Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο ΜΑΥΡΟΣ ΜΕ ΤΗ ΛΕΥΚΗ ΚΑΡΔΙΑ: Μια καταγγελία κατά της δουλείας και της αποικιοκρατίας

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Ο  ΜΑΥΡΟΣ  ΜΕ  ΤΗ  ΛΕΥΚΗ  ΚΑΡΔΙΑ

Του  Αρτουρ  Γιάπεν

Μετά­φρα­ση από τα ολλαν­δι­κά: Λεμο­νιά Λυμπερίδου
Εκδό­σεις «Καστα­νιώ­τη»

Το συναρ­πα­στι­κό αυτό μυθι­στό­ρη­μα του Ολλαν­δού Αρτουρ Γιά­πεν στη­ρί­ζε­ται σε πραγ­μα­τι­κά ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα και πρό­σω­πα. Ενώ τυχαία ο συγ­γρα­φέ­ας  έμα­θε την ιστο­ρία μέσω ενός φίλου του, έκα­νε χρό­νια έρευ­νες για να γρά­ψει το βιβλίο απευ­θυ­νό­με­νος στο Γενι­κό Αρχείο του Κρά­τους στη Χάγη, στα αρχεία του Υπουρ­γεί­ου Αποι­κιών 1840–1849 και 1850–1900, στο αρχείο του γρα­φεί­ου του βασι­λιά και στο αρχείο των ολλαν­δι­κών κτή­σε­ων στις ακτές της Γουι­νέ­ας. Επί­σης βρή­κε βοή­θεια για την έρευ­νά του στη Βιβλιο­θή­κη Αννα Αμα­λία στη Βαϊ­μά­ρη, στα αρχεία της Σαξο­νί­ας στο Φράι­μπεργκ, στα Κρα­τι­κά Αρχεία της Σαξο­νί­ας στη Δρέσ­δη, στα Πανε­πι­στη­μια­κά Αρχεία της Ακα­δη­μί­ας Μπεργκ στο Φράι­μπεργκ, στο Βασι­λι­κό Ινστι­τού­το για τις Τρο­πι­κές Χώρες στο Αμστερ­νταμ, καθώς και στα Εθνι­κά Αρχεία Ασά­ντε στο Κου­μά­σι της Γκά­νας. Δέκα χρό­νια χρειά­στη­κε ο συγ­γρα­φέ­ας για να γρά­ψει το βιβλίο.

Το ιστο­ρι­κό

Το 1837 δύο Αφρι­κα­νοί πρί­γκι­πες, ο Κβά­σι και ο Κβά­με, δωρί­ζο­νται στο βασι­λιά της Ολλαν­δί­ας, τον Βίλεμ Α’, από τον βασι­λιά του Ασά­ντε της Χρυ­σής Ακτής  της Δυτι­κής Αφρι­κής.  Ο ένας είναι γιος του, ο άλλος ανι­ψιός του. Τα δύο παι­διά χρη­σι­μο­ποιού­νται σαν εγγύ­η­ση για ένα παρά­νο­μο εμπό­ριο σκλά­βων της ολλαν­δι­κής κυβέρ­νη­σης. Στην ολλαν­δι­κή πόλη Ντελφτ τα δύο αγό­ρια δέχο­νται ολλαν­δι­κή ανα­τρο­φή και εκπαί­δευ­ση και μακριά από τη χώρα τους ξεχνούν πια τη γλώσ­σα και τα έθι­μά τους. Σαν αξιο­θέ­α­το τους γνώ­ρι­σαν με την βασι­λι­κή οικο­γέ­νεια. Ο ένας, ο Κβά­σι, προ­σπα­θεί να προ­σαρ­μο­στεί, ο άλλος, ο Κβά­με, παλεύ­ει να δια­τη­ρή­σει την αφρι­κα­νι­κή ταυ­τό­τη­τά του και έχει τρα­γι­κό τέλος στην ίδια την πατρί­δα του, χρό­νια μετά. Στις αρχές του 20ου αιώ­να, ο ηλι­κιω­μέ­νος πια Κβά­σι Μπο­ά­τσι ανα­κα­λύ­πτει, βρι­σκό­με­νος στην Ιάβα της Ινδο­νη­σί­ας, τη συνω­μο­σία της ολλαν­δι­κής κυβέρ­νη­σης, που στά­θη­κε εμπό­διο στη στα­διο­δρο­μία του.  Το μυθι­στό­ρη­μα δια­δρα­μα­τί­ζε­ται σε τρεις ηπεί­ρους, την Αφρι­κή, την Ευρώ­πη (Ολλαν­δία και Γερ­μα­νία) και την Ασία (Ινδο­νη­σία, αποι­κία της Ολλαν­δί­ας τότε) στο χρο­νι­κό διά­στη­μα 1837–1900. Στο πρώ­το μέρος βρι­σκό­μα­στε στο τέλος και βρί­σκου­με το γέρο πια Κβά­σι στην Ιάβα ανα­πο­λώ­ντας τη ζωή του. Μετά πάμε στην αρχή, στη Δυτι­κή Αφρι­κή στον ερχο­μό εκεί της απο­στο­λής των Ολλαν­δών. Κάποια ιστο­ρι­κά ντο­κου­μέ­ντα- εκθέ­σεις και ανα­φο­ρές των επί­ση­μων από την Ολλαν­δία- κατα­το­πί­ζουν τον ανα­γνώ­στη δίνο­ντας μια γλα­φυ­ρή εικό­να των στό­χων της απο­στο­λής, καθώς και των τοπι­κών εθί­μων. Επει­τα παίρ­νουν τα παι­διά και φεύ­γουν. Στο λιμά­νι της Ελμί­νας της Δυτι­κής Αφρι­κής υπάρ­χει ένα κάστρο, που χτί­στη­κε το 1482 από τους Πορ­το­γά­λους  και κατα­κτή­θη­κε 150 χρό­νια μετά από τους Ολλαν­δούς, οι οποί­οι μετέ­τρε­ψαν την Ελμί­να στη μεγα­λύ­τε­ρη απο­θή­κη σκλά­βων όλης της δυτι­κής ακτής της Αφρι­κής. Εκεί  έλεγ­χαν, ταξι­νο­μού­σαν και μάρ­κα­ραν τους σκλά­βους με πυρα­κτω­μέ­νο σίδη­ρο. Πολ­λούς σκλά­βους τους έστελ­ναν στο Σου­ρι­νάμ, ολλαν­δι­κή αποι­κία στην Καραϊ­βι­κή, που από­κτη­σε το 1975 την ανε­ξαρ­τη­σία της για να δου­λέ­ψουν στις φυτεί­ες ή/και να εντα­χθούν στα ολλαν­δι­κά στρατεύματα.

Το έγκλη­μα της δουλείας

Στην αρχή του βιβλί­ου στη ροή των γεγο­νό­των περι­λαμ­βά­νο­νται παρα­θέ­σεις από ντο­κου­μέ­ντα της επο­χής, που έχουν μεγά­λο ενδια­φέ­ρον. Ετσι, την 1η του Απρί­λη του 1837, ο αρχι­στρά­τη­γος Γιαν Βερ­βέιρ θα γρά­φει από την Ελμί­να την εξής επι­στο­λή στον Υπουρ­γό Αποικιών:

«Δεν μπο­ρώ να στε­ρή­σω από τον εαυ­τό μου την ικα­νο­ποί­η­ση να δια­βε­βαιώ­σω την Εξο­χό­τη­τά σας ότι η υπο­δο­χή μου στο Κου­μά­σι ξεπέ­ρα­σε και τις πιο υψη­λές ακό­μα προσ­δο­κί­ες και ότι ειδι­κό­τε­ρα ολό­κλη­ρη η συμπε­ρι­φο­ρά του παντο­δύ­να­μου άρχο­ντα του Ασα­ντι­νού Κρά­τους ήταν βαθιά ικα­νο­ποι­η­τι­κή. Η ολλαν­δι­κή σημαία έγι­νε αυτή των Ασα­ντι­νών και δεν θα εγκα­τα­λεί­ψει ποτέ πια το παλά­τι του βασι­λιά. Τον ευχα­ρι­στεί να απο­κα­λεί εαυ­τόν υπή­κοο του σεβα­στού Ηγε­μό­να μας. Και ο ανε­πι­φύ­λα­κτος τρό­πος με τον οποίο παρέ­δω­σε τον αγα­πη­μέ­νο του γιο και τον ανι­ψιό του στη φρο­ντί­δα της κυβέρ­νη­σης της Αυτού Μεγα­λειό­τη­τας για να λάβουν ολλαν­δι­κή ανα­τρο­φή λέει πολ­λά – κατά την ταπει­νή μου γνώ­μη. Εσω­κλείω το συμ­βό­λαιο που έκλει­σα και το οποίο η Αυτού Μεγα­λειό­τη­τα ο Ασα­ντε­χέ­νε των Ασά­ντι υπέ­γρα­ψε με ένα σταυ­ρό. Ωστό­σο, προς κάθε σαφή­νεια και για να προ­λά­βω πάραυ­τα οποια­δή­πο­τε τυχόν μελ­λο­ντι­κή κρι­τι­κή, θα ήθε­λα να υπο­γραμ­μί­σω για άλλη μια φορά στην παρού­σα επι­στο­λή σε τι δια­φέ­ρει η στρα­το­λό­γη­ση αυτών των χιλί­ων αντρών από το παλιό μας δου­λε­μπό­ριο: Οι νεο­σύλ­λε­κτοι θα λάβουν στο Κου­μά­σι μια προ­κα­τα­βο­λή του μισθού τους, με την οποία μπο­ρούν να αγο­ρά­σουν την ελευ­θε­ρία τους από τους τέως κύριούς τους. Ανα­χω­ρούν για την Ελμί­να ως ελεύ­θε­ροι πολί­τες. Κατά την άφι­ξή τους όμως, θα χρε­ώ­νο­νται με το προ­κα­τα­βαλ­λό­με­νο ποσό μεί­ον είκο­σι φιο­ρί­νια, τα οποία θα τους δοθούν ως χαρ­τζι­λί­κι. Το υπό­λοι­πο ποσό, που συνε­χί­ζουν να μας οφεί­λουν, θα κρα­τιέ­ται από το  μισθό τους στις Ανα­το­λι­κές Ινδί­ες (δηλα­δή, στην Ινδο­νη­σία, Α.Ι.). Δεν είναι εξοι­κειω­μέ­νοι με τα δικά μας χρή­μα­τα και σίγου­ρα δεν θα φέρουν αντιρ­ρή­σεις σε κάτι τέτοιο.

Οι Ασα­ντι­νοί στρα­τιώ­τες στρα­το­λο­γού­νται, κατό­πιν των δικών μου εντο­λών, για του­λά­χι­στον 15 χρό­νια και μακράν το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος τους για απε­ριό­ρι­στο χρό­νο, κάτι που εκεί­νοι νομί­ζουν ότι σημαί­νει το υπό­λοι­πο της ζωής τους. Θεώ­ρη­σα σκό­πι­μο αυτό να μην το ανα­φέ­ρω στα μητρώα, για λόγους που δεν θα είναι δύσκο­λο να μαντέ­ψει η Εξο­χό­τη­τά σας.

Οι άντρες που στρα­το­λο­γή­θη­καν υπό την επο­πτεία μου στο Κου­μά­σι πλη­ρούν όλες τις απαι­τή­σεις σας. Πάνω από τους μισούς είναι άντρες του ανα­στή­μα­τος των δικών μας Γρε­να­διέ­ρων, ως επί το πλεί­στον Νέγροι του Βορ­ρά, γνω­στοί ως Ντόν­κο, γερο­δε­μέ­νοι, δυνα­τοί, καλο­συ­νά­τοι, πιστοί με πάθος στους αρχη­γούς τους και πλή­ρως – με όλη τη σημα­σία της λέξης – πλή­ρως ικα­νο­ποι­η­μέ­νοι με τον προ­ο­ρι­σμό τους. Εξάλ­λου δεν υπάρ­χει καμία αδι­κία στη στρα­το­λό­γη­ση, επει­δή δεν είναι δυνα­τόν, ακό­μα κι αν επι­θυ­μού­σαν κάτι τέτοιο, να επι­στρέ­ψου­με αυτούς τους ανθρώ­πους, από τους οποί­ους μερι­κοί κατά­γο­νται από τόσο απο­μα­κρυ­σμέ­νες περιο­χές όσο οι όχθες του Νίγη­ρα, κάπο­τε στην πατρί­δα τους. Ενώ οι ίδιοι δεν γίνε­ται να επι­θυ­μούν κάτι τέτοιο, εφό­σον είναι απο­λύ­τως πεπει­σμέ­νοι ότι κατά την επι­στρο­φή τους στην πατρί­δα τους θα ήταν ανα­γκα­σμέ­νοι να φορ­τω­θούν ξανά το ζυγό της πιο απο­τρό­παιας δου­λεί­ας». (σελ. 67/68)

Η απαν­θρω­πιά, που παρου­σιά­ζε­ται σαν σωτη­ρία ή εν πάσει περι­πτώ­σει δικαιο­λο­γεί­ται με το «λιγό­τε­ρο κακό», αφού και οι ντό­πιες κοι­νω­νί­ες των μαύ­ρων ήταν αυστη­ρά ιεραρ­χι­κές-ταξι­κές με επί­σης το σύστη­μα της δου­λεί­ας, στά­ζει από τις σελί­δες απο­τε­λού­με­νη από μόνη της μια κραυ­γή κατά της δου­λεί­ας. Ο Κβά­σι, που είναι ο αφη­γη­τής στο βιβλίο στο πρώ­το πρό­σω­πο, σχο­λιά­ζει: «Η πονη­ριά της «προ­κα­τα­βο­λής» του Βερ­βέιρ γίνε­ται οδυ­νη­ρά εμφα­νής κατά την ανά­γνω­ση του συμ­βο­λαί­ου, κάτω από το οποίο ο πατέ­ρας μου μουν­τζού­ρω­σε το σταυ­ρό του. Όπως και στην επι­στο­λή του, ο Βερ­βέιρ έχει υπο­γραμ­μί­σει και στο συμ­βό­λαιο τις δεξιο­τε­χνι­κές κινή­σεις του. Για παρά­δειγ­μα, στο άρθρο 4, το οποίο ορί­ζει ότι «πρω­τού ένας τέτοιος σκλά­βος ή δου­λο­πά­ροι­κος μπο­ρέ­σει να στρα­το­λο­γη­θεί ορι­στι­κά στην υπη­ρε­σία της Ολλαν­δί­ας, του παρέ­χο­νται από την Ολλαν­δι­κή Κυβέρ­νη­ση τα χρη­μα­τι­κά μέσα για να μπο­ρέ­σει να αγο­ρά­σει και να απο­κτή­σει την ελευ­θε­ρία του από τον κύριο ή τον ιδιο­κτή­τη του, ούτως ώστε και με σκο­πό, πριν τη στρα­το­λό­γη­σή του, να μπο­ρεί και να πρέ­πει να θεω­ρη­θεί άτο­μο με πλή­ρη κυριό­τη­τα της ελευ­θε­ρί­ας του και συνε­πώς αρμό­διο να απο­φα­σί­ζει κατά βού­λη­ση για τον εαυ­τό του, σε κάθε περί­πτω­ση όπως θα έπρατ­τε ένας άντρας που έχει γεν­νη­θεί ελεύ­θε­ρος» (σελ. 69)

Και συνε­χί­ζει παρα­κά­τω:

«Ας το επα­να­λά­βω για να είμαι απο­λύ­τως σαφής, για­τί δίνω πολύ μεγά­λο βάρος στο να κατα­λά­βει κανείς τη φύση της συναλ­λα­γής για την οποία ο Κβά­με κι εγώ χρη­σι­μεύ­α­με ως εγγύ­η­ση: επει­δή οι νεο­σύλ­λε­κτοι αγό­ρα­ζαν με την προ­κα­τα­βο­λή την ελευ­θε­ρία τους, σύμ­φω­να με το γράμ­μα του νόμου δεν ήταν δού­λοι (αφού η δου­λεία είχε καταρ­γη­θεί με τη Σύνο­δο της Βιέν­νης το 1815 και έκτο­τε απα­γο­ρευό­ταν η στρα­το­λό­γη­ση σκλά­βων). Προ­ϋ­πό­θε­ση όμως για να λάβουν αυτοί οι δυστυ­χείς την προ­κα­τα­βο­λή ήταν να υπο­γρά­ψουν ένα συμ­βό­λαιο. Αυτή η συμ­φω­νία αλυ­σό­δε­νε τους άντρες στον ολλαν­δι­κό στρα­τό, ο οποί­ος στη συνέ­χεια τους μετέ­φε­ρε κατ’ ευθεί­αν στην Ελμί­να. Η πρώ­τη και μονα­δι­κή τους πρά­ξη ως ελεύ­θε­ρων πολι­τών συνί­στα­το συνε­πώς μονά­χα στην άμε­ση και υπο­χρε­ω­τι­κή παρά­δο­ση της ελευ­θε­ρί­ας τους» (σελ. 69).

Αφρι­κα­νοί στρα­τιώ­τες στέλ­νο­νταν και στις Ανα­το­λι­κές Ινδί­ες (σήμε­ρα Ινδο­νη­σία), όπως θα φανεί πολύ πιο μετά στο βιβλίο, το 1850, όταν ο Κβά­σι μαζί με άλλους από­φοι­τους μηχα­νι­κούς στέλ­νε­ται στην Ινδο­νη­σία για να δου­λέ­ψουν εκεί σαν επι­στή­μο­νες ερευ­νη­τές στον ορυ­κτό πλού­το της χώρας: βασι­κό κίνη­τρο της κατά­κτη­σης οι πλου­σιό­τα­τες πρώ­τες ύλες του «Τρί­του Κόσμου». Εκεί ο Κβά­σι υπο­βαθ­μί­ζε­ται και δέχε­ται από τον Ολλαν­δό προϊ­στά­με­νο και παλαιό συμ­φοι­τη­τή του μια ταπει­νω­τι­κή μετα­χεί­ρι­ση. Στο τελευ­ταίο κεφά­λαιο του βιβλί­ου ο Κβά­σι μαθαί­νει το μυστι­κό της κοι­νω­νι­κής του υποβάθμισης.

Η «φονι­κή ταυτότητα»

Πέρα από τις δομές των αποι­κιο­κρα­τι­κών κοι­νω­νιών, τις σχέ­σεις με την μητρό­πο­λη και τις ρατσιστικές/ταξικές περι­πλο­κές στο βιβλίο μπαί­νει οδυ­νη­ρά και το θέμα των ριζών κα της ταυ­τό­τη­τας. Ηδη έχου­με πει, ότι ο Κβά­με «δεν το κατά­φε­ρε». Μπαί­νο­ντας στον ολλαν­δι­κό στρα­τό με σκο­πό και μόνο να τον στεί­λουν μ’αυτή την ιδιό­τη­τα μαζί με μια φρου­ρά στην Ελμί­να, το φρού­ριο στη Χρυ­σή Ακτή, ελπί­ζει να επι­στρέ­ψει στο Κου­μά­σι, τη γενέ­τει­ρά του. Ολο το τέταρ­το μέρος του βιβλί­ου κατα­λαμ­βά­νε­ται από γράμ­μα­τα, που στέλ­νει από την Ελμί­να στον μακρι­νό του εξά­δερ­φο, που βρί­σκε­ται εκεί­νο το διά­στη­μα στη Βαϊ­μά­ρη, καλε­σμέ­νο από την πρι­γκί­πισ­σα Σοφία, γόνο του ολλαν­δι­κού βασι­λι­κού οίκου: μην ξεχνά­με, ότι και τα δύο παι­διά από την Αφρι­κή ήταν βασι­λό­που­λα! Υπάρ­χει στο βιβλίο μια ενδια­φέ­ρου­σα δια­πλο­κή, όλο αντι­φά­σεις, του ταξι­κού με το φυλε­τι­κό.  Τα γράμ­μα­τα του Κβά­με ξεκι­νούν τέλος Οκτω­βρί­ου του 1847, όταν το καρά­βι πλη­σιά­ζει τη Χρυ­σή Ακτή για να τελειώ­σουν με την αυτο­κτο­νία του Κβά­με το Φλε­βά­ρη του 1850. Το πρώ­το είναι η μεγά­λη χαρά: «Πόσο χαί­ρο­μαι που έφυ­γα από την Ολλαν­δία! Αγα­πη­τέ μου φίλε, η ευτυ­χία είναι κάτι τόσο απρό­βλε­πτο! Να φύγω τόσο μακριά από σένα, που εδώ και τόσα χρό­νια ήσουν το μονα­δι­κό μου στή­ριγ­μα, το έτε­ρόν μου ήμι­συ, από το οποίο έμοια­ζα αχώ­ρι­στος. Και να είμαι ευτυ­χι­σμέ­νος! Δεν κακιώ­νεις μαζί μου γι’αυτό. Ξέρεις πώς ήταν η κατά­στα­σή μου. Γνώ­ρι­ζες τις πιο κρυ­φές μου επι­θυ­μί­ες. Τις μοι­ρά­στη­κες, έστω κι αν θέλεις να το ξεχά­σεις. Είδες πώς η μοί­ρα επί δέκα ολό­κλη­ρα χρό­νια δια­σκέ­δα­ζε με τη δυστυ­χία μου. Αυτό δεν μπο­ρού­σε να συνε­χι­στεί. Μην κατη­γο­ρείς λοι­πόν τον εαυ­τό σου. Είναι αλή­θεια ότι η έρι­δα που μας χώρι­ζε τους τελευ­ταί­ους μήνες έπαι­ξε απο­φα­σι­στι­κό ρόλο στην ανα­χώ­ρη­σή μου. Μετά από την ομι­λία σου στον Φοί­νι­κα (κάποια λέσχη του πανε­πι­στη­μί­ου, Α.Ι.) δεν μπο­ρού­σα να συνα­να­στρέ­φο­μαι άλλο εκεί­νους που σε πήραν από μένα. Μεί­νε ήσυ­χος, τώρα είναι ευλο­γία! Μ’ έφε­ρε στο σημείο  να κάνω επι­τέ­λους αυτό που εδώ και δέκα χρό­νια λαχτα­ρώ με πάθος. Ω, μακά­ρι να ήσουν εδώ ν’αναπνεύσεις τον αέρα!

Από­ψε το καρά­βι μας έρι­ξε άγκυ­ρα μακριά από την ακτή. Θα θυμά­σαι ότι τα κύμα­τα που σκά­νε στην παρα­λία παρα­εί­ναι επι­κίν­δυ­να για να κατε­βά­σει κανείς μια λέμ­βο στο σκο­τά­δι. Θα πρέ­πει λοι­πόν να περι­μέ­νω μέχρι αύριο για να ξανα­δώ την πατρί­δα. Δεν με πιά­νει ύπνος. Δεν μπο­ρώ ακό­μα να πατή­σω το πόδι μου στα πάτρια εδά­φη, αλλά ήδη τα οσμί­ζο­μαι. Τα ανα­πνέω. Η υγρή ζέστη, η οποία τις τελευ­ταί­ες εβδο­μά­δες αυξα­νό­ταν με κάθε θαλάσ­σιο μίλι, μ’έχει αγκα­λιά­σει. Είναι σαν ν’ ανοί­γουν οι πόροι μου  για να την υπο­δε­χτεί. Ή σαν το δέρ­μα μου να τολ­μά­ει μόλις τώρα να χαλα­ρώ­σει. Τα κύμα­τα με νανου­ρί­ζουν.  Σαν νεο­γέν­νη­το στο στή­θος είμαι. Κλεί­νω τα μάτια και βυζαί­νω μέχρι σκα­σμού. Στα τυφλά. Υπάρ­χει μια έμφυ­τη εμπι­στο­σύ­νη. Είχα ξεχά­σει την ύπαρ­ξή της κι όμως, μέσα σε λίγα λεπτά όλα είναι όπως παλαιά» (σελ. 233).

Και μια μέρα μετά: «Ω Κβά­σι, είναι εκπλη­κτι­κό πόσα απ’ αυτά που νομί­ζα­με ότι έχου­με ξεχά­σει είναι φυλαγ­μέ­να στο νου και επι­στρέ­φουν με το παρα­μι­κρό. Η βαριά ζέστη με τα τόσα αρώ­μα­τα. Η σαπί­λα στα δάση, που την κου­βα­λά­ει ένα αερά­κι από τα μεσό­γεια, μου φέρ­νει στη μνή­μη ολό­κλη­ρες εβδο­μά­δες από τη ζωή μας. Το κόκ­κι­νο χώμα. Το ηλιο­βα­σί­λε­μα που κάνει τα πάντα να φλο­γί­ζο­νται. Η περη­φά­νεια στα μάτια των γυναι­κών! Το ότι είναι δυνα­τόν να είσαι περή­φα­νος όταν δεν κατέ­χεις τίπο­τε άλλο εκτός από τη γη σου! Ω, πολυα­γα­πη­μέ­νε μου ξάδερ­φε, μακά­ρι να σε είχα πεί­σει να έρθεις μαζί μου.

Μίλη­σα στον κυβερ­νή­τη για το σχέ­διό μου να επι­στρέ­ψω στο Κου­μά­σι το συντο­μό­τε­ρο δυνα­τό. Ο ίδιος σχε­δί­α­ζα ν’ αγο­ρά­σω αυτή την εβδο­μά­δα κιό­λας ένα άλο­γο και μερι­κούς αχθο­φό­ρους. Ο Βαν ντερ Εμπ άκου­γε φιλι­κά, αλλά δεν ενθου­σιά­στη­κε αμέ­σως. Με συμ­βου­λεύ­ει πρώ­τα να εγκλι­μα­τι­στώ. Πώς σου φαί­νε­ται αυτό; Λες κι ένας άντρας έχει ανά­γκη να συνη­θί­σει την ίδια του την πατρί­δα!» (σελ. 236).

Η πατρί­δα που χάθηκε

Το κακό νέο άργη­σε ναρ­θεί, αλλά ήρθε. Ο βασι­λιάς του Ασά­ντε, ο θεί­ος του Κβά­με (που ήταν ο διά­δο­χος και όχι ο γιος του βασι­λιά, σύμ­φω­να με τη γυναι­κεία κλη­ρο­νο­μι­κή γραμ­μή, που επι­κρα­τού­σε εκεί) είχε κατα­λά­βει στο μετα­ξύ κάποια πράγ­μα­τα και δεν είχε πια τις παλαιές καλές δια­θέ­σεις απέ­να­ντι στους Ευρω­παί­ους. Αρνεί­ται λοι­πόν να τον δεχθεί και ο Κβά­με γρά­φει στον ξάδερ­φό του: «23 Ιανουα­ρί­ου και κάθε ελπί­δα μου πέτα­ξε. Από το Κου­μά­σι έφτα­σε αγγε­λιο­φό­ρος με συντα­ρα­κτι­κά νέα. Ο πατέ­ρας σου αρνεί­ται να με δεχθεί. Μου στέλ­νει δύο ουγκιές χρυ­σό και τίπο­τε άλλο. Το γράμ­μα μου έπε­σε στρα­βά. Το γεγο­νός ότι ξέχα­σα τα τβι (τοπι­κή γλώσ­σα των Ασα­ντι­νών, Α.Ι.) τον σοκά­ρι­σε πολύ. Μέχρι να μάθω ξανά να μιλάω άπται­στα τη μητρι­κή μου γλώσ­σα δεν ενδια­φέ­ρε­ται να με δει. Κι εδώ δεν υπάρ­χει κανείς να μου τη μάθει. Τις λέξεις μας μπο­ρώ να τις μάθω μόνο ανά­με­σα στο λαό μας στο Κου­μά­σι, στο οποίο η είσο­δος μόλις τώρα μου απα­γο­ρεύ­τη­κε. Στην ουσία είμαι λοι­πόν εξόριστος!

Ο απε­σταλ­μέ­νος του πατέ­ρα σου ήρθε συνο­δευό­με­νος  από δύο υπη­ρέ­τες. Ο ένας από αυτούς δεν είχε πια ούτε χεί­λη ούτε αυτιά. Του τα έκο­ψαν για κάποιο παρά­πτω­μα. Ηταν φρι­κτό. Προς στιγ­μήν δεν μπο­ρού­σα να φαντα­στώ ότι τέτοιου είδους βαναυ­σό­τη­τα θα μπο­ρού­σε να ξανα­γί­νει καθη­με­ρι­νό­τη­τα για μένα.

Μόνο αν τρέ­ξω ο ίδιος στο μόλο προ­λα­βαί­νω την τελευ­ταία βάρ­κα που πηγαί­νει στο πλοίο Μαρία. Μα πού είσαι λοι­πόν;» (σελ. 246).

 

Η εξέ­λι­ξη είναι τρα­γι­κή. Ο Κβά­με βρί­σκε­ται σε αδιέ­ξο­δο. Να γυρί­σει στην Ολλαν­δία δεν μπο­ρεί πια, παρ’ όλο που προ­σπα­θούν να τον πεί­σουν βλέ­πο­ντας την ψυχο­λο­γι­κή του κατά­στα­ση. Χάνε­ται για δύο μέρες μέσ’ στη ζού­γκλα σε μια προ­σπά­θεια να βρει μόνος του το δρό­μο. Ψάχνει απε­γνω­σμέ­να στη μνή­μη του τις λέξεις της χαμέ­νης του γλώσ­σας και τις σημειώ­νει. Βυθί­ζε­ται πια στον κόσμο του για να θέσει ο ίδιος τέλος στη ζωή του.

Στο τελευ­ταίο μέρος ένα κεφά­λαιο αρχί­ζει με την εξής παρά­θε­ση από την «Ιφι­γέ­νεια εν Ταύ­ροις»  του Γκαίτε:

-Μπο­ρεί η ξενι­τιά να γίνει η πατρί­δα μας;

-Κι εσέ­να έγι­νε ξενι­τιά η πατρί­δα σου.

-Γι΄αυτό η ματω­μέ­νη μου καρ­διά δεν γιατρεύεται.

Διό­τι στο τέλος ακό­μα και ο Κβά­σι, που είχε καλύ­τε­ρα «προ­σαρ­μο­στεί» και έκα­νε σοβα­ρές προ­σπά­θειες να διώ­ξει από μέσα του την «βάρ­βα­ρη» πατρί­δα του, κατα­λα­βαί­νει, ότι τελι­κά δεν τον δέχθη­καν, αλλά απλώς τον ανέχθηκαν…….

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο