Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο καπιταλισμός καίει και πολτοποιεί την τέχνη και τη γνώση

Το 1966 –οι μικρό­τε­ροι στην ηλι­κία δεν θα το γνω­ρί­ζουν καν, κυκλο­φό­ρη­σε η ται­νία Fahrenheit 451 σε σκη­νο­θε­σία François Truffaut με τον πρω­τα­γω­νι­στή Oskar Werner και την 26χρονη Julie Christie ήδη βρα­βευ­μέ­νη με όσκαρ 1ου γυναι­κεί­ου Ρόλου το 1965 για το Darling.

Σε μια μελ­λο­ντι­κή κοι­νω­νία, τα βιβλία έχουν τεθεί εκτός νόμου από μια κυβέρ­νη­ση που φοβά­ται την ανθρώ­πι­νη σκέ­ψη, ενώ οθό­νες βομ­βαρ­δί­ζουν συνε­χώς τους ανθρώ­πους με εικό­νες της επι­και­ρό­τη­τας, δίχως να τους αφή­νουν στιγ­μή να σκε­φτούν –ρόλο που σήμε­ρα παί­ζουν επά­ξια τα ψηφια­κά ΜΜΕ, η τηλε­ό­ρα­ση και τα ΜΚΔ με συν­δυα­σμέ­να πυρά
Καθή­κον του πυρο­νό­μου Guy Montag (Γκι Μόνταγκ ‑Oskar Werner) είναι το κάψι­μο όποιων βιβλί­ων εντο­πί­ζο­νται. H γνω­ρι­μία του με την βιβλιό­φι­λη Clarisse (Κλα­ρίς ‑Julie Christie) κλο­νί­ζει τον τρό­πο ζωής του και τον παρα­κι­νεί να ανα­θε­ω­ρή­σει τις προ­τε­ραιό­τη­τές του (βοη­θού­σης και της παντο­δύ­να­μης ερω­τι­κής έλξης που ανα­πτύσ­σε­ται μετα­ξύ τους)
Εκτός από τον Oskar Werner και τη Julie Christie, παί­ζουν μεγά­λοι ηθο­ποιοί της επο­χής Cyril Cusack (Captain Beatty), ο Anton Diffring (Fabian), ο Jeremy Spenser (ο άνδρας με το μήλο) η Bee Duffell κά

Βασι­σμέ­νη στο μυθι­στό­ρη­μα του Ray Bradbury (Ρέυ Μπράντ­μπε­ρυ 1953)– που πήρε το όνο­μά του από τους 451 βαθ­μούς Φαρε­νάιτ (~233οC) που καί­γε­ται το χαρ­τί – η υπέ­ρο­χη αυτή ται­νία του μαέ­στρου Φραν­σουά Τρι­φό ‑έφυ­γε στα 52 του χρό­νια το 1984, απο­τε­λεί μια από τις πιο συναρ­πα­στι­κές δου­λειές του (έχο­ντας συγ­γρά­ψει και το σενά­ριο της ται­νί­ας μαζί με τον Jean-Louis Richard)
Με μια υπνω­τι­στι­κή κινη­μα­το­γρα­φι­κή γλώσ­σα και με εξπρε­σιο­νι­στι­κά στοι­χεία, φου­του­ρι­στι­κά σκη­νι­κά και θερ­μά χρώ­μα­τα, μας αφη­γεί­ται μια ιστο­ρία για το βιβλίο, για τη λογο­κρι­σία και για τους ανθρώ­πους που την αψη­φούν. Μια ιδιαί­τε­ρα ανθρώ­πι­νη ιστο­ρία, για­τί χωρίς βιβλία ο κόσμος μας δεν θα ήταν ποτέ πια ίδιος.
Δοκί­μα­σαν και ριμέικ (2018), αλλά βγή­κε μια ακό­μη αμε­ρι­κα­νιά –οι μεγά­λοι δεν αντι­γρά­φο­νται και ο Ramin Bahrani απο­δεί­χτη­κε «νάνος»Fahrenheit 451

Στην πυρά!

Πριν από 88 χρό­νια οι ναζί έκα­ψαν στη Γερ­μα­νία βιβλία λογο­τε­χνί­ας, ποί­η­σης, φιλο­σο­φί­ας αλλά και επι­στη­μο­νι­κά συγ­γράμ­μα­τα όσα θεω­ρού­σαν «μη γερ­μα­νι­κά» -«μη άριας φυλής» βασι­κά «δια­φω­νού­ντων» (βλ. κομμουνιστές).
100 χρό­νια πριν, ο ποι­η­τής Χάιν­ριχ Χάι­νε σημεί­ω­νε προ­φη­τι­κά για το «πρε­λού­διο»: Εκεί που ο άνθρω­πος καί­ει βιβλία, μπο­ρεί να κάψει και στο τέλος ανθρώπους».
Πέρα­σαν 421 χρό­νια (17-Φεβ-1600) από τη δίκη του Giordano Bruno (Τζορ­ντά­νο Μπρού­νο) από την Ιερά Εξέ­τα­ση όπου θα κρι­θεί ένο­χος και θα εκτε­λε­στεί στη πυρά.
Η ανθρώ­πι­νη ιστο­ρία είναι γεμά­τη από την προ­σπά­θεια της άρχου­σας τάξης να απο­τε­φρώ­σει τη γνώ­ση και μαζί την ιστο­ρι­κή μνήμη

Πολτοποίηση της ποίησης

Πάνε 2–3 μήνες που βγή­κε στον αέρα η είδη­ση πως οι εκδό­σεις Γαβρι­η­λί­δη κλεί­νουν και ένα μεγά­λο μέρος τής παρα­γω­γής τους λέγε­ται ότι θα μετα­φερ­θεί σε άλλον εκδο­τι­κό οίκο, που επί­σης είχε κλεί­σει πριν από 30 χρό­νια και τώρα επα­νι­δρύ­ε­ται με το ίδιο όνομα.
Ταυ­τό­χρο­να, πολ­λή σκό­νη έχει σηκώ­σει το γεγο­νός ότι οι πιστώ­τριες τρά­πε­ζες πολ­το­ποί­η­σαν την παρα­γω­γή τού εκδο­τι­κού οίκου (Γαβρι­η­λί­δης) που βρέ­θη­κε στις απο­θή­κες του και αυτές τις μέρες, στα ΜΜΕ και ΜΚΔ ανα­πα­ρά­χτη­κε κατά κόρον με στε­ρε­ό­τυ­πα λόγια μνη­μό­συ­νου, ότι …
«Δεν ενη­μέ­ρω­σαν τους συγ­γρα­φείς, δεν τα έστει­λαν σε παλαιο­βι­βλιο­πω­λεία, δεν τα πέτα­ξαν στο δρό­μο, τα πολ­το­ποί­η­σαν. Απέ­δει­ξαν έτσι ότι δεν είναι χαρ­τί και κόλ­λα το βιβλίο, αλλά λέξεις. Το χαρ­τί και η κόλ­λα παρέ­μει­ναν. Οι λέξεις χάθη­καν, πάνε, τις έφα­γαν οι μηχα­νές. Αν αφαι­ρέ­σεις την ποί­η­ση μένει ο πολ­τός. Πόσα χρή­μα­τα άξι­ζαν οι λέξεις; Πώς να μετρή­σου­με σε χρή­μα­τα την ποί­η­ση; Αδύ­να­τον. Ενώ ο πολ­τός έχει συγκε­κρι­μέ­νη τιμή στην αγο­ρά. Και οι τρά­πε­ζες δεν ενδια­φέ­ρο­νται για το ανε­κτί­μη­το αλλά για το τιμολόγιο».

Πια­σά­ρι­κο το κεί­με­νο δε λέμε, όμως να πάμε στην ουσία:
Κάποιοι μίλη­σαν «φαι­νό­με­νο καθυ­στέ­ρη­σης και υπα­νά­πτυ­ξης η λει­τουρ­γία μιας χώρας με αρα­χνια­σμέ­νη νομο­θε­σία που απα­γο­ρεύ­ει την δωρεά πραγ­μά­των (sic!!) που έχουν κατα­σχε­θεί και επι­βάλ­λει την κατα­στρο­φή τους – δείγ­μα του πόσο αγά­πη­σαν και νοιά­στη­καν για το βιβλίο τα περι­βό­η­τα υπουρ­γεία πολι­τι­σμού και οι ενώ­σεις συγ­γρα­φέ­ων και εκδο­τών» Και στά­θη­καν σε υπαρ­κτά, αλλά δευ­τε­ρεύ­ο­ντα –επι­φα­νεια­κά –κατά τη γνώ­μη μας ζητή­μα­τα, μιλώ­ντας και με προ­σω­πι­κά βιώ­μα­τα με τον Γαβριηλίδη.
«Συνά­ντη­σα σ’ εκεί­νο το μικρό κλει­στο­φο­βι­κό πατά­ρι κάποιον νεα­ρό, (δεν θυμά­μαι το όνο­μά του, μήτε μ’ ενδια­φέ­ρει και το ποιος ήταν), που μού είπε ότι το βιβλίο μου είχε αρέ­σει πολύ. Ξεκί­νη­σε μία μικρή συζή­τη­ση και γρή­γο­ρα κατά­λα­βα ότι είναι ζήτη­μα εάν είχε δια­βά­σει τον πρό­λο­γο και την πρώ­τη σελίδα.
Στα πέντε λεπτά, (μήτε τα προ­σχή­μα­τα, μήτε ένας καφές της παρη­γο­ριάς, απλώς ένα ακό­μη εμπό­ρευ­μα εκτυ­πώ­σι­μο…), μού ζήτη­σε μερι­κές εκα­το­ντά­δες ευρώ για την έκδο­ση. Ήμουν τυχε­ρός, άλλοι μετά από εμέ­να ήρθαν αντι­μέ­τω­ποι με χιλιάρικα»…Ανακύκλωση - καταστροφή βιβλίων

Οι εκδόσεις Γαβριηλίδη, η πολτοποίηση και ο καπιταλισμός

(του Ηρα­κλή Κακα­βά­νη προ­συ­πο­γρά­φου­με αβλεπ[τ]ί)
Λου­κέ­το έβα­λαν οι εκδό­σεις Γαβρι­η­λί­δη και οι πιστώ­τριες τρά­πε­ζες πολ­το­ποί­η­σαν την υπάρ­χου­σα ποσό­τη­τα βιβλί­ων στις απο­θή­κες. Δια­δι­κα­σία για την οποία δεν ευθύ­νο­νται οι εκδό­σεις αλλά οι νόμοι του κρά­τους επι­βάλ­λουν.
Κρά­τος και νόμοι δια­σφα­λί­ζουν την εύρυθ­μη λει­τουρ­γία της καπι­τα­λι­στι­κής αγο­ράς.
Η κατα­στρο­φή αξί­ας χρή­σης εξα­σφα­λί­ζει την κερ­δο­φο­ρία του κεφα­λαί­ου. Όλοι ξέρου­με ότι προ­ϊ­ό­ντα χρή­σι­μα για τη δια­τρο­φή πετιού­νται – κατα­στρέ­φο­νται ενώ υπάρ­χουν πει­να­σμέ­νοι – φτω­χοί. Γάλα πετιέ­ται στα λύμα­τα τη στιγ­μή που παι­διά πεθαί­νουν από ασι­τία. Εργο­στά­σια κλεί­νουν μόνο και μόνο για­τί οι μέτο­χοι θα κερ­δί­σουν περισ­σό­τε­ρα, ασχέ­τως αν τα προ­ϊ­ό­ντα είναι χρή­σι­μα για την κοινωνία.

Αυτός είναι ο καπιταλισμός. Έτσι λειτουργεί.
Πάνω απ’ όλα το κέρδος, η διασφάλισή του.
Η ανθρώπινη ανάγκη καλύπτεται μόνο όταν μπορεί να αποφέρει ικανό κέρδος.

Και το βιβλίο στον καπι­τα­λι­σμό δεν είναι πολι­τι­στι­κό αγα­θό, δεν απο­σκο­πεί στην πολι­τι­στι­κή αει­φο­ρία της κοινωνίας.
ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ είναι και ο χώρος του βιβλί­ου πεδί­ον δόξης λαμπρό για το κεφά­λαιο, και­ρο­σκό­πους και τυχοδιώκτες.

Μας λέγα­νε μια ιστο­ριού­λα οι παλιοί κομ­μου­νι­στές για να μας εξη­γή­σουν τη φύση του καπιταλισμού.

  • Χει­μώ­νας σε εργα­τό­σπι­το. Κάνει κρύο. Ρωτά το παι­δί τη μητέ­ρα του.
    • Μαμά για­τί δεν ανά­βου­με τη σόμπα;
  • Για­τί δεν έχου­με κάρ­βου­να παι­δί μου… 
    • Για­τί μαμά δεν έχου­με κάρβουνα;
  • Δεν έχου­με χρήματα 
    • Και για­τί δεν έχου­με χρή­μα­τα μαμά;
  • Επει­δή ο μπα­μπάς σου δε δου­λεύ­ει. Απο­λύ­θη­κε από το Μεταλ­λείο όπου δούλευε… 
    • Για ποιο λόγο απο­λύ­θη­κε ο μπα­μπάς; μαμά
  • Για­τί παι­δί μου το μεταλ­λείο παρή­γα­γε πολύ κάρβουνο!!!

Το κεφά­λαιο δεν παρά­γει για τις ανά­γκες των ανθρώ­πων αλλά για το κέρ­δος. Η παρα­γω­γή, δηλα­δή, και η δια­κί­νη­ση προ­ϊ­ό­ντων στον καπι­τα­λι­σμό, δεν στο­χεύ­ει στην κάλυ­ψη των διευ­ρυ­μέ­νων κοι­νω­νι­κών ανα­γκών, αλλά στο κέρ­δος του κάθε ιδιώτη.
Και σε αυτή τη βάση, και το περιε­χό­με­νο του βιβλί­ου προ­σαρ­μό­ζε­ται στην επι­δί­ω­ξη του μέγι­στου κέρδους.

Προ­σθέ­το­ντας
1. Ο Πέτρος ο Γιό­χαν κι ο Φράνς
σε φάμπρι­κα δού­λευαν φτιά­χνο­ντας τανκς
ο Πέτρος ο Γιό­χαν κι ο Φράνς
αχώ­ρι­στοι γίνα­νε φτιά­χνο­ντας τανκς
(…)
ο Μπρά­ουν ο Φίσερ κι Κράφτ
αχώ­ρι­στοι γίνα­νε φτιά­χνο­ντας τραστ
(…)
Και πριν μάθουν τι είπε ο Μαρξ
στρα­τιώ­τες τους πήραν στον πόλε­μο παν
ο Πέτρος ο Γιό­χαν κι ο Φράνς
σαν ήρω­ες έπε­σαν κάτω απ’ τα τανκς
ο Μπρά­ουν ο Φίσερ κι Κράφτ
σκε­φτή­καν και βρή­καν πως φταί­ει ο Μαρξ
ο Μπρά­ουν ο Φίσερ κι Κράφτ
ξανά­σμι­ξαν πάλι και φτιά­ξα­νε τραστ

2. Ο Μπέρ­τολτ Μπρεχτ στην «Μπα­λά­ντα του έμπο­ρα» είχε γρά­ψει το 1930 με τη γνω­στή του διεισδυτικότητα
«Τι είναι στ’ αλή­θεια το ρύζι
Πού να ξέρω το ρύζι τι είναι
Ποιος να το ξέρει τάχα;
Δεν ξέρω το ρύζι τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονά­χα»

Ρύζι έχει κει κάτω κοντά στο ποτάμι
Εκεί ψηλά στο βου­νό χρειά­ζου­νται ρύζι.
Αν το ρύζι το κρύ­ψου­με στις αποθήκες
θ’ ακρι­βύ­νει το ρύζι γι’ αυτούς εκεί πάνω.
Οι μαού­νες του ρυζιού θα ‘χουν λιγό­τε­ρο ρύζι
και το ρύζι φτη­νό­τε­ρο θα ‘ναι για μένα.
Τι είναι στ’ αλή­θεια το ρύζι
πού να ξέρω το ρύζι τι είναι
ποιός να το ξέρει τάχα.
Δεν ξέρω το ρύζι τι είναι
ξέρω την τιμή του μονάχα.

Φτά­νει χει­μώ­νας και χρειά­ζο­νται ρούχα
πρέ­πει μπα­μπά­κι λοι­πόν ν’ αγοράσουμε
και το μπα­μπά­κι να μην το πουλήσουμε.
Σαν θα ‘ρθει το κρύο, θ’ ακρι­βύ­νουν τα ρούχα.
Τα κλω­στή­ρια πλη­ρώ­νουν πολύ ψηλά μεροκάματα
κι έπει­τα υπάρ­χει πάρα πολύ μπαμπάκι.
Τι είναι στ’ αλή­θεια το μπαμπάκι
πού να ξέρω το μπα­μπά­κι τι είναι
ποιος να το ξέρει τάχα.
Δεν ξέρω το μπα­μπά­κι τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα.

Κι ο άνθρω­πος παρα­τρώ­ει φαΐ
γι’ αυτό κι ο άνθρω­πος όλο ακριβαίνει.
Για να φτιά­ξεις φαΐ, χρειά­ζε­σαι ανθρώπους.
Οι μάγει­ροι κάνουν φτη­νό­τε­ρο το φαΐ
αλλά οι φαγά­δες όλο και τ’ ακριβαίνουν.
Κι έπει­τα υπάρ­χουν πάρα πολ­λοί άνθρωποι.
Τι είναι στ’ αλή­θεια ο άνθρωπος
πού να ξέρω ο άνθρω­πος τι είναι
ποιός να το ξέρει τάχα.
Δεν ξέρω ο άνθρω­πος τι είναι
Ξέρω την τιμή του μονάχα.

Πηγή Περισσότερα

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο