Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Κάποιος… (της Κικής Σεγδίτσα)

Σήμε­ρα δημο­σιεύ­ου­με το διή­γη­μα της Κικής Σεγδί­τσα με τίτλο «Ο Κάποιος», εμπνευ­σμέ­νο από τα αυτά που ζού­με τα τελευ­ταία χρό­νια της κρίσης.

ΣεγδίτσαΗ ΚΙΚΗ ΣΕΓΔΙΤΣΑ γεν­νή­θη­κε στην Λαμία αλλά ζει στην Αθήνα.

Πολυ­βρα­βευ­μέ­νη δημο­σιο­γρά­φος και συγ­γρα­φέ­ας, κρι­τι­κός κινη­μα­το­γρά­φου , κρι­τι­κός τέχνης και κρι­τι­κός βιβλί­ου έχει εκδώ­σει πολ­λές ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, μυθι­στο­ρή­μα­τα και έχει γρά­ψει θεα­τρι­κά έργα, σενά­ρια κινη­μα­το­γρα­φι­κών ται­νιών και μίνι σει­ρές που έχουν προ­βλη­θεί. Έχει δώσει σει­ρά δια­λέ­ξε­ων και έχει οργα­νώ­σει πολ­λές λογο­τε­χνι­κές εκδηλώσεις.

Δια­τέ­λε­σε μέλος :

  1. Διε­θνούς Γυναι­κεί­ας Μορ­φω­τι­κής Ομοσπονδίας.
  2. Εται­ρί­ας Μου­σι­κο­συν­θε­τών- Στι­χουρ­γών Ελλάδας.

Δια­τε­λεί μέλος:

  1. EΣΗΕΑ
  2. International Federation of Journalists.
  3. International Writers & Artists USA.
  4. Εται­ρία Ελλή­νων Θεα­τρι­κών Συγγραφέων.
  5. “Πανα­θη­να­ΐ­κή”
  6. Ένω­σης Ελλή­νων Σενα­ριο­γρά­φων (Μέλος του Δ.Σ)
  7. Επί­τι­μο μέλος των Αθη­να­ΐ­δων κ.ά.

Ο Κάποιος…

Η υπάλ­λη­λος κοί­τα­ξε με μεγά­λη απο­γο­ή­τευ­ση την ουρά, που αντί να λιγο­στεύ­ει όλο και μάκραι­νε. Και να’ταν μόνο αυτό. Αστρα­πές και μπου­μπου­νη­τά την έκα­ναν να λαθεύ­ει συχνά το ερω­τη­μα­το­λό­γιο που κάθε φορά έβγα­ζε κολ­λα­ρι­στό κολ­λα­ρι­στό τόσο φρο­ντι­σμέ­νο, που την έκα­νε έξαλ­λη, για­τί ένιω­θε πως ήταν αταί­ρια­στο με την κακο­μοι­ριά και τη δυστυ­χία που δίπλω­νε μέσα του, κάθε που πρω­το­κολ­λού­σε . Κι είχε μια ακό­μη σκέ­ψη που τη βασά­νι­ζε. Σήμε­ρα έτυ­χε να βρει το θάρ­ρος το νεο­φερ­μέ­νο γει­το­νό­που­λο να της ζητή­σει να συνα­ντη­θούν; Ούτε ομπρέ­λα δεν είχε πάρει, για­τί σαν ξεκί­νη­σε, ο θερα­πευ­τι­κός ήλιος άπλω­νε τις ακτί­νες του στην μπε­το­σπαρ­μέ­νη πόλη. Προ­σπα­θού­σε να κάνει όσο πιο γρή­γο­ρα μπο­ρού­σε. Να προ­λά­βει να βρε­θεί κοντά του. Και οι κακο­μοί­ρη­δες στην ουρά πλήθαιναν.

Όταν σηκώ­θη­κε να ζητή­σει απ’ τον προϊ­στά­με­νο και­νού­ρια στοί­βα εντύ­πων, ξανά­δε στην άκρη του πάγκου, τον άντρα που είχε τρα­βή­ξει την προ­σο­χή της. Για μέρες έρχο­νταν και έμε­νε εκεί και δεν έφευ­γε παρά σαν τελεί­ω­νε η ουρά. Και ποτέ δε στά­θη­κε διεκ­δι­κώ­ντας μια θέση στο νέο ίδρυ­μα αστέ­γων. Της έμοια­ζε να δει­λιά­ζει κι απ’ την άλλη πίστευε πως εκεί κατέ­φευ­γε μόνο και μόνο για να βρει απά­γκιο στην παγω­νιά του χει­μώ­να, τις όποιες ώρες λει­τουρ­γού­σε το γρα­φείο. Κι άλλο­τε , κι αυτό της περ­νού­σε απ’ το μυα­λό, πως ανα­ζη­τού­σε συντρο­φιά χωρίς ποτέ να ανταλ­λά­ξει ούτε λέξη με τους ανθρώ­πους, που κοι­νή μοί­ρα θα μπο­ρού­σε να τους ενώνει.

Συνέ­χι­σε τη δου­λειά της , αλλά δεν μπο­ρού­σε να απο­μα­κρύ­νει την σκέ­ψη της από αυτόν. Ανα­ρω­τιό­ταν που θα έβρι­σκε κατα­φύ­γιο με αυτή τη θεο­μη­νία. Της έμοια­ζε άνθρω­πος που δεν ήταν τυχαί­ος . Το τριμ­μέ­νο ριγέ μπεζ κου­στού­μι του, από κασμίρ πρώ­της ποιό­τη­τας, ακό­μα και η στά­ση του σώμα­τός του, έδει­χναν πως ήταν άνθρω­πος κουλ­τού­ρας. Κάποιος, που θα ‘πρε­πε κάπο­τε να είναι κάποιος. Θα ‘θελε πολύ να γνω­ρί­ζει την ιστο­ρία του και σήμε­ρα έχει απο­φα­σί­σει, μια και είχε την εύνοια του και­ρού, αν εξα­κο­λου­θή­σει να παρα­μέ­νει στον πάγκο να τον καλέ­σει εκεί­νη. Έτσι και έγινε.

“Εσείς κύριε;” η φωνή της τον βγά­ζει από τον στο­χα­σμό και τον κάνει να στρέ­ψει κατά πάνω της , τα θλιμ­μέ­να μάτια του που παρα­κο­λου­θού­σαν έξω από τη μεγά­λη τζα­μα­ρία κι ίσως πιο πέρα απ’ αυτή. Σαν να είχε χαθεί κάπου.“Κύριε;” επα­νέ­λα­βε πιο δυνα­τά τώρα. “Περά­στε”. Ξαφ­νια­σμέ­νος την κοί­τα­ξε και αργά πλη­σί­α­σε το γρα­φείο της. “Μοιά­ζε­τε σαν να μην θέλε­τε να στε­γα­στεί­τε”, του είπε γεμά­τη περιέρ­γεια για την απά­ντη­ση που θα ‘παιρ­νε.

“Δίστα­ζα ξέρε­τε…” Η φωνή του ακού­στη­κε βαθιά και τα φωνή­ε­ντά του στρογ­γυ­λε­μέ­να. Ο άνθρω­πος ήταν κάποιας κουλ­τού­ρας, τώρα ήταν σίγουρη.“Θα στε­γα­στώ δεσποι­νίς μου, μόνον εκεί και δε θα υπάρ­ξει για μέναν άνθρω­πος. Για­τί βέβαια δε θα υπήρ­χε επι­τύμ­βια πλά­κα να χαρά­ξει πάνω της εκεί­νο το περί­φη­μο, “επι­τέ­λους εστε­γά­στην”. Δεν ξέρω αν γνω­ρί­ζε­τε, πως αυτό είναι γραμ­μέ­νο πάνω στον τάφο του Τίμου Μωρα­ΐ­τί­νη, που χρό­νια επι­δί­ω­κε να απο­κτή­σει σπί­τι που να προ­έρ­χε­ται από το λαχείο των Ελλή­νων συντακτών”.

Η υπάλ­λη­λος τα έχει χαμέ­να. Αμή­χα­να γίνε­ται τυπι­κή και ρωτάει:

“Όνο­μα;” Μεσο­λα­βεί μια θανα­τη­φό­ρα σιω­πή. Έτσι του­λά­χι­στον την αισθάν­θη­κε εκείνη.

“Χάρης” απά­ντη­σε εκείνος.

“Επώ­νυ­μο;”

“Χαρί­τος”, κάνει και σκύ­βει πάνω στο χαρ­τί, που εκεί­νη με χέρι τρε­μά­με­νο χαράζει.

“Είδα­τε; Πλημ­μύ­ρα η χαρά του Χάρη, που δεν μπο­ρού­σε να αρνη­θεί να κάνει χάρες”.

“Μα…”, εκπλήσ­σε­ται η κοπέ­λα, “…τέλος πάντων. Όντως έτσι λέγεστε;”

“Έτσι ακρι­βώς κυρία μου. Κάτι άλλο;” ξαφ­νι­κά το ύφος του αλλά­ζει. Γίνε­ται αυτοσαρκαστικός.

“Έτος γεν­νή­σε­ως;”.

” Άγνω­στο. Υπήρ­ξα έκθε­το άνευ σημειώ­μα­τος… υιο­θε­τη­μέ­νος όχι από ευσπλα­χνία, αλλά από εγω­ι­σμό. Επι­δί­ω­ξη απο­κτή­σε­ως κλη­ρο­νο­μιάς από μάνα εξαρ­τη­μέ­νη σε ουσί­ες και πατέρα…”

Η υπάλ­λη­λος ανα­ζη­τά­ει το πλα­στι­κό ποτή­ρι της και ξερο­κα­τα­πί­νει τη στερ­νή γου­λιά του, προ­σπα­θώ­ντας να ανα­κτή­σει την ψυχραι­μία της και να επι­κα­λε­στεί αξιο­πρέ­πεια και σεβα­σμό για να ολο­κλη­ρώ­σει το υπο­χρε­ω­τι­κό καθή­κον της.

” Τόπος γεννήσεως;”

“Δηλω­μέ­νος στην Αθήνα”.

“Επάγ­γελ­μα;”

“Τρα­βε­στί”.

Η κοπέ­λα τα χάνει. Αισθά­νε­ται ξαφ­νι­κά, να γκρε­μί­ζο­νται τα όσα είχε γι’αυ­τόν σκε­φτεί. Ένας άλλος άνθρω­πος απο­κα­λύ­πτε­ται μπρο­στά της. Το μολύ­βι εκσφεν­δο­νί­ζε­ται και η φωνή της σχε­δόν βρα­χνή, αλλά όσο μπο­ρεί πιο δυνα­τή εκφρά­ζει τη δυσα­ρέ­σκειά της.

“Σας παρα­κα­λώ κύριε, επι­τέ­λους! Κύριε προϊ­στά­με­νε… Αν μη τι άλλο απαι­τώ σεβασμό”

Οι συνά­δελ­φοί της , τα χάνουν απ’ την αντί­δρα­σή της και κάποιος επι­χει­ρεί να ειδο­ποι­ή­σει τον προϊ­στά­με­νο. Ο άνδρας, περιερ­γά­ζε­ται τους πάντες με ειρω­νι­κό, περι­παι­κτι­κό ύφος. Ο προϊ­στά­με­νος οδη­γεί τους δύο εμπλε­κό­με­νους στο γρα­φείο του για να ζητή­σει εξη­γή­σεις. Εκεί­νη, αφή­νει πάνω στο γρα­φείο το έντυ­πο που λίγο πριν είχε συμπλη­ρώ­σει μόνο και μόνο για να απο­δεί­ξει την αιτία της έκρη­ξής της. Εκεί­νος , το ελέγ­χει και στρέ­φε­ται προς τον άντρα. Δεν τον ρωτά­ει, τον αφή­νει να δώσει τις εξη­γή­σεις του.

“Με συγ­χω­ρεί­τε κύριε”, λέει ο άνδρας, “είναι έντυ­πο αυτό; Άκου επάγ­γελ­μα. Είμαι έκθε­το κύριε, υιο­θε­τη­μέ­νος, εγκα­τα­λειμ­μέ­νος από σύζυ­γο, πατέ­ρας δύο παι­διών. Κατα­λή­γω εδώ, πλη­γω­μέ­νος και ντρο­πια­σμέ­νος για να ζητή­σω μια στέ­γη και με ρωτά­τε τι επάγ­γελ­μα κάνω;”

Ο προϊ­στά­με­νος αμή­χα­νος, προ­σπα­θεί να δικαιο­λο­γή­σει τη δια­τύ­πω­ση του εντύ­που και είναι ίσως και ελα­φρά προ­σβε­βλη­μέ­νος από την απά­ντη­ση που δίνε­ται στο επάγγελμα…

“Δεν με πεί­θε­τε κύριε ότι είστε…”

Ο άνδρας απο­κτά και πάλι το περι­παι­χτι­κό του ύφος.

“Τρα­βε­στί;” Δεν αφή­νει περι­θώ­ριο στον προϊ­στά­με­νο να πει οτι­δή­πο­τε αλλά συμπλη­ρώ­νει: “Άκου επάγ­γελ­μα λοι­πόν. Ιδιο­κτή­της κατα­στή­μα­τος ηλε­κτρι­κών και ηλε­κτρο­νι­κών ειδών. Ηλε­κτρι­κά σώμα­τα που έκαι­γαν πολύ, φωτι­στι­κά βερά­ντας, όλα σύμ­φω­να με τις συμ­βου­λές της συζύ­γου, η οποία κοί­τα­γε πολύ ψηλό­τε­ρα από κει που έφτα­να εγώ. Μα κυρί­ως ένα δίπλω­μα κρε­μα­σμέ­νο, του Εθνι­κού Μετσό­βιου Πολυ­τε­χνεί­ου. Α, σημειώ­στε και κάτο­χος δια­με­ρί­σμα­τος και εξο­χι­κού που έφα­γε η Εφο­ρία. Ευτυ­χώς κάτι έμει­νε και για κεί­νη. Ο σοφός εγκέ­φα­λος της δημαρ­χί­ας εκμε­ταλ­λευό­με­νος τη δωρεά εθνι­κού ευερ­γέ­του, συνέ­τα­ξε έντυ­πο, που άλλο τι δεν επι­διώ­κει παρά να περι­παί­ζει τη δυστυ­χία μας! Άκου επάγγελμα!”.

Ο προϊ­στά­με­νος νιώ­θο­ντας άβο­λα από την σαρ­κα­στι­κή αντί­δρα­σή του, επι­χει­ρεί να τον δια­κό­ψει, αλλά ο άντρας δεν τον αφήνει.

“Καλύ­τε­ρα άστε­γος κύριε, με ένα αδέ­σπο­το συντρο­φιά, κρα­τώ­ντας σφι­χτά τη μοί­ρα που σίγου­ρα δεν είχα χαρά­ξει εγώ. Συγνώ­μη δεσποι­νίς και καλη­μέ­ρα σας”.

Καθώς απο­μα­κρύ­νε­ται μοιά­ζει πολύ γερα­σμέ­νος. Σχε­δόν σούρ­νει τα βήμα­τά του. Η υπάλ­λη­λος πλη­σιά­ζει την τζα­μα­ρία. Τον βλέ­πει να δια­σχί­ζει αδιά­φο­ρος το δρό­μο, χωρίς να νοιά­ζε­ται για την βρο­χή και χωρίς το φόβο να τον παρα­σύ­ρει κάποιο από τα διερ­χό­με­να αυτο­κί­νη­τα. Η κοπέ­λα δεν άντε­ξε στή­ρι­ξε τις παλά­μες της πάνω στο παγω­μέ­νο τζά­μι και κοι­τώ­ντας τον να χάνε­ται ανά­με­σα σε μια συστά­δα δέντρων, ανα­λύ­θη­κε σε λυγ­μούς. Αισθάν­θη­κε βαθιά πλη­γω­μέ­νη για την αντί­δρα­σή της, που δεν την χαρα­κτή­ρι­ζε. Δεν μπο­ρού­σε ακό­μα να δικαιο­λο­γή­σει τον κυνι­σμό που εκεί­νος επέ­δει­ξε. “Θεέ μου” σκέ­φτε­ται, “πως μπό­ρε­σα να τον αμφι­σβη­τή­σω, έστω και για λίγα δευτερόλεπτα;”

Τώρα πια, της είναι εντε­λώς αδιά­φο­ρο, το ότι δεν ήταν συνε­πής στο ραντε­βού της.

 

Η στή­λη «Νέοι Δημιουρ­γοί» θα φιλο­ξε­νεί μία φορά τη βδο­μά­δα ποι­ή­μα­τα ή διη­γή­μα­τα νέων δημιουρ­γών και όχι μόνο. Προ­ϋ­πό­θε­ση, να μην έχουν δημο­σιευ­τεί σε έντυ­πο ή ηλε­κτρο­νι­κό μέσο και φυσι­κά σε βιβλίο. 

Φιλο­δο­ξία μας είναι, στις αρχές του 2016 να εκδο­θεί μια συλ­λο­γή ποι­η­μά­των (και αντί­στοι­χη διη­γη­μά­των) που θα ανθο­λο­γη­θούν από αυτά που θα φιλοξενήσουμε.

Μπο­ρεί­τε να στέλ­νε­τε τη συμ­με­το­χή σας, μαζί με ένα μικρό βιο­γρα­φι­κό, στο e‑mail του περιο­δι­κού: [email protected]

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο