Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Μακιαβέλι, η πανδημία και οι «ηγεμόνες» μας

 Γρά­φει ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

Αν κανείς – «μένο­ντας σπίτι»-αφιερώσει πολ­λές ώρες βλέ­πο­ντας τηλε­ό­ρα­ση, σερ­φά­ρο­ντας στο δια­δί­κτυο ή και δια­βά­ζο­ντας τις περισ­σό­τε­ρες εφη­με­ρί­δες, δύσκο­λα θα «γλι­τώ­σει» από το αίσθη­μα του φόβου. Ενός καλ­λιερ­γού­με­νου μεθο­δι­κά και πολύ­μορ­φα αισθή­μα­τος παρα­λυ­τι­κού, που νεκρώ­νει σκέ­ψεις και αισθή­σεις.  Από την πρώ­τη άλλω­στε στιγ­μή η κυβέρ­νη­ση μας συνέ­βα­λε και έκα­νε λόγο για «πόλε­μο ενά­ντια σε έναν αόρα­το εχθρό»…

 Η καλ­λιέρ­γεια των φόβων κάθε είδους απο­τε­λού­σε στα­θε­ρά και ανά τους αιώ­νες ένα βασι­κό εργα­λείο κοι­νω­νι­κού ελέγ­χου και κατα­στο­λής, ιδιαί­τε­ρα σε περιό­δους κρί­σης (π.χ πόλε­μοι, λοι­μοί κλπ). Ως εργα­λείο για να μπο­ρέ­σουν να ελέγ­ξουν μια κατά­στα­ση ή να περά­σουν αντι­λαϊ­κά μέτρα που στο­χεύ­ουν, στο διηνεκές.

Έγρα­φε προ­φη­τι­κά ο Νικο­λό Μακια­βέ­λι στον «Ηγε­μό­να του» (οι υπο­γραμ­μί­σεις δικές μας):

«…Από αυτό προ­κύ­πτει ένα ερώ­τη­μα: αν είναι καλύ­τε­ρο για τον ηγε­μό­να να τον αγα­πούν μάλ­λον παρά να τον φοβού­νται ή το αντί­θε­το. Η απά­ντη­σή μου είναι η εξής: θα ήταν καλό για τον ηγε­μό­να να τον αγα­πούν και συγ­χρό­νως να τον φοβού­νται. Επει­δή όμως είναι δύσκο­λο να συνυ­πάρ­χουν αγά­πη και φόβος, είναι πολύ πιο ασφα­λές για τον ηγε­μό­να vα τον φοβού­νται παρά να τον αγα­πούν, όταν λεί­πει το ένα από τα δύο.

 Για τους ανθρώ­πους μπο­ρού­με να πού­με γενι­κά πως είναι αχά­ρι­στοι, ευμε­τά­βλη­τοι, ψεύ­τες και υπο­κρι­τές, απο­φεύ­γουν τους κιν­δύ­νους και απο­ζη­τούν το κέρ­δος. Κι όσο τους ευερ­γε­τείς, είναι δικοί σου, σου προ­σφέ­ρουν το αίμα, τη ζωή, τα παι­διά τους (όπως ανέ­φε­ρα πιο πάνω), όταν ο κίν­δυ­νος είναι μακριά. Όταν όμως ο κίν­δυ­νος πλη­σιά­ζει σε αρνού­νται και εξε­γεί­ρο­νται Και ο ηγε­μό­νας που στη­ρί­ζε­ται απο­κλει­στι­κά στο λόγο τους, αν βρε­θεί απρο­ε­τοί­μα­στος τη στιγ­μή του κιν­δύ­νου, κατα­στρέ­φε­ται. Οι φιλί­ες που απο­κτάς με υλι­κά ανταλ­λάγ­μα­τα και όχι με την ικα­νό­τη­τα και το μεγα­λείο της ψυχής σου εξα­γο­ρά­ζο­νται, αλλά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν τις έχεις, και τη στιγ­μή της ανά­γκης δεν μπο­ρείς να χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις. Οι άνθρω­ποι ευκο­λό­τε­ρα βλά­πτουν κάποιον που είναι αγα­πη­τός παρά έναν που προ­κα­λεί φόβο, επει­δή η αγά­πη βασί­ζε­ται σε έναν ηθι­κό δεσμό, ο οποί­ος, καθώς οι άνθρω­ποι είναι κακοί, δια­λύ­ε­ται κάθε φορά που έρχε­ται σε σύγκρου­ση με το συμ­φέ­ρον τους, ενώ ο φόβος παρα­μέ­νει στα­θε­ρός από τον τρό­μο της τιμω­ρί­ας που δεν σε αφή­νει ποτέ.

Παρ’ όλα αυτά, ο ηγε­μό­νας πρέ­πει να κατα­φέ­ρει να τον φοβού­νται με τέτοιον τρό­πο, ώστε αν δεν μπο­ρεί να κερ­δί­σει την αγά­πη των υπη­κό­ων του, του­λά­χι­στον να απο­φεύ­γει το μίσος, επει­δή εύκο­λα μπο­ρεί να συν­δυα­στεί ο φόβος με την απου­σία μίσους. Κι αυτό θα συμ­βαί­νει πάντα, αν ο ηγε­μό­νας απέ­χει από τα αγα­θά των πολι­τών, των υπη­κό­ων του και από τις γυναί­κες τους. Και αν πρέ­πει να σκο­τώ­σει κάποιον, οφεί­λει να το κάνει όταν υπάρ­χει μια κατάλ­λη­λη δικαιο­λο­γία και ολο­φά­νε­ρη αφορ­μή. Όμως, κυρί­ως, πρέ­πει να μην αγγί­ζει την περιου­σία των άλλων, επει­δή οι άνθρω­ποι ξεχνούν ευκο­λό­τε­ρα τον θάνα­το του πατέ­ρα τους από την απώ­λεια της περιου­σί­ας τους. Εξάλ­λου, οι λόγοι για να αφαι­ρέ­σεις το βιος κάποιου δεν λεί­πουν ποτέ και πάντα εκεί­νος που αρχί­ζει να ζει με αρπα­γές βρί­σκει λόγους για να κάνει δική του την περιου­σία των άλλων…»

Φυσι­κά εδώ ο καλ­λιερ­γού­με­νος φόβος γίνε­ται για «το καλό μας». Δηλα­δή συνυ­πάρ­χουν οι απα­γο­ρεύ­σεις (άγνω­στο μέχρι πότε…) με την προ­σπά­θεια να μην καλ­λιερ­γη­θεί μίσος (και άρα τιμω­ρία) για τους κυβερ­νώ­ντες αλλά αντί­θε­τα χει­ρο­κρό­τη­μα και πλή­ρη υπο­τα­γή για­τί «με τα μέτρα τους μας έσω­σαν και δεν γίνα­με π.χ Ιταλία»,

Όμως ο Μακια­βέ­λι προει­δο­ποιεί ότι «…οι άνθρω­ποι ξεχνούν ευκο­λό­τε­ρα τον θάνα­το του πατέ­ρα τους από την απώ­λεια της περιου­σί­ας τους…» και εδώ αρχί­ζουν τα «δύσκο­λα» μιας και η κυβέρ­νη­ση με τα μέτρα που έχει ανα­κοι­νώ­σει μπο­ρεί να καμα­ρώ­νει ότι «συνέ­βα­λε στη μη εξά­πλω­ση του κορο­νοϊ­ου» όμως δεν θα μπο­ρεί να καμα­ρώ­νει ότι εμπό­δι­σε «την δρα­μα­τι­κή εξά­πλω­ση της φτώ­χειας» το επό­με­νο διά­στη­μα και άρα την “απώ­λεια της περιου­σί­ας” των πολλών…

Ο φόβος μπο­ρεί πολύ συχνά να μας παρα­λύ­ει ή μας οδη­γεί σε φυγή. Αλλά, αν τυχόν πάμε απέ­να­ντι στο φόβο (αν δηλα­δή ερμη­νεύ­σου­με σωστά τις πραγ­μα­τι­κές αιτί­ες και τους ενό­χους της υπάρ­χου­σας κατά­στα­σης) μπο­ρού­με να τον ξεπε­ρά­σου­με κιό­λας. Με αυτή την έννοια οι φόβοι θα πρέ­πει να γίνουν ενέρ­γεια και δρά­ση για ένα καλύ­τε­ρο αύριο κι όχι για να μας καθη­λώ­σουν σε κάτι χειρότερο. 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο