Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Ο Νονος»: Η μεγάλη ιστορία πίσω από το αριστούργημα του Κόπολα — Είναι η καλύτερη ταινία όλων των εποχών;

Για πάρα πολ­λούς, επαγ­γελ­μα­τί­ες του κινη­μα­το­γρά­φου, ειδι­κούς και μη, “Ο Νονός” απο­τε­λεί τη σημα­ντι­κό­τε­ρη ται­νία όλων των επο­χών, μαζί με το δεύ­τε­ρο μέρος, που γύρι­σε ο δαι­μό­νιος Φράν­σις Φορντ Κόπο­λα, μέσα σε τρία χρό­νια, πριν συμπλη­ρώ­σει τα 35 του χρό­νια, στην πιο δημιουρ­γι­κή επο­χή της ζωής του. Υπάρ­χουν αρκε­τοί που το αμφι­σβη­τούν, βάζο­ντας συνή­θως στην κορυ­φή το “Vertigo” του Χίτσκοκ ή τον “Πολί­τη Κέιν” του Γου­έλς. Το σίγου­ρο είναι ότι το διπλό επι­κό γκαν­γκ­στε­ρι­κό δρά­μα του Κόπο­λα είναι μαζί με άλλες πέντε δέκα ται­νί­ες που πρέ­πει οπωσ­δή­πο­τε να έχει δει ένας φίλος του κινη­μα­το­γρά­φου, είναι ένα τερά­στιο κεφά­λαιο για το σινε­μά, μια δημιουρ­γία ανε­πα­νά­λη­πτη, που πάντα θα καθη­λώ­νει, θα μαγεύ­ει, θα είναι ένα μάθη­μα για το πώς ένα ογκώ­δες απαι­τη­τι­κό βιβλίο μετα­φέ­ρε­ται αψε­γά­δια­στα στη μεγά­λη οθόνη.

Φέτος συμπλη­ρώ­νο­νται 50 χρό­νια από την πρε­μιέ­ρα του “Νονού” (15 Μαρ­τί­ου 1972), μια σημα­δια­κή επέ­τειος για το σινε­μά, ενώ ήδη η Paramount (η εται­ρεία που παρή­γα­γε τον “Νονό”) έχει ανα­κοι­νώ­σει την ολο­κλή­ρω­ση των γυρι­σμά­των της μίνι σει­ράς, “The Offer” που επι­κε­ντρώ­νε­ται γύρω από τις περι­πέ­τειες και τα προ­βλή­μα­τα που αντι­με­τώ­πι­σε ο βρα­βευ­μέ­νος με Όσκαρ παρα­γω­γός της ται­νί­ας Άλμπερτ Ρού­ντι. Μια σει­ρά που δικαιώ­νει την αρχή ότι πίσω από μία μεγά­λη ται­νία υπάρ­χει μια μεγά­λη ιστο­ρία και φυσι­κά μεγά­λα προ­βλή­μα­τα. Επί­σης, ο σκη­νο­θέ­της, βρα­βευ­μέ­νος με Όσκαρ, για τον “Άνθρω­πο της Βρο­χής”, Μπά­ρι Λέβιν­σον, ετοι­μά­ζει το παρό­μοιας θεμα­τι­κής “Francis and the Godfather” με πρω­τα­γω­νι­στές του Τζέικ Τζί­λεν­χα­αλ και Όσκαρ Άιζακ. Πιθα­νό­τα­τα θα υπάρ­ξουν και άλλα αφιε­ρώ­μα­τα, αλλά ας επι­στρέ­ψου­με στη μεγά­λη ιστο­ρία που υπάρ­χει πίσω από τον “Νονό”.

  Ο Φράνσις και “το καλύτερο καστ που υπήρξε ποτέ”

Ο Φράν­σις Κόπο­λα, έχο­ντας κερ­δί­σει ένα Όσκαρ σενα­ρί­ου, για το “Πάτον”, δεν θεω­ρεί­το το φαβο­ρί να ανα­λά­βει τη σκη­νο­θε­σία ενός τόσο μεγά­λου κινη­μα­το­γρα­φι­κού στοι­χή­μα­τος για την Paramount, που εκεί­νη την επο­χή αντι­με­τώ­πι­ζε οικο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα και πόντα­ρε την ύπαρ­ξή της στο μπεστ σέλερ του Μάριο Πού­τσο. Μεγά­λα ονό­μα­τα, από τον Άρθουρ Πεν και τον Σέρ­τζιο Λεό­νε μέχρι το δικό μας Κώστα Γαβρά, είχαν το προ­βά­δι­σμα στην Paramount, αλλά τελι­κά ο Κόπο­λα τους έπει­σε και εκ του απο­τε­λέ­σμα­τος δικαιώ­θη­κε και το αφε­ντι­κό των στού­ντιο Ρόμπερτ Έβανς και φυσι­κά ο Ιτα­λο­α­με­ρι­κά­νος σκη­νο­θέ­της. Αν όμως, για τη σκη­νο­θε­σία υπήρ­ξαν αρκε­τοί υπο­ψή­φιοι, για τους πρω­τα­γω­νι­στι­κούς ρόλους έγι­νε πραγ­μα­τι­κά σφα­γή. Μέχρι να ολο­κλη­ρω­θεί “το καλύ­τε­ρο καστ που υπήρ­ξε ποτέ σε ται­νία”, σύμ­φω­να με τον Στάν­λεϊ Κιού­μπρικ, πέρα­σε από χίλια μύρια κύμα­τα. Στον ρόλο του Μπρά­ντο, για τον οποίο η Paramount αμφέ­βα­λε, σχε­δόν… ανα­γού­λια­ζε, αρχι­κά ήθε­λε τον Φρανκ Σινά­τρα, ενώ ο κατά­λο­γος με τους υπο­ψή­φιους ήταν ατε­λεί­ω­τος ‑μέχρι ο Έλβις Πρί­σλεϊ το προ­σπά­θη­σε! Ακό­μη περισ­σό­τε­ροι ήθε­λαν να πάρουν το ρόλο του Αλ Πατσίνο, με επι­κρα­τέ­στε­ρο τον Τζακ Νίκολ­σον, ο οποί­ος όμως αρνή­θη­κε καθώς πίστευε ότι «οι Ινδοί πρέ­πει να παί­ζουν Ινδούς και οι Ιτα­λοί Ιτα­λούς». Μάχη έγι­νε και για τους υπό­λοι­πους βασι­κούς χαρα­κτή­ρες, μέχρι να ορι­στι­κο­ποι­η­θούν: Τζέιμς Κάαν, Ρόμπερτ Ντι­βάλ, Τζον Καζά­λε, Ντάιαν Κίτον, Τάλια Σάιρ και Ρίτσαρντ Καστελάνο.

 Η τελειότητα αγγίζει το θαύμα

Από κει και πέρα, ο Κόπο­λα, αφού μάζε­ψε γύρω του τους καλύ­τε­ρους καλ­λι­τέ­χνες, τεχνι­κούς και όσους μπο­ρού­σαν να προ­σφέ­ρουν τα μέγι­στα, είχε να τιθα­σεύ­σει το εκτε­νέ­στα­το λαμπρό κεί­με­νο του Μάριο Πού­τσο. Η ται­νία, ένας συν­δυα­σμός γκαν­γκ­στε­ρι­κής αιμα­το­βαμ­μέ­νης ιστο­ρί­ας κι ενός κλα­σι­κού δρά­μα­τος επο­χής, είναι απο­λύ­τως ισορ­ρο­πη­μέ­νη, μετα­ξύ των δυο κινη­μα­το­γρα­φι­κών ειδών, σαν μια μαγι­κή ορχή­στρα που μπο­ρεί να συν­δυά­σει μια ταρα­ντέ­λα με το ρέκ­βιεμ του Μότσαρτ, κάτι που φαί­νε­ται απί­στευ­τα υπέ­ρο­χο, αλλά και κάτι παρα­πά­νω: φυσιολογικό.

Η κατα­σκευα­στι­κή τελειό­τη­τα του “Νονού” μοιά­ζει με θαύ­μα. Ο Κόπο­λα επι­βά­λει τους δικούς τους κώδι­κες στους θεα­τές, σκο­τώ­νο­ντας την ηθι­κο­λο­γία και ανα­δει­κνύ­ο­ντας τις αξί­ες των ηρώ­ων, τους οποί­ους κατα­φέρ­νει να κάνει προ­σι­τούς, σχε­δόν λατρε­μέ­νους. Ίσως για­τί οι Κορ­λε­ό­νε του Πού­τσο- Κόπο­λα (μαζί έγρα­ψαν το σενά­ριο) ακο­λου­θούν έναν κώδι­κα τιμής που πάντα θα γοη­τεύ­ει τους ανθρώ­πους. Σέβο­νται την οικο­γέ­νεια, τη ζωή των αθώ­ων, έχουν να αντι­πα­λέ­ψουν ένα σύστη­μα εξου­σί­ας, πολύ πιο διε­φθαρ­μέ­νο από τη χει­ρό­τε­ρη συμ­μο­ρία ‑κάτι που γίνε­ται πιο εμφα­νές στο δεύ­τε­ρο μέρος- αλλά και την άπο­ψη του πατριάρ­χη Βίτο Κορ­λε­ό­νε ότι «μια ζωή προ­σπά­θη­σα να μην είμαι το τσι­ρά­κι κανε­νός». Ωστό­σο, η βία και οι σκο­τω­μοί έχουν θεμε­λιώ­δη θέση στην ται­νία, όπως είναι λογι­κό. Ακό­μη όμως και τα φονι­κά λαμ­βά­νουν άλλη διά­στα­ση, καθώς η τελε­τουρ­γι­κή δομή των σκη­νών βίας κατα­φέρ­νουν να λει­τουρ­γούν πολ­λές φορές ως απα­ραί­τη­το στοι­χείο, σαν διέ­ξο­δο στη συγκι­νη­σια­κή φόρ­τι­ση του θεα­τή ή ακό­μη και ως από­λαυ­ση της αίσθη­σης περί δικαίου.

Οι θρύλοι και οι σκηνές ανθολογίου

Πέρα απ’ τις θρυ­λι­κές ιστο­ρί­ες που έχουν γίνει, πλέ­ον, γνω­στές γύρω από τα γυρί­σμα­τα της ται­νί­ας, όπως το δοκι­μα­στι­κό του Μπρά­ντο, τους τσα­κω­μούς του Κόπο­λα με το στού­ντιο ‑ακό­μη και με από­λυ­ση τον απεί­λη­σαν μέχρι να δουν τη σκη­νή που ο Μάικλ Κορ­λε­ό­νε “καθά­ρι­ζε” στην τρα­το­ρία τους Σολό­ζο και Μακ­Κλά­σκι- τις χοντρές και ανάρ­μο­στες πλά­κες της πρω­τα­γω­νι­στι­κής τετρά­δας (Μπρά­ντο, Κάαν, Ντι­βάλ, Πατσί­νο), υπάρ­χουν και οι πάμπολ­λες σκη­νές, που θα μεί­νουν για πάντα στην ιστο­ρία, θα μπουν στο κινη­μα­το­γρα­φι­κό ανθο­λό­γιο. Από την εναρ­κτή­ρια σκη­νή στο γρα­φείο του Κορ­λε­ό­νε, τον τρο­μα­χτι­κό Λού­κα Μπρά­ζι να προ­βά­ρει σαν μαθη­τής τού δημο­τι­κού αυτά που θα πει στον Κορ­λε­ό­νε, το κεφά­λι αλό­γου στα σεντό­νια του μεγα­λο­πα­ρα­γω­γού του Χόλι­γουντ, η κραυ­γή του οποί­ου ακού­γε­ται σε όλη την Αμε­ρι­κή, η μάζω­ξη γύρω από το τρα­πέ­ζι της κου­ζί­νας, με τα σπαγ­γέ­τι να ξεχει­λί­ζουν τα πιά­τα, μέχρι την, εκπλη­κτι­κής έμπνευ­σης, σεκάνς με τον Κλε­μέν­τσα να βγαί­νει για την ανά­γκη του από το αυτο­κί­νη­το, προ­κει­μέ­νου να σκο­τώ­σουν τον προ­δό­τη τής φαμί­λιας, σε έναν έρη­μο δρό­μο, δίπλα σε ατε­λεί­ω­τους αγρούς, με ένα ανυ­πέρ­βλη­το σινε­μα­σκόπ δια­κρί­νο­ντας στο βάθος το άγαλ­μα της Ελευ­θε­ρί­ας. Τρία πλά­να λίγων δευ­τε­ρο­λέ­πτων και όλη η ιστο­ρία της Αμε­ρι­κής. Και φυσι­κά το τελευ­ταίο πλά­νο στο αξε­πέ­ρα­στο φινά­λε, που ο Μάικλ αφή­νει τη σύζυ­γό του για να απο­συρ­θεί στο γρα­φείο, τα μέλη της φαμί­λιας να του φιλούν το χέρι και η βαριά πόρ­τα να κλεί­νει, ανοί­γο­ντας το επό­με­νο κεφά­λαιο, με τον Μάικλ Κορ­λε­ό­νε, το παι­δί που ήθε­λε να ξεφύ­γει από τη φαμί­λια, να είναι ο αδιαμ­φι­σβή­τη­τος “Νονός”.

Ο Βίτο, ο Μάικλ και τ’ άλλα παιδιά

Εκτός όμως από τον Κόπο­λα και τον Πού­τσο, η ται­νία δια­θέ­τει και ένα μονα­δι­κό επι­τε­λείο από αξιο­μνη­μό­νευ­τους συντε­λε­στές, τους οποί­ους καθο­δή­γη­σε μονα­δι­κά ο Ιτα­λο­α­με­ρι­κά­νος δημιουρ­γός. Ας ξεκι­νή­σου­με από τους ηθο­ποιούς. Τον Αλ Πατσί­νο, που κάνει τον πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νο ρόλο της ζωής του και παρό­τι ακό­μη άγου­ρος μπο­ρεί να εκπλή­ξει με την εσω­τε­ρι­κή ωρι­μό­τη­τά του, η οποία διευ­ρύ­νε­ται ακό­μη και μέσα στην εξέ­λι­ξη της ται­νί­ας και δίνει πνοή στο χαρα­κτή­ρα του Μάικλ. Τον Μάρ­λον Μπρά­ντο, που σπά­ει κάθε στε­ρε­ό­τυ­πο και χτί­ζει με την εκφρα­στι­κό­τη­τά του, μακριά από τις μεθό­δους και τις υπερ­βο­λές, έναν κινη­μα­το­γρα­φι­κό μύθο, ως Βίτο Κορ­λε­ό­νε. Τον Τζέιμς Κάαν, που στο ρόλο του μεγα­λύ­τε­ρου θερ­μο­κέ­φα­λου γιου του, κατα­φέρ­νει να μεί­νει στη γη και να μη χάσει την επα­φή του με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τον Ρόμπερτ Ντι­βάλ, που με μια σπά­νια εσω­τε­ρι­κό­τη­τα καλύ­πτει τη φυσι­κή του θλί­ψη, ενώ ταυ­τό­χρο­να φορά το κοστού­μι του “κον­σι­λιέ­ρε”, αθω­ώ­νο­ντας στη συνεί­δη­ση του θεα­τή το έγκλη­μα. Ακό­μη παί­ζουν και κερ­δί­ζουν την ανα­γνώ­ρι­ση, αλλά και τη δίκαιη είσο­δό τους στο πάν­θεο των κινη­μα­το­γρα­φι­κών χαρα­κτή­ρων οι Τζον Καζά­λε (Φρέ­ντο Κορ­λε­ό­νε), Τάλια Σάιρ (κόρη Κορ­λε­ό­νε, αδελ­φή του Κόπο­λα), Ντάιαν Κίτον (σύζυ­γος του Μάικλ), Ρίτσαρντ Καστε­λά­νο (Κλε­μέν­τζα) και άλλοι πολ­λοί που όλοι δικαί­ως έχουν θέση στην ταινία.

Ο Γουίλις, ο Ρότα και η… Φορτουνέλα

Υπάρ­χουν όμως και αυτοί που είναι πίσω από τα φώτα και τις κάμε­ρες. Η ανε­πα­νά­λη­πτη και δημιουρ­γι­κά αξε­πέ­ρα­στη φωτο­γρα­φία είναι του Γκόρ­ντον Γουί­λις (“Μαν­χά­ταν”) και η μου­σι­κή μελω­δία, που δίνει τον τόνο στη δρα­μα­τουρ­γία του έργου, του κορυ­φαί­ου Νίνο Ρότα, ο οποί­ος δεν προ­τά­θη­κε για το Όσκαρ, επει­δή ‑να μια απο­κά­λυ­ψη- η ίδια μου­σι­κή είχε χρη­σι­μο­ποι­η­θεί στην κωμω­δία του Εντουάρ­ντο Ντε Φίλιπ­πο “Fortunella” του 1958, σε σενά­ριο Φελί­νι και με πρω­τα­γω­νι­στές την Τζου­λιέ­τα Μασί­να και Αλμπέρ­το Σόρ­ντι! Επί­σης, το σπου­δαίο μοντάζ είναι των Γουί­λιαμ Ρέι­νολντς και Πίτερ Ζίνερ.

Ο Κόπο­λα, ολο­κλή­ρω­σε το όρα­μά του, παρό­τι τα γυρί­σμα­τα δεν ήταν εύκο­λη υπό­θε­ση, καθώς εκτός από τη γιγα­ντιαία απο­στο­λή που είχε, έπρε­πε να κρα­τή­σει τον έλεγ­χο και τον τελι­κό λόγο στο μοντάζ, ενώ είχε να αντι­με­τω­πί­σει τις ιτα­λο­α­με­ρι­κα­νι­κές ενώ­σεις, που δια­μαρ­τύ­ρο­νταν για την εικό­να που τους έδι­νε. Παρό­λα αυτά, ο Κόπο­λα τα κατά­φε­ρε, έφε­ρε βόλ­τα τη χαώ­δη κατά­στα­ση και γνώ­ρι­σε την παγκό­σμια ανα­γνώ­ρι­ση και για χρό­νια κατέ­κτη­σε το δικαί­ω­μα επιλογής.

Έτσι, το μόνο που απο­μέ­νει είναι να απα­ντη­θεί το ερώ­τη­μα αν τελι­κά ο Νονός είναι η καλύ­τε­ρη ται­νία όλων των επο­χών. Για­τί υπάρ­χουν και αυτοί που υπο­στη­ρί­ζουν ότι η καλύ­τε­ρη ται­νία είναι ο “Νονός 2”.…

Πηγή: ΑΠΕ / Χάρης Αναγνωστάκης

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο