο Γρί­βας, ο Λευ­τέ­ρης, η Μάνα του Διά­κου, η Φρό­σω, η Μόσχω, ο Ομέρ Βρυώ­νης, η Φατι­μέ, η σύζυ­γος του Βρυώ­νη και ο Χασάν).

Σ’ ένα εξο­χι­κό τοπίο, ο Διά­κος με τον Γρί­βα, τη Μόσχω και τη Φρό­σω χορεύ­ουν και τρα­γου­δούν. Ένας κλέ­φτης, ο Λευ­τέ­ρης, φέρ­νει μαύ­ρα μαντά­τα, ότι κατέ­βη­κε ο Βρυώ­νης με πολύ στρα­τό, σκορ­πώ­ντας ηττο­πά­θεια και απελ­πι­σία στους συνο­μι­λη­τές του, εκτός από τον Διά­κο, ο οποί­ος τους ενθαρ­ρύ­νει, ώστε να πολε­μή­σουν με γεν­ναιό­τη­τα, παρα­θέ­το­ντας ως παρά­δειγ­μα την ηρω­ι­κή αντί­στα­ση του Λεω­νί­δα στις Θερ­μο­πύ­λες. Η μάχη αρχίζει…

Τα ίδια πρό­σω­πα εμφα­νί­ζο­νται επί σκη­νής, κάθο­νται και συζη­τούν για την έκβα­ση της μάχης, με παράλ­λη­λους μονο­λό­γους, λες και βρί­σκο­νται μακριά ο ένας από τον άλλο… Αρχι­κά, δεί­χνουν ότι δε γνω­ρί­ζουν για τη σύλ­λη­ψη του Διά­κου και πού βρί­σκε­ται. Αμέ­σως, όμως, ο Γρί­βας μας πλη­ρο­φο­ρεί με αφη­γη­μα­τι­κό τρό­πο, ότι έσπα­σε το σπα­θί του Διά­κου, ότι πλη­γώ­θη­κε στο δεξί του πόδι,[3] ότι τον συνέ­λα­βαν και τον οδή­γη­σαν στον Βρυώ­νη, ο οποί­ος τον θαύ­μα­ζε και του πρό­τει­νε να τον αφή­σει να ζήσει, αν αλλα­ξο­πι­στού­σε, ότι ο Διά­κος αρνή­θη­κε και ο Βρυώ­νης, θυμώ­νο­ντας πολύ, τον έρι­ξε στη φυλα­κή με την απει­λή για βασα­νι­στή­ρια. Ο Λευ­τέ­ρης και η Μόσχω, με επί­σης παράλ­λη­λους μονο­λό­γους (μάλ­λον απευ­θυ­νό­με­νοι στους θεα­τές, δεν υπάρ­χει καν διά­λο­γος), εκθειά­ζουν την παλ­λη­κα­ριά του Διά­κου, ορκί­ζο­νται ότι θα τιμή­σουν τη θυσία του, θα πολε­μή­σουν για τη λευ­τε­ριά της πατρί­δας κ.λπ. Και όλ’ αυτά με στομ­φώ­δες ύφος… Το απο­κο­ρύ­φω­μα είναι το τρί­στι­χο της Φρό­σως: «Όλοι με μιας στις φυλα­κές επά­νω να ριχτούμε/το Διά­κο μας να πάρω­με που λάμπει σαν τον ήλιο,/να μη λερώ­σουν τη γλυ­κειά την άγια τη μορ­φή του.», χωρίς να δώσει συνέ­χεια, ίσως με κάποια πρω­το­βου­λία και κάποιες δράσεις…

Ο Βρυώ­νης ανα­θέ­τει στον Χασάν να βασα­νί­σει σκλη­ρά τον Διά­κο, μέχρι ν’ αλλα­ξο­πι­στή­σει. Πράγ­μα­τι ο Χασάν πηγαί­νει στη φυλα­κή και πότε με το καλό και πότε με το άγριο προ­σπα­θεί ν’ αλλά­ξει την πίστη του Διά­κου, ο οποί­ος καρ­τε­ρι­κά υπο­μέ­νει τα φρι­κτά βασα­νι­στή­ρια, στα οποία τον υπο­βάλ­λει ο Χασάν. Και αφού ο Χασάν ομο­λο­γεί την απο­τυ­χία του στον Βρυώ­νη, εκεί­νος τον δια­τά­ζει να τον σου­βλί­σει και να τον ψήσει. Κι ενώ υπάρ­χουν αυτές οι εξε­λί­ξεις, η Φατι­μέ, σύζυ­γος του Βρυώ­νη, προ­σπα­θεί να του γαλη­νέ­ψει την ψυχή, προ­τεί­νο­ντάς του να δεχτεί μια γυναί­κα. Πράγ­μα­τι ο Βρυώ­νης δέχε­ται τη γυναί­κα, που όταν απο­κα­λύ­πτε­ται ότι είναι η μάνα του Διά­κου και ότι θέλει να δει το γιο της στη φυλα­κή, εκεί­νος αγριε­μέ­νος την προ­πη­λα­κί­ζει και προ­σπα­θεί να τη διώ­ξει, ενώ εκεί­νη, χωρίς να φοβά­ται τις απει­λές του, του απα­ντά περή­φα­να και «αντι­στέ­κε­ται». Τελι­κά, δεν πραγ­μα­το­ποιεί­ται η επι­θυ­μία της και εκδιώ­κε­ται από τη σκη­νή του Βρυώ­νη, από τη Φατιμέ.

Ο Διά­κος στη φυλα­κή μονο­λο­γώ­ντας, χαι­ρε­τά­ει –λόγω του επι­κεί­με­νου θανά­του του, που σύντο­μα έρχε­ται πιο κοντά, μια και σε λίγο θα τον σου­βλί­σουν και θα τον ψήσουν–, τα ψηλά βου­νά και τις ραχού­λες, τα λημέ­ρια των κλε­φτών, τη μάνα του, την Ελλά­δα, και στη συνέ­χεια προ­σεύ­χε­ται στον Θεό, ελπί­ζο­ντας ότι η θυσία του δε θα πάει χαμέ­νη. Ετοι­μά­ζε­ται ψυχο­λο­γι­κά για τη δυσά­ρε­στη γι’ αυτόν συνέ­χεια, και φωνά­ζο­ντας «Ζήτω! Λοι­πόν η Πίστη μας, η Ελλά­δα, η Ελευθερία/και κάτω οι μουρ­τά­ρη­δες κι’ η μαύ­ρη τυραν­νία», καλεί το δήμιό του να εκτε­λέ­σει το απάν­θρω­πο έργο του. Ο δήμιος εμφα­νί­ζε­ται και οδη­γώ­ντας τον στο μαρ­τύ­ριο, ο Διά­κος ανα­φω­νεί το γνω­στό δίστι­χο: «Για δες και­ρό που διά­λε­ξε… κ.λπ.»

Το συγκε­κρι­μέ­νο θεα­τρι­κό έργο στε­ρεί­ται θεα­τρι­κό­τη­τας, δια­κα­τέ­χε­ται από βερ­μπα­λι­σμό, ποι­η­τι­κό οίστρο και ιδε­α­λι­στι­κή έξαρ­ση, μακρο­σκε­λείς μονο­λό­γους, γεγο­νός που το καθι­στά δύσκο­λο για θεα­τρι­κή παράσταση.

Θ. Το ένα­το έργο είναι του Δημη­τρί­ου Κ. Χατζηα­μάλ­λου, «Αλα­μά­να … Θερ­μο­πύ­λες του 21».[4]

Το έργο χαρα­κτη­ρί­ζε­ται ως χορό­δρα­μα.[5]

Απαρ­τί­ζε­ται από τρεις πρά­ξεις και 16 συνο­λι­κά σκη­νές. Συμ­με­τέ­χουν τα εξής 27 πρό­σω­πα: Μάνα του Διά­κου, Ελέ­νη, αδερ­φή του Διά­κου, Μήτρος, αδερ­φός του Διά­κου, Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄ κοπέ­λες, Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄, Ζ΄, Η΄ παλ­λη­κά­ρια, Διά­κος, Αγγε­λιο­φό­ρος, Γέρος, Πασάς (Ομέρ Βρυώ­νης), Τάσος, Γραμ­μα­τι­κός του Βρυώ­νη, Τσιγ­γά­να, Δού­λος του Πασά, Τούρ­κος Αξιω­μα­τι­κός, Δόξα, Δυο αγγελούδια.

Αρχι­κά η μάνα του Διά­κου ενθαρ­ρύ­νει την κόρη και το γιο της με φλο­γε­ρά λόγια για τη λευ­τε­ριά της πατρί­δας και την πίστη στο θεό και στην Πανα­γία. Φοβά­ται μήπως δει­λιά­σουν και δεν αγω­νι­στούν με γεν­ναιό­τη­τα σαν τον αδερ­φό τους, τον Θανά­ση Διά­κο. Αυτοί, όμως, τη δια­βε­βαιώ­νουν ότι αυτό δε θα συμ­βεί ποτέ και ότι θα το απο­δεί­ξουν στην πράξη.

Οι κοπέ­λες του χωριού και φίλες της Ελέ­νης υπο­δέ­χο­νται τον Μήτρο, αδερ­φό του Διά­κου, ο οποί­ος επι­σκέ­φτη­κε το χωριό και το σπί­τι τους, με σκο­πό να πάρει «αλλα­ξιές και­νούρ­γιες και πλυμ­μέ­νες», όπως του παράγ­γει­λε ο Διά­κος, «για­τί σε λίγο θάχου­με μεγά­λο πανηγύρι…/και κεί­νος θέλει στο χορό να μπού­με στο­λι­σμέ­νοι…» Οι κοπέ­λες υπο­δέ­χο­νται τον Μήτρο, με λόγια περη­φά­νιας και θαυ­μα­σμού για τον Διά­κο, τον Μήτρο και τ’ άλλα παλ­λη­κά­ρια. Μία απ’ αυτές του λέει με παρ­ρη­σία και λεβε­ντιά: «Στο Διά­κο πες την προ­στα­γή να δώση να μας φέρουν/κι εμάς κοντά σας. Τα ξαντά να φτιά­νου­με και σφαίρες./Να κου­βα­λά­με το φαΐ, τη λάσπη, τα λιθάρια/να φτιά­νουν τα ταμπού­ρια σας… Κι αν ο Θεός το θέλη/μέσα στης μάχης τη φωτιά, σαν άλλες αμαζόνες/να πέσου­με. Και στου εχτρού το συχα­μέ­νο αίμα/τα χέρια μας να βάψου­με, να σβή­ση ο καη­μός μας.» και η επό­με­νη κοπέ­λα λέει: «Να βγη στον κόσμο άκου­σμα πως στη μικρή Ελλάδα/μάχουνται για τη λευ­τε­ριά κι οι άντρες κι οι γυναίκες./Και οι γερό­ντοι κι οι γρηές, και τα παι­διά ακό­μα.» Ο Μήτρος παρα­κα­λεί τις κοπέ­λες να χορέ­ψουν και να τρα­γου­δή­σουν πριν από την ανα­χώ­ρη­σή του για την Αλα­μά­να κι αυτές του κάνουν τη χάρη. Ο Μήτρος παίρ­νει τις αλλα­ξιές από τη μάνα του και φεύ­γει για το πεδίο της επι­κεί­με­νης μάχης. (Πρά­ξις Α΄)

Στο γεφύ­ρι της Αλα­μά­νας τα παλ­λη­κά­ρια του Διά­κου καθα­ρί­ζουν τα του­φέ­κια τους και ένα απ’ αυτά τρα­γου­δά­ει. Ο Διά­κος ενθαρ­ρύ­νει τους πολε­μι­στές, οι οποί­οι ανταλ­λάσ­σουν μαζί του φιλο­φρο­νή­σεις. Αυτός τους εμψυ­χώ­νει, τονί­ζο­ντάς τους ότι πρέ­πει να πολε­μή­σουν και να θυσια­στούν όπως έκα­νε εκεί κοντά, στις Θερ­μο­πύ­λες, ο Λεω­νί­δας και οι 300 σπαρ­τιά­τες πολε­μι­στές του και τους καλεί να τρα­γου­δή­σουν και να χορέ­ψουν. Στε­νο­χω­ριού­νται όταν μαθαί­νουν ότι ο Δυο­βου­νιώ­της και ο Πανουρ­γιάς μαζί με τους άνδρες τους εγκα­τέ­λει­ψαν τις θέσεις που τους είχε ορί­σει ο Διά­κος να φυλά­νε, τρο­μο­κρα­τη­μέ­νοι από τα αμέ­τρη­τα ασκέ­ρια των Τούρ­κων. Ο Διά­κος δε δει­λιά­ζει, λέγο­ντάς τους, — ενώ ένας γέρο­ντας συμπο­λε­μι­στής του του προ­τεί­νει να φύγουν και αυτοί και να πολε­μή­σουν μαζί με περισ­σό­τε­ρους άλλους Έλλη­νες, τους Τούρ­κους, στην Πελο­πόν­νη­σο: «Τον Διά­κο δεν τρο­μά­ζουν όλα τ’ ασκέ­ρια των εχτρών…/Βήμα ’πο δω δεν κάνω και μόνο αν μ’ αφήσετε…/Θα πολε­μή­σω ως τα στερ­νά, σα δρά­κος, σα λιοντάρι./Σταλαματιά-σταλαματιά το αίμα μου θα χύσω,/για της Πατρί­δας την τιμή και του Χρι­στού την Πίστι./Η Αλα­μά­να θα γενή μνή­μα και Γολ­γο­θάς μου/για φημι­σμέ­νη Νίκη μου κι αθά­να­τή μου Δόξα.» και «Δεν το κου­νάω από δω. Αυτού θε να πεθάνω…/Δεν προ­τι­μάω το φευ­γιό που δόξες αμαυρώνει,/για να γλι­τώ­σω απ’ το χαμό το έρμο μου κου­φά­ρι…»

Τα παλ­λη­κά­ρια ζητούν από τον Διά­κο να φιλή­σουν το σταυ­ρό που κρέ­με­ται στο στή­θος του και να τον ασπα­στούν. Έτσι και γίνε­ται. Όλοι και όλα είναι έτοι­μα για την τελευ­ταία μάχη της ζωής τους. (Πρά­ξις Β΄)

Η σκη­νή παρι­στά το στρα­τη­γείο του πασά Βρυώ­νη στη Λαμία. Ο Βρυώ­νης ζητά­ει από τον Τάσο τον γραμ­μα­τι­κό του να εκτι­μή­σει την έκβα­ση της μάχης στην Αλα­μά­να. Όπως ο Δημά­ρα­τος θαρ­ρε­τά είχε απα­ντή­σει στον Ξέρ­ξη, πριν από την εκστρα­τεία του στην Ελλά­δα, για τη γεν­ναιό­τη­τα και τη φιλο­πα­τρία των Ελλή­νων που δε θα δίστα­ζαν να προ­βάλ­λουν αντί­στα­ση στον πολυά­ριθ­μο περ­σι­κό στρα­τό, έτσι και ο Τάσος ανα­φέ­ρε­ται με παρ­ρη­σία στη γεν­ναιό­τη­τα των Ελλή­νων και στις δυσκο­λί­ες που θα βρουν τα τουρ­κι­κά ασκέ­ρια, εύχε­ται δε να νική­σουν οι συμπα­τριώ­τες του. Ο πασάς θυμώ­νει με τα θαρ­ρε­τά λόγια του γραμ­μα­τι­κού του και τον φοβε­ρί­ζει ότι αν η εκτί­μη­σή του βγει λαν­θα­σμέ­νη, θα τον σκο­τώ­σει. Καλεί μια τσιγ­γά­να να του πει τον καφέ. Εκεί­νη προ­βλέ­πει ότι, ενώ ο πασάς θα βρε­θεί σε δύσκο­λη θέση από τον Διά­κο (δεν ανα­φέ­ρει τ’ όνο­μά του, αλλά τον χαρα­κτη­ρί­ζει «λιο­ντά­ρι»), τελι­κά το «λιο­ντά­ρι» θα πλη­γω­θεί και θα πια­στεί αιχ­μά­λω­το, επει­δή δε θα εξα­κο­λου­θή­σει να είναι επι­κίν­δυ­νο, προ­τρέ­πει τον πασά να το σκο­τώ­σει για να μη συνε­χί­σει να κιν­δυ­νεύ­ει απ’ αυτό. Ο πασάς ευχα­ρι­στη­μέ­νος τη γεμί­ζει φλου­ριά και της υπό­σχε­ται και άλλα, αν η προ­φη­τεία της βγει αλη­θι­νή. Μετα­ξύ άλλων η τσιγ­γά­να λέει στον Βρυώ­νη: «Πασ­σά μου, μέσα σε θολό με αίμα­τα σε βλέπω/νάσαι χωμέ­νος, ποτα­μό και τρο­μαγ­μέ­νος τρέχεις./Κι ένα ξωπί­σω σου άγριο σε κυνη­γά λιοντάρι./Γυρνάς δεξιά, γυρ­νάς ζερ­βά, να δης αν είναι κάποιος/που να σε σώση απ’ τα σκλη­ρά του λιο­ντα­ριού τα νύχια./Μα ολού­θε βλέ­πεις αίμα­τα και σύντρο­φο κανένα./Ποτάμι απ’ το κού­τε­λό σου τρέ­χει ο ιδρώ­τας.»[6]

Η μάχη συνε­χί­ζε­ται και ο πασάς ανή­συ­χος ζητά να μάθει για την εξέ­λι­ξή της, αφού ζητά­ει το άλο­γό του για να φύγει, σε περί­πτω­ση που θα έρθει ζωντα­νός στο Ζητού­νι ο Διά­κος… Χαί­ρε­ται όταν του φέρ­νουν τα ευχά­ρι­στα γι’ αυτόν νέα, σχε­τι­κά με τη νίκη των Τουρ­καλ­βα­νών και με τη σύλ­λη­ψη του Διά­κου. Φέρ­νουν τον Διά­κο ενώ­πιο του Βρυώ­νη κι εκεί­νος προ­σπα­θεί κάνο­ντάς του δελε­α­στι­κές προ­τά­σεις, να απαρ­νη­θεί την πατρί­δα και τη θρη­σκεία του. Ο Διά­κος αρνεί­ται κατη­γο­ρη­μα­τι­κά και του δίνει ευθείς απα­ντή­σεις γεμά­τες με περη­φά­νια και αξιοπρέπεια.

Η μάνα και η αδερ­φή του Διά­κου, εμφα­νί­ζο­νται στη σκη­νή και διε­ρω­τώ­νται από ποια ψημέ­να αρνιά να ’ναι οι στά­χτες που βλέ­πουν. Την απο­ρία τους τη λύνει ο Τάσος, ο οποί­ος τους φανε­ρώ­νει τα θλι­βε­ρά γεγο­νό­τα. Η μάνα αντι­με­τω­πί­σει την κατά­στα­ση ψύχραι­μα και απευ­θυ­νό­με­νη στην κόρη της, λέει: «Ο Διά­κος σου δεν πέθα­νε. Οι ήρω­ες δεν πεθαίνουν/μονάχα ζουν αιώ­νια μέσ’ στις καρ­διές που μένουν…».  Με λιθά­ρια φτιά­χνουν ένα πρό­χει­ρο μνη­μείο για να θυμού­νται τον τόπο της θυσί­ας του ήρωα, με την ελπί­δα να κτι­στεί εκεί ένα καλύ­τε­ρο μνη­μείο μετά από την απε­λευ­θέ­ρω­ση της πατρί­δας. Ο Τάσος θαυ­μά­ζει το μεγα­λείο ψυχής της μάνας του Διάκου.

Τέλος, εμφα­νί­ζο­νται η Δόξα και δυο αγγε­λού­δια, τα οποία κρα­τούν τις επι­γρα­φές: «ΑΛΑΜΑΝΑ» και «ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ» και η Δόξα, μετα­ξύ άλλων, κλεί­νει την παρά­στα­ση με τού­τα τα λόγια: «Η ΑΛΑΜΑΝΑ, όλο φως και Δόξα φορτωμένη/στην Ιστο­ρία της Φυλής δίπλα στις ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ,/σ’ όποιο περ­νά τα μέρη αυτά θε να βροντοφωνάζη:/“Ξένε δια­βά­τη που περ­νάς, τα βήμα­τά σου κράτα,/γιατ’ είν’ ο τόπος ιερός. Δια­λά­λη­σε στον κόσμο/πως για την Πίστη του Χρι­στού, τη Λευ­τε­ριά της Χώρας/ο Διά­κος εμαρ­τύ­ρη­σε και μένει εδώ θαμμένος,/της Αλα­μά­νας ήρω­ας, καμά­ρι της Ελλά­δας.”» (Πρά­ξις Γ΄)

Από τα πιο ολο­κλη­ρω­μέ­να και ορθά δομη­μέ­να από θεα­τρι­κή άπο­ψη έργα.

ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ με αναφορές στον Θανάση Διάκο και με συμμετοχή του ήρωα στην υπόθεση του έργου

α) Ελευ­θε­ρί­ου Κορέ­λη, «Πορεία προς τη δόξα»[7].

Πρό­κει­ται για ένα σπον­δυ­λω­τό κεί­με­νο με έμμε­τρους δια­λό­γους και όχι για κάποιο θεα­τρι­κό έργο (μ’ ένα βασι­κό  μύθο και πλο­κή, με χαρα­κτή­ρες, συγκρού­σεις, κορύ­φω­ση και λύση), αν και ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας το χαρα­κτη­ρί­ζει ως «σκετς». Το «σκετς», όμως, έχει περιο­ρι­σμέ­νη έκτα­ση, ενώ τού­το εκτεί­νε­ται σε 15 σελί­δες του βιβλί­ου και δεν απο­τε­λεί ολι­γό­λε­πτη θεα­τρι­κή παρά­στα­ση, όπως αυτό γίνε­ται σαφές στον ορι­σμό του όρου «σκετς».

Απαρ­τί­ζε­ται από δέκα σκη­νές, στις οποί­ες αφού προη­γεί­ται η αφή­γη­ση του εκφω­νη­τή, ακο­λου­θούν διά­λο­γοι με γνω­στούς ιστο­ρι­κούς ήρω­ες της Επα­νά­στα­σης του 1821, γι’ αυτό και ο συγ­γρα­φέ­ας το χαρα­κτη­ρί­ζει ως «πατριω­τι­κό σκετς». Νομί­ζω ότι πρό­κει­ται για σχο­λι­κή επι­θε­ώ­ρη­ση, η οποία έχει ως σκο­πό την ενη­μέ­ρω­ση των θεα­τών της παρά­στα­σης για τα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα της μακραί­ω­νης ελλη­νι­κής ιστο­ρί­ας: ενώ η ενη­μέ­ρω­ση αρχί­ζει από την «Αρχαία Ελλά­δα», ο συγ­γρα­φέ­ας – στις επό­με­νες σκη­νές – επι­κε­ντρώ­νε­ται στην Επα­νά­στα­ση του 1821, αφού το κεί­με­νο είναι γραμ­μέ­νο για τη σχο­λι­κή γιορ­τή της 25ης Μαρ­τί­ου: «Τουρ­κο­κρα­τία», «Παι­δο­μά­ζω­μα», «Κρυ­φό Σχο­λειό», «Ο Ρήγας», «Κλέ­φτι­κη ζωή», «Φιλι­κή Εται­ρεία», «Σου­λιώ­τισ­σες», «Αθ. Διά­κος» και «Η Δόξα της Ελλά­δος». Όπως και να ’χει, στην παρά­στα­ση συμ­με­τέ­χουν 38 πρόσωπα.

Εδώ, μας αφο­ρά η ΣΚΗΝΗ Θ΄, η οποία επι­γρά­φε­ται «Το μαρ­τύ­ριο του Διά­κου». Τα λόγια του «Εκφω­νη­τή» είναι έργο του συγ­γρα­φέα, ενώ ο διά­λο­γος απο­τε­λεί­ται από απο­σπά­σμα­τα του γνω­στού δημο­τι­κού τρα­γου­διού «Θανά­σης Διά­κος». Στο σύντο­μο διά­λο­γο συμ­με­τέ­χουν ο Ομέρ Βρυώ­νης, ο Διά­κος και ο Χαλήλ μπέ­ης. Η σκη­νή καλύ­πτει μισή σελί­δα του κειμένου.

β) Λευ­τέ­ρη Κορέ­λη, Σχο­λι­κά Θεα­τρι­κά Έργα. Ο Γερο-Δήμος.[8]

γ) Ηλία Θ. Ανδρα­κά­κου, Ο Σαλώ­νων Ησα­ΐ­ας. Όντας χου­μή­ξαν οι αητοί.[9]

 Τρί­πρα­κτο ιστο­ρι­κό δρά­μα, με εννέα εικό­νες και δεκα­πέ­ντε σκη­νές, συνο­λι­κά. Συμ­με­τέ­χουν δώδε­κα πρό­σω­πα (ο Ησα­ΐ­ας, δεσπό­της Σαλώ­νων, ο Δυσ­σέ­ας Ανδρού­τσος, ο Διά­κος, ο Δυο­βου­νιώ­της και ο Πανουρ­γιάς, καπε­τα­ναί­οι, η Βαΐ­τσα, παντέρ­μη και αφο­σιω­μέ­νη στον αγώ­να, η Σόφω, αδερ­φή του Διά­κου, ο παπα-Γιάν­νης, αδερ­φός του Ησα­ΐα, ο Μαρ­κό­πης και ο Κελε­πού­ρης, παλ­λη­κά­ρια απ’ τη Δεσφί­να, ο Ομέρ Βρυώ­νης και ο Οικο­νό­μου Μάν­θος, γραμ­μα­τι­κός τ’ Αλή πασά.)

Ο βασι­κός ήρω­ας του έργου είναι ασφα­λώς ο Ησα­ΐ­ας, αλλά σημα­ντι­κή παρου­σία έχει και Διά­κος (εμφα­νί­ζε­ται στις εφτά από τις δεκα­πέ­ντε σκηνές).

Αρχι­κά ο Διά­κος εμφα­νί­ζε­ται ν’ αστειεύ­ε­ται με τον Ησα­ΐα, ο οποί­ος ενο­χλεί­ται απ’ αυτούς τους αστεϊ­σμούς, μια και θεω­ρεί ότι «το κακό είναι μεγά­λο», για να του απα­ντή­σει θυμό­σο­φα ο Διά­κος «Άμα γενή θάναι μεγά­λο. Τώρα, μονά­χο κακό είν’ η τυρα­γνία. Από δαύ­τη­νε  γλυ­τώ­νου­με; Άστα τ’ άλλα.»

Και καθώς ξυρί­ζε­ται, πετά­ει τα ράσα και ζώνε­ται τ’ άρμα­τα, παραγ­γέλ­νει στον ηγού­με­νο του μονα­στη­ριού του Προ­δρό­μου, όπου καλο­γέ­ρευε: «…ο διά­κος του, από τώρα θα λει­τουρ­γάη… στο ερμοκ­κλή­σι της Θεάς της λευ­τε­ριάς».

Ο Διά­κος φεύ­γει από το μονα­στή­ρι για να γλι­τώ­σει από τον Φερ­χά­τη (Φερ­χάτ-μπέη), που τον θέλει δικό του κοπέλι.

Ενώ συζη­τούν ο Ησα­ΐ­ας, ο Μάν­θος και η Βαΐ­τσα για την εντο­λή του Αλή-πασά προς τον Οδυσ­σέα Ανδρού­τσο να σκο­τώ­σει τον Διά­κο, μια κι εκεί­νος τον ξεγέ­λα­σε, και όλοι τους είναι ανή­συ­χοι, έρχε­ται ο Διά­κος. Τον ενη­με­ρώ­νουν σχε­τι­κά και εκεί­νος δίνο­ντας τ’ άρμα­τά του στη Βαΐ­τσα, δέχε­ται να μην αντι­στα­θεί στ’ «αδέρ­φι» του, τον Οδυσ­σέα και «κόντρα του δε θαν πάει». Ο Οδυσ­σέ­ας μπαί­νει στη σκη­νή, κι ενώ είναι όλοι –πλην του Διά­κου– οπλι­σμέ­νοι και έτοι­μοι να προ­λά­βουν το κακό…, εκεί­νος τους δια­ψεύ­δει και τους βεβαιώ­νει ότι έτα­ξε στον Αλή, ότι θα πάρει μαζί του τον Διά­κο στη Λει­βα­διά τάχα για να τον σκο­τώ­σει, ενώ συγ­χρό­νως τους ενη­με­ρώ­νει ότι συνα­ντή­θη­καν με τον Βρυώ­νη για να συμ­μα­χή­σουν για να λευ­τε­ρώ­σουν οι Έλλη­νες «τη Γραι­κία» και οι Αρβα­νί­τες την Αρβα­νι­τιά…[10]

Στη Μονή του Οσί­ου Λου­κά ο Ησα­ΐ­ας ευλο­γεί τ’ άρμα­τα κι ορκί­ζει τα παλ­λη­κά­ρια του Διάκου.

Σα να γνω­ρί­ζει η Βαΐ­τσα και οι άλλοι «το βίο και την πολι­τεία» του Δεσπό­τη Παλαιών Πατρών Γερ­μα­νού, πλη­ρο­φο­ρεί με υπο­νο­ού­με­να τον Διά­κο και τον Ησα­ΐα ότι: «Ψες στην Πάτρα ο Δεσπό­της Γερ­μα­νός, σήκω­σε μπαϊ­ρά­κι κι’ έπια­σε τ’ άρμα­τα» και οι υπό­λοι­ποι αυθόρ­μη­τα και με ανα­κού­φι­ση: «Επί τέλους. Δόξα τω Θεώ.»

Ο δρα­μα­τουρ­γός αφή­νει έμμε­σα να νοη­θεί ότι έχει ανα­πτυ­χθεί ένας κρυ­φός έρω­τας μετα­ξύ του Διά­κου με τη Βαΐ­τσα (σαν αυτόν, όπως ο θρύ­λος μάς μηνύ­ει, μετα­ξύ Διά­κου και Κρου­στάλ­λως): «Γεια σου Αθα­νά­ση. Γεια σου. Όχι. Τώρα πολε­μά­με για λευ­τε­ριά. Τίποτ’ άλλο. Τίποτ’ άλλο. (κλεί­νει με τα χέρια τα μάτια της)»

Κι ενώ στη Λει­βα­διά ό Διά­κος ανα­κη­ρύ­χθη­κε απ’ όλους αρχη­γός στο Αρμα­το­λί­κι της Λιβα­δειάς, ο Ησα­ΐ­ας – αν και δεσπό­της – σέβε­ται αυτή την από­φα­ση και με μεγα­λείο ψυχής λέει τα παρα­κά­τω λόγια στον αδερ­φό του Παπα-Γιάν­νη, μέσα στο διά­λο­γο που δια­μεί­βε­ται μετα­ξύ τους: «ΠΑΠΑ-ΓΙΑΝΝΗΣ: Και θα γροι­κού­νε, στη διά­τα του, Δεσπο­τά­δες και παπά­δες και γραμ­μα­τι­κοί και ούλοι; ΗΣΑΪΑΣ: Κι’ ούλοι και κατα­ού­λοι, για­τί ο Διά­κος είναι Πατριάρ­χης. ΠΑΠΑ-ΓΙΑΝΝΗΣ: (Μ’ απο­ρία) Διά­κος… Πατριάρ­χης. ΗΣΑΪΑΣ: Η πατρί­δα, ο πόλε­μος, η παλ­λη­κα­ριά, έχου­νε δικιά τους σκά­λα στους βαθ­μούς, Παπα-Γιάν­νη­η­ηη.»

Ο δρα­μα­τουρ­γός χαρα­κτη­ρί­ζει τον «Μητρο-Κοντο­γιάν­νη» ως «κιο­τή» (δια στό­μα­τος Βαΐ­τσας) και «Εφιάλ­τη (δια στό­μα­τος Πανουρ­γιά)», αφού δε δέχτη­κε να πολε­μή­σει μαζί με τους υπό­λοι­πους οπλαρ­χη­γούς στη μάχη της Αλαμάνας…

Κι ενώ ο Διά­κος είχε δώσει εντο­λή να μη συμ­με­τά­σχει στη μάχη ο Ησα­ΐ­ας, εκεί­νος με απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα τρέ­χει πρώ­τος με θάρ­ρος στον αγώνα.

Ο δρα­μα­τουρ­γός «θέλει» τη σύσκε­ψη των οπλαρ­χη­γών στις Κομπο­τά­δες να πραγ­μα­το­ποιεί­ται μέσα σε κάποιο δωμά­τιο σπι­τιού, όμοιο με τον οντά του Μάν­θου Οικο­νό­μου, προη­γού­με­νης σκη­νής του έργου, κι όχι κάτω απ’ τα θρυ­λού­με­να πλα­τά­νια και, επί­σης, «θέλει» τον Ησα­ΐα να πολε­μά­ει με τον Πανουρ­γιά στη Χαλ­κο­μά­τα… και τον Διά­κο να φτιά­χνει ταμπού­ρια και ν’ αντι­στέ­κε­ται στη Δαμά­στα, τη γέφυ­ρα της Αλα­μά­νας και τη Μουσταφάμπεη.

Ο δρα­μα­τουρ­γός βάζει περή­φα­να λόγια στο στό­μα του Ησα­ΐα, για να τονί­σει την του χρέ­ους προς την πατρί­δα, μέσα από τον παρα­κά­τω διά­λο­γο: «ΠΑΠΑ-ΓΙΑΝΝΗΣ: Μη και θαρ­ρείς, δεν ξέρου­με τι μακελ­λειό θα γίνη; ΗΣΑΪΑΣ: Όντας, παπα-Γιάν­νη, ξωφλά κανέ­νας το χρέ­ος του, ξέρει από πρώ­τα τι πρέ­πει να δώση. Αντέ­χει; Τα δίνει. Δεν αντέ­χει; Μένει χρε­ω­μέ­νος. […]»

Όπως δε, φέρα­νε στον Διά­κο το άλο­γό του για να φύγει και να γλι­τώ­σει και φυσι­κά δε δέχτη­κε, έτσι έφε­ραν ένα άλο­γο για να φύγει ο Ησα­ΐ­ας, ο οποί­ος και αυτός δε δέχτη­κε και σε λίγο σκοτώθηκε

Κι ενώ συλ­λαμ­βά­νε­ται ο Διά­κος, απα­ντά περή­φα­να στον Βρυώ­νη: «Η Αλα­μά­να είν’ η αρχή. Και το στε­νό μακρύ κι’ οι Διά­κοι μύριοι» και ρωτώ­ντας τον ήδη νεκρό Ησα­ΐα (χωρίς βέβαια να περι­μέ­νει απά­ντη­ση), στην απο­στρο­φή του λόγου του: «Να στα­θού­με, όπου ταχτού­με, κι’ αν δε νική­σω­με, να πέσω­με αντρί­κια, για να γκαρ­διώ­σω­με τον ξεση­κω­μέ­νο ραγιά;» και προ­κλη­τι­κά και αγέ­ρω­χα, αν και γνω­ρί­ζει την τρα­γι­κή γι’ αυτόν έκβα­ση των πραγ­μά­των, ρωτά­ει τον Βρυώ­νη: «Ώστε, ξαφ­νιά­στη­κες, Βρυώ­νη, που με ζώγρη­σες; […] Δεν ξαφ­νιά­στη­κες, Βρυώ­νη, πού­χα τρό­πο να φύγω και δεν έφυ­γα; Δεν ξαφ­νιά­στη­κες, που πολέ­μα­γα ταμπου­ρω­μέ­νος στο κου­φά­ρι τ’  αδερ­φού μου του Μήτρου; Δεν ξαφ­νιά­στη­κες, που μού­τα­ξες μπε­η­λί­κια και λου­φέ­δες, να γενώ δικός σου και στα πέτα­ξα στα μού­τρα; Δεν ξαφ­νιά­στη­κες, που ο Κιο­σέ Μεχ­μέ­της κι’ ο Χαλήλ­μπε­ης μου τάξα­νε παλού­κω­μα, σού­βλι­σμα, και σε πλη­ρω­μή τους εσκυ­λό­βρι­σα; Δεν ξαφ­νιά­στη­κες, με το πώς σε κοι­τού­νε τα ογδό­ντα κεφά­λια, που παλου­κώ­σα­νε γύρω σου τ’ αγρί­μια σου; Κοί­τα πώς σε τηρά­νε! Όπως κι γω! Σαν να μη υπάρ­χης. […]».

Πολύ σημα­ντι­κό έργο του σχο­λι­κού πατριω­τι­κού θεά­τρου. Μια αδυ­να­μία του, κατά τη γνώ­μη μου, είναι ότι ο δρα­μα­τουρ­γός χρη­σι­μο­ποιεί κατά σημεία την αρχα­ΐ­ζου­σα των ευαγ­γε­λί­ων, μη προ­σι­τή γλώσ­σα για παι­διά και απο­τρε­πτι­κή για να δια­λέ­ξουν και να παί­ξουν ένα έργο κατά τα άλλα εμπνευ­σμέ­νο και χρή­σι­μο στο σχο­λι­κό μας θέατρο.

δ) Δημη­τρί­ου Αθ. Παπα­δάμ, Το Κάστρο της Υπά­της.[11]

Πρό­κει­ται για έμμε­τρο (κατά σημεία) μονό­πρα­κτο με ανα­φο­ρές στην Ιστο­ρία της Υπά­της (Αρχαϊ­κή Επο­χή, Βυζα­ντι­νή Επο­χή και Επο­χή Τουρ­κο­κρα­τί­ας). Συμ­με­τέ­χουν, συνο­λι­κά, 34 πρόσωπα.

Στην 3η Σκη­νή (Επο­χή της Τουρ­κο­κρα­τί­ας) παίρ­νει μέρος και ο Διά­κος στο επει­σό­διο πολιορ­κί­ας της Υπά­της, μαζί με άλλα 15 πρό­σω­πα (Τελε­χά Φέζος, Πασ­σάς Τούρ­κος διοι­κη­τής της Υπά­της, Σου­λεϊ­μάν, Α΄ Υπα­σπι­στής του Τελε­χά, Αχμέτ, Β΄ Υπα­σπι­στής του Τελε­χά, Μήτσος, Κοντο­γιάν­νης αρμα­τω­λός, Δυο­βου­νιώ­της, Γκού­ρας, Σαφά­κας, Σκαλ­τσο­δή­μος, οπλαρ­χη­γοί, Παπα­θα­νά­σης, ιερεύς, Κομνάς, Χρί­στος, μαθη­τές του Κρυ­φού Σχο­λειού, Αλα­φό­γιαν­νος, αγγε­λιο­φό­ρος στρα­τιώ­της, Κρι­νιώ, αρρα­βω­νια­στι­κιά του Κοντο­γιάν­νη, Δέσπω, Κρυ­στάλ­λω, φίλες της Κρινιώς).

Απο­τυ­πώ­νε­ται παρα­στα­τι­κά η προ­ε­τοι­μα­σία της πολιορ­κί­ας και ο ανα­βρα­σμός που επι­κρα­τεί. Ο Φέζος πασάς, με αναί­δεια και έπαρ­ση απευ­θύ­νε­ται στους αλυ­σο­δε­μέ­νους αιχ­μα­λώ­τους ραγιά­δες που του έφε­ραν μπρο­στά του.  Κι ενώ ο υπα­σπι­στής του προ­σπα­θεί να τους τρο­μο­κρα­τή­σει και να τους απελ­πί­σει, ώστε να εγκα­τα­λεί­ψουν τον εθνι­κο-απε­λευ­θε­ρω­τι­κό αγώ­να τους, γίνε­ται ένα «θαύ­μα»: Τους λέει: «Νομί­ζε­τε ωρέ Γκια­ούρ – με τα κρυ­φά Σχο­λειά σας,/με κλέ­φτες κι’ αρμα­τω­λούς πως την παληά Ελλάδα.εδώ θα αναστήσετε;/[…] Ποτέ μην το πιστέ­ψε­τε. Σαν γίνουν ιδές τα τούτα,/τάσπρα αυγά δω κόκ­κι­να τότε! Ε! τότε μόνο/ελπίδα νάχη­τε κι’  εσείς.» Και αμέ­σως (με δρα­μα­τουρ­γι­κό εύρη­μα) «Τα αυγά έξαφ­να κοκ­κί­νη­σαν (με κόκ­κι­νο ηλε­κτρι­κό λαμ­πτή­ρα) – τρό­μος πιά­νει τους Τούρ­κους […]» Οι ραγιά­δες ανα­θαρ­ρεύ­ουν, φωνά­ζουν, πανη­γυ­ρί­ζουν με ανα­πτε­ρω­μέ­νο το ηθι­κό και το επα­να­στα­τι­κό τους φρό­νη­μα. Οι Τούρ­κοι απο­χω­ρούν τρο­μαγ­μέ­νοι στο άκου­σμα των ονο­μά­των του Διά­κου, του Πανουρ­γιά και του Κοντογιάννη.

Ο Διά­κος εκθέ­τει το στρα­τη­γι­κό του σχέ­διο για την πολιορ­κία της Υπά­της, μετά από παραί­νε­ση του Κοντο­γιάν­νη. Κατα­γρά­φε­ται η δύνα­μη των Ελλή­νων και των Τουρ­καλ­βα­νών. Οπλαρ­χη­γοί των Ελλή­νων είναι οι Διά­κος, Κοντο­γιάν­νης, Σαφά­κας, και Δυο­βου­νιώ­της. Μαζί τους και γυναί­κες που έρχο­νται αυθόρ­μη­τα και οικειο­θε­λώς για να βοη­θή­σουν, ακό­μη και ο Παπα-Θανά­σης με τους μαθη­τές του Κρυ­φού Σχολειού.

Η μάχη εξε­λίσ­σε­ται στην αρχή με θετι­κό πρό­ση­μο για τους Έλλη­νες. Ο δρα­μα­τουρ­γός δεν ανα­φέ­ρε­ται ξεκά­θα­ρα ότι η Υπά­τη δεν κατα­λή­φθη­κε… Μας δεί­χνει τον Διά­κο, μετά την επέ­λα­ση στην περιο­χή των πολυά­ριθ­μων Τουρ­καλ­βα­νών με τον Ομέρ Βρυώ­νη, να φεύ­γει, λέγο­ντας: «Τρέ­χω γι’ αυτούς τώρα εγώ κάτω στην Αλαμάνα/κι’ ας έλθου­νε για να δια­βούν και θα τους κλά­ψη Μάνα», απο­σιω­πώ­ντας την αντε­θνι­κή στην κρί­σι­μη αυτή μάχη της Αλα­μά­νας στά­ση του Κοντο­γιάν­νη, ο οποί­ος απο­φά­σι­σε να απέ­χει και να κλει­στεί με τα παλ­λη­κά­ρια του στη Μονή Αγάθωνος.

Στη συνέ­χεια, το έργο συνε­χί­ζε­ται με ανα­φο­ρά στην περί­ο­δο μετά τις μάχες Αλα­μά­νας και Γρα­βιάς. Οι Γκού­ρας, Σαφά­κας, Σκαλ­τσο­δή­μος και Κοντο­γιάν­νης, σχε­διά­ζουν τις επό­με­νες μάχες κατά της Υπά­της και γύρω απ’ αυτή. Ιδιαί­τε­ρα ανα­φο­ρά γίνε­ται στη νικη­φό­ρα μάχη του «Αετού Καστα­νιάς Υπά­της» (Μάιος του 1821). Επί­σης, στη μάχη που δόθη­κε στη συνέ­χεια για την απε­λευ­θέ­ρω­ση της Υπά­της, με οπλαρ­χη­γούς τους Κοντο­γιάν­νη, Σαφά­κα, Πανουρ­γιά, Σκαλ­τσο­δή­μο και Γκού­ρα και μετά από την ενί­σχυ­ση που δέχτη­καν οι Φθιω­τείς από του Μωρα­ΐ­τες (Νικη­τα­ράς ο Τουρ­κο­φά­γος κ.ά.) και από Φιλέλ­λη­νες (Κου­ε­νέ­νος, Δανός, Εϋνε­μά­νος, Πρώ­σος, οι οποί­οι σκο­τώ­θη­καν). Ο δρα­μα­τουρ­γός ανα­φέ­ρει τη μάχη ως νικη­φό­ρα, αν και ο τελι­κός στό­χος απε­λευ­θέ­ρω­σης της Υπά­της και κατά­λη­ψης του κάστρου της δεν επι­τεύ­χθη­κε, για δύο ακό­μη φορές (2–8 Απρ. 1922 και 23 Απρ. 1922), αφού και πάλι ήρθαν εκεί μεγά­λες τούρ­κι­κες ενι­σχύ­σεις, με απο­τέ­λε­σμα οι Έλλη­νες να εγκα­τα­λεί­ψουν την πολιορ­κία του κάστρου και να υπο­χω­ρή­σουν στα ορει­νά της Οίτης.

Ο δρα­μα­τουρ­γός περι­λαμ­βά­νει στο έργο και άλλους πρω­τα­γω­νι­στές της περιο­χής και της πολιορ­κί­ας της Υπά­της και του κάστρου της: τον Αλα­τό­γιαν­νο, πρω­το­παλ­λή­κα­ρο του Κοντο­γιάν­νη και «καμά­ρι του Σμο­κό­βου», τον επί­σης Σμο­κο­βί­τη, Παπα­δή­μα, τον Αλα­μά­νο από τη Σέλια­νη, τον Βλα­χο­γιώρ­γο από το Νεο­χώ­ρι, τον Καπε­τά­νιο Ρού­κη, Αλα­φό­γιαν­νο, Καπε­τά­νιο Πατρινό.

Ανά­με­σα στις σκη­νές και στις εικό­νες του έργου παρεμ­βάλ­λο­νται ποι­ή­μα­τα, τρα­γού­δια, αφη­γή­σεις, μοι­ρο­λό­για, αλλά και μετά από το τέλος της παράστασης.

Ο δρα­μα­τουρ­γός γνώ­ρι­ζε πολύ καλά τη δρα­μα­τουρ­γι­κή τέχνη, είχε δε σκη­νο­θε­τι­κές δεξιό­τη­τες, με απο­τέ­λε­σμα η θεα­τρι­κή παρά­στα­ση του θεα­τρι­κού κει­μέ­νου να είναι ζωντα­νή, παρα­στα­τι­κή και συναρπαστική.

ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ του ποιήματος του Αριστ. Βαλαωρίτη, «Ο Αθανάσης Διάκος»[12] [ή και του θεατρικού έργου του Λέοντος Μελά, «Αθανάσιος Διάκος. Τραγωδία εις τρεις πράξεις

Έχου­με υπό­ψη μας τρεις θεα­τρι­κές δια­σκευ­ές για παιδιά:

 Πρώ­τη «θεα­τρι­κή δια­σκευή» είναι της Σοφί­ας Μαυ­ροει­δή-Παπα­δά­κη, «Θανά­σης Διά­κος».[13]

Μονό­πρα­κτο έργο, με οκτώ πρό­σω­πα: Θανά­σης Διά­κος, Μήτρος, αδερ­φός και πρω­το­παλ­λή­κα­ρο του Διά­κου, Πανου­ριάς, Δυο­βου­νιώ­της (οπλαρ­χη­γοί), Ομέρ Βρυώ­νης, Κιο­σέ, Μεχ­μέτ (τούρ­κοι πασά­δες πολε­μι­στές), Χαλήλ­μπε­ης (τούρ­κος δήμιος).

Η πρώ­τη εικό­να απο­τε­λεί­ται από ελά­χι­στα απο­σπά­σμα­τα από τα πρώ­τα τέσ­σε­ρα άσμα­τα του Βαλα­ω­ρί­τη. Η δεύ­τε­ρη εικό­να από τα πέμ­πτο και έκτο άσματα.

Τα απο­σπά­σμα­τα είναι δομη­μέ­να δίκην θεα­τρι­κού ανα­λο­γί­ου με δια­λό­γους, χωρίς η συγ­γρα­φέ­ας να επι­χει­ρή­σει κάποια ιδιαί­τε­ρη θεα­τρι­κή διασκευή.

Η δρα­μα­τουρ­γός έδω­σε στο σχο­λι­κό μας θέα­τρο μια «επι­το­μή», μια «περί­λη­ψη» του βαλα­ω­ρί­τι­κου ποι­ή­μα­τος με τα πιο βασι­κά του σημεία, αφορ­μή για να δια­βα­στεί, αργό­τε­ρα από τα παι­διά, ολό­κλη­ρο αυτό το επι­κό ποίημα.

Δεύ­τε­ρη «θεα­τρι­κή δια­σκευή» είναι πάλι του Τέλη Πεκλά­ρη, Αριστ. Βαλα­ω­ρί­τη, «Αθα­νά­σιος Διά­κος».[14]

 Μονό­πρα­κτο σε δύο σκη­νές. Συμ­με­τέ­χουν πέντε πρό­σω­πα: Θανά­σης Διά­κος, Πανουρ­γιάς, Δυο­βου­νιώ­της, Πρω­το­παλ­λή­κα­ρο, Ένα Παλληκάρι.

Επι­χει­ρεί­ται μια σύντο­μη παρου­σί­α­ση (σε 4 σελί­δες) του βαλα­ω­ρί­τι­κου επι­κού εκτε­νούς ποι­ή­μα­τος, με σκο­πό ν’ αξιο­ποι­η­θεί σε μια σχο­λι­κή γιορ­τή. Ο συγ­γρα­φέ­ας έχει την ίδια «δρα­μα­τουρ­γι­κή» άπο­ψη μ’ εκεί­νη της Σοφί­ας Μαυ­ροει­δή-Παπα­δά­κη, παίρ­νο­ντας κάποια απο­σπά­σμα­τα του ποι­ή­μα­τος, τα οποία εντάσ­σει σ’ ένα δια­μει­βό­με­νο διά­λο­γο μετα­ξύ των μαθη­τών στη σχο­λι­κή σκη­νή, χωρίς αυτό ν’ απο­τε­λεί θεα­τρι­κή παρά­στα­ση, με την κλα­σι­κή της μορ­φή και δομή.

Τρί­τη θεα­τρι­κή δια­σκευή είναι του Ι. Κ. Γιαν­νέ­λη, «Ο Διά­κος. Χορό­δρα­μα».[15]

Παίρ­νουν μέρος οκτώ πρό­σω­πα στους βασι­κούς και δευ­τε­ρεύ­ο­ντες ρόλους: Διά­κος, Δυο­βου­νιώ­της, Πανουρ­γιάς, Μαρία-μητέ­ρα του Διά­κου, Ελέ­νη-αδερ­φή του Διά­κου, Ανα­στά­σιος-Έλλη­νας στην υπη­ρε­σία των Τούρ­κων, Πασάς και Χασά­να­γας-τούρ­κος αξιω­μα­τι­κός και όσα άλλα πρό­σω­πα κρί­νει σκό­πι­μο να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ο σκηνοθέτης/δάσκαλος ή έχει ανα­γκα­στι­κά στη διά­θε­σή του ως στρα­τιώ­τες  Έλλη­νες και Τούρκοι.

Το έργο είναι μονό­πρα­κτο διαρ­θρω­μέ­νο σε πέντε σκη­νές, με έμμε­τρο λόγο.

Πρό­κει­ται για δια­σκευή και συρ­ρα­φή δύο έργων: του θεα­τρι­κού «Αθα­νά­σιος Διά­κος» του Λέο­ντος Μελά και  του ποι­ή­μα­τος «Αθα­νά­σης Διά­κος» του Αρι­στο­τέ­λους Βαλα­ω­ρί­τη. Έχουν συμπε­ρι­λη­φθεί και στί­χοι από λαϊ­κό στι­χούρ­γη­μα του Σπ. Περεσιάδη [;].

Όσον αφο­ρά το θεα­τρι­κό του Μελά, ο δρα­μα­τουρ­γός Γιαν­νέ­λης έχει κάνει φιλό­τι­μη προ­σπά­θεια να μετα­φέ­ρει στη δημο­τι­κή γλώσ­σα αρκε­τούς δια­λό­γους, ώστε να γίνουν προ­σι­τοί στους ηθοποιούς/μαθητές, με σκο­πό ν’ απο­δώ­σουν καλύ­τε­ρα τους ρόλους τους.

_________________________________________________________________________________________

[1]. Κων/νου Σιό­ντη, «Ο Θανά­σης Διά­κος και η Αλα­μά­να. Πατριω­τι­κός διά­λο­γος», στο βιβλίο του: Πατριω­τι­κά δρά­μα­τα και κωμω­δί­ες (Για την 28η Οκτω­βρί­ου, 25η Μαρ­τί­ου και την Σχο­λι­κή εορ­τή των εξε­τά­σε­ων), Γιάν­νι­να 1961, σ. 9–15.

[2].  Πάντου Τσι­ρί­δου, «Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος (Δρά­μα σε τέσ­σα­ρες σύντο­μες πρά­ξεις)», απ’ το βιβλίο του: «Η Γιορ­τή μας» (Δρά­μα­τα – Κωμω­δί­ες – Ποι­ή­μα­τα), Τυπο­γρα­φεί­ον: Σ. ΘΕΟΔΟΣΙΑΔΟΥ, Κοζά­νη χ.χ., σ. 13–25.

[3]. Οι ιστο­ρι­κές μαρ­τυ­ρί­ες που έχου­με μας πλη­ρο­φο­ρούν ότι λαβώ­θη­κε στο δεξί του χέρι, γι’ αυτό και συνέ­χι­σε να πολε­μά με το αριστερό.

[4]. Δημη­τρί­ου Κ. Χατζηα­μάλ­λου, «Αλα­μά­να … Θερ­μο­πύ­λες του 21 (Έμμε­τρο πατριω­τι­κό σκετς)», από το ομώ­νυ­μο βιβλίο του, Εκδο­τι­κός Οίκος ΙΩ. ΚΑΜΠΑΝΑ, Αθή­ναι χ.χ. [1957], σ. 5–40.

[5]. Χορό­δρα­μα είναι η σκη­νι­κή παρά­στα­ση ενός δρά­μα­τος με κυρί­αρ­χο στοι­χείο το χορό και με συνο­δεία μου­σι­κής.

[6]. Ο δρα­μα­τουρ­γός είναι σαφώς επη­ρε­α­σμέ­νος από το ποί­η­μα «Η φυγή» του Αριστ. Βαλα­ω­ρί­τη, όπου, όπως είναι γνω­στό, ο Αλή πασάς πανι­κό­βλη­τος τρέ­χει να σωθεί από το φόβο του ότι τάχα τον κυνη­γά­ει ο Λάμπρος Τζα­βέλ­λας, καλώ­ντας επί­μο­να τον Ομέρ Βρυώ­νη για να του φέρει το άλο­γό του, και καβα­λι­κεύ­ο­ντάς του να τρέ­ξουν για να σωθεί…

[7]. Ελευ­θε­ρί­ου Κορέ­λη, «Πορεία προς τη δόξα», από το βιβλίο του: Σχο­λι­κό Θέα­τρο, Αθή­να 1968, σ. 46.

[8]. Λευ­τέ­ρη Κορέ­λη, Σχο­λι­κά Θεα­τρι­κά Έργα. Ο Γερο-Δήμος, Εκδο­τι­κός Οίκος «Η ΕΠΑΡΧΙΑ», Λαμία χ.χ.

Μονό­πρα­κτο με μία και μονα­δι­κή σκη­νή. Συμ­με­τέ­χουν εννέα βασι­κά πρό­σω­πα (ο Κώστας και ο Γρη­γό­ρης,  χωρια­τό­που­λα, ο Νότης, κλέ­φτης, η Αγγέ­λα, σύν­δε­σμος των κλε­φτών, ο γερο-Δήμος, Πρω­το­κλέ­φτης της Ρού­με­λης, ο Διά­κος, ο Λευ­τέ­ρης, κλέ­φτης, ο Λάμπρος, κλε­φτό­που­λο, ένας κλέ­φτης) και κάποιοι ακό­μη  κλέ­φτες. Ο λόγος δια­θέ­τει κάποιο­ρυθ­μό, χωρίς όμως να έχου­με έμμε­τρο κείμενο.

Περι­γρά­φε­ται παρα­στα­τι­κά «ένα επει­σό­διο απ’ το Μεγά­λο 21», που αφο­ρά την κατα­στρο­φή της Βαρυ­μπό­μπης (Μακρα­κώ­μης) και ενσυ­νε­χεία τη σφα­γή και τις φυλα­κί­σεις που έκα­νε ο Οσμάν αγάς στον άμα­χο πλη­θυ­σμό και σ’ έναν ιερω­μέ­νο, τον γέρο Παπαχρίστο.

Εκτός από τη συμ­με­το­χή στο έργο του Νότη Ζίδρου (παι­δί του Γιώρ­γη Ζίδρου, απ’ τ’ Άγρα­φα), παλ­λη­κα­ριού από το καπε­τα­νά­το του Διά­κου, στο έργο συμ­με­τέ­χει και ο ίδιος ο Διά­κος. Στη νικη­φό­ρα μάχη με τους Τούρ­κους, εκτός από Οσμάν αγά, πλη­γω­μέ­νος και ο γερο-Δήμος, πεθαί­νει στα χέρια του Διάκου.

Η ανα­φο­ρά αυτή στον Διά­κο, δεν αφο­ρά τη μάχη της Αλα­μά­νας. Απλά, υπο­ση­μειώ­νου­με την ύπαρ­ξη αυτού του θεα­τρι­κού έργου, στο οποίο συμ­με­τέ­χει και ο Διάκος.

[9]. Ηλία Θ. Ανδρα­κά­κου, Ο Σαλώ­νων Ησα­ΐ­ας. Όντας χου­μή­ξαν οι αητοί, Έκδο­σις της Απο­στο­λι­κής Δια­κο­νί­ας της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος, Αθή­να χ.χ., σ. 11–21, 29–38, 42–46, 54–59, 67–70.

[10]. Ο Π. Ρόδιος, όμως, μας παρέ­χει δια­φο­ρε­τι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες που δεν αφο­ρούν επί του θέμα­τος τού­του τον Οδυσ­σέα Ανδρού­τσο: «[…] Μαθών δε ο Αλής, όστις ην μνη­μο­νι­κώ­τα­τος και φύσει μνη­σί­κα­κος κατά των μη εκτε­λε­σά­ντων τας δια­τα­γάς ποτε, ή τας αλό­γους επι­θυ­μί­ας αυτού μάλι­στα, ότι περι­στρέ­φε­ται ήδη μετά του Λάμπρου (σσ. Σου­λιώ­του) επι­στέλ­λει προς αυτόν μυστι­κώς προ­σα­γο­ρεύ­ων πιστόν και οικεί­ον (διό­τι ετύγ­χα­νεν έχων ο Λάμπρος γυναί­κα εκ των κατά τον γυναι­κώ­να­του Αλή Ελλη­νί­δων) και απαι­τεί την κεφα­λήν του Διά­κου παρ’ αυτού· ο δε φύσε­ως άρα ων αγα­θής, ως και ημείς ηκού­σα­μεν  μνή­μην υπέρ αυτού σωζο­μέ­νην κατά τους τόπους εκεί­νους, και σεβό­με­νος τας αρε­τάς του ανδρός, δεν ετόλ­μη­σε να κατα­πρά­ξη τοι­ύ­τον απάν­θρω­πον και ανό­σιον πρό­σταγ­μα· […]». Κοί­τα: Ρόδιος Π., «Βίοι. Διά­κος» (δίγλωσ­σο), περ. «Έφο­ρος Στρα­τιω­τι­κός-Ephore Militaire», τόμος Α΄, Εκ της Τυπο­γρα­φί­ας Κων­στα­ντί­νου Ράλ­λη, Ναυ­πλία, 15 Φεβρ. 1835, σ. 171.

[11]. Δρά­μα ιστο­ρι­κής – εθνι­κής πλο­κής, Αθή­ναι 1961, σσ. 36.

[12]. Έχουν γρα­φτεί και (ορι­σμέ­να από αυτά) έχουν ανε­βεί στη σκη­νή κάποια έργα για ενή­λι­κες, σχε­τι­κά με τη ζωή και τη δρά­ση του Θανά­ση Διά­κου, για τα οποία απαι­τεί­ται ιδιαί­τε­ρη μελέ­τη. Ενδει­κτι­κά ανα­φέ­ρω ορι­σμέ­να από αυτά τα θεα­τρι­κά έργα: 1. Λέο­ντος Μελά, «Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος. Τρα­γω­δία εις τρεις πρά­ξεις», Αθή­ναι 1859, 2. Ι. Ζαμπέ­λιου, «Αθα­νά­σιος Διά­κος. Τρα­γω­δία», στο βιβλίο του: Τρα­γω­δί­αι, Ζάκυν­θος 1860, σ. 150–236, 3. Α. Αντω­νιά­δου, «Ο Διά­κος και το Χάνι της Γρα­βιάς. Τρα­γω­δία», Αθή­ναι 1893, 4. Τ. Αμπε­λά, «Προ της Αλα­μά­νας» (ανέκ­δο­το) [;], 5. 6. Θεό­δω­ρου Λάσκα­ρε­ως, «Ο Διά­κος στο μονα­στή­ρι» και «Κρου­στάλ­λω», Αθή­να 1977, 7. Γιάν­νη Κωτσα­δάμ Σ., «Ο Μάρ­τυ­ρας της Αλα­μά­νας. Θανά­σης Διά­κος», Εκδό­της: ΠΕΤΡΟΣ ΡΑΝΟΣ, Αθή­ναι 1967 (κατάλ­λη­λο και για εφη­βι­κό θέα­τρο), Τσερ­δά­νη Πανα­γιώ­τη, «Θανά­σης Διά­κος (Του Διά­κου Σε 7 εικό­νες)», στο βιβλίο του: Τρία μονό­πρα­κτα, Εκδό­σεις «ΔΩΔΩΝΗ», Αθή­να 1994, σ. 29–56 και ίσως κ.ά.

[13]. Σοφί­ας Μαυ­ροει­δή-Παπα­δά­κη, «Θανά­σης Διά­κος. Πατριω­τι­κό δρά­μα σε δυο εικό­νες. Δια­σκευή από το ομώ­νυ­μο έπος του Βαλα­ω­ρί­τη», από το βιβλίο των Φίλιπ­που Δ. Κολο­βού – Γεωρ­γί­ου Α. Κωτσά­κη – Αντιγ. Παπαϊ­ω­άν­νου, Σχο­λι­κή Ανθο­λο­γία Παι­δι­κού Θεά­τρου και Ποι­η­μά­των, Εκδό­σεις «ΝΙΚΗ», Αθή­ναι 1968, σ. 270–277.

[14]. Αριστ. Βαλα­ω­ρί­τη, «Αθα­νά­σιος Διά­κος (Πατριω­τι­κό δρά­μα) Θεα­τρι­κή δια­σκευή: Τέλη Πεκλά­ρη», από το βιβλίο των Φίλιπ­που Δ. Κολο­βού – Γεωρ­γί­ου Α. Κωτσά­κη – Αντιγ. Παπαϊ­ω­άν­νου, Σχο­λι­κή Ανθο­λο­γία Παι­δι­κού Θεά­τρου και Ποι­η­μά­των, Εκδό­σεις «ΝΙΚΗ», Αθή­ναι 1968, σ. 162–165. Ο Τέλης Πεκλά­ρης ήδη από το 1955 είχε δημο­σιεύ­σει το ενλό­γω κεί­με­νό του. Κοί­τα στο βιβλίο των Φιλίπ­που Δ. Κολο­βού – Τέλη Πεκλά­ρη, Ανθο­λο­γία Παι­δι­κού Θεά­τρου, Αθή­ναι 1955, σ. 31–34. Παρα­τη­ρού­με, όμως, ότι σ’ αυτό το βιβλίο το κεί­με­νο στο τέλος κόβε­ται από­το­μα, ενώ παρα­λεί­πε­ται μέρος του δια­λό­γου, προ­φα­νώς από τυπο­γρα­φι­κή αβλεψία.

[15]. Ι. Κ. Γιαν­νέ­λη, «Ο Διά­κος. Χορό­δρα­μα», στο βιβλίο Μορ­φω­τι­κό Παι­δι­κό Θέα­τρο Βόλου, Εκδό­σεις «Λου­λου­διών», Βόλος [1950], σ. 79–94.

  • Ένα τμή­μα του παρό­ντος κει­μέ­νου έχει δημο­σιευ­θεί στον αφιε­ρω­μα­τι­κό 31ο τόμο (2018) με θέμα: «Αλα­μά­να και Αθα­νά­σιος Διά­κος», του περ. «Φθιω­τι­κός Λόγος», τον οποίο εξέ­δω­σε στη Λαμία ο Όμι­λος Φθιω­τών Λογο­τε­χνών και Συγγραφέων.

_____________________________________________________________________________________________________

Θανάσης Ν. Καραγιάννης Δρ. Επιστημών της Αγωγής. Μελετητής Δραματουργίας για παιδιά. Κριτικός Θεάτρου για παιδιά. Συγγραφέας
e‑mail:[email protected] http://thkaragia.wix.com/main
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο