Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Μαξίμ Γκόρκι και το Παιδί… — 20 Νοεμβρίου: Παγκόσμια Ημέρα για τα δικαιώματα του παιδιού

Επι­μέ­λεια Τασ­σώ Γαΐ­λα //
Αρθρογράφος-Ερευνήτρια

20 Νοεμ­βρί­ου: καθιε­ρω­μέ­νη Παγκό­σμια Ημέ­ρα Δια­κή­ρυ­ξης και Υπο­γρα­φής της σύμ­βα­σης για τα δικαιώ­μα­τα του παι­διού ενώ σε λίγο και στις 11 του Δεκέμ­βρη ακο­λου­θεί μια ακό­μα γιορ­τή παγκό­σμια και λαμπρή αυτή της  Παγκό­σμιας Ημέ­ρας Παιδιού…

Παρά­τες, φιέ­στες, δώρα για τα παι­δά­κια, εμπο­ρι­κή εκμε­τάλ­λευ­ση στο έπαρ­κον προς δόξα του συστή­μα­τος, ανα­λύ­σεις και στα­στι­στι­κές περί εκμε­τάλ­λευ­σης, φτώ­χειας και αναλ­φα­βη­τι­σμού παι­διών σε πολ­λές χώρες του πλα­νή­τη γη…

Ενά­μι­ση αιώ­να πριν και στις 28 Μαρ­τί­ου 1868, θα γεν­νη­θεί στο μακρι­νό Νίζ­νι Νόβγκο­ροντ της τότε Ρώσι­κης Αυτο­κρα­το­ρί­ας και μέσα σε πολύ φτω­χι­κό περι­βάλ­λον ο Αλε­ξέι Μαξί­μο­βιτς Πεσκόφ ο μετέ­πει­τα κορυ­φαί­ος κλα­σι­κός της παγκό­σμιας λογο­τε­χνί­ας Μαξίμ Γκόρκι(Maxim Gorky). Συμπλη­ρώ­θη­καν, λοι­πόν, εφέ­τος 150 χρό­νια από τη γέν­νη­ση του και με αυτή την αφορ­μή ανα­ζη­τώ­ντας ένα μικρό σχε­τι­κά διή­γη­μα του — μα άγνω­στο και αμε­τά­φρα­στο μέχρι τώρα στα Ελλη­νι­κά για δια­γώ­νι­σμα στο μάθη­μα Ρώσι­κης λογο­τε­χνί­ας — «έπε­σα» από ευτυ­χή σύμ­πτω­ση σε αυτό το… μιας ανά­σας διή­γη­μα του Αλε­ξέι Μαξί­μο­βιτς, διή­γη­μα ‑ίσως ένα από τα καλύ­τε­ρα του‑, γραμ­μέ­νο μόλις το 1902. (Και, θα περά­σουν 4 ακό­μα χρό­νια όταν το 1906 θα κυκλο­φο­ρή­σει ο νεα­ρός Αλε­ξέι το αρι­στούρ­γη­μα του ‘ύμνο’ στους εργά­τες όλης της γης το Μάνα, έργο δια­χρο­νι­κό και επί­και­ρο όσο ποτέ…).

Επί­και­ρο… όσο ποτέ και το μικρό αυτό διή­γη­μα που ανα­κά­λυ­ψα- και ομο­λο­γώ δεν το γνώ­ρι­ζα ‑το διή­γη­μα με τίτλο Το Παι­δί, πινε­λιά λες γορ­γή του μεγά­λου ρεα­λι­στή συγ­γρα­φέα, που έχει κάτι το τρα­γι­κό και μαζί σπαρακτικό.

Μέσα από τις λίγες του γραμ­μές στο Το Παι­δί ανα­δει­κνύ­ε­ται σε όλο της το μεγα­λείο η υπέ­ρο­χη ανθρω­πιά του συγ­γρα­φέα και η αγά­πη του προς το παι­δί, το μέλ­λον της ανθρωπότητας…

Οι εξε­τά­σεις πέρα­σαν τον Ιού­νη, οι σπου­δα­στές κλή­θη­καν εκτός άλλων εργα­σιών να μετα­φρά­σουν το διή­γη­μα από τα Ελλη­νι­κά στα Ρωσι­κά, εμείς θα κλη­θού­με με συνει­δη­τή απου­σία εκ μέρους μου βαρύ­γδου­πης και με ξύλι­νης γλώσ­σας κρι­τι­κή να απο­λαύ­σου­με το ταλέ­ντο του συγ­γρα­φέα και να τιμή­σου­με τη προ­σφο­ρά του σε όλους μας, δια­βά­ζο­ντας το στην δική μου από­δο­ση στη
γλώσ­σα μας για το δια­γώ­νι­σμα… Τιμή στον Αλε­ξέι Μαξί­μο­βιτς … και λόγω της ημέ­ρας και στα παι­διά όλου του κόσμου…

Ένα Παι­δί

Μια βρα­διά, κου­ρα­σμέ­νος από τη δου­λειά, είχα ξαπλώ­σει κατά­χα­μα στη γωνιά ενός μεγά­λου πέτρι­νου σπι­τιού. Οι κόκ­κι­νες ακτί­νες του ήλιου που βασί­λευε έκα­ναν να φαί­νο­νται πιο πολύ οι βαθειές ρωγ­μές του τοί­χου και οι κηλί­δες της λάσπης.

Μέσα στο σπί­τι, νύκτα και μέρα, σαν ποντί­κια μέσα σε υπό­γειο τρι­γυρ­νού­σαν άνθρω­ποι πει­να­σμέ­νοι και βρώ­μι­κοι. Τα σώμα­τα τους ήταν σκε­πα­σμέ­να με κου­ρέ­λια και οι ψυχές τους ήταν το ίδιο μολυ­σμέ­νες και βρώ­μι­κες σαν τα κορ­μιά τους.

Από τα παρά­θυ­ρα του σπι­τιού ξέφευ­γε σαν πυκνός κι αργός καπνός μιας φωτιάς, ο βαρύς και μονό­το­νος θόρυ­βος της ζωής, που κυλιό­ταν στη λάσπη εκεί μέσα.Βυθισμένος σε μια νάρ­κη, άκου­γα αυτή την κολα­σμέ­νη βουή.

Ξαφ­νι­κά, πλάι μου, από ένα σωρό άδεια βαρέ­λια και παλιές κάσες ήρθε μια λεπτή και γλυ­κειά φωνή:

Νάνι, νάνι το παι­δά­κι το καλό μου κάνει νάνι.

Ποτέ μου δεν είχα ακού­σει μέσα σ’ αυτό το σπί­τι τις μητέ­ρες να νανουρίζουν

τα παι­διά τους με τόση τρυ­φε­ρό­τη­τα. Σηκώ­θη­κα αθό­ρυ­βα κι έρι­ξα μια ματιά πίσω από τα βαρέ­λια. Ένα μικρό κορι­τσά­κι ήταν καθι­σμέ­νο πάνω σε μια κάσα.Είχε γεί­ρει το μικρό του κεφα­λά­κι, κου­νιό­τα­νε ρυθ­μι­κά και ήρε­μα και τρα­γου­δού­σε με ύφος στοργικό:

Νάνι νάνι το παιδάκι
η μαμά θα ρθεί σε λίγο
να του φέρει τα γλυ­κά του…

Με τα μικρά βρώ­μι­κα χερά­κια του κρα­τού­σε ένα ξύλι­νο κου­τά­λι ντυ­μέ­νο με ένα κόκ­κι­νο κου­ρέ­λι και το κοι­τού­σε με τα μεγά­λα του μάτια. Μάτια ωραία, φωτει­νά και θλιμ­μέ­να, με μια θλί­ψη σπά­νια στα παι­διά. Η έκφρα­ση τους μου έκα­νε τέτοια εντύ­πω­ση, ώστε δεν πρό­σε­χα πια την βρω­μιά του προ­σώ­που και των χεριών του.

Πάνω από το κορι­τσά­κι και σαν σύνε­φο από βρώ­μι­κο καπνό, περ­νού­σαν φωνές, βλα­στή­μιες, μεθυ­σμέ­να λόγια, κλά­μα­τα. Γύρω του, πάνω στη λασπω­μέ­νη γη, όλα ήταν σπα­σμέ­να, κολο­βά, και ο ήλιος που βασί­λευε έκα­νε τα κόκ­κι­να λεί­ψα­να των ξεγο­φια­σμέ­νων κασο­νιών να φαί­νο­νται πέν­θι­μα σαν ερεί­πια μεγά­λης οικο­δο­μής κατε­δα­φι­σμέ­νης από τα ανή­λια χέρια της φτώχιας.

Έκα­να μια άθε­λη κίνη­ση και το κορι­τσά­κι στρά­φη­κε , με διέ­κρι­νε και τα μάτια του καρ­φώ­θη­καν πάνω μου καχύ­πο­πτα. Ζάρω­σε ολό­κλη­ρο σαν μικρό ποντί­κι μπρο­στά στη γάτα. Εγώ, κοί­τα­ζα με χαμό­γε­λο το δει­λό, λυπη­μέ­νο και βρώ­μι­κο προ­σω­πά­κι του. Εκεί­νο έσφι­ξε με δύνα­μη τα χεί­λη του και τρέ­μι­σαν τα λεπτά του βλέ­φα­ρα. Μετά σηκώ­θη­κε, κι αφού τίνα­ξε με πολυά­σχο­λο ύφος το κου­ρε­λια­σμέ­νο φου­στά­νι του που με τα βίας δια­τη­ρού­σε το πρω­τι­νό κόκ­κι­νο χρώ­μα του, έβα­λε την κού­κλα στην τσέ­πη και έπει­τα με φωνή καθα­ρή και παλό­με­νη με ρώτησε:

-Τι κοι­τάς;

Θα ήταν περί­που έντε­κα χρο­νών κι ήταν λεπτή κι αδύ­να­τη. Με κοι­τού­σε προ­σε­κτι­κά με τα βλέ­φα­ρα της να τρέ­μουν διαρκώς. 

-Ε, λοι­πόν; Συνέ­χι­σε μετά από ένα λεπτό σιω­πής. Τι θέλεις;

-Τίπο­τα… Παί­ξε… Θα φύγω αμέ­σως, απάντησα.

Τότε έκα­νε ένα βήμα προς εμέ­να, το πρό­σω­πο της κατσού­φια­σε και μου είπε με δυσφορία:

-Έλα μαζί μου… Θα μου δώσεις δεκα­πέ­ντε καπίκια.

Δεν κατά­λα­βα αμέ­σως. Όμως θυμά­μαι πως έφρι­ξα από ένα προ­αί­σθη­μα ότι θα άκου­γα κάτι τρομερό.

Το κορι­τσά­κι ήρθε πολύ κοντά μου , σφί­κτη­κε επά­νω μου, και απο­φεύ­γο­ντας το βλέμ­μα μου, συνέ­χι­σε με άχρω­μη και μονό­το­νη φωνή:

-Πάμε, δεν έχω όρε­ξη να τρέ­χω στους δρό­μους… να γυρεύω πελάτη…

Ύστε­ρα δεν μπο­ρώ να βγω… Ο ερα­στής της μάνας μου πού­λη­σε το φου­στά­νι μου… για να αγο­ρά­σει βότ­κα… Πάμε!… Χωρίς να πω λέξη την έσπρω­ξα απα­λά. Με κοί­τα­ξε καχύ­πο­πτα, σαν να μην κατα­λά­βαι­νε και τα χεί­λη της κινή­θη­καν σπα­σμω­δι­κά. Τελι­κά σήκω­σε το κεφά­λι κοι­τώ­ντας ψηλά με ορθά­νοι­χτα καθα­ρά και θλιμ­μέ­να μάτια και μου είπε χαμη­λό­φω­να και στεναχωρεμένα:

-Νομί­ζεις… επει­δή είμαι μικρή… ότι θα φωνά­ξω… Μη φοβά­σαι… Άλλο­τε… είναι αλή­θεια… φώνα­ξα… αλλά τώρα πιά…

Απο­μα­κρύν­θη­κα έχο­ντας μέσα στην καρ­διά μου μια ανέκ­φρα­στη φρί­κη και το βλέμ­μα δυο παι­δι­κών φωτει­νών ματιών.

Μαξίμ Γκόρ­κι-1902.

Τι λέτε, ΑθΑΝΑΤΟΣ;

Τα παι­δι­κά χρόνια/ Στα ξένα χέρια/ Τα Πανε­πι­στή­μια μου, τα τρία μέρη της  αυτο­βιο­γρα­φί­ας του Αλε­ξέι Μαξί­μο­βιτς που σαφώς από αυτά οφεί­λει να ξεκι­νή­σει τη μελέ­τη του έργου του συγ­γρα­φέα κάθε νέος ανα­γνώ­στης του που ταυ­τό­χρο­να επι­διώ­κει να εντρι­φύ­σει και στην προ­σω­πι­κό­τη­τα και τον χαρα­κτή­ρα του συγ­γρα­φέα, συγ­γρα­φέα που εκτός από την από­λυ­τη ορφάνεια
και φτώ­χεια γνώ­ρι­σε στην πορεία της ζωής του διώ­ξεις, φυλα­κί­σεις, ασθέ­νειες κι όμως αρχί­ζο­ντας να γρά­φει από τις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του 1890, μπή­κε στα γράμ­μα­τα και έμει­νε για πάντα…

Τον δια­χρο­νι­κό μέχρι σήμε­ρα Αλε­ξέι Μαξί­μο­βιτς Πεσκόφ , ιδρυ­τή του σοσια­λι­στι­κού λογο­τε­χνι­κού ρεα­λι­σμού με τον απλό απέ­ριτ­το λόγο… η από­λυ­τη απελ­πι­σία, η ‘μαύ­ρη από­γνω­ση’ οδή­γη­σε τον Δεκέμ­βρη του 1868 κι όταν ο Αλε­ξέι ήταν μόλις 19 ετών σε αυτο­πυ­ρο­βο­λι­σμό με παλιό πιστό­λι. Ευτυ­χώς για την ανθρω­πό­τη­τα η από­πει­ρα υπήρ­ξε ανε­πι­τυ­χής, το τραύ­μα όμως εκεί­νο τον κυνη­γού­σε ισόβια…

Σύμ­πτω­ση; Το 1902 χρο­νιά που ο Αλε­ξέι έγρα­ψε Το Παι­δί, είναι κι η χρο­νιά που θα γνω­ρί­σει τον Βλα­ντη­μή­ρα Ιλίτς Λένιν ηγέ­τη της Επα­νά­στα­σης και της Κομ­μου­νι­στι­κής Διε­θνούς και θα γίνουν αμέ­σως φίλοι.

Παγκό­σμιες ημέ­ρες … Τα ψεύ­τι­κα τα λόγια τα μεγάλα…Ημέρα παι­διού, ημέ­ρα υπο­κρι­σί­ας , εμπο­ρι­κής αισχρο­κέρ­διας, κατα­νά­λω­σης … Παγκό­σμια Λογο­τε­χνία, Ρώσι­κη κλα­σι­κή λογο­τε­χνία, λογο­τε­χνία αφύπνισης…

Η πορεία ζωής και λογο­τε­χνι­κής δια­δρο­μής του Αλε­ξέι Μαξί­μο­βιτς Πεσκόφ, Αλε­ξέι Γκόρ­κι- το λογο­τε­χνι­κό του ψευδώνυμο‑, στα­μά­τη­σε με το θάνα­το του στις 18 Ιου­νί­ου του 1936 όταν ήταν 68 ετών και στην Μόσχα της τότε ΕΕΣΔ.

Σημεί­ω­ση: Από την έρευ­να μου δεν ανα­κά­λυ­ψα προη­γού­με­νη μετά­φρα­ση του αρι­στουρ­γη­μα­τι­κού αυτού διη­γή­μα­τος του Γκόρ­κι. Αυτό δεν σημαί­νει ότι δεν έχει μετα­φρα­στεί παλιό­τε­ρα στην Ελλη­νι­κή ‚επο­μέ­νως η δική μου από­δο­ση στην γλώσ­σα μας ‚λογικά,δεν θα είναι η πρώτη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο