Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο κεμεντζές «τραγουδάει» τη φύση

Το δέσι­μο των Ποντί­ων με τη φύση μέσα από τα τρα­γού­δια τους, διε­ρευ­νά μελέ­τη με στό­χο την ανά­δει­ξη της δια­χρο­νι­κής σχέ­σης που διέ­πει τους στί­χους, τα ποι­ή­μα­τα και τα τρα­γού­δια του ποντια­κού ελλη­νι­σμού, με το περι­βάλ­λον μέσα στο οποίο αυτοί έζη­σαν και δραστηριοποιήθηκαν.

“Στί­χος και φυσι­κό περι­βάλ­λον: Η περί­πτω­ση των ποντια­κών τρα­γου­διών” είναι το θέμα της μελέ­της που πραγ­μα­το­ποί­η­σαν οι ομό­τι­μοι καθη­γη­τές Δασο­πο­νί­ας Νικό­λα­ος Ελευ­θε­ριά­δης και Στέρ­γιος Βέρ­γος και θα παρου­σιά­σουν στο 18ο Πανελ­λή­νιο Δασο­λο­γι­κό συνέ­δριο που ξεκι­νά­ει την Κυρια­κή, 8 Οκτω­βρί­ου, στην Εδεσ­σα και θα ολο­κλη­ρω­θεί στις 11.

“Η ποντια­κή φύση τρα­γου­δή­θη­κε πάρα πολύ και χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε από τους δημιουρ­γούς για να ενδυ­να­μώ­σει ή να απα­λύ­νει τα ανθρώ­πι­να συναι­σθή­μα­τα για την αγά­πη, την παλι­κα­ριά, την ξενι­τιά, τον θάνα­το, τον πόνο. Τρα­γού­δη­σε ο Πόντιος ό,τι ήταν δίπλα του, ό,τι αγα­πού­σε, ό,τι φοβό­ταν και δεν το κατα­λά­βαι­νε. Έκα­νε ποί­η­ση και τρα­γού­δι το επι­θυ­μη­τό, το δυνα­τό, το θεϊ­κό, το φυσι­κό. Με τη βοή­θεια των στοι­χεί­ων της φύσης προ­σπά­θη­σε να περι­γρά­ψει στην καλή του, στη μάνα του, στον κύρη του τη λατρεία και την εκτί­μη­ση που τους έχει. Για όλα αυτά εμπνεύ­σθη­κε από την ιδιαί­τε­ρη ομορ­φιά της πατρί­δας του Πόντου” περι­γρά­φουν στην εργα­σία τους οι ερευνητές.

Όπως διευ­κρι­νί­ζουν, συγκέ­ντρω­σαν υλι­κό, από τον πλού­το του ποντια­κού στί­χου και τρα­γου­διού, σχε­τι­κό με το φυσι­κό και ανθρω­πο­γε­νές περι­βάλ­λον και δεν επι­χει­ρή­θη­κε κάποια κατά­τα­ξη χρο­νο­λο­γι­κή ή λογο­τε­χνι­κή. Το υλι­κό που συγκε­ντρώ­θη­κε και αξιο­ποι­ή­θη­κε προ­ήλ­θε κυρί­ως από το δια­δί­κτυο, από σχε­τι­κή βιβλιο­γρα­φία και συμπλη­ρώ­θη­κε από τα βιώ­μα­τα των συγγραφέων.

“Να’ ποδε­δί­ζω το παρ­χάρ’ με τα ψηλά τα’ ελάτια…”

Συχνή είναι η ανα­φο­ρά του λαϊ­κού στο­χα­στή του Πόντου σε δέντρα, θάμνους και λου­λού­δια με χαρα­κτη­ρι­στι­κά τα δίστιχα:

«Να’ ποδε­δί­ζω το παρ­χάρ’ με τα ψηλά τα’ ελάτια,
εμέν κ’ εσέν εσκέ­πα­ζαν α ‘ς σου κοσμί’ τ’ ομμάτια?»

«.Έλα, κόρ’, ας φιλί­ου­μες αφκά ‘σο λεφτοκάρυ(ν),
το λευ­το­κάρ’ ‘κι λέει’α­τό κ’ η γη ‘κι ομο­λο­γά ‘το?».

Η χαμο­μη­λιά μαραί­νε­ται και καταρ­ρέ­ει, όταν μαθαί­νει πως ο νέος και η νέα που φιλή­θη­καν στη ρίζα της χώρι­σαν. Ανα­ρω­τιέ­ται μήπως έχει αυτή την ευθύνη.

«Ντό έπα­θες χαμό­μη­λον και στέ­κεις μουχλωμένον;
γιάμ’ η ρίζα σ’ εδί­ψα­σεν, γιάμ’ ο καρ­πός σ’ ελλάγεν;
Ουτ’ η ρίζα μ’ εδί­ψα­σεν ούτ’ ο καρ­πός μ’ ελλάγεν,
έναν κορίτσ’ κ’ έναν παι­δίν ση ρίζα μ’ εφιλέθαν
εποί­καν όρκον κι όμο­σμαν χωρι­σί­αν να μ’ έχ’νε
κι ατώ­ρα εχωρί(γ) ανε γιαμ’ έχω εγώ το κρίμαν;».

Σε άλλο στί­χο υπάρ­χει ανα­φο­ρά του νέου στη φύση και στα στοι­χεία της, στα οποία θέλει να πει τον πόνο του, για να τον απα­λύ­νουν, στην προ­σπά­θεια ανα­ζή­τη­σης της κοπέ­λας του. Πετού­με­νο που­λί θέλει να γίνει και στα βου­νά, στα δάση, στα ποτά­μια και στα ρέμα­τα να ψάξει την καλή του.

“Να έμνεν έναν πετού­με­νον σο ορμάν απές που­λό­πο μ’. 
Κλα­δίν, κλα­δίν επέ­τα­να και ερά­ευα τ’ αρνό­πο μ’. 
Γουρ­πά­νι σ’ ζωγρα­φία, λάσκε­σαι σα ρασία. 
Κανεί­ται αρ’ όσον έπιες αΐκα νερά τα κρύα. 
Να έμνεν έναν πετού­με­νον σο ορμάν απές που­λό­πο μ’. 
Μοι­ρο­λο­γού­νε τα ρασ(ι)ά και χ(σ)αίρεται το ψιό­πο μ’. 
Μοι­ρο­λο­γού­νε τα ρασ(ι)ά κλαί­γνε τα ποταμάκρ(ι)α.
Ακούω πως μοι­ρο­λο­γούν τρέ­χνε τα’ εμά τα δάκρ(υ)α.
Μοι­ρο­λο­γού­νε τα ρασ(ι)ά κλαί­γνε που­λί μ’ το ορμία. 
Ο κόσμος όλον έφυ(γ)εν ε(γ)έντον ερημία”.

Σε άλλους στί­χους πάλι, ο ερω­τευ­μέ­νος νέος εξο­μο­λο­γεί­ται τον πόνο του και την επι­θυ­μία του να γίνει μέλισ­σα για να μπο­ρεί να κάθε­ται πάνω στα λου­λού­δια, που θα φυτρώ­νουν εκεί όπου πατά­ει η καλή του.

“Που­λό­πομ’ όθεν πορ­πα­τείς τα τσι­τσα­κό­πα ανθίσ’νε,
τα μελε­σί­δεα έρχου­νταν γλυ­κέα να μυρίσνε.
Ελέπ’ ατά κι εγώ ο γιο­σμάς κι ο παλι­κάρτς ζελεύω,
να έμνε μικρόν μελε­σίδ’ απά­νεις να κονεύω”.

Σύμ­φω­να με την μελέ­τη, οι πόντιοι συχνά χρη­σι­μο­ποιούν τα ζώα ή τα φυτά για να πλέ­ξουν πετυ­χη­μέ­νους, πει­ρα­χτι­κούς στίχους.

“Τα μερ­μή­κας έχνε γάμον σον ψηλόν τον ’εν Παύλον,
άρ’ ο λύκον ζουρ­να­τζής και ο άρκον ταουλτζής,
η κορώ­να μαε­ρεύ­τρα κι η κατσκά­ρα παρανύφ’σα.”

Τα παρχάρια

Μεγά­λο μέρος του ποντια­κού πλη­θυ­σμού, κυρί­ως αγε­λα­δο­τρό­φοι και μελισ­σο­κό­μοι, κατά τη θερι­νή περί­ο­δο, έφευ­γαν από τις πεδι­νές και ημιο­ρει­νές περιο­χές και ανέ­βαι­ναν στα ψηλά ψευ­δαλ­πι­κά και αλπι­κά λιβά­δια, στα παρ­χά­ρια, όπου τα ζώα τους έβρι­σκαν τροφή.

Κατά τη διάρ­κεια του καλο­και­ριού διορ­γα­νώ­νο­νταν εκεί, στα παρ­χά­ρια, αρκε­τές γιορ­τές και πανη­γύ­ρια. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό είναι το τρα­γού­δι “Η κορ’ εποί­εν σον παρ­χάρ’ ”, όπου ο νέος δια­πι­στώ­νει πως ήρθε η άνοι­ξη και η κόρη μαζί με την οικο­γέ­νειά της θα πάει στις ορει­νές — θερι­νές βοσκές. Αυτός για εκεί­νη θα γίνει κυνη­γός στα δάση της περιο­χής και εάν δεν υπάρ­ξει αντα­πό­κρι­ση από τη μεριά της, τότε δεν θα ξανα­πά­ει εκεί και ούτε θα γελά­σει ή θα αστειευτεί.

“Η κορ’ εποί­εν σον παρ­χάρ’ να γίνε­ται ρωμάνα, 
κε γι’ ατα­τέν θα γίνου­μαι, κε κυνη­γός σ’ ορμάνια.
.….….….….….
άλλο ‘κι πάω σον παρ­χάρ, άλλο ‘κι παρχαρεύω, 
άλλο ‘κι λέγω και γελώ, άλλο ‘κι μασχαρεύω».

“Ο τρό­πος αυτός ζωής συνε­χί­ζε­ται μέχρι και σήμε­ρα, παρό­τι ο ποντια­κός ελλη­νι­σμός ανα­γκά­στη­κε να εγκα­τα­λεί­ψει τις πατρο­γο­νι­κές του εστί­ες και μαζί με αυτές και τα αξέ­χα­στα παρ­χά­ρια, που απο­τε­λού­σαν μέρος της εστί­ας και τρό­πο ζωής αυτού του πλη­θυ­σμού” κατα­λή­γει η μελέτη.

 

Πηγή: Δημό­σια σελί­δα ΑΠΕ

(Το εικα­στι­κό του Βάλια Σεμερτζίδη)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο