Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο κινηματογράφος στις δικαστικές αίθουσες: Έξι συν ένα δικαστικά φιλμ — Το ένα καλύτερο από το άλλο

Τα δικα­στι­κά δρά­μα­τα ‑πολ­λές φορές ως θρί­λερ ή ακό­μη ή και ως … γου­έ­στερν- έχουν τερά­στια απή­χη­ση στο κινη­μα­το­γρα­φι­κό κοι­νό, καθώς η αίθου­σα του δικα­στη­ρί­ου, οι δικη­γο­ρι­κές αντι­μα­χί­ες, οι ανα­πά­ντε­χες μαρ­τυ­ρί­ες, ο άτεγ­κτος ή διε­φθαρ­μέ­νος δικα­στής και φυσι­κά η υπό­θε­ση, τα στοι­χεία, οι λεπτο­μέ­ρειες, πολ­λές φορές το μυστή­ριο και οι ανα­πά­ντε­χες ανα­τρο­πές, μαγνη­τί­ζουν το ενδιαφέρον.

Βεβαί­ως, όσοι έχουν έστω και λίγη γνώ­ση από τις κανο­νι­κές δικα­στι­κές αίθου­σες, ξέρουν ότι η κινη­μα­το­γρα­φι­κή δίκη, εκτός από σπά­νιες περι­πτώ­σεις, έχει ελά­χι­στη σχέ­ση με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αλλά αυτό μικρή σημα­σία έχει. Πόσο πιθα­νόν είναι να βρού­με δικη­γό­ρους σαν τον Τζέιμς Στιού­αρτ ή τον Πολ Νιού­μαν, δικα­στές σαν τον Σπέν­σερ Τρέι­σι, μάρ­τυ­ρες σαν την Μάρ­λεν Ντί­ντριχ και ένορ­κο σαν τον Χέν­ρι Φόντα; Άλλω­στε, τα δικα­στι­κά φιλμ στη­ρί­ζο­νται (εκτός από το σενά­ριο) κατα­λυ­τι­κά από τις ερμηνείες.

Με αφορ­μή μία, μπο­ρεί και όχι ανε­ξή­γη­τη, πλη­θώ­ρα δικα­στι­κών υπο­θέ­σε­ων, που έχουν κατα­κλί­σει την καθη­με­ρι­νό­τη­τά μας, με τα τηλε­ο­πτι­κά κανά­λια να έχουν μετα­βλη­θεί σε φρο­ντι­στή­ριο νομι­κών “γνώ­σε­ων”, είναι ευκαι­ρία να θυμη­θού­με έξι συν ένα κλα­σι­κά δικα­στι­κά φιλμ, που παρα­μέ­νουν αγέ­ρα­στα και κυρί­ως με τη δική τους κινη­μα­το­γρα­φι­κή αξία.

Σκιές και Σιωπή (To Kill a Mockingbird)

Το δικα­στι­κό δρά­μα του Ρόμπερτ Μάλι­γκαν που έδω­σε την ευκαι­ρία στον Γκρέ­κο­ρι Πεκ να κερ­δί­σει το Όσκαρ Α’ Ανδρι­κού Ρόλου. Η ται­νία (1962) είναι πολ­λά περισ­σό­τε­ρα από ένα δικα­στι­κό δρά­μα, καθώς στα θεμέ­λιά του βρί­σκε­ται η βρα­βευ­μέ­νη με Πού­λι­τζερ νου­βέ­λα του Χάρ­περ Λι “Όταν σκο­τώ­νουν τα κοτσύ­φια” το οποίο αξιο­ποιεί άψο­γα ο σενα­ριο­γρά­φος Χόρ­τον Φουτ. Ο έμπει­ρος Μάλι­γκαν, απο­φεύ­γο­ντας τις δρα­μα­τι­κές κορυ­φώ­σεις, μελο­δρα­μα­τι­σμούς και υπερ­βο­λές, σκη­νο­θε­τεί με μια ήρε­μη αυτο­πε­ποί­θη­ση, σε χαμη­λούς τόνους και δικαιώ­νε­ται δίνο­ντας στον Γκρέ­κο­ρι Πεκ (εκπλη­κτι­κή πολυ­ε­πί­πε­δη ερμη­νεία), αλλά και στα δυο πιτσι­ρί­κια που βρί­σκο­νται δίπλα του ως συμπρω­τα­γω­νι­στές, να δώσουν πνοή στην ται­νία του. Το ασπρό­μαυ­ρο φιλμ ανα­δει­κνύ­ει το ρατσι­στι­κό πρό­βλη­μα της Αμε­ρι­κής, αλλά ταυ­τό­χρο­να και ιδιαι­τέ­ρως αιχ­μη­ρά μιλά για την ακραία φτώ­χεια, την περι­θω­ριο­ποί­η­ση και τη θέση της γυναί­κας. Έχει ως κεντρι­κό ήρωα έναν παλαιάς κοπής “φιλε­λεύ­θε­ρο” δικη­γό­ρο, που μεγα­λώ­νει μόνος τα δυο παι­διά του και ο οποί­ος ανα­λαμ­βά­νει την υπε­ρά­σπι­ση ενός Αφρο­α­με­ρι­κα­νού που κατη­γο­ρεί­ται για το βια­σμό μιας λευ­κής κοπέ­λας. Ταυ­τό­χρο­να όμως είναι και μια ται­νία ενη­λι­κί­ω­σης για τα δυο παι­διά του, τα οποία θα πάρουν ένα γερό μάθη­μα ζωής, για τη δικαιο­σύ­νη και την ανθρω­πιά, ζητή­μα­τα που θα μας απα­σχο­λούν για πάντα. Η ται­νία κέρ­δι­σε και τα Όσκαρ δια­σκευα­σμέ­νου σενα­ρί­ου και καλ­λι­τε­χνι­κής διεύ­θυν­σης, ενώ ήταν υπο­ψή­φιο για ακό­μη πέντε βραβεία.

Η δίκη της Νυρεμβέργης (Judgment at Nuremberg)

Το φημι­σμέ­νο ιστο­ρι­κό δρά­μα που γύρι­σε το 1961 ο ικα­νό­τα­τος αλλά και ευέ­λι­κτος “επαγ­γελ­μα­τί­ας προ­ο­δευ­τι­κός φιλε­λεύ­θε­ρος” Στάν­λεϊ Κρέι­μερ και έφε­ρε στο φως για πρώ­τη φορά τα εγκλή­μα­τα των Ναζί στη μεγά­λη οθό­νη. Στι­βα­ρό δικα­στι­κό φιλμ, που στη­ρί­ζε­ται εν πολ­λοίς στις ερμη­νεί­ες. Ποιος μπο­ρεί να ξεχά­σει τις συντα­ρα­κτι­κές ερμη­νεί­ες στο ρόλο των μαρ­τύ­ρων Μοντ­γκό­με­ρι Κλιφτ, Μάρ­λεν Ντί­ντριχ και Τζού­ντι Γκάρ­λαντ (κι ενώ είναι εμφα­νέ­στα­τα τα προ­βλή­μα­τά της με το αλκο­όλ και την ψυχι­κή της υγεία, κάτι που την καθι­στούν εμβλη­μα­τι­κή μορ­φή της ται­νί­ας). Και ακό­μη του Μαξι­μί­λιαν Σελ, στο ρόλο του συνη­γό­ρου, του Μπαρτ Λάν­κα­στερ και μιας ακό­μη σει­ράς κατα­ξιω­μέ­νων ηθο­ποιών και βεβαί­ως του Σπέν­σερ Τρέι­σι στο ρόλο του προ­έ­δρου. Η ται­νία, παρό­τι έπρε­πε να μεί­νει εντός των ιστο­ρι­κών γεγο­νό­των, κατα­φέρ­νει να ανα­δεί­ξει τα ηθι­κά διλήμ­μα­τα και τον πόνο που προ­κά­λε­σαν οι θηριω­δί­ες των Ναζί και ταυ­τό­χρο­να να κρα­τή­σει αμεί­ω­το το ενδια­φέ­ρον ως το τέλος. Έξι Όσκαρ, μετα­ξύ των οποί­ων και αυτά για Καλύ­τε­ρη Ται­νία, Α’ Ανδρι­κού Ρόλου για τον Σελ, Β’ Γυναι­κεί­ου Ρόλου, για την Γκάρλαντ.

Ανατομία ενός Εγκλήματος (Anatomy of a Murder)

Εντυ­πω­σια­κό δικα­στι­κό δρά­μα (1959), με μία από τις καλύ­τε­ρες και κεφά­τες ανα­τρο­πές στο φινά­λε, που θα τονώ­σει την ειρω­νι­κή ματιά τού μεγά­λου Ότο Πρέ­μι­γκερ, στο αίσθη­μα περί δικαί­ου. Ένα εμβλη­μα­τι­κό δικα­στι­κό φιλμ, από την κλα­σι­κή αφί­σα και την απο­λαυ­στι­κή ερμη­νεία τού Τζί­μι Στιού­αρτ μέχρι τη μου­σι­κή του Ντιουκ Έλινγ­κτον. Βασι­σμέ­νος στο ομώ­νυ­μο μυθι­στό­ρη­μα του δικα­στή Τζον Βόλ­κερ, ο Πρέ­μι­γκερ θα πάει κόντρα στο ρεύ­μα και στα χολι­γου­ντια­νά πρό­τυ­πα, ξεψα­χνί­ζο­ντας το τολ­μη­ρό για την επο­χή θέμα του βια­σμού. Ο δικη­γό­ρος Πολ Μπί­κλερ (Στιού­αρτ) κι ενώ έχει παρα­τή­σει τη μαχη­τι­κή δικη­γο­ρία, ασχο­λού­με­νος με τρι­τεύ­ου­σες υπο­θέ­σεις και το ψάρε­μα, θα κλη­θεί να υπε­ρα­σπι­στεί έναν μέθυ­σο και βίαιο υπο­λο­χα­γό, που κατη­γο­ρεί­ται για τη δολο­φο­νία του βια­στή της γυναί­κας του. Με απί­στευ­τη μαε­στρία και εξα­ντλη­τι­κή ακρί­βεια, ο Πρέ­μι­γκερ δεν αφή­νει να πέσει κάτω τίπο­τα από τα δια­δε­δο­μέ­να αμε­ρι­κά­νι­κα ταμπού, ενώ η αξία τής ται­νί­ας φτά­νει στα ύψη με την ικα­νό­τη­τα του σκη­νο­θέ­τη να ευθυ­γραμ­μί­ζει τη γνώ­ση του θεα­τή με εκεί­νη του συνη­γό­ρου. Ο Στιού­αρτ, με τη μεστή ερμη­νευ­τι­κή του ικα­νό­τη­τα, παρα­δί­δει μαθή­μα­τα υπο­κρι­τι­κής και ανθρω­πιάς. Όμως, το φιλμ, δια­θέ­τει και μία Λι Ρέμικ, που ανα­δει­κνύ­ει τον ερω­τι­σμό της στον ύψι­στο βαθ­μό κι έναν αξια­γά­πη­το Μπεν Γκα­ζά­ρα. Η ται­νία προ­τά­θη­κε για επτά Όσκαρ.

Μάρτυς Κατηγορίας (Witness for the Prosecution)

Μία από τις καλύ­τε­ρες ται­νί­ες (1957) του Μπί­λι Γουάιλ­ντερ, αν και όχι τόσο γνω­στή, με έναν εκπλη­κτι­κό Τσαρλς Λότον στον ρόλο του κυνι­κού βετε­ρά­νου δικη­γό­ρου, την Μάρ­λεν Ντί­ντριχ ως μοι­ραία και τον Τάι­ρον Πάου­ερ στον τελευ­ταίο του ρόλο. Δικα­στι­κό φιλμ μυστη­ρί­ου, που βασί­ζε­ται στο καλύ­τε­ρο ίσως μυθι­στό­ρη­μα της Αγκά­θα Κρί­στι, με υπέ­ρο­χες χιου­μο­ρι­στι­κές πινε­λιές, εμπνευ­σμέ­νη ίντρι­γκα, αλλά και ανα­τρο­πές που ξετι­νά­ζει το νομι­κό σύστη­μα της Αμε­ρι­κής, με τον ξεχω­ρι­στό τρό­πο του Γουάιλ­ντερ. Μια πλού­σια και εκκε­ντρι­κή γυναί­κα βρί­σκε­ται δολο­φο­νη­μέ­νη κι όλα τα στοι­χεία οδη­γούν στον προ­στα­τευό­με­νό της, έναν παντρε­μέ­νο γοη­τευ­τι­κό άνδρα. Μόνη μάρ­τυ­ρας υπε­ρά­σπι­σης η σύζυ­γός του, ενώ ο βετε­ρά­νος δικη­γό­ρος που ανα­λαμ­βά­νει την υπε­ρά­σπι­σή του, όσο εξε­λίσ­σε­ται η υπό­θε­ση, αμφι­βά­λει για την αθω­ό­τη­τά του. Η ται­νία ήταν υπο­ψή­φια για έξι Όσκαρ.

Οι Δώδεκα Ένορκοι (12 Angry Men)

Μία από τις καλύ­τε­ρες ται­νί­ες όλων των επο­χών, που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται μέσα στην αίθου­σα των ενόρ­κων, για λίγες ώρες, μία καυ­τή μέρα του καλο­και­ριού. Ένα αξιο­θαύ­μα­στο και ευφυ­έ­στα­το εγχεί­ρη­μα του Σίντ­νεϊ Λιού­μετ, καθώς κατα­φέρ­νει χωρίς να δώσει κανέ­να στοι­χείο από τη δικα­στι­κή αίθου­σα να μετα­φέ­ρει όλη τη δίκη μέσα από τους προ­βλη­μα­τι­σμούς και τις σκέ­ψεις των ενόρ­κων, ενώ ταυ­τό­χρο­να προ­βά­λει και την ανθρώ­πι­νη πλευ­ρά των δώδε­κα ανθρώ­πων που καλού­νται να στεί­λουν ένα νέο στην ηλε­κτρι­κή καρέ­κλα ή στο σπί­τι του. Κι ενώ η υπό­θε­ση μοιά­ζει δια­δι­κα­στι­κή ο Χέν­ρι Φόντα, ο ένορ­κος Νο 8, αμφι­βά­λει για την ενο­χή τού κατη­γο­ρου­μέ­νου και αρχί­ζει, παρά τις έντο­νες αντι­πα­ρα­θέ­σεις, να επη­ρε­ά­ζει με επι­χει­ρή­μα­τα τους υπό­λοι­πους ενόρ­κους. Αξιο­θαύ­μα­στες ερμη­νεί­ες και από τους δώδε­κα ενόρ­κους, τρεις υπο­ψη­φιό­τη­τες για Όσκαρ και φυσι­κά το καλύ­τε­ρο ντε­μπού­το στο σινε­μά για τον Σίντ­νεϊ Λιού­μετ.

Η Ετυμηγορία (The Verdict)

Ακό­μη ένα δικα­στι­κό αρι­στούρ­γη­μα του Σίντ­νεϊ Λιού­μετ, που έπαι­ζε το είδος στα δάχτυ­λα, αλλά αυτή τη φορά το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της επι­τυ­χί­ας οφεί­λε­ται στον υπέ­ρο­χο Πολ Νιού­μαν. Βρι­σκό­μα­στε στα 1982 και ο κατα­ξιω­μέ­νος Λιού­μετ συνα­ντά τον ζωντα­νό θρύ­λο Πολ Νιού­μαν. Οι δυο τους θα παρα­δώ­σουν ένα σκο­τει­νό δικα­στι­κό δρά­μα, σε σενά­ριο του Ντέι­βιντ Μάμετ και με τον αστρα­φτε­ρό πρω­τα­γω­νι­στή να υπο­δύ­ε­ται έναν μέθυ­σο ξοφλη­μέ­νο δικη­γό­ρο, που ανα­λαμ­βά­νει μία δύσκο­λη υπό­θε­ση ιατρι­κής αμέ­λειας, προ­σπα­θώ­ντας να επι­στρέ­ψει στη ζωή, έχο­ντας να αντι­με­τω­πί­σει ένα πανί­σχυ­ρο ιατρι­κό και οικο­νο­μι­κο­πο­λι­τι­κό κατε­στη­μέ­νο. Και αν ο Λιού­μετ κεντά­ει σκη­νο­θε­τι­κά, ο Νιού­μαν μας πεί­θει για την ετυ­μη­γο­ρία μας: ναι, ο Πολ Νιού­μαν εκτός από από­λυ­τος σταρ είναι και τερά­στιος ηθο­ποιός. Οι πέντε υπο­ψη­φιό­τη­τες για Όσκαρ (και αυτή του Νιού­μαν) πήγαν αλλού, αλλά αυτό έχει μικρή σημα­σία, καθώς δίπλα στη λέξη ετυ­μη­γο­ρία πάντα θα μας έρχε­ται στο νου η μορ­φή του Πολ Νιούμαν.

Sergeant Rutledge

Από τα όχι και τόσο γνω­στά γου­έ­στερν του δάσκα­λου Τζον Φορντ, που γύρι­σε το 1960 και συν­δυά­ζει, όπως μόνο αυτός μπο­ρού­σε, το γου­έ­στερν με το δικα­στι­κό μυστή­ριο, για να δώσει ένα αντι­ρα­τσι­στι­κό μάθη­μα στην εφη­συ­χα­σμέ­νη αμε­ρι­κα­νι­κή κοι­νω­νία. Με αρκε­τά φλας μπακ, αλλά με τη γνω­στή αφη­γη­μα­τι­κή του μαε­στρία, ο Φορντ θα φωτί­σει την υπό­θε­ση ενός Αφρο­α­με­ρι­κα­νού λοχία που κατη­γο­ρεί­ται για τον βια­σμό και τη δολο­φο­νία μιας μικρής λευ­κής κοπέ­λας και του συνταγ­μα­τάρ­χη πατέ­ρα της. Την υπε­ρά­σπι­ση του θα ανα­λά­βει ένας λευ­κός λοχα­γός, που είναι φίλος και θαυ­μά­ζει τον λοχία για τις αρχές του και την στρα­τιω­τι­κή του πει­θαρ­χία, ενώ σχε­δόν όλοι είναι ενα­ντί­ον, για­τί απλώς ο κατη­γο­ρού­με­νος είναι μαύ­ρος. Εξαι­ρε­τι­κές οι αιχ­μές του Φορντ για την υπο­κρι­τι­κή αμε­ρι­κά­νι­κη κοι­νή γνώ­μη, αλλά ιδιο­φυ­ής η επι­λο­γή του να μιλή­σει και για το πέρα­σμα του ρατσι­σμού και της μισαλ­λο­δο­ξί­ας ακό­μη και στα πιο αθώα κομ­μά­τια της κοι­νω­νί­ας. Και όλα αυτά χωρίς να δια­θέ­τει κάποιον αξέ­χα­στο πρω­τα­γω­νι­στή, αλλά ικα­νό­τα­τους καρα­τε­ρί­στες, όπως τον Γουί­λις Μπεν Μπού­σεϊ, στο ρόλο του προ­έ­δρου του στρα­το­δι­κεί­ου. Για την ιστο­ρία πρω­τα­γω­νι­στούν ο Τζέ­φρεϊ Χάντερ και ο Αφρο­α­με­ρι­κα­νός Γού­ντι Στροντ.

(*Φωτο­γρα­φία από την ται­νία “Ετυ­μη­γο­ρία”)

Πηγή: ΑΠΕ / Χάρης Αναγνωστάκης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο