Γράφει ο Γιώργος Μουσγάς //
Συμπληρώθηκαν 70 χρόνια από την 5 Ιουνίου 1947, που ο στρατηγός Τζόρτζ Μάρσαλ εκπόνησε το σχέδιό του1 κατά τη διάρκεια οµιλίας του στο Χάρβαρντ, η οποία µεταδόθηκε ολόκληρη απ’ το ραδιόφωνο του από το BBC. Πέρασαν, επίσης, και πέντε χρόνια απ’ τις 27 Σεπτεμβρίου 2012, που ο Αλέξης Τσίπρας, ως πρόεδρος, τότε, του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνέντευξη Τύπου στις Βρυξέλλες είπε ότι «η Ευρώπη χρειάζεται ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλ»2.
Τα «βαφτίσια», επί το ελληνικότερον, των στρατηγών Τζόρτζ Μάρσαλ (1880–1959) και Τζέιμς Βαν Φλιτ3 αποτέλεσαν έκφραση ευγνωμοσύνης της δηλητηριασμένης απ’ την εθνικοφροσύνη μετεμφυλιοπολεμικής συνείδησης του κόσμου –που, ανάμεσα στ’ άλλα, προσδοκούσε και τα ανταποδοτικά οφέλη για τη στράτευση στην δουλική εθνικοφροσύνη.
Βέβαια η λαϊκή συνείδηση, παρά τους αλλεπάλληλους βιασμούς που δέχτηκε, βρήκε τρόπους και να αντισταθεί, όπως καταμαρτυρούν πραγματικά περιστατικά.
«Αμιγώς αστικόν κράτος»
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας απ’ τους Γερμανούς στις 12 Οχτώβρη 1994, δεν ήρθε η «περίοδος της ριζικής αναδημιουργίας των οικονομικών και κοινωνικών θεσμών, που στηρίζουν την πολιτική ζωή κάθε χώρας», όπως την οραματίστηκαν οι αγωνιστές του ΕΑΜικού Κινήματος, και την περιέγραψε ένας απ’ αυτούς, ο καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος4.
Έτσι τα δεινά της κατοχής διαδέχτηκε «το πραξικόπημα που είχε ήδη μεθοδεύσει ο σκληρός πυρήνας του αστισμού από κοινού με τους Άγγλους» όπως σημειώνει ο καθηγητής της Ιστορίας Γιώργος Μαργαρίτης στο άρθρο του «Στην Απελευθέρωση της Αθήνας» (14.10.2015).
Όπως τονίζει ο Γ. Μαργαρίτης ήταν «εκείνο το κρυφό επιτελείο του αστισμού, οι Μαρκεζίνης και Ζαλοκώστας που δημιούργησαν από κοινού με Γερμανούς και Βρετανούς την “Χ” του Γρίβα για να κτυπήσουν το λαό όταν ο τελευταίος θα γιόρταζε τη λευτεριά του». Και ο στρατός των Άγγλων χτύπησε το Δεκέμβρη του 1944…
Ο Χριστόφορος Κατσάμπας5, ιδρυτής της Πειραϊκής-Πειραϊκής και πρόεδρος Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ) την περίοδο 1945–1952, στο βιβλίο του «Πιστεύοντας εις το μέλλον. Το χρονικό μιας προσπάθειας. Αθήνα 1966», περιέλαβε και την επιστολή του, που — ως πρόεδρος του ΣΕΒ - έστειλε (11.12.1947) πρός τον τότε πρόεδρο της κυβέρνησης Θεμιστολή Σοφούλη στην οποία μεταξύ των άλλων τόνιζε: «Υποτίθεται ότι υπεράνω μιας δεδομένης οικονομικής οργανώσεως της κοινωνίας υπάρχει το κράτος ανταποκρινόμενον πρός την οργάνωσιν ταύτην. Εαν η οργάνωσις της κοινωνίας και της οικονομίας της είναι αστική, το κράτος πρέπει να είναι αμιγώς αστικόν. Εάν δε τούτο δεν συμβαίνει, δύο εξηγήσεις του φαινομένου υπάρχουν. Ή το κράτος έχει περιέλθει εις χείρας ομάδος αντιμαχομένης την καθεστηκυίαν κοινωνίαν …ή ότι το κράτος, συνεπεία τραγικής πλάνης των εκπροσώπων αυτού, έπαυσε διερμηνεύον την βούλησιν της κοινωνίας, οπότε εις την ηγεσίαν απόκεινται να επαναφέρη την διαταραχθείσαν αρμονίαν».
Έτσι δεν υπήρξε καμμιά εκκίνηση για τη «Βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα», με «την ελεύθερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, την πραγματοποίηση της εσωτερικής συσσώρευσης, την αποδέσμευση της οικονομίας από το ξένο κεφάλαιο…» όπως την περιέγραψε ο Δημήτρης Μπάτσης6, στέλεχος του ΚΚΕ, στο ομώνυμο βιβλίο του το 1947, απογυμνώνοντας το μύθο της «Ψωροκώσταινας».
Η αδυναμία της Μεγάλης Βρετανίας να κρατήσει τον έλεγχο στις ελληνικές υποθέσεις έθεσε σε κίνηση την, από καιρό έτοιμη, αμερικανική μηχανή.
Η άμεση στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ και η ανάγκη σταθεροποίησης στην Ελλάδα οδήγησαν στην ένταξη της χώρας στα προγράμματα της «αμερικανικής βοήθειας» (Δόγμα Τρούμαν, Σχέδιο Μάρσαλ, Ευρωπαϊκά Πρόγραμμα Ανασυγκρότησης). Ήδη απ’ την 1.4.1945 είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα η ΟΥΝΡΑ7 και άρχισε την εισαγωγή τροφίμων, μηχανημάτων και φαρμάκων.
Τα «βαφτίσια»
Η φιλοαμερικάνικη προπαγάνδα καλλιεργούσε, μερικές φορές, προσδοκίες στον κόσμο με εκχυδαϊσμένο ‑και συνάμα κωμικό- τρόπο, αλλά και διανθισμένο με μπόλικες δόσεις εθνικοφροσύνης. Ιδιαίτερα σε ορεινές και απομονωμένες περιοχές διαδραματίστηκαν απίστευτες καταστάσεις.
Τέτοια περιστατικά περιγράφει ο δάσκαλος Κώστας Παππάς από την Ιερομνήμη Ιωαννίων, που υπηρέτησε εκείνο τον «άχαρο καιρό» (1941–1959) σε ακριτικά χωριά της Κόνιτσας και του Πωγωνίου. Τα διηγήματα στο βιβλίο του για «Γέλια και για Κλάματα» (1998) είναι αποκαλυπτικά. Σε ένα από αυτά περιγράφει την ατμόσφαιρα στο καφενείο ενός χωριού.
Το καφενείο ήταν το κέντρο της ζωής, καθώς μέσω αυτού διακινούνταν τα ελάχιστα αγαθά, αλλά προπάντων γιατί είχε το φωνόγραφο και μάζευε τους μερακλήδες, τους γλεντζέδες και τους χορευταράδες με κορυφαίο «το λοχαγό των ΤΕΑ». Τα Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης (ΤΕΑ), τα οποία λανθασμένα αναφέρονται πολλές φορές ως Τάγματα Εθνικής Ασφαλείας, ήταν ένα ειδικό παραστρατιωτικό σώμα που συγκροτήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1948, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου με απόφαση του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
«Όσον για τον καφετζή, γράφει ο Κ. Παππάς, αυτός πιά πλέει σε πελάγη ευτυχίας, γιατί βολεύτηκαν καλούτσικα τα οικονομικά του. Έπειτα ελπίζει πολύ και στο σχέδιο του “Μάρσαλη”. Έτσι βάφτισε ο ίδιος επί το ελληνικότερον το σχέδιο “Μάρσαλ”.
Έτσι βάφτισε και τον Βαν Φλίτ που τον έκανε Βάντα Φλήτη.
-“Τι λές ορέ ξουπαρμένε”, είπε μια μέρα στο Χοροπήδα, που τον προβλημάτιζε. “Αφού ειμί εθνικόφρονας, θα μ’ δώκουν κι μένα λιφτά …από το Μάρσαλη. Πώς πήραν οι άλλ…”».
Χορός με το…κομπινεζόν!
Τα «δέματα της ΟΥΝΡΑ», που έφταναν σποραδικά στα χωριά, εισήγαγαν νέες εκφράσεις στη ζωή των κατοίκων τους: «Ρε καλώς την ΟΥΝΡΑ» ή «Ήρθε η ΟΥΝΡΑ», έλεγαν για κάποιον που επέστρεψε απ’ την πόλη με ψώνια ή για κάποιον που έφερνε δώρα.
Η διανομή των δεμάτων είχε και αυτή τις «σκοτεινές πλευρές της» καθώς και εκεί κυρίαρχο λόγο είχαν οι …κρατούντες του χωριού.
Στο χωριό του γράφοντος συνέβη το εξής περιστατικό: Στο μερτικό μιας πολυμελούς φτωχής οικογένειας έπεσε ένα κομπινεζόν. Δηλαδή «ένα γυναικείο εσώρουχο από λεπτό ύφασμα (νάϊλον ή μετάξι), που φοριέται πάνω απ’ τα κυρίως εσώρουχα, με σχήμα κοντού και άνετου φορέματος με ράντες και μεγάλο ντεκολτέ στήθος», όπως το περιγράφει ο Γ. Μπαμπινιώτης στο λεξικό του.
Το κομπινεζόν, με έντονο ρόζ χρώμα, το πήρε η μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας. Το φόρεσε πάνω απ’ τα δικά της «κυρίως εσώρουχα», πήγε στο πανηγύρι, κι έσυρε το χορό στην πλατεία του χωριού.
-«Πω! Πω! Πως ντουφεκάει σήμερα η Βασίλω» σχολίαζε ένας εθνικόφρονας, που έλυνε και έδενε στο χωριό.
Τα σήματα που χαχάνιζαν!
Σε άλλο χωριό κάποιος εθνικόφρονας μπήκε, πρωί-πρωί, τρομαγμένος στο καφενείο.
-Τι έπαθες; τον ρώτησαν οι θαμώνες.
-Τι να δείτε χουριανοί μου! ΄Ηβλιπα ούλ’ τ’ νύχτα τα σήματα π’ έστιλνι ου Γιάν’ς στ’ Βουλγαρία (σ.σ.: Ο Γιάννης στην Κατοχή ήταν μαχητής του ΕΛΑΣ)
-Εμείς δεν ακούσαμε τίποτε. Ακουγόταν τίποτε; τον ρώτησε, με προσποιητό ενδιαφέρον, το πειραχτήρι του χωριού.
-Πως δεν ακού’ονταν; Άκ’γες, συνέχεια ένα «Ααάπ! Ααάπ! Ααάπ!», έλεγε ταραγμένος ο δύστυχος χωρικός.
-Αυτά τα σήματα δεν κάνουν «Ααάπ! Ααάπ! Ααάπ». Κάνουν «Χά! Χά! Χά!». Ξέρω εγώ, απάντησε με προσποιητή σοβαρότητα το πειραχτήρι, που ήταν και αριστερός.
Ο άλλος αφού το σκέφτηκε λιγάκι, απάντησε: «Ναί! Τώρα π’ μ’ του λές, ιέτσι έκαναν!».
Τι είχε συμβεί; Σε εκείνη την περιοχή, αρχές της δεκαετίας του 1950, είχε διανοιχθεί ο δημόσιος χωματόδρομος. Και κάποια νύχτα πέρασε ένα φορτηγό. Ο χωρικός είδε από μακριά τα φώτα του φορτηγού και άκουσε τη μηχανή που βογκούσε. Αν και ο εμφύλιος πόλεμος είχε τελειώσει η ταλαίπωρη φαντασία του έπλασε …κομμουνιστοσυμμορίτες εν δράσει!
Και το «μαύρο χιούμορ» των βιομηχάνων
Τα πρώτα χρόνια του εμφυλίου, και συγκεκριμένα το Δεκέμβρη του 1947, ο τότε υπουργός Στρατιωτικών Γ. Στράτος κάλεσε τον πρόεδρο του ΣΕΒ Χρ. Κατσάμπα και –όπως περιγράφει ο ίδιος στο βιβλίο του «Πιστεύοντας εις το μέλλον» (σελίδες 265, 266, 267) και του είπε:
-Κύριε πρόεδρε. Η πατρίς ευρίσκεται εν κινδύνω συνεπεία του συμμοριτοπολέμου και έχει ανάγκη όπλων. Η κυβέρνησις ζητεί από τους βιομηχάνους το ποσόν των πέντε δισεκατομμυρίων δραχμών, (περίπου 500.000 δολλαρια, ποσόν τεράστιον δια την εποχήν εκείνην), πρός αγοράν όπλων, υπό τον όρον όπως την όλην διαχείρισιν αναλάβουν οι ίδιοι οι βιομήχανοι.
Ο Χρ. Κατσάμπας, αφού εξέφρασε την προθυμία οτι «οι βιομήχανοι να υποστώσι αυτήν την θυσίαν» ζήτησε να «ακούσουν αυτό το αίτημα απ’ τον ίδιο τον πρόεδρο της κυβέρνησης Θεμ. Σοφούλη».
Την ίδια μέρα ο πρόεδρος της κυβέρνησης, με την παρουσία υπουργών, δέχτηκε αντιπροσωπεία έντεκα βιομηχάνων. Ο Χρ. Κατσάμπας τον πληροφόρησε ότι θέτουν «εις την διάθεσιν της κυβερνήσεως το αιτηθέν ποσόν των πέντε δισεκατομμυρίων δραχμών, αλλ’ υπό τον όρον της μη αναμείξεως εις την διαχείρησιν των βιομηχάνων, οίτινες θα γνωρίζωσι μόνον ότι η κυβέρνησις ζητεί το ποσόν αυτό όπως το χρησιμοποιήσει δι’ εθνικάς ανάγκας και ουχί δια αγορά όπλων».
Ο πρόεδρος της κυβέρνησης ευχαρίστησε τους βιομηχάνους και «λόγω της δημιουργηθείσης κατά την στιγμήν εκείνην φιλικής ατμόσφαιρας» ο Χρ. Κατσάμπας είπε: «Κύριε πρόεδρε, η χώρα μας έχει άφθονα νησιά. και εφόσον οι βιομήχανοι είναι η κακή πληγή της Ελλάδας και εξ αυτών προέρχονται όλα τα κακά που μαστίζουν τον λαόν της, πόσοι είναι αυτοί, εκατόν; διακόσιοι; Δεν αποφασίζετε να τους βάλετε σε ένα καράβι και να τους στείλετε εξορία σε κάποιο νησί για να ησυχάσετε και σεις και οι βουλευταί σας και η χώρα ολόκληρος;».
Ο Θ. Σοφούλης, κατά τον πρόεδρο του ΣΕΒ, απάντησε: «Αχ, βρέ Κατσάμπα, ενόμιζα ότι ήσουν έξυπνος άνθρωπος! Βλέπεις τι λέμε ή τι πιστεύουμε;».
Χάθηκε ο ανθός της κοινωνίας
Τα νησιά άνοιξαν, όχι βέβαια για τους βιομήχανους, αλλά για τους αγωνιστές της Αντίστασης και των κατοπινών αγώνων.
Το 1998 ο καθηγητής της Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης Παύλος Πετρίδης (1946–2000) εξέδωτε το βιβλίο : «Στη δίνη του εμφυλίου πολέμου — Σπάνια ντοκουμέντα του ΕΑΜ, 1944 – 1947» με πρόλογο του επιτίμου, τότε, προέδρου του ΚΚΕ Χαρίλαου Φλωράκη.
Μιλώντας κατά την παρουσίαση του βιβλίου ‑με την παρουσία εκπροσώπων όλου του πολιτικού φάσματος- και αναφερόμενος στην εποχή που καλύπτει με το βιβλίο του, ο Παύλος Πετρίδης είπε: Ήταν μια εποχή που οι εχθροί του ΕΑΜικού κινήματος «δεν ήθελαν μόνο να νικήσουν, αλλά και να εξοντώσουν τους αντιπάλους τους, με αποτέλεσμα να χαθεί ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας» (Βλέπε «Ριζοσπάστης 25.6.1998).
Η μεταπολεμική ερειπωμένη Ελλάδα δεν ανοικοδομήθηκε, όπως απαιτούσαν οι ανάγκες των παιδιών της. Φωτεινά μυαλά έφυγαν απ΄ την πατρίδα και τα πιο στιβαρά χέρια τα πήρε η «κακούργα μετανάστευση», όπως τραγούδησε ο Στέλιος Καζαντζίδης. Τα χωριά ερήμωσαν και ο κόσμος στιβάχτηκε στις πόλεις –πρό πάντων στο Λεκανοπέδιο…
Η «μαρσαλοποιημένη Ελλάδα»
Για το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ έχουν γραφεί πολλά.
Στην εισήγηση για την κατάσταση στην Ελλάδα στην 7η Ομομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ στις 14 ‑18.5.1950 αναφέρονται χαραχτηριστικά τα εξής: «… Μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η μαρσαλοποιημένη Ελλάδα έχει μια βιομηχανία, που, ακριβώς χάρη στην αγγλοαμερικάνικη “βοήθεια”, χωρίς να πλησιάσει το προπολεμικό επίπεδο, πήρε τον κατήφορο. Και η περιβόητη “εκβιομηχάνιση” που θα μας έφτιαχναν οι Αμερικάνοι αποδείχτηκε μια απάτη… Αυτή η ανασυγκρότηση είναι, βασικά, αεροδρόμια, λιμάνια, δρόμοι, για πολεμικούς σκοπούς. Από το πώς ξοδεύτηκαν τα 3.610 εκατομμύρια δολάρια φαίνονται και οι συνέπειες που έχει αυτή η “βοήθεια” για το λαό μας. Η κυριότερη συνέπεια της αγγλοαμερικάνικης “βοήθειας” είναι το μεταδεκεμβριανό μοναρχοφασιστικό καθεστώς, που βούτηξε στην πείνα και το αίμα το λαό…».
…Γι’ αυτό λοιπόν και η μεταφορά της «μαρσαλοποιημένης Ελλάδας» στο σήμερα δεν αποτελεί τίποτε άλλο, παρά έκφραση, μιας αυταπάτης της «αριστερής», πια, ανυποληψίας.
_______________________________________________________
1. Στοιχεία για το Σχέδιο Μάρσαλ, αλλά και τον ίδιο το στρατηγό, περιέχονται στο αφιέρωμα του «Ριζοσπάστη» της 11 Ιούνη 2017, Μ’ ένα σμπάρο πέτυχαν πολλά τρυγόνια, σελίδα 20.
2. Βλέπε «Το Σχέδιο Μάρσαλ της 5ης Ιουνίου 1947», Ποντίκι 4.6.2015
3. Βαν Φλιτ (1892–1992). Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε ως διοικητής τάγματος υπό τις διαταγές του στρατηγού Τζον Πέρσινγκ. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στην Ευρώπη ως διοικητής του 8ου Συντάγματος Πεζικού και συμμετείχε στην απόβαση στη Νορμανδία.
Στις 24 Φλεβάρη 1948, ο Βάν Φλίτ έφτασε στην Αθήνα ως διοικητής της Αμερικανικής Στρατιωτικής Συμβουλευτικής και Προγραμματικής Ομάδας, με σκοπό να βοηθήσει τις κυβερνητικές δυνάμεις να συντρίψουν το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ), όσο το δυνατό γρηγορότερα, μέσα στο 1948. Στην υποδοχή του, και δείχνοντας το τιμητικό άγημα, ο υπουργός Στρατιωτικών Παναγιώτης Κανελλόπουλος είπε την περίφημη φράση:«Στρατηγέ, ιδού ο στρατό σας».
Η πρώτη επαφή με το μέτωπο δεν ήταν και ιδιαίτερα ευχάριστη για το Βάν Φλίτ, καθώς το στρατιωτικό αεροσκάφος με το οποίο πήγε στη Φλώρινα πάτησε νάρκη στον διάδρομο προσγείωσης, την οποία είχαν τοποθετήσει αντάρτες του ΔΣΕ. Ανατινάχθηκε το ουραίο τμήμα του αεροπλάνου, αλλά ο Βαν Φλιτ γλίτωσε με ελαφρά τραύματα. Δύο Έλληνες αξιωματικοί, υπεύθυνοι του αεροδρομίου, εκτελέστηκαν για εγκληματική αμέλεια.
Ο Θανάσης Λεκάτης, κατέγραψε στο «Ριζοσπάστη» της 13ης Ιούνη 2007, την παρακάτω «ιστορία βιωμένη» για τον Βαν Φλίτ:
«…Όταν παρουσιάστηκα, το Γενάρη του ’49 στην Καλαμάτα, επειδή δεν είχε πάει ακόμα ο φάκελός μου, με ντύσανε με καινούρια ρούχα, αμερικάνικα. Οταν πήγα στη μονάδα, ακούω τ’ άλλα τα παιδιά να μου λένε “καλώς τον Βαν Φλιτ”. Μετά ήρθε ο φάκελος, μου αλλάξανε και στολή και μονάδα.
- Σε στείλανε στις εκκαθαριστικές;
- Ναι, πώς… στη Μακρόνησο, 38 μήνες».
Αθήνα, προχτές, την ώρα που ο Μητσοτάκης περιγράφει — στην αμερικάνικη πρεσβεία — τη χαρά των αστών που γλιτώσανε χάρη στην αμερικάνικη βοήθεια, ο κυρ — Αλέκος, ο τσαγκάρης, απ’ τους Γαργαλιάνους, μας περιγράφει σ’ ένα ταβερνάκι στην Αγορά, πώς του ζητούσανε τότε να αποκηρύξει τον ΕΛΑΣίτη πατέρα του. Δεν το έκανε.
Και πώς, μετά, τον καιρό που εκτελούσαν τον Μπελογιάννη, αυτός είχε στο κατόπι μόνιμα έναν ασφαλίτη και μόλις έβρισκε μεροκάματο πήγαινε ο ίσκιος στ’ αφεντικό και διέτασσε “διώξ’ τον κομμουνιστή”. “Δε μ’ αφήναν ούτε το φαΐ μιας μέρας να δουλέψω…”.
- Και σήμερα;
- Να σου πω, παιδί μου. Πρώτα αγοράζω το “Ριζοσπάστη” κι ύστερα εισιτήριο για το λεωφορείο…
Γεια σου, σύντροφε. Κάτι τέτοια λεβέντικα είναι που τρομάζουν τους αστούς και τους κάνουν ακόμα και σήμερα να ανάβουν λαμπάδες στην Αμερική που τους έσωσε».
4. Ο Αγγελος Αγγελόπουλος (1904–1995) στη Βλαχόραφτη Αρκαδίας. Ηταν πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στα πανεπιστήμια της Λειψίας και του Παρισιού. Διετέλεσε διευθυντής του Ανώτατου Οικονομικού Συμβουλίου της Ελλάδας από το 1931 ως το 1945 και καθηγητής της Δημόσιας Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από το 1932 ως το 1947, όταν απολύθηκε λόγω των πολιτικών του φρονημάτων.
Στη διάρκεια της Κατοχής, πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και συμμετείχε στην ΠΕΕΑ (Κυβέρνηση του Βουνού) ως γραμματέας Οικονομικών. Το 1944 διορίστηκε υφυπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου. Από το 1946 ως το 1967, ήταν εκδότης της μηνιαίας επιθεώρησης «Νέα Οικονομία». Το 1961 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής της Εφηρμοσμένης Οικονομικής στην Πάντειο. Στη θέση αυτή, παρέμεινε μέχρι το 1967, οπότε παραιτήθηκε, διαμαρτυρόμενος για το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη. Το 1974, αμέσως μετά την πτώση της χούντας, ανέλαβε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, θέση που διατήρησε ως το 1979. Από το 1975, ήταν τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ηταν παντρεμένος με την Ελλη Σεφεριάδη, με την οποία απέκτησε έναν γιο και μια κόρη.
Από το πλούσιο συγγραφικό του έργο, ξεχωρίζουν οι μελέτες: «Το Δημόσιο Χρέος της Ελλάδας» (1934), «Ο Σοσιαλισμός» (1944), «Το Οικονομικό Πρόβλημα της Ελλάδας» (1946), «Ο Τρίτος Κόσμος απέναντι στις πλούσιες χώρες» (1972), «Οικονομικά» (1974), «Από την Κατοχή στον Εμφύλιο» (1994) κ.ά.
5. Χρ. Κατσάμπας (1893- 1984) στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του “Πιστεύοντας εις το μέλλον. Το χρονικό μιας προσπάθειας” (Αθήνα 1966) περιγράφει με έντονο τρόπο πως ενώ «η κλωστοϋφαντουργία βάμβακος είχεν εξαιρεθεί υπό της Αμερικανικής Αποστολής πάσης βοηθείας» κατάφερε να κάνει εισαγωγές μηχανημάτων απ’ τη Γερμανία και άλλες χώρες αλλά και να χρηματοδοτηθεί από Αμεκάνικη Τράπεζα χωρίς κυβερνητική ή τραπεζική εγγύση… Έτσι έστησε την «Πειραϊκή-Πατραϊκή», που ήταν η αγαπημένη του τραπεζικού κεφαλαίου.
6. Ο Δημήτρης Μπάτσης, νομικός και οικονομολόγος, γεννήθηκε στην Αθήνα 1916. Γόνος πλούσιας μεγαλοαστικής οικογενείας, ήταν γιος του βασιλόφρονα ναυάρχου Α. Μπάτση, που καταγόταν από τα Ψαρά και μητέρα του ήταν η Αν. Πρίντεζη, από τη Σύρο.
Φοίτησε στο Βαρβάκειο ή το Πειραματικό Σχολείο, σύμφωνα με τη μαρτυρία της κόρης του Ελένης. Σπούδασε Νομικά και Οικονομικά και μιλούσε άριστα Γαλλικά και Αγγλικά. Ήταν μάχιμος δικηγόρος και μέλος της «Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Νεοελληνικών Προβλημάτων «Επιστήμη –Ανοικοδόμηση», γνωστής με τα αρχικά «ΕΠ-ΑΝ», που ιδρύθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1945, μαζί με τον πρύτανη του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου Νικόλαο Κιτσίκη.
Υπήρξε αρχικά συντάκτης και υπεύθυνος σύνταξης, ενώ από το 6ο τεύχος του ήταν εκδότης και διευθυντής στο δεκαπενθήμερο επιστημονικό περιοδικό «Ανταίος», το οποίο κυκλοφορούσε από τις 20 Μαΐου 1945 έως τον Ιούνιο του 1951.
Στο περιοδικό δημοσίευσε κατ’ αρχή από τις 10 Μαΐου 1946 κείμενα που αποτέλεσαν αργότερα το υλικό για το βιβλίο «Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα», όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται και στην υπογραφή της «σύμβασης Cooper». (Με τη σύμβαση αυτή παραχωρήθηκε η εκμετάλλευση των νερών του ποταμού Αχελώου στις αμερικάνικες εταιρείες Hugh Cooper and Co Inc και Chemical Construction Corporation. Η σύμβαση, που υπογράφτηκε το 1940, προσέφερε απίστευτα προνόμια στις εταιρίες που έφτιαξαν τα Αμερικανοί και θα διαρκούσε μέχρι τις 31.12.2010!! Μπορούσε μάλιστα να ανανεωθεί άλλα 25 χρόνια! Τελικά λόγω του πολέμου, η σύμβαση δεν πρόλαβε να εκτελεστεί).
Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού υπογράμμιζε πως «προϋπόθεση για να τεθούν τα θεμέλια της ανοικοδόμησης, στο απώτερο μέλλον σε πλατιές και κοινωνιστικές βάσεις είναι να λευτερωθή ο λαός και η οικονομία του από κάθε αντιπαραγωγικό, αντιοικονομικό και εκμεταλλευτικό μπόδιο που έστηνε στην πρόοδο της χώρας μια μονοπωλιακή κερδοσκοπική ολιγαρχία».
Ο Δ. Μπάτσης Συνελήφθη στις 23 Οκτωβρίου 1951 από την Ασφάλεια Πειραιά και η δίκη του στο Α΄ Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών άρχισε στις 15 Φεβρουαρίου 1952, με την κατηγορία της «διενέργειας κατασκοπείας κατά των συμφερόντων του κράτους». Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε μαζί με το Νίκο Μπελογιάννη, τον Ηλία Αργυριάδη και το Νίκο Καλούμενο στις 4 περίπου ξημέρωμα Κυριακής στις 30 Μάρτη 1952. Όλοι τους μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο του Γουδή, πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία και ο τυφεκισμός τους έγινε με το φως των προβολέων των στρατιωτικών αυτοκινήτων, ενώ τάφηκαν την ίδια μέρα στο Γ΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Ήταν παντρεμένος δύο φορές και από τον πρώτο του γάμο με τη Λίνα Αιλιανού είχε αποκτήσει το 1942, μια κόρη την Ελένη Μπάτση-Λυκιαρδοπούλου, και σε δεύτερο γάμο παντρεύτηκε με την Λίλιαν Καλαμάρο-Black.
7. Η ΟΥΝΡΑ (UNRA — United Nations Relief and Rehadiliation Administration — Οργανισμός Διοίκησης Βοήθειας και Αποκαταστάσεως Ηνωμένων Εθνών) ιδρύθηκε το 1943 από 43 κράτη, που στη συνέχεια αποτέλεσαν μέλη του ΟΗΕ, με αντικειμενικό σκοπό να βοηθήσει οικονομικά τις χώρες που είχαν πληγεί από τις δυνάμεις του φασιστικού άξονα. Κάθε μέλος τηςΟΥΝΡΑ διέθετε στο ταμείο της οργάνωσης, για την εξυπηρέτηση των σκοπών της, το 1% του εθνικού του εισοδήματος. Αυτή ήταν η εικόνα. Αλλά πίσω από την εικόνα βρισκόταν η ουσία ότι Η ΟΥΝΡΑ στην πραγματικότητα ήταν όργανο στα χέρια των Ηνωμένων Πολιτειών, έχοντας ως κύριο σκοπό να εξασφαλίσει την αμερικανική οικονομική διείσδυση σε μια σειρά από χώρες. Και δεν είναι καθόλου δύσκολο να καταλάβει κανείς πως έτσι είχαν τα πράγματα αν λάβει υπόψη του ότι το 73% των κεφαλαίων της ΟΥΝΡΑ ήταν αμερικανικά. «Η οργάνωση αυτή — γράφει ο Σπ. Θεοδωρόπουλος — αποτελούσε τον “ανιχνευτή”, την προκάλυψη της αμερικανοκρατίας στην Ελλάδα… Παρά την προμετωπίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών που είχε, ήταν ουσιαστικά μια αμερικανική οργάνωση, στελεχωμένη και ελεγχόμενη απολύτως από τους Αμερικανούς».
Η ΟΥΝΡΑ εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα την 1.4.1945 και μέσα στη διετία 1945–1947 εισήγαγε στη χώρα μας τρόφιμα αξίας 171,9 εκατομμυρίων δολαρίων. Για τον εξοπλισμό της γεωργίας διέθεσε μηχανήματα κλπ. αξίας 45 εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ για φάρμακα διέθεσε το ποσό των 7.540.000 δολαρίων. Τα νούμερα ίσως να φαίνονται εντυπωσιακά αλλά η αλήθεια που κρύβεται πίσω από αυτά είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή. Το 1952 ο Κ. Βαρβαρέσος — που το ’45 είχε διατελέσει και υπουργός Εφοδιασμού — ομολογούσε ότι για να συμπληρώσει την βοήθεια της ΟΥΝΡΑμτο ελληνικό δημόσιο υποχρεώθηκε να διαθέσει «ολόκληρον το συναλλαγματικόν απόθεμα της χώρας». Βέβαια, απ’ αυτό δεν προκύπτει μόνο το απλοϊκό συμπέρασμα ότι η βοήθεια της ΟΥΝΡΑ ήταν μικρή σε σχέση με τις ελληνικές ανάγκες. Το πραγματικό πρόβλημα μ’ αυτή τη βοήθεια ήταν ο τρόπος με τον οποίο την διέθεταν οι Αμερικανοί. Τα είδη της ΟΥΝΡΑ πουλιούνταν στην ελληνική αγορά. Πολλά όμως απ’ αυτά τα είδη δίνονταν δωρεάν, γεγονός που — κατά τον υμνητή της εν λόγω οργάνωσης Εμμ. Μαρκόγλου — «ανέπτυξεν ευνοιοκρατία και διαφθοράν»
Τις πρώτες ύλες της ΟΥΝΡΑ και καθετί που μπορούσε να αποφέρει πλουτισμό τα άρπαζαν οι βιομήχανοι, οι παλιοί συνεργάτες των Γερμανών και κάθε λογής κομπιναδόροι, που στη συνέχεια αποτέλεσαν τους στυλοβάτες της αμερικανοκρατίας. «Το κακό — γράφει ο Σπ. Θεοδωρόπουλος αναφερόμενος στη βοήθεια της ΟΥΝΡΑ — είναι ότι αυτός ο πακτωλός αντί να διοχετευτεί εκεί που θα έπιανε ουσιαστικό τόπο… προωθήθηκε εκεί ακριβώς που θα δημιουργούσε τις πρώτες προσβάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα, ένα δίκτυο “πιστών ημετέρων” της Αμερικής στην Ελλάδα». Ετσι θεμελιώθηκε μια πρώτη αλλά ισχυρή βάση οικονομικής διείσδυσης του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα, που έκανε δυνατή στη συνέχεια και την επιτυχή εφαρμογή του Δόγματος Τρούμαν. (Τα στοιχεία για την ΟΥΝΡΑ είναι απ’ το «Ριζοσπάστη» της 17.3.2002).
Δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στο χωριό Ρετσιανά Άρτας το 1958. Τελείωσε το εξατάξιο Α’ Γυμνάσιο Αρρένων Άρτας. Σπούδασε στο Τμήμα Οικονομικών Σπουδών της Νομικής Σχολής Αθηνών. Για 28 χρόνια κάλυψε το υγειονομικό ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» του οποίου υπήρξε –όπως και στον «Οδηγητή»- μέλος της Συντακτικής Επιτροπής.
Μέχρι το 2021, και για 29 χρόνια, είχε την επιμέλεια της μηνιαίας εφημερίδας «Ο Συνταξιούχος του ΟΑΕΕ». Επίσης είχε την επιμέλεια του site www.posoaee.gr (2014–2021). Απ’ το 2019 είναι μέλος της Συντακτικής Επιτροπής, που επανεξέδωσε τη μηνιαία εφημερίδα «Πανηπειρωτική», όργανο της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδας (ΠΣΕ), στους κόλπους της οποίας δραστηριοποιούνται πάνω από 450 πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια σωματεία (Αδελφότητες, Ενώσεις και Ομοσπονδίες). Το 2022 εκλέχτηκε και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΠΣΕ.
Είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών. Το 2005 βραβεύτηκε απ΄ το Ίδρυμα Προαγωγής Δημοσιογραφίας Αθανασίου Βασ. Μπότση με το «Βραβείο Ανθρωπιστικού Ρεπορτάζ», για τον τρόπο παρουσίασης των θεμάτων Υγείας και Πρόνοιας από τις σελίδες του «Ριζοσπάστη».
Συνταξιοδοτήθηκε απ’ το «Ριζοσπάστη» το 2015