Γράφει ο Άρης Καρρέρ //
Η συμβολή του παράνομου τύπου στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα κατά τη διάρκεια των ετών 1941–1944, ήταν πάρα πολλή μεγάλη και αποφασιστική. Ο παράνομος τύπος που εκδίδονταν με χιλιάδες δυσκολίες και μύριους κινδύνους, διαφώτιζε, ενημέρωνε και καθοδηγούσε τους πατριώτες Έλληνες που είχαν αποδυθεί από τον πρώτο κιόλας καιρό της κατοχής σ’ έναν μεγάλο άνισο αγώνα για να συμβάλουν ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, στην συντριβή του φασισμού και την απελευθέρωση της χώρας.
Ο παράνομος τύπος είχε πολλές μορφές. Στην αρχή εκδίδονταν υπό μορφή χειρογράφων ή πολυγραφημένων εντύπων. Αυτά περιελάμβαναν κυρίως πληροφορίες του εσωτερικού μετώπου και τις προσπάθειες των διαφόρων ομάδων για την επιβίωση του λαού, την επιβολή αιτημάτων προς τους κατακτητές και τις κυβερνήσεις των Κουίσλιγκ.
Στη συνέχεια δημοσιεύονταν πληροφορίες από τον ένοπλο και πολιτικό αγώνα εναντίον των κατακτητών όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παντού όπου οι κατακτητές είχαν καταλάβει περιοχές και είχαν καταλύσει την ελευθερία.
Σιγά-σιγά με την οργάνωση των πατριωτικών ομάδων, ο παράνομος τύπος πήρε πιο συγκεκριμένη μορφή. Εκτός από τα χειρόγραφα, δακτυλογραφημένα και πολυγραφημένα κείμενα, άρχισαν να κυκλοφορούν και έντυπα κείμενα που εκδίδονταν σε παράνομα ή ημιπαράνομα τυπογραφεία που είχαν γλυτώσει από τον έλεγχο των κατακτητών. Τα τυπογραφεία αυτά που ήταν καταχωνιασμένα σε υπόγεια σε κρύπτες, διέθεταν στοιχειώδη μέσα και περιορισμένη λειτουργία για να μην τραβούν την προσοχή των Γερμανών, των Ιταλών αλλά και των Ελλήνων συνεργατών τους.
Ο μηχανισμός του παράνομου τύπου ήταν ο ακόλουθος: Οι εκδότες του εντύπου συγκέντρωναν την ύλη, κυρίως ειδησεογραφική, την πήγαιναν ή την παρέδιναν στον υπεύθυνο του τυπογραφείου, και αυτός είτε μόνος του, είτε μ’ έναν ή δύο βοηθούς τυπογράφους στοιχειοθετούσαν την ύλη και την τύπωναν.
Μεγάλο πρόβλημα ήταν η εξοικονόμηση τυπογραφικού χαρτιού. Ακολουθούσε η διανομή του τύπου στις εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις και αυτός μεταφέρονταν σε δύο ή τρία κέντρα (γιάφκες) απ’ όπου πήγαιναν και τον έπαιρναν οι υπεύθυνοι των οργανώσεων. Όλα αυτά γίνονταν με απόλυτη μυστικότητα και εχεμύθεια. Ακόμα και τα δευτερόλεπτα έπαιζαν τεράστιο ρόλο στην ασφαλή διακίνησή του τύπου. H μεταφορά γίνονταν με διάφορους τρόπους, ώστε να μην προκαλούν την προσοχή. Μεταφέρονταν με καροτσάκια που από πάνω είχαν διάφορα χορταρικά, μήλα, κάρβουνα κλπ ή μέσα σε τσάντες ή ακόμα και σε βαλίτσες. Οι μεταφορείς έπαιζαν κάθε φορά τη ζωή τους κορώνα-γράμματα. Ένα μικρό λάθος ή μία ατυχία μπορούσε να οδηγήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα των κατακτητών του μεταφορέα του τύπου ή άλλου διαφωτιστικού υλικού.
Και δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που είχαμε τέτοια φαινόμενα. Τα παιδιά έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη διακίνηση του τύπου γιατί δύσκολα τους υποψιάζονταν οι κατακτητές. Στην Αγία Τριάδα των Αμπελοκήπων, ένα παιδί γλίτωσε παρά τρίχα τη σύλληψη και σ’ ένα δικηγορικό γραφείο άλλο, όπου γίνονταν έρευνα από όργανα της Γκεστάπο και Ελλήνων της Ειδικής Ασφάλειας.
Το πρώτο φύλλο του «Ριζοσπάστη» βγήκε τον Ιούλιο του 1941. Στην εκτύπωσή του βοήθησε ο Θανάσης Κλάρας, ο κατοπινός θρυλικός πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ Αρης Βελουχιώτης που είχε φτιάσει και στήσει παράνομα ένα μικρό τυπογραφείο στον Βύρωνα. Αν υπολογιστεί ότι ο «Ρ» εκδιδόταν δυό φορές τον μήνα κι ότι από τις αρχές του 1944-εκτός από την έκδοση της Αθήνας που συνεχίστηκε και έδωσε 30 φύλλα-μεταφέρθηκε μαζί με τ’ άλλα κεντρικά έντυπα του αγώνα, στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας, τότε συνολικά κυκλοφόρησαν συνολικά 90–100 φύλλα.
Τα παράνομα τυπογραφεία ή «στέκια» που εξέδιδαν πολυγραφημένα κείμενα, έπρεπε ν’ αλλάζουν τακτικά σπίτια για να μην προκαλούν υποψίες ή περιέργεια. Μικρά τυπογραφεία υπήρχαν πολλά. Κάθε οργάνωση φιλοδοξούσε να έχει το δικό της τυπογραφείο. Υπήρχαν όμως και κάπως μεγαλύτερα τυπογραφεία οργανωμένα σε μόνιμη βάση που εργάζονταν μέρα-νύχτα κάτω από πολλή σκληρές συνθήκες και απέραντους κινδύνους στα έγκατα της γης.
Ένα τέτοιο τυπογραφείο ήταν αυτό που το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο είχε εγκαταστήσει στην Καλλιθέα στην οδό Σκρά. Το τυπογραφείο αυτό δεν πιάστηκε ούτε προδόθηκε ποτέ και συνέχισε να λειτουργεί σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής μέχρι την απελευθέρωση.
Τυπογραφεία οργανωμένα με πληρότητα υπήρχαν σε απελευθερωμένες περιοχές, όπως στη Θεσσαλία όπου εκδίδονταν κανονικές εφημερίδες σε μεγάλο σχήμα με πάρα πολλές ειδήσεις, άρθρα και πληροφορίες. Τέτοιες εφημερίδες για παράδειγμα ήταν ο «Ρήγας» που έβγαινε στα θεσσαλικά βουνά. Η αλήθεια είναι πως πολλές καλές εφημερίδες εξέδιδαν αντάρτικες ομάδες σε όλες σχεδόν τις περιοχές της χώρας.
Στην έκδοση των παράνομων εφημερίδων εργάστηκαν πολλοί επώνυμοι επαγγελματίες δημοσιογράφοι (Καραντηνός, Πασαλάρης, Φαράκος, Παππάς κ,α,) αλλά και εκατοντάδες νέοι που μετά την απελευθέρωση ακολούθησαν το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Το πρόβλημα με τις εφημερίδες που εκδίδονταν στις περιοχές που είχαν απελευθερώσει οι αντάρτες, ήταν το ακόλουθο που είχε τη μορφή μικρής ή μεγάλης τραγωδίας: Στις περιοχές αυτές οι Γερμανοί έκαναν συχνά εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Τότε οι οργανώσεις μάζευαν τ’ αρχεία τους και τα μετέφεραν σε πιο ασφαλή μέρη. Η μεγάλη δυσκολία ήταν με τα τυπογραφεία. Έριχναν όλα τα στοιχεία σε σακούλες φύρδην-μίγδυν και τα φόρτωναν στα ζώα. Όταν φτάνανε στον προορισμό τους, άρχιζε μια πολυήμερη εργασία. Να μπει το κάθε στοιχείο στη θέση του στις κάσες. Κι αυτό ήταν πολύ κουραστικό και χρονοβόρο.
Η «Γροθιά» ήταν τετρασέλιδη εφημερίδα γραμμένη με μολύβι που εκδόθηκε στον Παλαμά Καρδίτσας. Στη συνέχεια εκδόθηκαν δακτυλογραφημένα τα «Ραδιοφωνικά Νέα» που μετονομάστηκαν αργότερα σε «Σοβιετικά Νέα» και μετά στο τυπογραφείο του Γιώργου Ξένου στην οδό Βιργινίας Μπενάκη 9 εκδόθηκαν οι «Πελδινοί» με άρθρα του Πηνιάτογλου.
Η «Ελεύθερη Ελλάδα» όργανο της ΚΕ του ΕΑΜ βγήκε στις 20 Απριλίου του 1942. Συνολικά εκδόθηκαν 59 φύλλα. Τα 7 πρώτα σε μισονόμιμα και μισοπαράνομα τυπογραφεία της στοάς Πάππου. Από το 8ο μέχρι 38ο φύλλο σε δικά της παράνομα τυπογραφεία. Από το 39ο μέχρι το 59ο σε τυπογραφεία στην ελεύθερη περιοχή. Η «Ελεύθερη Ελλάδα» ήταν από τα πιο σοβαρά έντυπα της αντίστασης. Το τιράζ της ήταν 4.000–8.000 η έκδοση. Χαρακτηριστικό είναι πως το πανηγυρικό τεύχος 15 που εκδόθηκε την 25η Μαρτίου του 1943, βραβεύτηκε στην έκθεση του παράνομου τύπου που έγινε στο Λονδίνο.
Το πρώτο παράνομο φύλλο της «Πρωτοπορίας» εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1942 με τον τίτλο αρχικά «Λαϊκή Επιθεώρηση». Από τον Μάη όμως του 1942 ξαναπήρε τον παλιό της τίτλο. Στο πρώτο της φύλλο δημοσιεύονται άρθρα για το ιδεολογικό μέτωπο, για τον συντονισμό του Εθνικό Αγώνα κ.ά.
Το πρώτο τεύχος της ΚΟ ΜΕΠ περιέχει άρθρα όπως ιδεολογικός οργανωτής της νίκης, κατακτητής και εθνικός απελευθερωτικός αγώνας, ο Λένιν για τον Κλαούζεβιτς κ.α. Στο κύριο άρθρο της τονίζεται ότι «το ΚΚΕ δεν θεωρεί την απελευθέρωση της Ελλάδας μονοπωλιακή υπόθεση των κομμουνιστών, αλλά έργο όλων των πατριωτών, όλων των Ελλήνων που θέλουν ν’ αγωνιστούν κατά των ξένων κατακτητών».
Στο 3ο τεύχος αναλύεται πλατιά το επισιτιστικό πρόβλημα και τεκμηριώνονται επιστημονικά οι ολέθριες συνέπειες για την υγεία του λαού, η χωρίς προηγούμενο αρπαγή των τροφίμων και η καταλήστευση των παραγωγικών και δημοσιονομικών πόρων της χώρας.
Το διπλό φύλλο 4ο και 5ο του Σεπτέμβρη, είναι αφιερωμένο στην πρώτη επέτειο του ΕΑΜ και το 6ο-7ο στα 25 χρόνια της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης. Στο 8ο τεύχος καταπολεμούνται οι σοβινιστικές μεγαλοϊδεατικές απόψεις για τη δημιουργία Μεγάλης Ελλάδας σε βάρος άλλων λαών και τονίζεται η ανάγκη της καλής συμβίωσης και συναδέλφωσης με τους άλλους λαούς και ιδίως τους βαλκανικούς.
Στο 4ο φύλλο του Γενάρη του 1943, δημοσιεύονται οι αποφάσεις της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ για την ένταση της πάλης κατά των κατακτητών, την απελευθέρωση της Ελλάδας και του ελληνικού λαού από κάθε σκλαβιά εξωτερική και εσωτερική. Μετά την άνοιξη του 1944 η ΚΟΜΕΠ μεταφέρεται στην Ελεύθερη Ελλάδα. Συνολικά κυκλοφόρησαν 30 τεύχη στην κατοχική περίοδο και 5 εκδόσεις επιπλέον.
Σημαντική όμως ήταν και η συμβολή του λογοτεχνικού περιοδικού «Πρωτοπόροι». Κυκλοφόρησαν 5 τεύχη με αξιόλογη λογοτεχνική και μαχητική εθνικοαπελευθερωτική ύλη, μελέτες και σχόλια. Συντακτική Επιτροπή και κύριοι συνεργάτες ήταν οι κορυφαίοι της ελληνικής διανόησης Γληνός, Καρβούνης, Βάρναλης, Κορθαίος, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Μάρκος Αυγέρης, Βασίλης Ρώτας κ.α.
Από τις πιο αξιόλογες μυστικές εφημερίδες της κατοχής ήταν η «Ελευθερία» και η «Λαϊκή Φωνή» της Θεσσαλονίκης, ο «Ρήγας» της Θεσσαλίας, η «Νέα Γενιά» κεντρικό όργανο της ΕΠΟΝ που το πρώτο φύλλο της κυκλοφόρησε και ήταν συνδεμένο με την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου του 1943, η «Γυναικεία Δράση» που πρωτοεκδόθηκε τον Φλεβάρη του 1942, η «Εθνική Αλληλεγγύη» κεντρικό όργανο της ΕΑ, η «Λεύτερη Νέα» κ.α.
Η «Ελευθερία» της Θεσσαλονίκης ήταν η πρώτη ίσως εφημερίδα της αντίστασης (επειδή υπήρχαν και τα «Ραδιοφωνικά Νέα»). Πρωτοβγήκε προς τα τέλη του Ιούνη του 1941 χειρόγραφη ή δακτυλογραφημένη, όργανο της ομώνυμης αντιστασιακής οργάνωσης που ιδρύθηκε στην συμπρωτεύουσα τον Μάη του 1941, 4 μήνες δηλαδή πριν την ίδρυση του ΕΑΜ. Βγήκαν συνολικά 16 παράνομα φύλλα, από το 3ο τυπωμένα. Από το 17ο τυπώνεται στις ελεύθερες περιοχές της Μακεδονίας.
Η «Λαϊκή Φωνή» παλιότερα νόμιμο και παράνομο όργανο της ΚΟ Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ βγήκε μετά την «Ελευθερία».
Ο «Ρήγας» άρχισε να εκδίδεται τον Ιούλιο του 1943 ως όργανο της Πανθεσσαλικής Επιτροπής του ΕΑΜ, την περίοδο που το εαμικό κίνημα άρχισε να παίρνει μαζικό χαρακτήρα. Το πρώτο φύλλο του «Ρήγα» βγήκε σε μεγάλο σχήμα όπως αυτό των εφημερίδων πριν γίνουν «ταμπλόιντ», εξασέλιδο και ήταν αφιερωμένο στην Συνδιάσκεψη των ανταρτών του ΕΛΑΣ που είχε συνέρθει στην Καστανιά Καλαμπάκας. Το πρώτο αυτό φύλλο τυπώθηκε στην ελεύθερη τότε πόλη της Καρδίτσας στο τυπογραφείο του Νικ. Τζίρου. Κυκλοφόρησε ανάμεσα στους 2.500 αντιπροσώπους του Α Πανθεσσαλικού Συνεδρίου του ΕΑΜ, που συνήρθε στις 26–28 του Ιούλη του 1943 στο Μοναστήρι της Κορώνας (Νευρόπολη Καρδίτσας) καθώς και σε πολλά άλλα χιλιάδες αντίτυπα που οι αντιπρόσωποι του συνεδρίου πήραν μαζί τους για να μοιράσουν σ’ όλη την ελεύθερη και σκλαβωμένη Θεσσαλία. Μέσα στην Καρδίτσα και στο ίδιο τυπογραφείο, εκδόθηκε ένα ακόμα φύλλο του «Ρήγα». Συντακτική Επιτροπή ήταν και στα δύο φύλλα ο γραμματέας της Πανθεσσαλικής Επιτροπής του ΕΑΜ Θωμάς Σούλης (δικηγόρος από τα Γιάννενα) που ήταν γνωστός με το ψευδώνυμο Δήμος Σουλιώτης, και τους Θανάση Τσουπαρόπουλο και Ρίζο Μπόκοτα. Βοήθησαν στη σύνταξη ορισμένοι επαγγελματίες δημοσιογράφοι από την Καρδίτσα.
Μετά την ανακατάληψη της Καρδίτσας από τους Γερμανούς και μέχρι τις 29 Φεβρουαρίου του 1944 που αρχίζει πλέον η τακτική έκδοση του «Ρήγα», σε μόνιμο δικό του τυπογραφείο που είναι εγκατεστημένο στην ελεύθερη ορεινή περιοχή, μεσολαβεί μια περίοδος έξι περίπου μηνών κατά την οποία ο «Ρήγας» τυπώνεται σε διάφορα μέρη της Θεσσαλίας, σε μικρά πρόχειρα και παράνομα τυπογραφεία, ενώ παράλληλα γίνονται αλλεπάλληλες προσπάθειες για να στεριώσει έναν μονιμότερο μηχανισμό. Η τακτική έκδοση του «Ρήγα» αρχίζει από τον Φλεβάρη του 1944 αφού προηγουμένως διασφαλίζονται όλα τα απαραίτητα τεχνικά μέσα όπως τυπογραφικά στοιχεία, πιεστήριο κλπ. καθώς και το ανάλογο τεχνικό συντακτικό προσωπικό. Το τυπογραφείο εγκαταστάθηκε στο χωριό Μούχα της Καρδίτσας.
Στο διάστημα ενός χρόνου ως την άνοιξη του 1944, η «Νέα Γενιά» έβγαλε 29 παράνομα φύλλα με 5.000–7.000 αντίτυπα. Από το 30ο τυπωνόταν στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας όπου μετακινήθηκε και δρούσε και το προεδρείο της ΕΠΟΝ. Το 39ο φύλλο της «Νέας Γενιάς» βγήκε στην απελευθερωμένη Αθήνα στις 20 του Νοέμβρη 1944 ως 14σέλιδο περιοδικό.
Και οι παράνομες εφημερίδες των γυναικείων οργανώσεων κυκλοφορούσαν κατά χιλιάδες αντίτυπα 4.000–5.000 περίπου. Η «Γυναικεία Δράση» 15νθήμερο όργανο, ήταν από τα πιο καλογραμμένα φύλλα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα που αγαπήθηκε κι εκτιμήθηκε πολύ όχι μόνο από τις γυναίκες αγωνίστριες αλλά και από τους άντρες αντιστασιακούς. Σπουδαία εφημερίδα της αντίστασης που πρόσφερε σπουδαίες υπηρεσίες, ήταν και η «Υπαλληλική» όργανο του ΕΑΜ δημοσίων υπαλλήλων.