Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο ΜΠΕΡΝΑΝΤ ΣΩΟΥ (Μπέρναρντ Σο) από τους τελευταίους του αστικού προοδευτισμού — Ενας κήρυκας αληθειών, που δεν ακούγονται συχνά

Ο Σώου είνοι ένας μεγά­λος ρεα­λι­στής κι ένας από τους μεγά­λους θεα­τρι­κούς συγ­γρα­φείς των τελευ­ταί­ων χρό­νων. Η κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή του έχει τους ίδιους στό­χους, με το Μπαλ­ζάκ κι η αισθη­τι­κή του συνε­χί­ζει το ρεα­λι­σμό του 19ου αιώνα.

Πρέ­πει να ξεκα­θα­ρί­σου­με πως αυτές εδώ οι κρί­σεις μας, δεν έχουν την αξί­ω­ση της πρω­το­τυ­πί­ας· ξέρου­με πολύ καλά πως εέπα­να­λα­βαί­νου­με παρα­τη­ρή­σεις και  συμπε­ρά­σμα­τα που έχουν ειπω­θεί κι από άλλους. Ο,τι θέλου­με να τονί­σου­με εδώ περισ­σό­τε­ρο είναι το κοι­νω­νι­κό περιε­χό­με­νο κι η κοι­νω­νι­κή σπου­δαιό­τη­τα των έργων που εξε­τά­ζου­με. Αυτός είναι ο κυριό­τε­ρος σκο­πός κάθε κρι­τι­κής μας. Άλλα νομί­ζου­με πως  αυτό πρέ­πει να είναι το έργο της κρι­τι­κής γενι­κά. Η τέχνη σαν κοι­νω­νι­κό φαι­νό­με­νο και κοι­νω­νι­κό παρά­γω­γο είναι ο κοι­νω­νι­κός καθρέ­φτης της κάθε επο­χής, είναι μια εικό­να της θετι­κή ή αρνη­τι­κή. Οταν η κρι­τι­κή δεν εξε­τά­ζει την τέχνη από την κοι­νω­νιο­λο­γι­κή της πλευ­ρά κι από την κοι­νω­νι­κή της τοπο­θέ­τη­ση, κάθε κρί­ση της γι’ αυτή θάναι αφαι­ρε­μέ­νη και ξεκάρ­φω­τη• δεν μπο­ρεί να εξη­γή­σει τίπο­τα από τα γενε­σιουρ­γά της αίτια κι από τα ιδιαί­τε­ρα κάθε Φορά χαρα­κτη­ρι­στι­κά της, ούτε αισθη­τι­κά, ούτε ψυχο­λο­γι­κά, ούτε ιδε­ο­λο­γι­κά, αφού όλα είναι κοι­νω­νι­κές διαμορφώσεις.

Το έργο του Σώου, όταν εξε­τά­ζε­ται για το κοι­νω­νι­κό του περιε­χό­με­νο και την κοι­νω­νι­κή του σπου­δαιό­τη­τα, δεν τον ανα­δεί­χνει μόνο σαν ένα συγ­γρα­φέα από τους μεγά­λους για την επο­χή μας, αλλά και σαν το μεγα­λύ­τε­ρο μορα­λί­στα κι ουμα­νι­στή απ’ όλους τους σύγ­χρο­νους του. Ο Σώου δεν είναι καρ­πός της δικής μας επο­χής• είναι μια επι­βί­ω­ση από το αστι­κό προ­ο­δευ­τι­κό πνεύ­μα του περα­σμέ­νου αιώ­να. Είναι από τους πνευ­μα­τι­κούς ήρω­ες που αγω­νί­στη­καν για ένα ανώ­τε­ρο ανθρώ­πι­νο και κοι­νω­νι­κό ιδα­νι­κό, και παρό­μοιους δε βγά­ζει σήμε­ρα ο αστι­κός κόσμος• το σημε­ρι­νό κλί­μα δεν τους ευνο­εί. Αλλο­τε ο αστι­σμός είχε και τις καλές ήμε­ρες του, είχε και τις ανα­λα­μπές του, ευτυ­χού­σε, ένοιω­θε ασφά­λεια και μπο­ρού­σε ν’ ανε­χτεί και μια δυσά­ρε­στη κρι­τι­κή σαν του Σώου•  άλλα τώρα δεν αισθά­νε­ται καθό­λου καλά, είναι γεμά­τος ανη­συ­χία για το αύριο που παρου­σιά­ζε­ται αβέ­βαιο και σκο­τει­νό μπρο­στά του· ο ουρα­νός κατσού­φια­σε πολύ, ο και­ρός άλλα­ξε και τον πραγ­μα­τι­κό ρεα­λι­σμό στην τέχνη και την κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή σαν του Σώου δεν τα σηκώ­νει πια. Οι περισ­σό­τε­ροι από τους σημε­ρι­νούς τεχνί­τες δεν έχουν λέξεις για να κατα­δι­κά­σουν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σα θέμα τέχνης κι ο ρεα­λι­σμός είναι κάτι ανυ­πό­φο­ρο για την αισθη­τι­κή τους. Στις εικα­στι­κές τέχνες οι τάσεις αυτές είναι πιο φανε­ρές· ο φορ­μα­λι­σμός χωρίς άλλο ανθρώ­πι­νο περιε­χό­με­νο κι η αφαι­ρε­μέ­νη τέχνη, ο κόσμος σαν ένα δρά­μα χρω­μά­των και σχη­μά­των, η απου­σία του άνθρω­που ή η αντι­κα­τά­στα­σή του από απρό­σω­πα ανδρεί­κε­λα, ο σου­ρε­α­λι­σμός κι άλλες εκφυ­λι­σμέ­νες μορ­φές τέχνης, μια λογο­τε­χνία Φυγής από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, είναι οι αισθη­τι­κές τάσεις που επι­κρα­τούν τώρα και πολύν και­ρό στη δυτι­κή τέχνη· κι ο ρεα­λι­σμός, όπου παρου­σιά­ζε­ται σήμε­ρα, είναι ρηχός, συλ­λα­βαί­νει γρα­φι­κές επι­φά­νειες, ατο­μι­κά περι­στα­τι­κά χωρίς βαθύ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή συσχέ­τι­ση, είναι ένας ρεα­λι­σμός ξέθω­ρος που οι ρίζες του δεν πάνε βαθιά• η θέλη­ση κι η τόλ­μη της αλή­θειας γίνε­ται όλο και πιο σπά­νια. Ό αστι­κός ουμα­νι­σμός, και στη ζωή και στην τέχνη, ανή­κει πια στους παλιούς θρύλους.

Η τέχνη του Σώου σφίγ­γει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα από τόσο κοντά, ώστε μέσα από το έργο του ξεπρο­βάλ­λει όχι μόνο η σημε­ρι­νή Αγγλία αλλά ολό­κλη­ρη η Ιστο­ρι­κή φυσιο­γνω­μία της. Είναι γνω­στό, πως  η χρι­στια­νι­κή Αγγλία άρχι­σε την Ιστο­ρία της σα ληστο­πει­ρα­τής. Από το 12ο έως το 17ο αιώ­να, 500 χρό­νια απά­νω κάτω, οι  Άγγλοι κουρ­σά­ροι ήταν ο τρό­μος των θαλασ­σών. Στην αρχή οι Αγγλο­νορ­μαν­δοί περιό­ρι­ζαν τη δρά­ση τους στη θάλασ­σα της Μάγ­χης και γύρω στην Αγγλία. Αργό­τε­ρα οιϊ κουρ­σά­ρι­κες επι­δρο­μές τους ξανοί­χτη­καν· το 15ο αιώ­να κι υστέ­ρα ρήμα­ζαν τα πλε­ού­με­να και τους για­λούς της Ισπα­νί­ας και της Πορ­το­γα­λί­ας, που ήταν τότες από τις πλου­σιό­τε­ρες χώρες της Ευρώ­πης. Κι από το 16ο αιώ­να, οι  Άγγλοι σάρω­ναν τους ωκε­α­νούς με τους Ντρέικ, Ράλη, και πλή­θος άλλους, η πει­ρα­τεία έγι­νε για την Αγγλία η μεγα­λύ­τε­ρη εθνι­κή επι­χεί­ρη­ση. Τα άγρια αυτά κοπά­δια των «θαλασ­σό­λυ­κων», όπως τους έλε­γαν κολα­κευ­τι­κά, σε συνερ­γα­σία με διά­φο­ρες εμπο­ρι­κές εται­ρεί­ες, ίδια αρπα­χτι­κές σαν αυτά, με την απαί­σια Αφρι­κα­νι­κή Εται­ρεία των σωμα­τε­μπό­ρων, τη Χρι­στια­νι­κή Εται­ρεία, τις Προ­νο­μιού­χες Εται­ρεί­ες κτλ. έβα­λαν τα θεμέ­λια στον πλού­το, και στο μεγα­λείο της αγγλι­κής αυτο­κρα­το­ρί­ας. Όσο ήταν ακό­μα βάρ­βα­ροι, οι Άγγλοι έδει­χναν την αρπα­χτι­κό­τη­τά τους με ωμή ειλι­κρί­νεια, όταν όμως πολι­τί­στη­καν ο χαρα­κτή­ρας τους αυτός έμει­νε, αλλά δε φανε­ρω­νό­ταν πια με την πρώ­τη άξε­στη απλοϊ­κό­τη­τα· Η δρά­ση τους έγι­νε πιο έξυ­πνη, πιο επι­δέ­ξια, πιο υπο­λο­γι­στι­κή. Η ψυχρή μάσκα της υπο­κρι­σί­ας σκέ­πα­σε το σκλη­ρό πρό­σω­πο της πρω­τό­γο­νης Αγγλί­ας. Αυτή η εξω­τε­ρι­κή υπο­κρι­σία, ή εσω­τε­ρι­κή σκλη­ρό­τη­τα κι η εγω­κε­ντρι­κή φιλο­σο­φία της Αγγλί­ας είναι για το θέα­τρο του Σώου το βασι­κό θέμα. Η υπο­κρι­σία είναι ο βασι­κός εθνι­κός χαρα­κτή­ρας των αγγλο­σα­ξω­νι­κών λαών, κι αυτό το χαρα­κτη­ρι­στι­κό σατί­ρι­σε πιο πολύ στο θέα­τρό του ο Σώου. Τα εθνι­κά συμ­φέ­ρο­ντα τους oι  Αγγλοι τα χαρα­κτή­ρι­ζαν πάντα σαν ‑παναν­θρώ­πι­να συμ­φέ­ρο­ντα και ποτέ τα ατο­μι­κά τους συμ­φέ­ρο­ντα δεν παρα­λεί­πουν να τα σκε­πά­σουν με κάποιες συμ­βα­τι­κές γενι­κές αρχές. Στην ιστο­ρία της η Αγγλία συχνά χρη­σι­μο­ποί­η­σε, τη Βίβλο σαν άρμα μάχης πολύ απο­τε­λε­σμα­τι­κό·  και  στην ιδιω­τι­κή τους ζωή οι  Αγγλοι όποιο χαρα­κτή­ρα κι αν έχουν οι πρά­ξεις τους, πρέ­πει να τις καλύ­πτουν με κάποιο πρό­σχη­μα, ώστε και στη συνεί­δη­ση τους και στον εξω­τε­ρι­κό κόσμο να παρου­σιά­ζο­νται καθώς πρέ­πει. Αυτή τη συμ­βα­τι­κή ηθι­κή των Αγγλων σατι­ρί­ζει ο Σώου στα έργα του. Οι Αγγλοι είναι ο κόσμος που έχει μπρο­στά του, το θέα­τρό του στη­ρί­ζε­ται στην πεί­ρα του από την αγγλι­κή ζωή, τα’ αγγλι­κά ήθη σαρ­κά­ζει και την αγγλι­κή κοι­νω­νία σατι­ρί­ζει. Αλλά ξεκι­νώ­ντας από την Αγγλία σαν από ένα μερι­κά παρά­δειγ­μα η κρι­τι­κή του Σώου εφαρ­μό­ζε­ται σ’ όλο τον αστι­κό κόσμο. Κι όλες οι καπι­τα­λι­στι­κές δυνά­μεις παρου­σιά­ζουν σήμε­ρα τους Ιστο­ρι­κούς χαρα­κτή­ρες της Αγγλί­ας, για­τί ξεκι­νούν από τις ίδιες αρχές και τις ίδιες μέθο­δες για να εξυ­πη­ρε­τή­σουν τα εθνι­κά και τα ατο­μι­κά τους συμ­φέ­ρο­ντα. Υπο­κρί­νο­νται πάντα, πως υπε­ρα­σπί­ζουν τα γενι­κά ανθρώ­πι­νο συμ­φέ­ρο­ντα, τον πολι­τι­σμό, το δίκαιο, την ελευ­θε­ρία κτλ., επι­κα­λού­νται τα συμ­φέ­ρο­ντα των ίδιων των δυνα­στευο­μέ­νων όταν πρό­κει­ται με κάποιον τρό­πο να τους γδύ­σουν ή να τους εξο­ντώ­σουν. Πίσω απ’ αυτή την υπο­κρι­τι­κή μάσκα κρύ­βει ό καπι­τα­λι­στι­κός Μινώ­ταυ­ρος τα τυπι­κά του χαρα­κτη­ρι­στι­κά, που είναι τα ίδια σε κάθε τόπο και και­ρό. Αυτή η καθο­λι­κή ηθι­κή και ιστο­ρι­κή βάση του αστι­κού κόσμου δίνει στο θέα­τρο του, Σώου την άξια του.

Το θέα­τρο του Σώου ξεσκε­πά­ζει τις ψεύ­τι­κες αξί­ες αυτού του κόσμου, σατι­ρί­ζει τις συμ­βα­τι­κές πίστεις και τις ιδέ­ες του, φανε­ρώ­νει τιί κρύ­βε­ται κάτω από τις επι­φά­νειες και χαρα­κτη­ρί­ζει τις κατα­στά­σεις με τα πραγ­μα­τι­κά τους ονό­μα­τα. Με τη μέθο­δο της παρα­δο­ξο­λο­γί­ας βάζει μπρο­στά στις νωθρές ή τις «υπο­κρι­τι­κές συνει­δή­σεις προ­κλη­τι­κά ερω­τή­μα­τα, όπως π.χ. σε

τι δια­φέ­ρει η σωμα­τε­μπο­ρία που γίνε­ται μέσα στους οίκους ανο­χής, όπου εκμε­ταλ­λεύ­ο­νται τη γυναι­κεία σάρ­κα, από τή σωμα­τε­μπο­ρία που γίνε­ται μέσα στις φάμπρι­κες, που εκμε­ταλ­λεύ­ο­νται την υγεία και το μόχθο των εργα­τών, ή από τη σωμα­τε­μπο­ρία της νεα­ρής κυρί­ας, που με το γάμο ή με τον έρω­τα εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται έναν πλού­σιο κύριο («Το χρή­μα δεν έχει μυρου­διά», «Το επάγ­γελ­μα της κυρί­ας Ουό­ρεν» κ.ά.).

Οι συγκρού­σεις μέσα στο θέα­τρο του Σώου είναι ηθι­κές συγκρού­σεις που ξεσκε­πά­ζουν τη βασι­κή ανη­θι­κό­τη­τα και τον απάν­θρω­πο χαρα­κτή­ρα του καπι­τα­λι­σμού. Αφθο­νούν μέσα σ’ αυτό τα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα κι οι κοι­νω­νι­κές ιδέ­ες· η κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή του είναι πλα­τειά, εφαρ­μό­ζε­ται σε κατα­στά­σεις και σε πρό­σω­πα αντι­προ­σω­πευ­τι­κά, τυπι­κά, που είναι σύν­θε­τες εικό­νες μιας καθο­λι­κό­τε­ρης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Μέσα στο έργο του δίνει το πρό­σω­πο της επο­χής του με τις παρα­μορ­φώ­σεις του.

Ενα από τα σημα­ντι­κό­τε­ρα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της κρι­τι­κής του Σώου είναι, πως πάει πάντα πιο πέρα από τα πρό­σω­πα και τις πρά­ξεις τους κι ανα­ζη­τά­ει τις πρώ­τες αίτιες. Τις ατο­μι­κές, κατα­στά­σεις τις βλέ­πει σα συνέ­πεια από άλλες γενι­κό­τε­ρες κατα­στά­σεις. Ανα­λύ­ο­ντας τα ατο­μι­κά περι­στα­τι­κά δεν περιο­ρί­ζε­ται στον ατο­μι­κό τους χαρα­κτή­ρα, αλλά τονί­ζει το γενι­κό­τε­ρο, το συλ­λο­γι­κό χαρα­κτή­ρα τους. Το φταί­ξι­μο δεν το κατα­λο­γί­ζει ολό­κλη­ρο στα πρό­σω­πα, άλλα πιο πολύ στον κοι­νω­νι­κό μηχα­νι­σμό, που δια­μορ­φώ­νει τα πρό­σω­πα και τις κατα­στά­σεις. Δεί­χνει κατα­νό­η­ση και συγνώ­μη για τις ανθρώ­πι­νες πρά­ξεις και τους φταί­χτες τους βλέ­πει μ’ ελατ­τω­μέ­νη ευθύ­νη, σα φυσι­κά γεν­νή­μα­τα μιας κακής κοι­νω­νι­κής συγκρότησης.

Από αισθη­τι­κή και τεχνι­κή άπο­ψη το θέα­τρο του Σώου έχει τις ιδιο­τυ­πί­ες του, έχει δικό του χαρα­κτή­ρα. Ο Σώου δημιούρ­γη­σε ένα δικό του είδος δρα­μα­τι­κής κωμω­δί­ας. Η δρά­ση μέσα στο θέα­τρό του είναι χαλα­ρή και βρα­δυ­κί­νη­τη, η επι­δί­ω­ξη του συγ­γρα­φέα στρέ­φε­ται κύρια προς την κρι­τι­κή των κοι­νω­νι­κών ηθών και τη σάτι­ρα. Ολη ή δύνα­μή του συγκε­ντρώ­νε­ται στο διά­λο­γο. Ο διά­λο­γος του Σώου είναι λαμπε­ρός, σπι­θο­βο­λά­ει, προ­κα­λεί, κεντρί­ζει, δε συνερ­γά­ζε­ται για να προ­χω­ρή­σει η δρά­ση, είναι αυτο­δύ­να­μος κι αυτό­νο­μος, είναι αυτο­σκο­πός. Κατα­χτά το ακρο­α­τή­ριο με το παι­χνί­δι­σμα και την ορμή του λόγου. Ή ενό­τη­τα των έργων του στη­ρί­ζε­ται πιο πολύ στην ενό­τη­τα της σατι­ρι­κής ιδέ­ας, στην ενό­τη­τα της σκέ­ψης, παρά στην πυκνό­τη­τα της υπό­θε­σης, και στη δρα­μα­τι­κή κίνη­ση. Το ελάτ­τω­μα στη σάτι­ρα του Σώου είναι, που συχνά κυριαρ­χεί και σκε­πά­ζει τη σοβα­ρό­τη­τα της κρι­τι­κής του το μπου­φό­νι­κο χιού­μορ κι η παρα­δο­ξο­λο­γία, το ευφυο­λό­γη­μα κι η φάρ­σα. Τα στοι­χεία αυτά στο­μώ­νουν το ηθι­κό απο­τέ­λε­σμα της κρι­τι­κής του, μαλα­κώ­νουν τη δρι­μύ­τη­τα της σάτι­ρας του κι αδυ­να­τί­ζουν την εσω­τε­ρι­κή δρα­μα­τι­κό­τη­τα που κρύ­βει κάθε ηθι­κή εξέ­γερ­ση, ακό­μα κι η σατι­ρι­κή. Το ύφος του δεν αφή­νει ποτέ να φανεί ολό­κλη­ρη ή σκέ­ψη του, γι’ αυτό κι η επα­να­στα­τι­κό­τη­τά του δεν ήταν ανυ­πό­φο­ρη για το αστι­κό κοι­νό, που θαύ­μα­ζε τις εξυ­πνά­δες του και συγ­χω­ρού­σε τις ιδιο­τρο­πί­ες και τις αύθά­δειές του. Ποτέ δεν έβα­ζε τον αστι­σμό σ’ αντί­θε­ση με τις νέες κοι­νω­νι­κές δυνά­μεις που τού είναι εχθρι­κές κι έρχο­νται να πάρουν τη θέση του, τον έβα­ζε αντι­μέ­τω­πο μόνο με τον εαυ­τό του και με τις ασκή­μιες του. Την τέχνη του Σώου ο αστι­κός κόσμος την έβλε­πε σαν ένα δια­σκε­δα­στι­κό παι­χνί­δι, σαν έναν παρα­μορ­φω­τι­κό καθρέ­φτη, που παρου­σί­α­ζε παρα­φου­σκω­μέ­να τα ελατ­τώ­μα­τα του κι όχι σα μια κακό­βου­λη δύνα­μη. Από την άπο­ψη αύτη ο Σώου υπο­κρι­νό­ταν, έκα­νε κι αυτός το γερο­πα­ρά­ξε­νο και το γερο­γκρι­νιά­ρη, έκα­νε τον τρε­λό της αυλής για να ξεστο­μί­ζει ευκο­λό­τε­ρα κάποιες επι­κίν­δυ­νες αλή­θειες. Ο Σώου ήξε­ρε περισ­σό­τε­ρα από όσα έλε­γε. Εβλε­πε πολύ καλά την προ­ο­πτι­κή της Ιστο­ρί­ας. Κάπο­τε σε πετα­χτές αστειο­λο­γί­ες του άφη­νε να φανεί η έκπλη­ξη του, για­τί οι σύγ­χρο­νοί του δεν κατα­λά­βαι­ναν, πως όλα τα πράγ­μα­τα οδη­γούν ασυ­γκρά­τη­τα προς τον τελι­κό θρί­αμ­βο του σοσια­λι­σμού. Ήταν σοσια­λι­στής με πολ­λές ιδιο­τυ­πί­ες κι ανα­κα­τέ­μα­τα, μεέ στοι­χεία εξω­μαρ­ξι­στι­κά από το σοσια­λι­σμό του αγγλι­κού ερω­τι­σμού, κι άλλα καθα­ρά μαρ­ξι­στι­κά. Ο ρεα­λι­σμός του φτά­νει έως το σημείο της παρα­τή­ρη­σης και της δια­πί­στω­σης, αλλά δεν προ­χω­ρεί έως τη «δια­κε­καυ­μέ­νη ζώνη», όπου ο αγώ­νας για το μετα­σχη­μα­τι­σμό της κοι­νω­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας παίρ­νει πιο θετι­κές μορφές.

Αλλά όπως και νάναι, ο Σώου ήταν ένας κήρυ­κας αλη­θειών, που δεν ακού­ο­νται συχνά σήμε­ρα, το πνεύ­μα του ήταν μία φωτει­νή δύνα­μη προ­ο­δευ­τι­κή, που η ακτι­νο­βο­λία της ήταν εξαι­ρε­τι­κά πολύ­τι­μη μέσα στους σκο­τει­νούς αυτούς καιρούς.

Μάρ­κος Αυγέ­ρης (Άπα­ντα)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο