Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Καρλ. Μαρξ για τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ

Επι­μέ­λεια Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

Με αφορ­μή την επέ­τειο της γέν­νη­σης του Ουί­λιαμ Σαίξ­πηρ (26 Απρί­λιου 1564) παρου­σιά­ζου­με πλευ­ρές της σχέ­σης του Κ. Μαρξ με το έργο του Ο. Σαίξπηρ.
Είναι γνω­στό ότι ένας από τους αγα­πη­μέ­νους ποι­η­τές του Κ. Μαρξ ήταν ο Σαιξ­πηρ , όπως απά­ντη­σε σε σχε­τι­κό ερω­τη­μα­το­λό­γιο, που ετοί­μα­σε η κόρη του Τζέ­νη, απά­ντη­σε κατά τη διάρ­κεια μιας οικο­γε­νεια­κής συνάντησης.

«Ο Σαίξ­πηρ ήταν η Βίβλος στο σπί­τι µας. Σε ηλι­κία έξι χρο­νών ήξε­ρα απέ­ξω όλες τις σκη­νές», λέει σε επι­στο­λή της η κόρη του Μαρξ.

Ήταν ο Μαρξ που έγρα­ψε ότι ο Σαίξ­πηρ είχε την ικα­νό­τη­τα να σκια­γρα­φεί τους χαρα­κτή­ρες με τα ζωντα­νά τους πάθη, τα οποία (ενω­μέ­να με τα ταξι­κά συμ­φέ­ρο­ντα μέσα στα μεγά­λα κοσμοϊ­στο­ρι­κά ρεύ­μα­τα) κυβερ­νούν τον άνθρω­πο πολύ περισ­σό­τε­ρο απ’ όσο η σκέ­ψη και τα δια­νοη­τι­κά ελατήρια.

Για τον Ένγκελς, ο Σαίξ­πηρ ήταν ρεα­λι­στής που γοη­τευό­ταν από τον παλ­μό, τον ανα­βρα­σμό και την πλού­σια ποι­κι­λία της ζωής.

Μαρξ και Ένγκελς πίστευαν ότι δεν υπάρ­χει άλλο έργο, πέρα από το σαιξ­πη­ρι­κό, που να αντα­να­κλά τόσο καθα­ρά την παρακ­μή της φεου­δαρ­χί­ας. Και από την πλευ­ρά αυτή, η μεγα­λο­φυ­ΐα του ποι­η­τή, εκτός από τη λογο­τε­χνι­κή, προ­σλαμ­βά­νει και ανε­κτί­μη­τη κοι­νω­νι­κή αξία.

Σε δυο σηµα­ντι­κά έργα του, τα Οικο­νο­µι­κά και φιλο­σο­φι­κά χει­ρό­γρα­φα του 1844 και την Γερµα­νι­κή ιδε­ο­λο­γία, ο Μαρξ δανεί­ζε­ται την φωνή του Σαίξ­πηρ για να µιλή­σει για την φύση του χρή­µα­τος (Τίµων ο Αθη­ναί­ος, 4η πρά­ξη, σκ. 3), και ειδι­κό­τε­ρα για την «θεϊ­κή του ικα­νό­τη­τα» να µετα­µορ­φώ­νει όλες τις ανθρώ­πι­νες και φυσι­κές ιδιό­τη­τες στα αντί­θε­τά τους.

Στην Δεκά­τη Ογδόη Μπρυ­µαίρ του Λου­δο­βί­κου Βονα­πάρ­τη ο Μαρξ, γρά­φο­ντας για την επα­νά­στα­ση που δου­λεύ­ει µεθο­δι­κά στην Γαλ­λία του 1851 και είχε ήδη δια­νύ­σει το πρώ­το µισό του έργου της, τονί­ζει ότι όταν θα έχει τελειώ­σει και µε το υπό­λοι­πο µισό, τότε όλη η Ευρώ­πη θα ανα­πη­δή­σει και θρια­µβευ­τι­κά θα ανα­φω­νή­σει: «καλά έσκα­ψες, γεροτυφλοπόντικα..»

Ας δού­με μία ανα­λυ­τι­κή ανα­φο­ρά στο έργο του Σαίξ­πηρ σε σχε­τι­κό άρθρο με τίτλο «Η δύνα­μη του χρή­μα­τος» (μετά­φρα­ση Γ. Μπλάνα) :

«Αν τα ανθρώ­πι­να αισθή­μα­τα, πάθη, κλπ., δεν είναι απλά ανθρω­πο­λο­γι­κά φαι­νό­με­να με τη (στε­νό­τε­ρη) έννοια, αλλά πραγ­μα­τι­κή οντο­λο­γι­κή επι­βε­βαί­ω­ση της ύπαρ­ξης (της φύσης), κι αν επι­βε­βαιώ­νο­νται πραγ­μα­τι­κά μόνο επει­δή το αντι­κεί­με­νό τους υπάρ­χει γι’ αυτά ως αισθη­τό αντι­κεί­με­νο, τότε είναι σαφές πως:

1. Σε καμιά περί­πτω­ση δεν έχουν απλά και μόνον έναν τρό­πο επι­βε­βαί­ω­σης, αλλά κατά μεί­ζο­να λόγο ο δια­κρι­τός χαρα­κτή­ρας της ύπαρ­ξής τους, της ζωής τους, συνί­στα­ται στον δια­κρι­τό τρό­πο της επι­βε­βαί­ω­σής τους. Ο τρό­πος με τον οποίο το αντι­κεί­με­νο υπάρ­χει γι’ αυτά είναι ο ιδιαί­τε­ρος τρό­πος ικα­νο­ποί­η­σής τους.

2. Σε οποια­δή­πο­τε περί­πτω­ση, η αισθη­τή επι­βε­βαί­ω­ση είναι άμε­ση ανά­λω­ση του αντι­κει­μέ­νου σαν ανε­ξάρ­τη­τη ύπαρ­ξη (όπως συμ­βαί­νει στην τρο­φή, την πόση, την επε­ξερ­γα­σία του αντι­κει­μέ­νου, κλπ.), είναι επι­βε­βαί­ω­ση του αντικειμένου.

3. Στο μέτρο που ο άνθρω­πος, κι ως εκ τού­του η ικα­νό­τη­τά του να αισθά­νε­ται, κλπ., είναι ανθρώ­πι­να, η επι­βε­βαί­ω­ση του αντι­κει­μέ­νου από οποιον­δή­πο­τε άλλον ισο­δυ­να­μεί με την ικα­νο­ποί­η­σή του.

4. Μόνο μέσω της μετα­ποι­η­τι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας- π.χ., μέσω της ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας- η οντο­λο­γι­κή ουσία του ανθρω­πί­νου πάθους κατορ­θώ­νει την ύπαρ­ξη, την ολο­κλή­ρω­ση και τον ανθρώ­πι­νο χαρα­κτή­ρα της. Ως εκ τού­του η ανθρώ­πι­νη επι­στή­μη είναι από μόνη της ένα προ­ϊ­όν της πρα­κτι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας του ανθρώπου.

5. Το νόη­μα της ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας ‑πέρα από την απο­ξέ­νω­ση- είναι η ύπαρ­ξη ουσιω­δών αντι­κει­μέ­νων για τον άνθρω­πο, ως αντι­κεί­με­να που μπο­ρούν να του προ­σφέ­ρουν από­λαυ­ση, αλλά και ως αντι­κεί­με­να μέσω των οποί­ων μπο­ρεί να δρά­σει. Κατέ­χο­ντας την ιδιο­κτη­σία που του επι­τρέ­πει να αγο­ρά­ζει οτι­δή­πο­τε, κατέ­χο­ντας την ιδιο­κτη­σία που του επι­τρέ­πει να οικειο­ποιεί­ται όλα τα αντι­κεί­με­να, το χρή­μα είναι λοι­πόν το αντι­κεί­με­νο της κατε­ξο­χήν κατο­χής. Η καθο­λι­κό­τη­τα της ιδιο­κτη­σί­ας του είναι η παντο­δυ­να­μία της ύπαρ­ξής του. Γι’ αυτό εκτι­μά­ται ως παντο­δύ­να­μο. Το χρή­μα είναι ο μαστρο­πός που φέρ­νει σε επα­φή την ανθρώ­πι­νη ανά­γκη με το αντι­κεί­με­νό της, τη ζωή του με τα μέσα της ζωής τους. Όμως αυτό που μεσο­λα­βεί ανά­με­σα σε μένα και στη ζωή μου, μεσο­λα­βεί επί­σης ανά­με­σα στην ύπαρ­ξη των άλλων ανθρώ­πων και σε μένα. Για μένα το χρή­μα είναι ο άλλος.

«Κατά­λα­βέ το, διάολε!
Χέρια, ποδά­ρια, κεφά­λι, πισινά,
είναι δική σου περιουσία.
Για­τί να τα δου­λεύ­εις σαν να ’ναι δανεικά;
Πες, λόγου χάρη, πως πλη­ρώ­νω την αξία
έξι αλό­γων. Δεν θα έχω κάθε λόγο να θεωρούμαι
από­λυ­τος αφέ­ντης τους; Τα καβα­λάω κανονικά,
σαν κύριος, και κινούμαι
με πόδια είκο­σι τέσ­σε­ρα• προσωπικά».
Γκαί­τε: Φάουστ (Μιλά­ει ο Μεφιστοφελής)

Ο Σαίξ­πηρ στον Τίμω­να τον Αθηναίο:

«Χρυ­σά­φι; Κατα­κί­τρι­νο, αστρα­φτε­ρό, πολύ­τι­μο χρυ­σά­φι; Όχι, Θεοί, νωθρός δεν είμαι εγώ πιστός! … Τόσο χρυ­σά­φι θα κάνει άσπρο το μαύ­ρο, άσχη­μο τ’ όμορ­φο, σωστό το λάθος, σπου­δαίο το χυδαίο, νέο το παλιό, γεν­ναίο το δει­λό… Μα, τι; Αυτό θα σας αρπά­ξει παπά­δες κι υπη­ρέ­τες, θα τρα­βή­ξει το μαξι­λά­ρι κάτω απ’ τα κεφά­λια των καθω­σπρέ­πει ανθρώ­πων. Αυτός ο κίτρι­νος σκλά­βος φτιά­χνει και παύ­ει νόμους, ενό­χους αθω­ώ­νει, κάνει ευλο­γία την ευλο­γιά, παίρ­νει τους κλέ­φτες και τους δίνει αξία, υπό­λη­ψη και λόγο προ­ε­στού. Αυτός μέχρι που βρί­σκει γαμπρό στη χήρα την γριά. Αυτήν που βγαί­νει απ’ το νοσο­κο­μείο με τα σπυ­ριά της να ξερ­νούν βρώ­μα φρι­κτή και να ξερ­νάς μπρο­στά τους, την στο­λί­ζει, τη μυρώ­νει, σαν λου­λού­δι ανοι­ξιά­τι­κο την κάνει. Ε, χώμα εσύ κατα­ρα­μέ­νο, πόρ­νη της ανθρω­πό­τη­τας, εσύ που κάνεις να σπα­ρά­ζο­νται οι όχλοι των εθνών».

Και λίγο αργότερα:

«Ε, γλυ­κέ βασι­λο­κτό­νε, αγα­πη­μέ­νη διχό­νοια του γονιού με το παι­δί! Ένδο­ξε μαγα­ρι­στή του άμω­μου κρε­βα­τιού, του Υμε­ναί­ου! Άρη ακα­τα­νί­κη­τε! Πάντα νέος, πάντ’ ανθη­ρός, ερω­τι­κός, περί­βλε­πτος μνη­στή­ρας, λιώ­νεις με την πορ­φύ­ρα σου το αγνό χιό­νι που σκε­πά­ζει την ποδιά της Άρτε­μης! Θεέ, ορα­τέ, πραγ­μα­τι­κέ, που σμί­γεις τα πιο απί­θα­να και ξέρεις να μιλάς του καθε­νός την γλώσ­σα! Αχ, πώς αγγί­ζεις τις καρ­διές! Να, επα­να­στά­τη­σαν οι σκλά­βοι σου, οι άνθρω­ποι. Βάλε, μεγα­λο­δύ­να­με, τα κτή­νη αυτά ν’ αλλη­λο­σπα­ρα­χτούν για την κυριαρχία!»

Ο Σαίξ­πηρ περι­γρά­φει με εξαι­ρε­τι­κό τρό­πο την πραγ­μα­τι­κή φύση του χρή­μα­τος. Για να τον κατα­νο­ή­σου­με, ας αρχί­σου­με, πρώ­τα πρώ­τα, ανα­πτύσ­σο­ντας το χωρίο του Γκαίτε.

Αυτό που μου δίνε­ται με τη μεσο­λά­βη­ση του χρή­μα­τος ‑αυτό για το οποίο μπο­ρώ να πλη­ρώ­σω (το οποίο το χρή­μα μπο­ρεί να αγο­ρά­σει δηλ.)- είναι Εγώ ο ίδιος, ο κάτο­χος του χρή­μα­τος. Το μέγε­θος της δύνα­μης του χρή­μα­τος είναι το μέγε­θος της δύνα­μής μου. Οι ιδιό­τη­τες του χρή­μα­τος είναι και δικές μου ιδιό­τη­τες ‑εμού του κατό­χου του- ιδιό­τη­τες και θεμε­λιώ­δεις δυνά­μεις. Έτσι, ό,τι είμαι και είμαι ικα­νός να γίνω, σε καμιά περί­πτω­ση δεν καθο­ρί­ζε­ται από την ατο­μι­κό­τη­τά μου. Είμαι άσχη­μος, αλλά μπο­ρώ να αγο­ρά­σω την πιο όμορ­φη γυναί­κα. Συνε­πώς δεν είμαι άσχη­μος, για­τί η επί­πτω­ση της ασχή­μιας ‑η απο­τρε­πτι­κή της δύνα­μη- ακυ­ρώ­θη­κε από το χρή­μα. Εγώ, σύμ­φω­να με τα ατο­μι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά μου, είμαι κου­τσός, όμως το χρή­μα με εξο­πλί­ζει με είκο­σι τέσ­σε­ρα πόδια. Γι’ αυτό δεν είμαι κου­τσός. Είμαι κακός, ανέ­ντι­μος, έκλυ­τος, ηλί­θιος; Το χρή­μα το εκτι­μούν οι πάντες. Συνε­πώς και τον ιδιο­κτή­τη του. Το χρή­μα είναι το υπέρ­τα­το αγα­θό και άρα κάτο­χος κάθε αγα­θού. Επι­πλέ­ον, το χρή­μα με απαλ­λάσ­σει από το πρό­βλη­μα της ανε­ντι­μό­τη­τας. Τώρα θεω­ρού­μαι εντι­μό­τα­τος. Είμαι ανε­γκέ­φα­λος, αλλά το χρή­μα είναι ο πραγ­μα­τι­κός εγκέ­φα­λος όλων των πραγ­μά­των. Πώς μπο­ρεί να είναι ανε­γκέ­φα­λος ο ιδιο­κτή­της τους; Εξάλ­λου, μπο­ρώ ν’ αγο­ρά­σω έξυ­πνους ανθρώ­πους που θα με υπη­ρε­τούν. Μήπως αυτός που έχει δύνα­μη πάνω στους έξυ­πνους δεν είναι πιο έξυ­πνος απ’ τον πιο έξυ­πνο; Εγώ που, χάρη στο χρή­μα, μπο­ρώ να ικα­νο­ποι­ή­σω όλους τους ανθρώ­πι­νους πόθους μου, δεν κατέ­χω όλες τις ανθρώ­πι­νες ικα­νό­τη­τες; Συνε­πώς, το χρή­μα μου δεν μετα­μορ­φώ­νει τις ανι­κα­νό­τη­τές μου σε ικανότητες;

Αν το χρή­μα είναι ο δεσμός μου με την ανθρώ­πι­νη ζωή, ο δεσμός μου με την κοι­νω­νία, τη φύση και τους άλλους ανθρώ­πους, δεν είναι δεσμός όλων των δεσμών; Δεν μπο­ρεί να λύσει και να δέσει όλα τα δεσμά; Και, ως εκ τού­του, δεν είναι επί­σης το καθο­λι­κό μέσο κάθε δια­χω­ρι­σμού; Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, το νόμι­σμα μας χωρί­ζει και μας δένει, είναι ο… χημι­κός κατα­λυ­τής της κοινωνίας.

Ο Σαίξ­πηρ τονί­ζει δύο ιδιό­τη­τες του χρήματος:

1. Είναι ορα­τή θεό­τη­τα: η μετα­μόρ­φω­ση όλων των ανθρώ­πι­νων και φυσι­κών ιδιο­τή­των στα αντί­θε­τά τους, η καθο­λι­κή ανα­τρο­πή και παρα­μόρ­φω­ση όλων των πραγ­μά­των. Τα πιο απί­θα­να πράγ­μα­τα συν­δυά­ζο­νται, έρχο­νται σε επαφή.

2. Είναι η πόρ­νη και ο προ­α­γω­γός των ανθρώ­πων και των εθνών.

Η ανα­τρο­πή και παρα­μόρ­φω­ση όλων των ανθρώ­πι­νων και φυσι­κών χαρα­κτη­ρι­στι­κών, ο συν­δυα­σμός των πιο απί­θα­νων πραγ­μά­των — η ιερή δύνα­μη του χρή­μα­τος — έγκει­ται στο γεγο­νός πως αλλο­τριώ­νει τον άνθρω­πο, τον απο­ξε­νώ­νει από τον φυσι­κά και ανθρώ­πι­να δια­μορ­φω­μέ­νο εαυ­τό του. Το χρή­μα είναι η παρα­μόρ­φω­ση του ίδιου του ανθρω­πί­νου είδους.

Αυτό που είμαι ανί­κα­νος να κάνω ως άνθρω­πος, και για το οποίο συνε­πώς όλες οι φυσι­κές δυνά­μεις μου δεν είναι κατάλ­λη­λες, μπο­ρώ να το κάνω μέσω του χρή­μα­τος. Μ’ αυτόν τον τρό­πο, το χρή­μα μετα­τρέ­πει τις δυνά­μεις μου σε κάτι που δεν είναι καθαυ­τές. Σαν να λέμε, τις μετα­τρέ­πει στα αντί­θε­τά τους.

Αν θέλω ένα συγκε­κρι­μέ­νο φαγη­τό ή θέλω να πάρω την ταχυ­δρο­μι­κή άμα­ξα, επει­δή δεν είμαι αρκε­τά δυνα­τός ώστε να πάω με τα πόδια στον προ­ο­ρι­σμό μου, το χρή­μα μου εξα­σφα­λί­ζει το φαγη­τό και την ταχυ­δρο­μι­κή άμα­ξα. Σαν να λέμε, μετα­τρέ­πει την επι­θυ­μία μου από κάτι που ανή­κει στο βασί­λειο της φαντα­σί­ας, την μετα­φέ­ρει από την στο­χα­στι­κή, φαντα­στι­κή ή επι­θυ­μη­τή ύπαρ­ξη, στην αισθη­τή, πραγ­μα­τι­κή ύπαρ­ξη: από τη φαντα­σία στη ζωή, από τη φαντα­στι­κή ύπαρ­ξη στην πραγ­μα­τι­κή ύπαρ­ξη. Η πραγ­μα­τι­κή δημιουρ­γι­κή δύνα­μη στην υλο­ποί­η­ση αυτής της σκέ­ψης είναι το χρήμα.

Αναμ­φί­βο­λα, η ίδια διά­θε­ση υπάρ­χει και σ’ αυτόν που δεν δια­θέ­τει χρή­μα. Αλλά η διά­θε­σή του είναι απλά ένα πλά­σμα της φαντα­σί­ας χωρίς ύπαρ­ξη, χωρίς καμιά επί­πτω­ση σ’ εμέ­να ‑τον τρί­το παρά­γο­ντα- και τους άλλους, πράγ­μα που σημαί­νει πως για μένα παρα­μέ­νει μη πραγ­μα­τι­κή, χωρίς αντι­κεί­με­νο. Η δια­φο­ρά ανά­με­σα στην πραγ­μα­τι­κή διά­θε­ση, που βασί­ζε­ται στο χρή­μα, και στην ανυ­πό­στα­τη διά­θε­ση, που έχει βάση την ανά­γκη, την επι­θυ­μία, τον πόθο μου, κ.λπ., είναι η δια­φο­ρά ανά­με­σα στο Είναι και την Σκέ­ψη, ανά­με­σα στην ιδέα –που απλά υπάρ­χει μέσα μου- και στην ιδέα που υπάρ­χει ως πραγ­μα­τι­κό αντι­κεί­με­νο, έξω από εμένα.

Αν δεν έχω χρή­μα­τα για να ταξι­δέ­ψω, δεν έχω ανά­γκη ‑πραγ­μα­τι­κή και πραγ­μα­το­ποι­ή­σι­μη- να ταξι­δέ­ψω. Αν έχω φυσι­κή διά­θε­ση για σπου­δές, αλλά δεν δια­θέ­τω το απα­ραί­τη­το χρή­μα, δεν έχω καμιά διά­θε­ση ‑πραγ­μα­τι­κή, αλη­θι­νή- για σπου­δές. Από την άλλη, αν δεν έχω καμιά πραγ­μα­τι­κή διά­θε­ση για σπου­δές, αλλά έχω την επι­θυ­μία και το απα­ραί­τη­το χρή­μα, έχω μια πραγ­μα­τι­κή διά­θε­ση. Το χρή­μα ως εξω­γε­νές, καθο­λι­κό μέσο και δυνα­τό­τη­τα (μη απορ­ρέ­ου­σα από τον άνθρω­πο ως άνθρω­πο ή από την ανθρώ­πι­νη κοι­νω­νία ως κοι­νω­νία) μετα­τρο­πής μιας εικό­νας σε πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας σε απλή εικό­να, μετα­μορ­φώ­νει τις πραγ­μα­τι­κές ουσιώ­δεις δυνά­μεις του ανθρώ­που και της φύσης σε αφη­ρη­μέ­νες έννοιες και, ως εκ τού­του, σε ατέ­λειες και βασα­νι­στι­κές χίμαι­ρες, όπως άλλω­στε και τις πραγ­μα­τι­κές ατέ­λειες και χίμαι­ρες –ουσιώ­δεις δυνά­μεις που δεν έχου­με στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, που υπάρ­χουν μόνο στη φαντα­σία του ατό­μου- σε πραγ­μα­τι­κά ουσιώ­δεις δυνά­μεις και ικα­νό­τη­τες. Στο φως αυτού του χαρα­κτη­ρι­στι­κού και μόνο, το χρή­μα απο­τε­λεί εν γένει παρα­μόρ­φω­ση της προ­σω­πι­κό­τη­τας, που τη μετα­τρέ­πει στο αντί­θε­τό της, αντι­κα­θι­στά τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της με τα αντί­θε­τά τους.

Έτσι, το χρή­μα παρου­σιά­ζε­ται σαν παρα­μορ­φω­τι­κή δύνα­μη που στρέ­φε­ται ενά­ντια στο άτο­μο, τους κοι­νω­νι­κούς δεσμούς, κ.λπ., που αξιώ­νουν να είναι αυτο­τε­λείς οντό­τη­τες. Το χρή­μα μετα­μορ­φώ­νει την πίστη σε απι­στία, την αγά­πη σε μίσος, το μίσος σε αγά­πη, την αρε­τή σε αχρειό­τη­τα, την αχρειό­τη­τα σε αρε­τή, τον υπη­ρέ­τη σε κύριο, τον κύριο σε υπη­ρέ­τη, την ηλι­θιό­τη­τα σε διά­νοια και τη διά­νοια σε ηλιθιότητα.

Συνε­πώς το χρή­μα, ως υπαρ­κτή και πραγ­μα­τι­κή ιδέα της αξί­ας, ανα­τρέ­πει και συγ­χύ­ζει όλα τα αντι­κεί­με­να ‑φέρ­νει τον κόσμο πάνω κάτω- όλες τις φυσι­κές και ανθρώ­πι­νες ιδιότητες.

Αυτός που μπο­ρεί να αγο­ρά­σει αξιο­πρέ­πεια είναι αξιο­πρε­πής. Κι ας μην είναι παρά ένα γου­ρού­νι. Καθώς το χρή­μα δεν μπο­ρεί να αντι­κα­τα­στα­θεί από καμιά επι­μέ­ρους ικα­νό­τη­τα, από κανέ­να επι­μέ­ρους αντι­κεί­με­νο, από καμιά επι­μέ­ρους ανθρώ­πι­νη ουσιώ­δη δύνα­μη, αλλά μόνο από τον συνο­λι­κό αντι­κει­με­νι­κό κόσμο του ανθρώ­που και της φύσης, από την σκο­πιά του ιδιο­κτή­τη του συνε­πώς χρη­σι­μεύ­ει για την αντι­κα­τά­στα­ση κάθε ικα­νό­τη­τας από κάθε άλλη ικα­νό­τη­τα, κάθε αντι­κει­μέ­νου από κάθε άλλο αντι­κεί­με­νο, ακό­μα και από τα αντί­θε­τά τους: είναι η συνα­δέλ­φω­ση των πιο απί­θα­νων πραγ­μά­των. Ενο­ποιεί τις αντιθέσεις.

Αν δού­με τον άνθρω­πο ως άνθρω­πο και την σχέ­ση του με τον κόσμο ως ανθρώ­πι­νη, τότε την αγά­πη μόνο με αγά­πη μπο­ρείς να την ανταλ­λά­ξεις, την πίστη μόνο με πίστη, κ.λπ. Αν θέλεις να απο­λαύ­σεις την τέχνη, πρέ­πει να καλ­λιερ­γη­θείς. Αν θέλεις να ασκή­σεις επιρ­ροή σε άλλους ανθρώ­πους, πρέ­πει να ενδια­φέ­ρεις και να εμψυ­χώ­νεις τους άλλους ανθρώ­πους. Κάθε σχέ­ση σου με τον άνθρω­πο και τη φύση πρέ­πει να παίρ­νει μια ειδι­κή έκφρα­ση που να αντι­στοι­χεί στο αντι­κεί­με­νο της επι­θυ­μί­ας σου, στην πραγ­μα­τι­κή προ­σω­πι­κή ζωή σου. Αν αγα­πάς χωρίς η αγά­πη σου να βρί­σκει αντα­πό­κρι­ση, είναι σαν να μην παρά­γει αγά­πη η αγά­πη σου. Αν, παρά το γεγο­νός πως εκφρά­ζε­σαι ως ερα­στής, δεν μπο­ρείς να κατα­στή­σεις τον εαυ­τό σου αντι­κεί­με­νο αγά­πης, τότε η αγά­πη σου είναι ανί­σχυ­ρη: μια δυστυχία.»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο