Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«ο Καισαρίων όλο χάρις κι εμορφιά (της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)»

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Ο Και­σα­ρί­ων γεν­νή­θη­κε στις 23 Ιού­νη 47 π.Χ. Το πραγ­μα­τι­κό του όνο­μα ήταν Πτο­λε­μαί­ος Φιλο­πά­τωρ Φιλο­μή­τωρ Καί­σαρ. Γιος της Κλε­ο­πά­τρας και βάσει του δικού της ισχυ­ρι­σμού του Καί­σα­ρα. Χωρίς να τον ανα­γνω­ρί­σει ο Καί­σα­ρας του έδω­σε το όνο­μα Και­σα­ρί­ων (γιος του Καίσαρα).

Το 46 π.Χ, η Κλε­ο­πά­τρα επι­σκέ­φθη­κε τη Ρώμη και ο Ιού­λιος Καί­σαρ ανα­γνώ­ρι­σε επί­ση­μα τον Και­σα­ρί­ω­να ως γιο του. Το 44 π.Χ, ο Ιού­λιος Καί­σαρ δολο­φο­νεί­ται από τον Κάσ­σιο και τον Βρού­το και η Κλε­ο­πά­τρα ανα­γκά­ζε­ται να εγκα­τα­λεί­ψει τη Ρώμη. Λίγο αργό­τε­ρα πεθαί­νει και ο συμ­βα­σι­λέ­ας αδελ­φός της Πτο­λε­μαί­ος ΙΔ’ και ο τρί­χρο­νος Και­σα­ρί­ων τον δια­δέ­χε­ται στο αξίωμα.

Επί Αντω­νί­ου 41 π.Χ. ανα­γνω­ρί­στη­κε με τον τίτλο  βασι­λεύς βασι­λέ­ων, συμ­βα­σι­λεύς της μητέ­ρας του στην Αιγυ­πτο, τη Λιβύη, την Κοί­λη Συρία και την Κύπρο.

Aυτόν τον είπαν πιό­τε­ρο από τους μικρούς,
αυτόν τον είπαν Βασι­λέα των Βασιλέων.
«Αλε­ξαν­δρι­νοί Βασιλείς»

«Το 30 π.Χ. ο Οκτα­βια­νός κατα­λαμ­βά­νει χωρίς δυσκο­λία την Αίγυ­πτο και οι δύο ερα­στές, Αντώ­νιος και Κλε­ο­πά­τρα, αυτο­κτο­νούν. Θέλο­ντας να δια­σφα­λί­σει τη μελ­λο­ντι­κή του εξου­σία, ο Οκτα­βια­νός πεί­θει τον έφη­βο πλέ­ον Και­σα­ρί­ω­να να επι­στρέ­ψει στην Αλε­ξάν­δρεια και στις 30 Αυγού­στου του 30 π.Χ. δίνει εντο­λή να τον δολο­φο­νή­σουν. Ο Πλού­ταρ­χος ανα­φέ­ρει ότι στην από­φα­σή του αυτή τον επη­ρέ­α­σε ο μυστι­κο­σύμ­βου­λός του Άρειος Δίδυ­μος, που του είπε «ουκ αγα­θόν πολυ­και­σα­ρίη», εννο­ώ­ντας ότι δύο Καί­σα­ρες δεν χωρά­νε στη Ρώμη. Έτσι, εκλεί­πει και ο τελευ­ταί­ος γόνος της δυνα­στεί­ας των Πτο­λε­μαί­ων και η Αίγυ­πτος γίνε­ται ρωμαϊ­κή επαρ­χία» (sansimera.gr).

Το όνο­μα του Και­σα­ρί­ω­να που συνα­ντά ο Κων­στα­ντί­νος Καβά­φης σε ένα ιστο­ρι­κό κεί­με­νο διε­γεί­ρει  φαντα­σία του και πλά­θει τη σκη­νή των τελευ­ταί­ων ημε­ρών του βασι­λιά, που πέθα­νε άδο­ξα στα 17 του χρό­νια. Γρά­φτη­κε από τον Κων­στα­ντί­νο Καβά­φη το 1914 και πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1918. Το ποί­η­μα είναι ένα είδος επι­λό­γου στο «Αλε­ξαν­δρι­νοί βασιλείς»:

Ο Και­σα­ρί­ων στέ­κο­νταν πιο εμπροστά,
ντυ­μέ­νος σε μετά­ξι τριανταφυλλί,
στο στή­θος του ανθο­δέ­σμη από υακίνθους,
η ζώνη του διπλή σει­ρά σαπ­φεί­ρων κι αμεθύστων,
δεμέ­να τα ποδή­μα­τά του μ’ άσπρες
κορ­δέλ­λες κεντη­μέ­νες με ροδό­χροα μαργαριτάρια.

«Ανα­λύ­ο­ντας το ποί­η­μα, ο Χ. Μηλιώ­νης κάνει την προ­σε­χτι­κή παρα­τή­ρη­ση ότι ο Καβά­φης, τοπο­θε­τώ­ντας τους νέους βασι­λείς ανά­με­σα στα πλή­θη των Αλε­ξαν­δρι­νών, που συγκε­ντρώ­νουν την προ­σο­χή του ποι­η­τή, και στον Αντώ­νιο και στην Κλε­ο­πά­τρα, τους προ­στα­γω­νι­στές που κινού­νται πίσω στα παρα­σκή­νια, δημιουρ­γεί πρό­σθε­το νοη­μα­τι­κό υπό­στρω­μα: τα παι­διά είναι ‘’έρμαια του ανό­σιου παι­χνι­διού που παί­ζε­ται σε βάρος τους, αφα­νι­σμέ­να θλι­βε­ρά πίσω από την κού­φια μεγα­λο­πρέ­πεια’’ . Σε λίγο, πρώ­τα εκεί­να, θα γίνουν τα αθώα θύμα­τα της θανά­σι­μης σύγκρου­σης των αντί­πα­λων πολι­τι­κών δυνά­με­ων. Ενα είδος επί­λο­γο στο ‘’Αλε­ξαν­δρι­νοί Βασι­λείς’’ απο­τε­λεί η κατα­κλεί­δα του ‘’Και­σα­ρί­ων’’  (1914,1918). Η εντύ­πω­ση του ανί­σχυ­ρου και του ανυ­πε­ρά­σπι­στου, που προ­ξε­νού­σε, ακα­θό­ρι­στα, στο πρώ­το ποί­η­μα η μορ­φή του Και­σα­ρί­ω­να με την εύθραυ­στη χάρη του, απο­χτά εδώ ιδιαί­τε­ρα τρα­γι­κή έντα­ση — μπρο­στά στην άμε­ση απει­λή του θανά­του που θ’ ακολουθήσει.

(…) Το όνο­μα του Και­σα­ρί­ω­να ο ποι­η­τής το συνα­ντά εντε­λώς τυχαία σε μια συλ­λο­γή επι­γρα­φών, Μα η ‘’μικρή κι ασή­μα­ντη μνεία’’ ωθεί τη μνή­μη του σε μια αντί­στρο­φη δια­δρο­μή. Έχου­με επί­σης στο ‘’Και­σα­ρί­ων’’ ένα δείγ­μα της προ­τί­μη­σης που δίνει ο Καβά­φης στα περι­φε­ρεια­κά ιστο­ρι­κά πρό­σω­πα, για τα οποία «λίγες γραμ­μές μονά­χα βρί­σκο­νται» στα κεί­με­να. Τις μορ­φές τους μπο­ρεί να τις πλά­σει με μεγα­λύ­τε­ρη ελευ­θε­ρία, να κάνει πιο ζωντα­νές τις επα­φές της σημε­ρι­νής μνή­μης μαζί τους. Μετά τη μαζι­κή σκη­νή στο ‘’Αλε­ξαν­δρι­νοί Βασι­λείς’’ η μορ­φή του Και­σα­ρί­ω­να απο­μό­νω­νε­ται, τώρα δίνε­ται σε μεγά­λο πλά­νο, και, χάρη στο ρίγος που προ­κα­λεί η σκη­νή, όλο το ιστο­ρι­κό δρά­μα ξυπνά στον ανα­γνώ­στη μια ξεχω­ρι­στή αίσθη­ση ζωντά­νιας και αλή­θειας» (Σόνια Ιλίν­σκα­για «Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ Οι δρό­μοι προς το ρεα­λι­σμό στην ποί­η­ση του 20ού αιώνα»)

Και­σα­ρί­ων

Εν μέρει για να εξα­κρι­βώ­σω μια εποχή,
εν μέρει και την ώρα να περάσω,
την νύχτα χθες πήρα μια συλλογή
επι­γρα­φών των Πτο­λε­μαί­ων να διαβάσω.
Οι άφθο­νοι έπαι­νοι κ’ η κολακείες
εις όλους μοιά­ζουν. Όλοι είναι λαμπροί,
ένδο­ξοι, κρα­ταιοί, αγαθοεργοί·
κάθ’ επι­χεί­ρη­σίς των σοφοτάτη.
Aν πεις για τες γυναί­κες της γενιάς, κι αυτές,
όλες η Βερε­νί­κες κ’ η Κλε­ο­πά­τρες θαυμαστές.

Όταν κατόρ­θω­σα την επο­χή να εξακριβώσω
θάφι­να το βιβλίο αν μια μνεία μικρή,
κι ασή­μα­ντη, του βασι­λέ­ως Καισαρίωνος
δεν είλ­κυε την προ­σο­χή μου αμέσως…

A, να, ήρθες συ με την αόριστη
γοη­τεία σου. Στην ιστο­ρία λίγες
γραμ­μές μονά­χα βρί­σκο­νται για σένα,
κ’ έτσι πιο ελεύ­θε­ρα σ’ έπλα­σα μες στον νου μου.
Σ’ έπλα­σα ωραίο κ’ αισθηματικό.
Η τέχνη μου στο πρό­σω­πό σου δίνει
μιαν ονει­ρώ­δη συμπα­θη­τι­κή εμορφιά.
Και τόσο πλή­ρως σε φαντάσθηκα,
που χθες την νύχτα αργά, σαν έσβυνεν
η λάμπα μου ‑άφι­σα επί­τη­δες να σβύνει-
εθάρ­ρε­ψα που μπή­κες μες στην κάμα­ρά μου,
με φάνη­κε που εμπρός μου στά­θη­κες· ως θα ήσουν
μες στην κατα­κτη­μέ­νην Aλεξάνδρεια,
χλω­μός και κου­ρα­σμέ­νος, ιδε­ώ­δης εν τη λύπη σου,
ελπί­ζο­ντας ακό­μη να σε σπλαχνισθούν
οι φαύ­λοι —που ψιθύ­ρι­ζαν το «Πολυ­και­σα­ρίη».

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο