Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //
Η Γη είναι ένα φοιτητικό κατά βάση στέκι, που πολλοί το συνδέουν με τα καλύτερά τους χρόνια και γι’ αυτό δυσκολεύονται να το ξεπεράσουν. Χωμένο σε μια παράλληλο της Λιοσίων, στο ύψος του σιδηροδρομικού σταθμού, πρέπει να πας συστημένος για να το πετύχεις κι ύστερα να αρχίσεις εσύ τις συστάσεις, δίνοντας οδηγίες στους άλλους πώς να το βρούνε.
Η Γη είναι σαν ένα καταφύγιο της Μεταπολίτευσης, όπου η Αλλαγή πέρασε και (συνειδητά) δεν ακούμπησε, και ο χρόνος τα άφησε σχεδόν όλα ίδια. Κι όπως βλέπεις μαζεμένες παρέες με τα αμπέχονα, έχεις την εντύπωση πως θα αρχίσουν σε λίγο να φωνάζουν «κάτω οι δύο υπερδυνάμεις», όπως σε ένα εορταστικό των Απαράδεκτων –που ως σύνθημα, παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να είναι πολύ άσχετο από το πολιτικό στίγμα του μαγαζιού. Το οποίο όταν δεν παίζει ρεμπέτικα, βάζει συνήθως Ξυλούρη, ή πολιτικό τραγούδι κι αντάρτικα (δύο φορές τη βδομάδα έχει και ζωντανή μουσική). Ενώ το μόνο αρνητικό ίσως είναι ότι σαν κλασικός τεκές, γεμίζει εύκολα κάπνα και τσίκνα, οπότε πρέπει να είσαι αποφασισμένος για ένα μπάνιο μετά (ακόμα και αν είχες κάνει λίγο πριν έρθεις) και ότι μάλλον δε θα βάλεις τα ίδια ρούχα την επόμενη μέρα (ακόμα κι αν τα ‘χες φορέσει πρώτη φορά).
Οι τιμές είναι σχετικά φιλολαϊκές, και το μενού τίμιο, χωρίς άπειρες επιλογές, αλλά με αρκετή ποικιλία, από την οποία προσωπικά ξεχωρίζω: α. το τυρί μετσοβόνε, που όπως το βλέπεις να απλώνεται μαστιχωτά από το πιάτο στο στόμα σου, νιώθεις μια ανάσα από το θάνατο σε συσκευασία ασπροκίτρινης χοληστερίνης, αλλά θα πας τουλάχιστον χαρούμενος, με το χαμόγελο στα χείλη και λίγο μετσοβόνε να το υπογραμμίζει, κολλημένο στο κάτω μέρος τους. β. τα κεφτεδάκια της Ναταλίας, που τα δοκιμάζεις και νιώθεις στο κέντρο του κόσμου, τον ομφαλό της Γης, ενώ αρχέγονες αναμνήσεις σπιτικού φαγητού και μαμαδίσιων συνταγών αναβλύζουν από τους σιελογόνους αδένες και λούζουν τα γευστικά νεύρα του εγκεφάλου. Κι αν τελικά η μυρωδιά του τηγανιού πάει στα ρούχα, και την κουβαλήσεις μαζί σου, για να τη θυμάσαι, ε, δεν είναι απαραίτητα τόσο κακό.
Θα μπορούσαν συμπληρωματικά να γραφτούν κάποια στοιχεία για την παραδοσιακή διακόσμηση και τους ζεστούς ανθρώπους του μαγαζιού, αλλά δεν είναι αυτός ο σκοπός του κειμένου κι όσων άλλων ακολουθήσουν στην ίδια στήλη που καλείται βασικά να περιγράψει τις γαστριμαργικές εντυπώσεις, εμμονές και περιπλανήσεις ενός βόρειου στην πρωτεύουσα και να δώσει μερικές (συν)τροφικές προτάσεις στο ανήσυχο κοινό του Ατέχνως.