Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Κώστας Καζάκος για το θέατρο την περίοδο της δικτατορίας και το «Το μεγάλο μας τσίρκο» — Η ημέρα του Πολυτεχνείου

Η λογο­κρι­σία γενι­κά, αλλά και ειδι­κά στο θέα­τρο, ήταν στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη κατά τη διάρ­κεια της χού­ντας των συνταγ­μα­ταρ­χών. Από την αρχή της επι­βο­λής της, ωστό­σο, οι θεα­τράν­θρω­ποι δεν έκα­τσαν με σταυ­ρω­μέ­να τα χέρια. Κινη­το­ποι­ή­θη­καν πολ­λα­πλώς, είτε βρί­σκο­ντας τρό­πους για να περά­σουν αντι­χου­ντι­κά μηνύ­μα­τα και να επι­κοι­νω­νή­σουν με τον κόσμο είτε, όταν έφτα­σαν οι μέρες της εξέ­γερ­σης του Πολυ­τε­χνεί­ου, να βοη­θή­σουν έμπρα­κτα τους φοι­τη­τές προ­σφέ­ρο­ντάς τους τρό­φι­μα και φάρ­μα­κα, αλλά και οργα­νώ­νο­ντας κάτι ακό­μα μεγα­λύ­τε­ρο, μια απερ­γία συμπαράστασης.

Κώστας Καζάκος :«Ήταν ημέρες δύσκολες, αλλά και ηρωικές»

Ο Κώστας Καζά­κος, μετα­ξύ άλλων, σημά­δε­ψε το θέα­τρο και τα γεγο­νό­τα της περιό­δου, όταν με την αεί­μνη­στη Τζέ­νη Καρέ­ζη και το θία­σό τους ανέ­βα­σαν, λίγους μήνες πριν, αλλά και μετά την εξέ­γερ­ση του Πολυ­τε­χνεί­ου, τη θρυ­λι­κή παρά­στα­ση του Ιάκω­βου Καμπα­νέλ­λη «Το μεγά­λο μας τσίρ­κο». Ο Στ. Ληναί­ος, που μαζί με τη σύζυ­γό του Έλλη Φωτί­ου αντέ­δρα­σαν αυτο­μά­τως με την επι­βο­λή της χού­ντας, αισθάν­θη­καν επί­σης την κατα­πί­ε­ση, όταν τα έργα που ανέ­βα­ζαν, μετα­ξύ των οποί­ων «Οι κλει­δο­κρά­το­ρες» του Μίλαν Κού­ντε­ρα, απα­γο­ρεύ­τη­καν από την επι­τρο­πή λογο­κρι­σί­ας της χούντας.

«Το θέα­τρο πάντα κινη­το­ποιεί­ται όταν φιμώ­νε­ται. Είναι επί­και­ρη τέχνη, δεν είναι όπως η ζωγρα­φι­κή, η ποί­η­ση ή η μου­σι­κή. Ψάχνει να βρει τρό­πους να επι­κοι­νω­νή­σει με τον κόσμο επά­νω στα ζωντα­νά προ­βλή­μα­τα που ζει ο τόπος εκεί­νη την ώρα και παρεμ­βαί­νει», δηλώ­νει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο γνω­στός ηθο­ποιός και συνε­χί­ζει: «Την περί­ο­δο της δικτα­το­ρί­ας, δημιουρ­γή­θη­καν οργα­νώ­σεις, κινή­μα­τα… Όλο το θέα­τρο, ανε­ξαρ­τή­τως παρα­τά­ξε­ων σχε­δόν, έψα­χνε, προς τιμήν του, να βρει τρό­πους να επι­κοι­νω­νή­σει με τον κόσμο. Άρχι­σαν να βρί­σκουν έργα κάποιων προ­ο­δευ­τι­κών συγ­γρα­φέ­ων, άλλα­ζαν τίτλους, όπως συνέ­βαι­νε και στην Κατο­χή. Τότε, ήθε­λε να ανε­βά­σει ο Κουν ένα αμε­ρι­κά­νι­κο έργο και δεν το πέρ­να­γε η λογο­κρι­σία στην Κομα­ντα­τού­ρα επει­δή ήταν αμε­ρι­κά­νι­κο. Έβα­ζαν ένα ισπα­νι­κό όνο­μα, επει­δή στην Ισπα­νία ήταν φασι­σμός, ο Φράν­κο, και το πέρ­να­γαν. Γίνο­νταν τέτοια κόλπα».

Τα κόλ­πα αυτά γενι­κεύ­τη­καν την επο­χή της χού­ντας. Και ο κ. Καζά­κος έχει πολ­λές ιστο­ρί­ες να αφη­γη­θεί ως προς αυτά:

«Μια φορά, το 1969, ανε­βά­σα­με μια γαλ­λι­κή κωμω­δία, το “Κυρία δεν με μέλ­λει” του Σαρ­ντού, που ανα­φέ­ρε­ται στα χρό­νια της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης και εξε­λίσ­σε­ται στα σαλό­νια του Ναπο­λέ­ο­ντα. Είναι μια κατα­πλη­κτι­κή κωμω­δία κι ένας από τους καλύ­τε­ρους ρόλους που είχε παί­ξει η Τζέ­νη. Μας έδω­σε την ευκαι­ρία λοι­πόν εκτός έργου ‑αυτές ήταν οι πονη­ριές- και φτιά­ξα­με στο Θέα­τρο Διά­να, στην Ιππο­κρά­τους, μια αυλαία ολό­κλη­ρη, που ζωγρα­φί­σα­με με τον σκη­νο­γρά­φο Γιάν­νη Καρύ­δη, και βάλα­με πάνω τη Δια­κή­ρυ­ξη των Δικαιω­μά­των του Ανθρώ­που της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης. Μέχρι να αρχί­σει το έργο, μια ώρα του­λά­χι­στον, η αυλαία έκα­νε τη δική της παρά­στα­ση. Ξεση­κω­νό­ταν ο κόσμος, ήταν τρο­με­ρές οι αντι­δρά­σεις. Οι άνθρω­ποι έπια­ναν αμέ­σως το υπο­νο­ού­με­νο. Το έργο ήταν μια πολύ ωραία κωμω­δία αλλά δεν είχε καμία σχέ­ση με τα δικά μας. Έγι­ναν τότε προ­σπά­θειες από το υπουρ­γείο Τύπου για να το κατε­βά­σου­με. Μας έλε­γαν “κατε­βά­στε την αυλαία, θα κλεί­σου­με το θέα­τρο “. Κι εγώ τους έλε­γα, “Τι; Θα λογο­κρί­νου­με τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση, η οποία έφε­ρε την αστι­κή τάξη στην εξου­σία; “. Ήρθαν δυο — τρεις φορές, δεν κάνα­με τίπο­τα εμείς. Χαμός γινόταν».

Μετά ήρθε ένα άλλο έργο. «Ήταν γύρω στο 1970. Ο Καμπα­νέλ­λης προ­σπα­θού­σε να γρά­ψει ένα έργο γι’ αυτά που συνέ­βαι­ναν. Βρή­κα­με μια ιδέα, μετά από πολ­λά ξενύ­χτια που τρα­βή­ξα­με τότε. Ήταν σαν να είμα­στε μια παρά­νο­μη οργά­νω­ση. Έπε­σε λοι­πόν η ιδέα να γρά­ψει ένα έργο για την Ασπα­σία και τον Περι­κλή, με σκο­πό να ακου­στεί από τη σκη­νή ο Επι­τά­φιος του Θου­κυ­δί­δη, που εκφώ­νη­σε ο Περι­κλής για τα θύμα­τα του Πελο­πον­νη­σια­κού Πολέ­μου. Ένα συγκλο­νι­στι­κό κεί­με­νο, να σου σηκώ­νε­ται η τρί­χα. Το φτιά­ξα­με, ήταν ατε­λές, δεν το θεω­ρού­σε έργο ο Καμπα­νέλ­λης, δεν το έχει περι­λά­βει ούτε στα άπα­ντά του. Μεγά­λη παρά­στα­ση, πολύς κόσμος, αλλά όταν ακού­γα­νε τον Επι­τά­φιο επί σκη­νής, γινό­ταν χαμός από κάτω. Ο κόσμος ερχό­ταν να ακού­σει το κεί­με­νο αυτό. Επι­κοι­νω­νή­σα­με δηλα­δή μαζί του, με αυτόν τον τρό­πο. Βέβαια, δεχό­μα­σταν αφό­ρη­τες πιέ­σεις, όλο μας καλού­σαν στην ΚΥΠ στην Μπου­μπου­λί­νας. Τους λέγα­με, “τι να κόψου­με; τον Περι­κλή; ” Ήμα­σταν καλυμ­μέ­νοι πίσω από τον Περι­κλή και τον Θου­κυ­δί­δη», διη­γεί­ται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ηθοποιός.

«Το μεγάλο μας τσίρκο»

Η συζή­τη­ση συνε­χί­ζε­ται για την παρά­στα­ση που άφη­σε επο­χή. «Το 1972, λοι­πόν, ωρί­μα­σαν τα πράγ­μα­τα και έπε­σε η ιδέα να φτιά­ξου­με ένα σπον­δυ­λω­τό έργο, που να είναι ένα πανό­ρα­μα της ελλη­νι­κής ιστο­ρί­ας. Ο Καμπα­νέλ­λης σκέ­φτη­κε ότι η Ελλά­δα είναι σαν τον Κρό­νο που έτρω­γε τα παι­διά του. Και απά­νω εκεί, κου­βέ­ντα στην κου­βέ­ντα, ξεκί­νη­σε να γρά­φει ένα σπον­δυ­λω­τό, ιστο­ρι­κό έργο, σε επει­σό­δια, ξεκι­νώ­ντας από τους Μακε­δό­νες και τον Φίλιπ­πο και φτά­νο­ντας ως την Κατο­χή», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και συνεχίζει…

…»Έγρα­φε πέντε επει­σό­δια, τα πήγαι­να στη λογο­κρι­σία, μου άφη­ναν μισό. Έγρα­φε 10 επει­σό­δια, τα πήγαι­να, μου άφη­ναν δύο. Τα άλλα τα πέτα­γαν. Κι έπρε­πε να φτιά­ξου­με 10–12 επει­σό­δια για να μπο­ρέ­σου­με να έχου­με ένα έργο. Είχα­με πάρει ένα τερά­στιο θέα­τρο τότε για την παρά­στα­ση, το Αθή­ναιον στην Πατη­σί­ων, απέ­να­ντι από το Μου­σείο, που χώρα­γε 1.500 ανθρώ­πους. Τελι­κά κατα­φέ­ρα­με και μαζέ­ψα­με κάποια επει­σό­δια. Αυτοί τα έβλε­παν λίγα — λίγα, δεν είχαν πιά­σει πού πάει το πράγ­μα. Στο τέλος όμως “είδαν” την πονη­ριά και, είπαν, “θα μας φέρε­τε όλα τα επει­σό­δια που έχε­τε επι­λέ­ξει για να το δού­με ως έργο “. Εκεί, είπα­με, μπλέ­ξα­με. Πιά­σα­με λοι­πόν και ανα­κα­τέ­ψα­με τα επει­σό­δια. Τα πήγα στη λογο­κρι­σία στη Ζαλο­κώ­στα, που ήταν το υπουρ­γείο Τύπου. Και τα πήγα χρο­νι­κά ανα­κα­τε­μέ­να. Δεν κατα­λά­βαι­νες τίπο­τα. Εκεί, είχαν κι έναν θεα­τρι­κό συγ­γρα­φέα ‑συγ­γρα­φέ­ας δηλα­δή δεν υπήρ­ξε ποτέ, αλλά έγρα­φε έργα. Και μου λέει, όταν μου δώσα­νε πίσω το κεί­με­νο, “τι μ***ς έγρα­ψε ο Καμπα­νέλ­λης, θα κατα­στρα­φεί­τε. Το έργο δεν λέει τίπο­τα “. “Τι να κάνου­με”, του λέω, “δεν έχου­με άλλη λύση, θα κοι­τά­ξου­με να το σου­λου­πώ­σου­με όσο μπο­ρέ­σου­με “. “Έλα ρε παι­δί μου “, μου λέει, “έχω 30 έργα στο σπί­τι να σου δώσω ένα να κάνεις ουρές!”».

»Τελι­κά, φτιά­ξα­με τον θία­σο ‑ήταν ο Παπα­γιαν­νό­που­λος, ο Ξυλού­ρης, ο Ξαρ­χά­κος με την ορχή­στρα, 10 άρι­στοι οργα­νο­παί­κτες, κι άλλοι 42 ηθο­ποιοί, συνο­λι­κά 54 άνθρω­ποι!- κι αρχί­σα­με τις πρό­βες. Και στο τέλος, όταν είχα­με αναγ­γεί­λει την πρε­μιέ­ρα γύρω στις 20 Ιου­νί­ου 1973, με πήραν τηλέ­φω­νο από τη λογο­κρι­σία και μας είπαν ότι για να πάρε­τε την άδεια, θα πρέ­πει να έρθει να δει τη γενι­κή δοκι­μή όλη η επι­τρο­πή. “Τώρα”, είπα­με, “θα πάμε φυλα­κή”. Θα το κλεί­σου­με το έργο. Ήταν και μεγά­λο. Σκε­φτό­μα­σταν τι θα μπο­ρού­σα­με να κάνου­με και απο­φα­σί­σα­με να παί­ξου­με το έργο σαν να είμα­στε όλοι κακοί ηθο­ποιοί. Ηθο­ποιοί που δεν κατα­λα­βαί­νουν τι τους γίνε­ται. “Θα το πάμε φυσέ­κι”, είπα­με. “Κρα­τά 3 ώρες; Εμείς θα το παί­ξου­με σε μιά­μι­ση ώρα. Θα κάνου­με μια ταχύ­τα­τη ανά­γνω­ση του έργου. Ούτε αστεία ούτε παύ­σεις ούτε υπο­νο­ού­με­να, όλα θα τα ισο­πε­δώ­σου­με”. Κάνα­με μια δοκι­μή, το φτιά­ξα­με το πράγ­μα, έρχε­ται η επι­τρο­πή, και παί­ξα­με έτσι που δεν κατα­λά­βαι­νες πραγ­μα­τι­κά τίπο­τα. Είχα­με πεθά­νει στο γέλιο, δεν έχου­με περά­σει έτσι ποτέ στα καμα­ρί­νια. Λοι­πόν στο τέλος μας έδω­σαν συλ­λυ­πη­τή­ρια, “είναι κατα­στρο­φή το έργο” μάς είπαν κι έφυ­γαν. Αφού μάλω­σαν και τον Νόνιο Παπα­γιαν­νό­που­λο, “μα είσαι εσύ παλιός ηθο­ποιός; Δεν προ­φύ­λα­ξες τα παι­διά; Τι είναι αυτό που παί­ζε­τε;”. Και έφυγαν.

»Και την άλλη μέρα με το κοι­νό, ενώ είχα­με την παρά­στα­ση να κρα­τά περί­που 2,5 ώρες, έφτα­σε τις 4 ώρες. Για­τί δεν μας άφη­ναν να μιλή­σου­με από τις εκρή­ξεις, τα χει­ρο­κρο­τή­μα­τα, το γέλιο, τις παρεμ­βά­σεις τους. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, η επι­τυ­χία που είχε το “Το Μεγά­λο μας τσίρ­κο”, η απή­χη­ση που είχε στον κόσμο, δεν οφει­λό­ταν στο ότι ήταν το μέγα καλ­λι­τε­χνι­κό γεγο­νός, αλλά στο ότι ο κόσμος έφερ­νε στο θέα­τρο το ‘τσίρ­κο’ από το σπί­τι του. Ήταν η ανά­γκη του κόσμου τέτοια, να εκφρά­σει τα αντι­χου­ντι­κά του αισθή­μα­τα, που το παρα­μι­κρό, η ανά­σα, η παύ­ση, γίνο­νταν εκρη­κτι­κά. Δηλα­δή, το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της επι­τυ­χί­ας του έργου, το κου­βά­λα­γε ο κόσμος στο θέα­τρο. Έφτα­σαν να γίνο­νται εκδη­λώ­σεις, που έλε­γες ότι όταν θα τελειώ­σει η παρά­στα­ση, θα βγού­με στον δρό­μο με τα λάβα­ρα και θα κατα­λά­βου­με την εξουσία».

Απεργία συμπαράστασης

«Τις ημέ­ρες του Πολυ­τε­χνεί­ου, παί­ζα­νε τα θέα­τρα», θυμά­ται ο κ. Καζά­κος. «Ήταν η περί­ο­δος που είχα­με πάρει το Ακρο­πόλ στην Ιππο­κρά­τους για να συνε­χί­σου­με τις παρα­στά­σεις. Ο Γιώρ­γος Μιχα­λα­κό­που­λος είχε τότε το θέα­τρο Πορεία, που είναι στην οδό Τρι­κόρ­φων, και είχε εγκα­τα­στή­σει εκεί έναν θία­σο σάτι­ρας. Μαζευό­μα­σταν νύχτα όλοι οι ηθο­ποιοί και οι πρω­τα­γω­νι­στές της επι­θε­ώ­ρη­σης. Υπήρ­χε κατα­πλη­κτι­κή σύμπνοια. Ετοι­μά­ζα­με, ειδι­κά για εκεί­νη την Παρα­σκευή, που μπή­κε μέσα στο Πολυ­τε­χνείο το ερπυ­στριο­φό­ρο, να εξαγ­γεί­λου­με μια απερ­γία των θεά­τρων για συμπα­ρά­στα­ση στους φοι­τη­τές του Πολυ­τε­χνεί­ου όπου είχε γίνει κατά­λη­ψη. Απο­φα­σί­σα­με, δηλα­δή, την Παρα­σκευή να κλεί­σουν τα θέατρα.

»Δεν ξέρα­με ότι θα μπει το τανκς εκεί­νη την ημέ­ρα. Έκλει­σαν τα θέα­τρα κάνα­με συσκέ­ψεις, δεν έμα­θε κανείς τίπο­τα. Ξέρα­νε πώς κάτι μαγει­ρεύ­ου­με εκεί, αλλά δεν άνοι­ξε στό­μα κανέ­νας. Και ήταν μέσα και ακρο­δε­ξιοί ηθο­ποιοί και κεντρώ­οι, όλων των παρα­τά­ξε­ων. Δεν μίλη­σε κανείς. Προς τιμήν του θεά­τρου μας. Την Παρα­σκευή βέβαια, όλος ο θία­σος γυρί­ζα­με στη Στουρ­νά­ρη, στην Πατη­σί­ων, μπαί­να­με μέσα στην αυλή, τρα­γού­δα­γε ο Ξυλού­ρης το “Πότε θα κάνει ξαστε­ριά”, σου σηκω­νό­ταν η τρί­χα. Τρό­φι­μα, χρή­μα­τα, ό,τι μπο­ρού­σε ο κόσμος βόη­θα­γε τους ανθρώ­πους, τους φοι­τη­τές… Και την Παρα­σκευή που ήταν να κάνου­με την απερ­γία, μπή­κε ο Ντερ­τι­λής με το ερπυ­στριο­φό­ρο και γκρέ­μι­σε την πόρ­τα με τα παι­διά πάνω και τα τσάκισε…».

Πηγή: Δημό­σια σελί­δα ΑΠΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο