Γράφει ο Νίκος Μόττας //
Ανοίγουν σήμερα, 3 Νοέμβρη, οι κάλπες στις ΗΠΑ απ’ όπου θα αναδειχθεί ο πρόεδρος της χώρας για την επόμενη τετραετία. Οι φετινές προεδρικές εκλογές γίνονται στην σκιά της πανδημίας του κορωνοϊού που λειτουργεί ως καταλύτης μιας νέας οικονομικής κρίσης που έχει κάνει ήδη αισθητή την παρουσία της.
Σε πάνω απο 55 εκατομμύρια υπολογίζονται οι Αμερικανοί που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας ενώ, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Κολούμπια, περίπου 8 εκατομμυρία Αμερικανοί φτωχοποιήθηκαν και 25 εκατομμύρια έχασαν τη δουλειά τους κατά τους τελευταίους μήνες της πανδημίας.
Ταυτόχρονα, η μητρόπολη του καπιταλισμού αποδείχθηκε πλήρως ανοχείρωτη απέναντι στην πανδημία του Covid-19 (πάνω από 9,3 εκατομ. Κρούσματα και 231.000 θάνατοι μέχρι σήμερα), αποκαλύπτοντας την γύμνια του εμπορευματοποιημένου συστήματος υγείας για το οποίο φέρουν τεράστιες ευθύνες όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις, Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων.
Η αντιπαράθεση Τραμπ και Μπάιντεν δεν ξέφυγε από το συνηθισμένο πλαίσιο που παραδοσιακά χαρακτηρίζει τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ: Μια ενδοαστική αντιπαράθεση μεταξύ τμημάτων του Αμερικανικού μεγάλου κεφαλαίου, πολυεθνικών κολοσσών και μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων, που μεταφέρεται στο πολιτικό πεδίο μέσα από το δίπολο Δημοκρατικών-Ρεπουμπλικάνων. Στόχος ο εγκλωβισμός των μαζών και η αποδυνάμωση κάθε ριζοσπαστικής διάθεσης μέσα στο λαϊκό κίνημα.
Πρόκειται για εκείνο το δίπολο που, όπως σημείωνε ο Λένιν πριν 108 χρόνια, «αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά μέσα αποτροπής της ανάδειξης μιας ανεξάρτητης εργατικής τάξης, δηλαδή ενός πραγματικού σοσιαλιστικού κόμματος».
Με αφορμή τις Αμερικανικές εκλογές του 1912 και την εκλογή του Δημοκρατικού προέδρου Γούντροου Ουίλσον, ο Β.Ι. Λένιν έγραφε στην εφημερίδα «Πράβντα» [1]: «Από την χειραφέτηση των Νέγρων και έπειτα, η διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων έχει εξαλειφθεί. Η διαμάχη μεταξύ αυτών των δύο κομμάτων επικεντρώνεται κυρίως στο ύψος των εμπορικών δασμών. Η αντιδικία τους δεν έχει καμία σοβαρή σημασία για τις λαϊκές μάζες. Ο λαός έχει εξαπατηθεί και αποπροσανατολιστεί από τα ζωτικά του συμφέροντα μέσα από εντυπωσιακούς και ανούσιους καυγάδες μεταξύ των δύο αστικών κομμάτων».
Η περιγραφή που κάνει ο Λένιν για το ποιός κατέχει τον πλούτο στις ΗΠΑ μοιάζει – τηρουμένων των αναλογιών — να έχει γραφτεί σήμερα: «Ο εθνικός πλούτος των ΗΠΑ εκτιμάται σήμερα στα 120 δισεκατομμυρία δολάρια, δηλαδή περίπου 240 δισ. ρούβλια. Περίπου το 1/3 αυτών ανήκει σε δύο τραστ, αυτά του Ροκφέλερ και του Μόργκαν, ή σε θυγατρικές τους! Οι 40 χιλιάδες οικογένειες που αποτελούν τα δύο αυτά τραστ είναι οι αφέντες 80 εκατομμυρίων μισθωτών σκλάβων».
Τα λόγια του Λένιν επιβεβαίωνε, εξήντα χρόνια αργότερα, ο Αμερικανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Φέρντιναντ Λούντμπεργκ όταν έγραφε στο βιβλίο του «Οι Πλούσιοι και οι Υπερπλούσιοι» (The Rich and the Super Rich): «Σε τελική ανάλυση μπορεί να πει κανείς ότι στις ΗΠΑ επί της ουσίας υπάρχει μόνο ένα και μοναδικό κόμμα: Το κόμμα των μεγαλοϊδιοκτητών, που έχει δυο υποτμήματα: Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα και το Δημοκρατικό κόμμα».
Πάνω από ένας αιώνας μας χωρίζει από τότε που ο Λένιν περιέγραφε την πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ. Έκτοτε πέρασαν 17 Αμερικανοί πρόεδροι, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι, προοδευτικοί και συντηρητικοί, χαρισματικοί και λιγότερο «λαμπεροί». Όλοι διαφορετικοί μεταξύ τους, μα ταυτόχρονα και τόσο πανομοιότυπα προσηλωμένοι στα συμφέροντα που υπηρέτησαν. Αυτά του μονοπωλιακού κεφαλαίου και της διαιωνίσης της ταξικής εκμετάλλευσης.
[1] Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 22, σελ. 199–201.
Νίκος Μόττας Γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτορας (Phd) Πολιτικής Επιστήμης, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων (Master of Arts) στις διπλωματικές σπουδές (Παρίσι) και στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόφωνα και ξενόγλωσσα μέσα.