Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Καραγκιόζης στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης

Δημή­τριος Μεϊ­μά­ρο­γλου ή Μίμα­ρος . Μαθη­τής του Ιωάν­νη Μου­στά­κα και του Πολί­σα­ρου και καρα­γκιο­ζο­παί­χτης από το 1927, μας διη­γή­θη­κε ανα­μνή­σεις του για την παρου­σία του Καρα­γκιό­ζη στην Αλβα­νία και στην πει­να­σμέ­νη Αθή­να της Κατοχής.

epitheorisi texnis karagkiozisΣτην Αλβα­νία στο ύψω­μα Που­ντα­νό­ρι απέ­να­ντι από την Τρε­μπε­σί­να που βομ­βάρ­δι­ζαν οι Ιτα­λοί, ένα βρά­δυ σχε­τι­κής ησυ­χί­ας έστει­λε ο λοχα­γός μου ένα λοχία και μ’ εκά­λε­σε στο αμπρί του. Με ρώτη­σε αν πραγ­μα­τι­κά είμαι Καρα­γκιο­ζο­παί­κτης όπως έμα­θε. Του είπα ναι. Μου είπε πως επει­δή κανείς δεν ξέρει αν θα ξημε­ρω­θού­με ζωντα­νοί θα ήταν καλά να έπαι­ζα μια κωμω­δία του Καρα­γκιό­ζη. Δέχτη­κα και τους αρά­δια­σα τους τίτλους μερι­κών έργων. Ο λοχα­γός διά­λε­ξε τον Καρα­γκιό­ζη Προ­φή­τη. Έπαι­ξα χωρίς φιγού­ρες, χωρίς σκη­νή, καθι­σμέ­νος σε μια πέτρα. Ψει­ρια­σμέ­νος σε ψει­ρια­σμέ­νους. Γέμι­σε το αμπρί με αξιω­μα­τι­κούς. Οι οπλί­τες κάθο­νταν απ’ έξω. Η φωνή μου αντη­χού­σε στην χαρά­δρα. Έπαι­ζα σαν σε κανο­νι­κή παρά­στα­ση κ’ οι θεα­τές μου είχαν ξεκαρ­δι­στεί στα γέλια. Το έργο κρά­τη­σε περί­που 40 λεπτά οπό­ταν σηκώ­θη­κε ο λοχα­γός, ήρθε κοντά μου, μ’ εχάϊ­δε­ψε στο κεφά­λι και μου ‘πε: — Να ζήσεις παι­δί μου που μας χάρι­σες μια βρα­διά αλη­σμό­νη­τη. Μου έδο­σε λίγα τσι­γά­ρα και με ερώ­τη­σε αν είχα ψωμί. (Ψωμί δεν είχα­με ποτέ). Διέ­τα­ξε να μου δώσουν μισή κου­ρα­μά­να από τη δική του. Μετά τρείς ώρες άρχι­σε το Ιτα­λι­κό πυρο­βο­λι­κό. Είχα­με βαριές απώ­λειες. Την τρί­τη βρα­διά μετά την παρά­στα­ση ο λοχα­γός σκο­τώ­θη­κε από όλμο.

Στην κατο­χή έπαι­ζα πρώ­τα στον Περισ­σό. Είχα­με βρει ένα ύψω­μα, ένα βου­να­λά­κι με καλά­μια. Φτιά­ξα­με σκα­λο­πά­τια για ν’ ανε­βαί­νει ο κόσμος από το δρό­μο. Γινό­ταν παν­ζουρ­λι­σμός κάθε βρά­δι του καλο­και­ριού του 42. Παί­ζα­με διό­μι­ση μήνες, κωμω­δί­ες, ηρω­ι­κά, ερω­το­δρα­μα­τι­κά. Η πεί­να είχε επι­δρά­σει ακό­μη και στον Καρα­γκιό­ζη. Μετά τις πρώ­τες 10 παρα­στά­σεις μου σύστη­σε ο ιδιο­κτή­της της μάντρας να στα­μα­τή­σω τον καρα­γκιό­ζη Μάγει­ρα, Φούρ­να­ρη, Για­ουρ­τά κι ότι είχε σχέ­ση με φαϊ για­τί ο κόσμος- μ’ όλο που γελού­σε- υπό­φε­ρε σαν άκου­γε για ζεστές φραν­τζό­λες και φασουλάδες…Είχε δίκιο αφού εγώ ο ίδιος που τα ‘λεγα αιστα­νό­μου­να τα σάλια μου να τρέ­χουν. Λες και τα ‘λεγα για να χορ­τά­σω. Δρά­μα. Στα­μα­τή­σα­με όταν πέθα­νε από πρί­ξι­μο η μάνα του θεα­τρώ­νη, αυτου­νού που έκα­νε τις συστάσεις.

Συνέ­χι­σα τις παρα­στά­σεις στην Καλο­γρέ­ζα στην αυλή του Κοσμά Γεωρ­γιά­δη. ‘Ερχο­νταν κ’ Ιτα­λοί που δεν κατα­λά­βαι­ναν αλλά γελού­σαν από τις κινή­σεις. Το φθι­νό­πω­ρο εγκα­τα­στά­θη­κα σε μια σάλα εστια­το­ρί­ου στην Νέα Ιωνία. Είχα­με κ’ Ιτα­λούς κάθε βρά­δι που έμπαι­ναν όπο­τε τους έκα­νε κέφι στη σκη­νή κ’ έβγα­ζαν στο πανί όποια φιγού­ρα τους κατέ­βαι­νε άσχε­τη με την παρά­στα­ση. Παίρ­να­με λεφτά, φέτες ψωμί, αυγά κι’ ότι άλλο τύχαι­νε. Έκα­τσα κάμπο­σους μήνες. Το 43 βρέ­θη­κα να παί­ζω στο Γαλά­τσι, στου Λινα­ρά. Πατείς με πατώ σε. Ένα βρά­δι η Αντί­στα­ση χτύ­πη­σε ένα γερ­μα­νό κι οι κατα­χτη­τές ξέσπα­σαν στον … Καρα­γκιό­ζη! Μου ‘ριξαν τα σκη­νι­κά, με χαστού­κι­σαν, με κλώ­τση­σαν και πέτα­ξαν τον κόσμο έξω. Που να ξανα­παί­ξου­με στο Γαλά­τσι… Το καλο­καί­ρι του 44 παί­ζω στην ταρά­τσα ενός καφε­νεί­ου στη Νέα Ιωνία. Από την απε­λευ­θέ­ρω­ση βγά­λα­με και Γερ­μα­νούς στο πανί. Βγά­λα­με το άχτι μας. Παί­ζα­με και το δεκέμ­βρη αλλά χωρίς πολύ κόσμο…

Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης τ. 129
Οχτώ­βρης 1965
ΑΣΚΙ

(μας το θύμι­σε χρή­στης του facebook σε ομά­δα της Νέας Ιωνίας)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο