Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Μαρξ και τα… «απρόσμενα κέρδη» των καπιταλιστών

Γρά­φει ο Νίκος Μότ­τας //

«Είναι λάθος ο όρος υπερ­κέρ­δη, ο σωστός όρος είναι απρό­σμε­να κέρ­δη». Επί­σης «είναι λάθος να κατα­τάσ­σου­με τα υπερ­κέρ­δη στην αισχρο­κέρ­δεια». Αυτά είπε ο μεγα­λο­ε­πι­χει­ρη­μα­τί­ας Γ. Βαρ­δι­νο­γιάν­νης μιλώ­ντας στους μετό­χους μιας εκ των εται­ρειών του.

«Απρό­σμε­νη», λοι­πόν, η κερ­δο­φο­ρία των καπι­τα­λι­στών… Δεν την περι­μέ­νουν, δεν κάνουν τα πάντα για να την επι­τύ­χουν, δεν είναι θεμέ­λιος λίθος της ίδιας τους της επι­χει­ρη­μα­τι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας. Έρχε­ται ως απο­τέ­λε­σμα σκλη­ρής εργασίας…

Πράγ­μα­τι. Η κερ­δο­φο­ρία τους είναι ο ιδρώ­τας και το αίμα του εργά­τη. Αυτού δηλα­δή που βάζει σε κίνη­ση τα μέσα παρα­γω­γής, που παρά­γει το κοι­νω­νι­κό πλού­το και, ως εκ τού­του, το κέρ­δος του καπιταλιστή.

Πως έρχο­νται, άρα­γε, τα… «απρό­σμε­να κέρ­δη» του κάθε Βαρ­δι­νο­γιάν­νη; Ο λόγος στον Μαρξ:

«Για να μπο­ρεί όμως ο κάτο­χος του χρή­μα­τος να βγά­ζει αξία από την κατα­νά­λω­ση έπρε­πε να ‘ναι τόσο τυχε­ρός ώστε ν’ ανα­κα­λύ­ψει μέσα στη σφαί­ρα της κυκλο­φο­ρί­ας, στην αγο­ρά, ένα εμπό­ρευ­μα που η ίδια η αξία του χρή­σης να ‘χει την ιδιό­μορ­φη ιδιό­τη­τα να ‘ναι πηγή αξί­ας, που η ίδια η πραγ­μα­τι­κή του κατα­νά­λω­ση να ‘ναι λοι­πόν αντι­κει­με­νο­ποί­η­ση της εργα­σί­ας κι επο­μέ­νως προ­τσές δημιουρ­γί­ας αξί­ας. Και ο κάτο­χος του χρή­μα­τος βρί­σκει στην αγο­ρά ένα τέτοιο ειδι­κό εμπό­ρευ­μα — την ικα­νό­τη­τα για εργα­σία, δηλα­δή την εργα­τι­κή δύνα­μη […] Το κεφά­λαιο γεν­νιέ­ται μόνο εκεί όπου ο κάτο­χος μέσων παρα­γω­γής και μέσων συντή­ρη­σης βρί­σκει στην αγο­ρά τον ελεύ­θε­ρο εργά­τη σαν που­λη­τή της εργα­τι­κής του δύνα­μης, και αυτός ο ένας ιστο­ρι­κός όρος περι­κλεί­νει μέσα του μιαν ολό­κλη­ρη παγκό­σμια ιστο­ρία» («Το Κεφά­λαιο», τ. 1ος, σελ. 180, 183).

Το εμπό­ρευ­μα «εργα­τι­κή δύνα­μη» παρου­σιά­ζει μια ιδιο­μορ­φία η οποία ξεδι­πλώ­νε­ται στην δια­δι­κα­σία της παρα­γω­γής: Κατά την διάρ­κεια μιας εργά­σι­μης ημέ­ρας, που είναι η φυσι­κή μονά­δα μέτρη­σης της λει­τουρ­γί­ας της, μπο­ρεί και αυξά­νει το κεφά­λαιο απο­δί­δο­ντας κέρδη.

Γρά­φει επ’ αυτού ο Μαρξ:

«Οπως η αξία κάθε άλλου εμπο­ρεύ­μα­τος, και η αξία της εργα­τι­κής δύνα­μης καθο­ρί­ζε­ται από το χρό­νο εργα­σί­ας, που είναι ανα­γκαί­ος για την παρα­γω­γή, επο­μέ­νως και για την ανα­πα­ρα­γω­γή αυτού του ειδι­κού είδους… Ετσι, ο χρό­νος εργα­σί­ας, που είναι ανα­γκαί­ος για την παρα­γω­γή της εργα­τι­κής δύνα­μης, ανα­λύ­ε­ται στο χρό­νο εργα­σί­ας που είναι ανα­γκαί­ος για την παρα­γω­γή αυτών των μέσων συντή­ρη­σης, ή η αξία της εργα­τι­κής δύνα­μης είναι η αξία των μέσων συντή­ρη­σης, που είναι ανα­γκαία για τη συντή­ρη­ση του κατό­χου της» («Το Κεφά­λαιο», τ. 1ος, σελ. 183).

«Το μέρος, λοι­πόν, της εργά­σι­μης μέρας, που στη διάρ­κειά της συντε­λεί­ται αυτή η ανα­πα­ρα­γω­γή (σ.σ. της ημε­ρή­σιας αξί­ας της εργα­τι­κής δύνα­μης) το ονο­μά­ζω ανα­γκαίο χρό­νο εργα­σί­ας και την εργα­σία, που ξοδεύ­τη­κε στο διά­στη­μά της, ανα­γκαία εργα­σία. Ανα­γκαία για τον εργά­τη, για­τί είναι ανε­ξάρ­τη­τη από την κοι­νω­νι­κή μορ­φή της εργα­σί­ας του. Ανα­γκαία για το κεφά­λαιο και τον κόσμο του, για­τί ο κόσμος αυτός έχει για βάση του τη διαρ­κή ύπαρ­ξη του εργά­τη […] Η δεύ­τε­ρη περί­ο­δος του προ­τσές εργα­σί­ας, που ο εργά­της μοχθεί πέρα από τα όρια της ανα­γκαί­ας εργα­σί­ας, του στοι­χί­ζει βέβαια εργα­σία, ξόδε­μα εργα­τι­κής δύνα­μης, δε δημιουρ­γεί όμως αξία γι’ αυτόν. Δημιουρ­γεί υπε­ρα­ξία, που χαμο­γε­λά­ει του κεφα­λαιο­κρά­τη με όλες τις χάρες μιας δημιουρ­γί­ας εκ του μηδε­νός. Το μέρος αυτό της εργά­σι­μης μέρας το ονο­μά­ζω χρό­νο υπε­ρερ­γα­σί­ας και την εργα­σία που ξοδεύ­ε­ται στη διάρ­κειά του υπε­ρερ­γα­σία» («Το Κεφά­λαιο», τ. 1ος, σελ. 228 — 229).

Όλα τα παρα­πά­νω θα μπο­ρού­σαν να ειπω­θούν με μια και μόνο λέξη: Εκμε­τάλ­λευ­ση. Η οποία στο καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα όχι μόνο «απρό­σμε­νη» δεν είναι αλλά, αντί­θε­τα, απο­τε­λεί τον πυρή­να της ίδιας της ύπαρ­ξής και διαιώ­νι­σής του.

Όπως «απρό­σμε­να» δεν είναι τα εργο­δο­τι­κά εγκλή­μα­τα («εργα­τι­κά ατυ­χή­μα­τα»), η εντει­νό­με­νη εργα­σια­κή ζού­γκλα, οι συν­θή­κες «γαλέ­ρας» και οι ελα­στι­κές σχέ­σεις εργα­σί­ας, κλπ. Το κέρ­δος ήταν και είναι ο βασι­κός νόμος κίνη­σης του καπι­τα­λι­σμού, γι’ αυτό και οι κατε­χό­ντες τον πλού­το το επι­διώ­ξουν με κάθε μέσο και κάθε τρό­πο. Έτσι όπως το περιέ­γρα­φε πριν 156 χρό­νια ο Μαρξ:

«Το κεφά­λαιο το τρο­μά­ζει η έλλει­ψη κέρ­δους ή το πολύ μικρό κέρ­δος (…). Οταν το κεφά­λαιο έχει το ανά­λο­γο κέρ­δος, γίνε­ται τολ­μη­ρό. Με δέκα τα εκα­τό (10%) κέρ­δος αισθά­νε­ται τον εαυ­τό του σίγου­ρο και μπο­ρεί να το χρη­σι­μο­ποι­ή­σει κανείς παντού, με 20% γίνε­ται ζωη­ρό, με 50% γίνε­ται θετι­κά παρά­τολ­μο, με 100% τσα­λα­πα­τά­ει όλους τους ανθρώ­πι­νους νόμους, με 300% δεν υπάρ­χει έγκλη­μα που να μη ριψο­κιν­δυ­νεύ­σει να το πρά­ξει, ακό­μα και με κίν­δυ­νο να πάει στην κρε­μά­λα» («Το Κεφά­λαιο», τόμος 1, σελ. 785).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο