Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο παυλιανισμός του Παύλου εκ της Ταρσού

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανάκης

Δεν θα ήταν υπερ­βο­λή να ονο­μά­ζε­ται ο χρι­στια­νι­σμός παυ­λια­νι­σμός. Βεβαί­ως, εξ’ ίσου θα άρμο­ζε να ονο­μά­ζε­ται κων­στα­ντι­νι­σμός (από τον αυτο­κρά­το­ρα Φλά­βιο Κων­στα­ντί­νο που ουσια­στι­κά τον συγκρό­τη­σε και τον επέ­βα­λε) ή και ευσε­βι­σμός, από τον πολύ Ευσέ­βιο Και­σα­ρεί­ας (265–340, ο λεγό­με­νος και «πατέ­ρας της εκκλη­σια­στι­κής ιστο­ρί­ας») που τον οργά­νω­σε, τον κωδι­κο­ποί­η­σε και τον εφάρ­μο­σε – κατ’ αρχήν ως αυτο­κρα­το­ρι­κή ιδεολογία.

Πιθα­νόν και να του άξι­ζε του παυ­λια­νι­σμού αυτή η… διά­κρι­ση. Αλλά, ποιου Παύ­λου ή Παύ­λων; Για το πρό­σω­πο που απο­κα­λεί­ται Παύ­λος «γνω­ρί­ζου­με» μόνο από τις επι­στο­λές «του» – πολ­λές εκ των οποί­ων έχουν απο­δει­χθεί πλα­στές κι άλλες, γραμ­μέ­νες από διά­φο­ρους κι από τις «Πρά­ξεις των Απο­στό­λων». Οποιοσ­δή­πο­τε άλλος, των πολυ­γρα­φό­τα­των ιστο­ρι­κών της επο­χής μη εξαι­ρου­μέ­νων, τον αγνο­εί ολο­κλη­ρω­τι­κά. Αν και μας προ­σφέ­ρε­ται ο Παύ­λος ως σύγ­χρο­νος του Ιώση­που1, αγνο­εί παντε­λώς όλα τα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα της επο­χής καθώς και οτι­δή­πο­τε γρά­φε­ται στα Ευαγ­γέ­λια, με τα οποία έρχε­ται σε κραυ­γα­λέ­ες αντι­φά­σεις. Οι αντι­φά­σεις περισ­σεύ­ουν και μετα­ξύ των επι­στο­λών καθώς και μετα­ξύ αυτών και των «Πρά­ξε­ων» που υπο­τί­θε­ται πως περι­γρά­φουν το έργο του. Αγνο­εί τα πάντα περί Χρι­στού και είναι άγνω­στος στους πάντες. Αλλά και τα ευαγ­γέ­λια τον αγνο­ούν. Πολύ αργό­τε­ρα, στον 4ο αιώ­να γίνε­ται της… μόδας.

Παρ’ όλο που οι επι­στο­λές του θεω­ρού­νται ως τα πρώ­τα γρα­πτά της Και­νής Δια­θή­κης, ο Ιου­στί­νος,2 στο δεύ­τε­ρο μισό του 2ου αιώ­να, τις αγνο­εί, καθώς και τον υπο­τι­θέ­με­νο συγ­γρα­φέα τους τον Παύ­λο. Παρ’ όλα αυτά, ο συγ­γρα­φέ­ας (ή οι συγ­γρα­φείς) των επι­στο­λών ανα­φέ­ρε­ται σε δια­φο­ρε­τι­κό Ιησού απ’ αυτόν των Ευαγ­γε­λι­στών, οι οποί­οι, βεβαί­ως και αυτοί μετα­ξύ τους αντι­φά­σκουν. Δεν γνω­ρί­ζει τον Ιησού των Ευαγ­γε­λι­στών και οι τελευ­ταί­οι, έχουν κάτι άλλο – εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό υπ’ όψιν τους, από τον Ιησού του Παύ­λου. Ο Ιησούς του παυ­λια­νι­σμού προ­σο­μοιά­ζει και θυμί­ζει την σωρεία των σωτη­ριο­λο­γι­κών θεών – είδος εν πλή­ρει επαρ­κεία την επο­χή εκεί­νη, οι οποί­οι έτρω­γαν ένα δεί­πνο κατά την Άνοι­ξη, έκα­ναν μια ευχα­ρι­στία, στη συνέ­χεια έπα­σχαν, πέθαι­ναν, θάβο­νταν και μετά από τρεις μέρες ανασταίνονταν.

Δια­λα­λεί την ανά­στα­ση που θα γινό­ταν «εν σαρ­κί», αλλά, όλως περιέρ­γως, δεν ανα­φέ­ρει καμία από τις «ανα­στά­σεις» που χρε­ώ­νουν στον Ιησού, αλλά ούτε και την ανά­στα­ση του Ευτυ­χούς που ο ίδιος διέ­πρα­ξε στην Τρω­ά­δα, κατά τις «Πρά­ξεις».

Σ’ αυτόν τον παρά­ξε­νο –το λιγό­τε­ρο που μπο­ρεί να τον χαρα­κτη­ρί­σει κανείς– τύπο, όπως σκια­γρα­φεί­ται από τις επι­στο­λές και περι­γρά­φε­ται από τις «Πρά­ξεις», φορ­τώ­νε­ται η «απο­ε­βραιο­ποί­η­ση» και η προ­σαρ­μο­γή μιας (ή και περισ­σό­τε­ρων) ολι­γά­ριθ­μης εβραϊ­κής σέχτας στην ευρύ­τε­ρη αυτο­κρα­το­ρι­κή εκδο­χή της.

Ο Σαούλ ή Σαύ­λος ή Παύ­λος, παρου­σιά­ζε­ται να επι­τυγ­χά­νει το ακα­τόρ­θω­το. Βεβαί­ως, με σχε­τι­κή βοή­θεια από τα «ιερά» κεί­με­να των Εβραί­ων – που πλά­θο­νται, παρα­χα­ράσ­σο­νται, πλα­στο­γρα­φού­νται και δια­μορ­φώ­νο­νται συνε­χώς, μέχρι τον 4ο αιώ­να. Επί­σης, την ανο­χή ή και την κάλυ­ψη από τους προ­στά­τες του Ρωμαί­ους κι απ’ όλους όσους, από τους κρα­τού­ντες της επο­χής, αντι­λή­φθη­σαν, σύντο­μα, την αξία ενός δόγ­μα­τος που πει­θα­νά­γκα­ζε τις μάζες και αντάλ­λασ­σε την παρού­σα δου­λεία με την υπερ­βα­τι­κή ανα­γνώ­ρι­ση στη μέλ­λου­σα ζωή.

Όποιος κι αν ήταν ο χρι­στια­νι­σμός στα πρώ­τα του βήμα­τα, στο όνο­μα ενός Παύ­λου, που τον παρου­σιά­ζουν ως υπεύ­θυ­νο για την εξά­πλω­σή του, τον προ­σαρ­μό­ζουν να υπο­τάσ­σει τις μάζες στη ρωμαϊ­κή αυτο­κρα­το­ρία και τον μολύ­νουν ανε­πα­νόρ­θω­τα. Ανε­ξάρ­τη­τα από το αν υπήρ­ξε κάποιος Ιησούς, ο μυθι­στο­ρη­μα­τι­κός Παύ­λος, υπο­τί­θε­ται πως κατορ­θώ­νει να δια­δώ­σει μια διδα­σκα­λία που μισεί τη ζωή, περι­φρο­νεί τον κόσμο, μολύ­νει τη σχέ­ση μας με τον εαυ­τόν μας. Η απέ­χθεια της νευ­ρω­τι­κής και σεξουα­λι­κά ανί­κα­νης καρι­κα­τού­ρας – του Παύ­λου για το σώμα, τη σάρ­κα, το σεξ, τις επι­θυ­μί­ες, ο από­λυ­τος μισο­γυ­νι­σμός του, δια­μόρ­φω­σαν τον κόσμο σε κατα­κόμ­βη δακρύ­ων και αιώ­νιας τιμωρίας.

Παρου­σιά­ζε­ται με τη χαρα­κτη­ρι­στι­κή ευχέ­ρεια επαγ­γελ­μα­τία οπορ­του­νι­στή, όπου ανά­λο­γα με το ακρο­α­τή­ριο, προ­σαρ­μό­ζει το, ακό­μη, εύπλα­στο δόγ­μα, προ­σέ­χο­ντας πάντα μη δυσα­ρε­στή­σει τους Ρωμαί­ους προ­στά­τες του και κρα­τού­ντες της επο­χής. Ας τον παρακολουθήσουμε.

Ο τύπος φαί­νε­ται να μην έχει πολ­λά πράγ­μα­τα να του ζηλέ­ψεις. Κοντός, κοκα­λιά­ρης, φαλα­κρός, υστε­ρι­κός, τεντάς στο επάγ­γελ­μα, από την Ταρ­σό, τον συνα­ντά­με για πρώ­τη φορά, (Πρά­ξεις Απο­στό­λων) ως νεα­νία Σαύ­λο, δύο — τρία χρό­νια μετά τον υπο­τι­θέ­με­νο θάνα­το του Ιησού, στο… θεά­ρε­στο έργο του λιθο­βο­λι­σμού του ελλη­νι­στή Στέ­φα­νου, ως μαθη­τευό­με­νο βασα­νι­στή. Είναι αστός Φαρι­σαί­ος και – μέγα προ­τέ­ρη­μα για την επο­χή, Ρωμαί­ος πολίτης.

Όσο ο εμπα­θής Σαύ­λος ανδρώ­νε­ται, τόσο γίνε­ται ο φόβος και ο τρό­μος των χρι­στια­νών. Κάτι σαν ασφα­λί­της, όπως θα λέγα­με σήμε­ρα, ο Σαύ­λος μπαι­νο­βγαί­νει στα σπί­τια γεμά­τος φανα­τι­σμό και τρα­βά στα βασα­νι­στή­ρια, στις φυλα­κές και τους λιθο­βο­λι­σμούς, άντρες και γυναί­κες αδια­κρί­τως, εντε­ταλ­μέ­νος από τους ορθό­δο­ξους Εβραί­ους και προ­στα­τευ­μέ­νος από τους Ρωμαί­ους συμπο­λί­τες του.

Η περιο­χή δεν μπο­ρεί να ικα­νο­ποι­ή­σει τα ανε­πτυγ­μέ­να σαδι­στι­κά ένστι­κτα του Σαύ­λου και απο­φα­σί­ζουν με αίτη­μά του να κατευ­θυν­θεί προς τη Δαμα­σκό, όπου έχει πολύ πράγ­μα για εκκαθαρίσεις.

Είναι τόση η δου­λειά που τον περι­μέ­νει στη Δαμα­σκό, που συνο­δεύ­ε­ται από από­σπα­σμα, ώστε να είναι πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κός στο έργο του. Κάπου στο δρό­μο, γίνε­ται το θαύ­μα. Να θυμά­στε, πάντα, πως οι πλη­ρο­φο­ρί­ες που έχου­με είναι από αυτούς που ήθε­λαν να φτιά­ξουν, μερι­κούς αιώ­νες αργό­τε­ρα από την επο­χή που ανα­φέ­ρε­ται στις «Πρά­ξεις», την εικό­να του. Το θαύ­μα, λοι­πόν, στο δρό­μο για τη Δαμα­σκό, μπο­ρεί και να ’ναι το απαλ­λα­κτι­κό του Σαύ­λου από κανέ­να αιμα­το­βαμ­μέ­νο πογκρόμ στη Δαμα­σκό. Μπο­ρεί, κάλ­λι­στα, να υπο­νο­εί και να συμ­βο­λί­ζει τη μετα­στρο­φή της παρα­παί­ου­σας Ρωμαϊ­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας, προς μια συνε­κτι­κή και υπο­τα­κτι­κή θρη­σκεία που υπό­σχε­ται να συντη­ρή­σει τον, πνέ­ο­ντα τα λοί­σθια, δουλοκτητισμό.

Τέλος πάντων, οι «Πρά­ξεις» ξαπλώ­νουν κάτω φαρ­δύ-πλα­τύ τον Σαύ­λο, σε μια καρα­μπι­νά­τη υστε­ρι­κή κρί­ση που θα τη ζήλευε το καλύ­τε­ρο ψυχια­τρι­κό σύγ­γραμ­μα σήμε­ρα και επί τρεις μέρες, παρου­σιά­ζει τα μύρια όσα. Έχει όλων των ειδών τις παραι­σθή­σεις – τυφλώ­νε­ται από ένα έντο­νο φως, ακού­ει τη φωνή του Ιησού, “Σαούλ, Σαούλ, τι με διώ­κεις…”, και άλλα τέτοια που σε κάνουν κι ανα­τρι­χιά­ζεις, δεν τρώ­ει και δεν πίνει, για όλο το διάστημα.

Μαζί με τον Σαύ­λο είναι και το από­σπα­σμα που έχει την εξής περί­ερ­γη σχέ­ση με το θαύ­μα, και πάντα από τις «Πρά­ξεις»:

Οι άνδρες που τον συνό­δευαν έμει­ναν ενε­οί, ακού­ο­ντες μεν την φωνήν, μηδέ­να δε θεω­ρού­ντες”.

Κι από τον Σαύ­λο, υπο­τί­θε­ται, πάντα από το ίδιο κείμενο:

Εκεί­νοι που ήσαν μαζί μου το μεν φως είδον και κατε­φο­βή­θη­σαν, την φωνήν όμως του λαλού­ντος προς εμέ δεν ήκου­σαν”.

Άντε, βγά­λε άκρη. Τελι­κά, άκου­σαν και είδαν, είδαν και δεν άκου­σαν ή δεν πήραν χαμπά­ρι την τύφλα τους; Φαί­νε­ται πως για την επο­χή, αυτά τα κεί­με­να, όσο ασυ­νε­πή λογι­κά και αλλη­λο­α­ναι­ρού­με­να κι αν ήταν, έπαι­ξαν τον ρόλο τους.

Και θα τον χάνα­με τον Σαύ­λο, αν δεν τον χει­ρο­θε­τού­σε ο Ανα­νί­ας, που εσπευ­σμέ­να απε­στά­λη από τον Θεό, εν είδει… 166.

Αυτός, ο υστε­ρι­κός και φανα­τι­κός Φαρι­σαί­ος με τη βλαμ­μέ­νη λίμπι­ντο, ακο­λου­θεί το πανάρ­χαιο, από τότε, “όσα δε φτά­νει η αλε­πού τα κάνει κρε­μα­στά­ρια” και κηρύσ­σει άκυ­ρη κάθε μορ­φή σεξουα­λι­κό­τη­τας για τον ίδιο, αλλά και για όλο τον υπό­λοι­πο κόσμο και θεσπί­ζει το μίσος για το σώμα, τις γυναί­κες και τη ζωή.

Η απέ­χθειά του για τη σεξουα­λι­κό­τη­τα, η εξύ­μνη­ση της αγνό­τη­τας, η λατρεία της απο­χής, το εγκώ­μιο της χηρεί­ας και της αγα­μί­ας, η προ­τρο­πή να φέρο­νται σαν κι αυτόν, η, κατ’ ανά­γκη, συγκα­τά­νευ­ση στο γάμο, ωσάν το ελά­χι­στο κακό, απο­τε­λούν συμ­πτώ­μα­τα της υστε­ρί­ας του, που κατα­φέρ­νει να δια­πε­ρά­σει όλο το οικο­δό­μη­μα του χρι­στια­νι­κού δόγ­μα­τος, ακό­μη και μέχρι τις μέρες μας.

Ο Παύ­λος της χρι­στια­νι­κής μυθο­λο­γί­ας μισεί τον εαυ­τόν του και μισεί όλο τον κόσμο. Ο κατ’ επάγ­γελ­μα λιθο­βο­λι­στής και διώ­κτης των χρι­στια­νών Σαούλ, μετα­τρε­πό­με­νος σε χρι­στια­νό Παύ­λο, παρα­μέ­νει ο μίσαυ­τος και κατ’ επέ­κτα­ση, ο μισάν­θρω­πος διώ­κτης της ζωής και ό,τι τη συν­θέ­τει, του έρω­τα, του πόθου, της ηδο­νής, των αισθή­σε­ων εν γένει, της χαράς, της ελευ­θε­ρί­ας, της ανε­ξαρ­τη­σί­ας αλλά και της σάρ­κας, του σώματος.

Για τους κατα­σκευα­στές του Παύ­λου, η θεο­λο­γία είναι το μέσο προς την πολι­τι­κή. Περι­γρά­φουν έναν πολι­τι­κά­ντη που προ­σαρ­μό­ζε­ται ανά­λο­γα με το ακρο­α­τή­ριο. Προς τους Ρωμαί­ους, βαπτί­ζει την εξου­σία τους θεό­πνευ­στη, προ­τρέ­πο­ντας τους δύσμοι­ρους χρι­στια­νούς στη γνω­στή υπο­ταγ­μέ­νη στάση.

Προς τους Κοριν­θί­ους (Α΄ επι­στο­λή) το παί­ζει… ολί­γον τσαχπίνης:

Δεν είμαι ελεύ­θε­ρος;… Μη δεν έχο­μεν εξου­σί­αν να συμπε­ρι­φέ­ρω­μεν αδελ­φήν γυναί­κα, ως και οι λοι­ποί από­στο­λοι, και οι αδελ­φοί του Κυρί­ου, και ο Κηφάς;”

Στους Κορίν­θιους απευ­θύ­νε­ται. Γνω­ρί­ζει πως δια­φέ­ρουν οι από­ψεις τους για τις γυναί­κες. Ως γνω­στόν, η μαγκιά μέχρι εκεί που μας παίρνει.

Οι «Πρά­ξεις» ανα­φέ­ρουν και μια ερω­τι­κή, τρό­πον τινά, περι­πε­τειού­λα του. Έτσι, στο μύθο υπει­σέρ­χε­ται και η «μοι­ραία γυναί­κα». Φαί­νε­ται πως κανείς δε χάνε­ται. Στο Ικά­ριο, ζει η Θέκλα, αρρα­βω­νια­σμέ­νη με ευγε­νή νέο. Ακού­ει τον Παύ­λο, εκστα­σιά­ζε­ται και παρα­τά­ει σύξυ­λο τον αρρα­βω­νια­στι­κό. Ο τελευ­ταί­ος, δια­μαρ­τύ­ρε­ται στον έπαρ­χο, ο οποί­ος και μπου­ζου­ριά­ζει τον Παύ­λο. Η Θέκλα τον επι­σκέ­πτε­ται, επι­μέ­νο­ντας. Φυλα­κί­ζε­ται κι αυτή.

Αργό­τε­ρα, ο Παύ­λος εξο­ρί­ζε­ται και η Θέκλα οδη­γεί­ται στην πυρά. Συμ­βαί­νει άλλο θαύ­μα. Μια βρο­χή, κατα­κλυ­σμιαία, τη σώζει. Τρέ­χει και τον βρί­σκει. Βλέ­πε­τε, ακό­μη και για τον Παύ­λο, υπάρ­χει μια γυναί­κα. Την παίρ­νει μαζί του στην Αντιόχεια.

Εκεί, την ερω­τεύ­ε­ται κάποιος ευγε­νής και προ­σφέ­ρει στον Παύ­λο ένα μεγά­λο ποσό, αυτός αρνεί­ται πως τη γνω­ρί­ζει, η Θέκλα τα στυ­λώ­νει πιστή στον έρω­τά της (ο άλλος ζωντά­νευε παστά ψάρια, εδώ θα κολ­λή­σου­με τώρα;) και τη ρίχνουν στ’ άγρια θηρία. Φαί­νε­ται πως δεν τρώ­γε­ται με τίπο­τα, τη γλι­τώ­νει κι ελευθερώνεται.

Στη δεύ­τε­ρη επι­στο­λή προς τους, φαντά­ζο­μαι έκπλη­κτους, Κορίν­θιους, απα­ριθ­μεί, με υπε­ρη­φά­νεια, τους εξευ­τε­λι­σμούς και τις διώ­ξεις που υπέ­στη, απο­κα­λύ­πτο­ντας, σε όλη του τη μεγα­λο­πρέ­πεια, τον καλ­πά­ζο­ντα μαζο­χι­σμό του, τον ίδιο που θέλη­σαν να επι­βά­λουν στις μάζες.

Πέντε μαστι­γώ­μα­τα από “τεσ­σα­ρά­κο­ντα παρά μίαν”, βλέ­πε­τε, πρό­κει­ται για Ρωμαίο πολί­τη, βουρ­δου­λιές, τρεις άγριους ραβδι­σμούς, ένα λιθο­βο­λι­σμό απ’ όπου τη γλί­τω­σε φτη­νά και την πλη­ρώ­σα­με οι υπό­λοι­ποι, τρία ναυά­για όπου στο ένα πέρα­σε ένα μερό­νυ­χτο στα παγω­μέ­να νερά, χώρια όλα τα άλλα που συνε­πά­γο­νταν τα πολυά­ριθ­μα ταξί­δια εκεί­νη την επο­χή. Η από­λαυ­ση του μαζο­χι­στή ολο­κλη­ρώ­νε­ται με τις φυλα­κί­σεις, τη διε­τή παρα­μο­νή σε μπου­ντρού­μι, την εξορία.

Η γελοιο­ποί­η­ση και ο εξευ­τε­λι­σμός δεν τον πτο­ούν. Τον βάζουν να μιλή­σει στην Αθή­να, απ’ όπου είναι βέβαιο πως δεν πέρα­σε ποτέ, όπου και υπέ­στη αδια­μαρ­τύ­ρη­τα τους γέλω­τες και τα γιου­χα­ΐ­σμα­τα των στω­ι­κών κι επι­κού­ρειων Αθη­ναί­ων, όταν τους μίλη­σε για την ανά­στα­ση, καθα­ρή ανοη­σία για τους καλ­λιερ­γη­μέ­νους Αθηναίους. 

Ο μαζο­χι­στής κι εκτρω­μα­τι­κός Φαρι­σαί­ος απο­δέ­χε­ται την κατα­δί­κη της γυναί­κας στη Γένε­ση και την εκτο­ξεύ­ει, συλ­λή­βδην, στο φόβο και την υπο­τα­γή. Πρε­σβεύ­ει πως κάθε εξου­σία εκπο­ρεύ­ε­ται από το θεό και θεω­ρεί από­λαυ­ση να είναι κανείς υπά­κουος και δού­λος. Ανυ­πα­κοή σε κάποιον από αυτούς τους εκπρο­σώ­πους, σημαί­νει εξέ­γερ­ση κατά του θεού. Ο πανά­γα­θος και φιλεύ­σπλα­χνος θεός του χαί­ρε­ται με την αρρώ­στια, τη φτώ­χεια, τα βάσα­να και τη δου­λεία. Για τον παυ­λια­νι­σμό, κάθε εξου­σία προ­έρ­χε­ται από το θεό και πηγά­ζει απ’ αυτόν. Οι φτω­χές μάζες δεν είναι οι ευνο­ού­με­νες του παυ­λια­νι­σμού, που ενα­ντιώ­νε­ται στην ανύ­ψω­ση των κατα­πιε­σμέ­νων. Ο παυ­λια­νι­σμός απαι­τεί την πει­θαρ­χία στη ρωμαϊ­κή αυτο­κρα­το­ρία και επαι­τεί τον οίκτο και την ευσπλα­χνία των ευπό­ρων. Με άλλα λόγια, ίσα που να κρα­τά­τε στη ζωή τους δού­λους για να ‘χου­με, να παρά­γουν. Οποια­δή­πο­τε ανυ­πα­κοή στους εξου­σια­στές σημαί­νει ενα­ντί­ω­ση σ’ αυτόν το θεό. Ποιος νοή­μων αυτο­κρά­το­ρας θα ενα­ντιω­νό­ταν σ’ ένα τέτοιο δόγ­μα, που από τα πρώ­τα του βήμα­τα φλερ­τά­ρει με τους ισχυ­ρούς, δια­λα­λώ­ντας τα συμ­φέ­ρο­ντά τους και που, αργό­τε­ρα, θα κατα­στεί αγα­στός σύντρο­φος όλων των δυνα­στών και δικτα­τό­ρων της ιστορίας;

Ο Παύ­λος δεν έχει γνω­ρί­σει τον Χρι­στό των ευαγ­γε­λί­ων – πώς θα μπο­ρού­σε άλλω­στε, δεν έχει δια­βά­σει τα ευαγ­γέ­λια, τα οποία – μέσα στις οργιώ­δεις αντι­φά­σεις τους με αυτόν, αλλά και μετα­ξύ τους, μάλ­λον είναι αυτά που στη­ρί­ζο­νται, αργό­τε­ρα, στον παυ­λια­νι­σμό. Φαί­νε­ται να περι­φέ­ρει την υστε­ρία του σ’ όλη την αυτο­κρα­το­ρία, και στο πρό­σφο­ρο έδα­φος της δου­λο­κτη­τι­κής κρί­σης, κοι­νω­νι­κής εξα­θλί­ω­σης και ηθι­κής κατά­πτω­σης, μολύ­νει τα πάντα στο πέρα­σμά του. Λίγους αιώ­νες αργό­τε­ρα, η αρρώ­στια του Παύ­λου θα δια­πο­τί­σει όλη την αυτο­κρα­το­ρία, σημα­δεύ­ο­ντας ακό­μη και τις μέρες μας.

Ο αμόρ­φω­τος τεντο­ποιός –εικά­ζε­ται πως δεν γνώ­ρι­ζε γρα­φή– αντι­πα­ρα­θέ­τει στους Ζηλω­τές, στους Σαδ­δου­καί­ους, και στους Σαμα­ρεί­τες, ανά­στα­ση και μέλ­λου­σα ζωή. Το εσσαι­ι­κό και ζηλω­τι­κό κίνη­μα, απε­λευ­θε­ρω­τι­κά απ’ τη φύση τους, βρί­σκο­νται στο στό­χα­στρο της δου­λι­κής απο­χαύ­νω­σης που πρε­σβεύ­ει ο Παύ­λος. Οι Φαρι­σαί­οι, όμως και αργό­τε­ρα οι Ρωμαί­οι βρί­σκουν μια καλή ευκαι­ρία με την ανά­στα­ση, να μετα­θέ­σουν τις ανεκ­πλή­ρω­τες υπο­σχέ­σεις για καλύ­τε­ρη ζωή των μαζών. 

Πάνω εκεί, υπο­στη­ρί­ζει ο μύθος, οι Ιου­δαί­οι παίρ­νουν ανά­πο­δες και καμιά σαρα­ντα­ριά από δαύ­τους ορκί­ζο­νται να μη φάνε και να μην πιουν, μέχρι να σκο­τώ­σουν τον Παύ­λο. Μια μέρα πριν τον καθα­ρί­σουν, οι Φαρι­σαί­οι το καρ­φώ­νουν στον εκα­τό­νταρ­χο, αυτός με τη σει­ρά του στο χιλί­αρ­χο και 200 Ρωμαί­οι λεγε­ω­νά­ριοι σπεύ­δουν και… σώζουν τον Παύλο.

Ο μύθος, φέρ­νει τον Παύ­λο στη Ρώμη, όταν η συνω­μο­σία των αυλι­κών του Νέρω­να ενά­ντιά του είναι στο απο­κο­ρύ­φω­μά της. Ο Νέρω­νας, με την κλα­σι­κή του παι­δεία και τα φιλο­λαϊ­κά του μέτρα, έχει μπει για τα καλά στο μάτι των Ρωμαί­ων δου­λο­κτη­τών. Φιλέλ­λη­νας, φιλό­δου­λος, ειρη­νι­στής και κατα­δε­χτι­κός, κυκλο­φο­ρεί στην αγο­ρά και απο­κα­λεί με τα ονό­μα­τά τους, όσους τον χαι­ρε­τούν. Από τους πρα­ξι­κο­πη­μα­τί­ες, για αντι­κα­τα­στά­της του προ­ο­ρι­ζό­ταν ο Σενέ­κας. Ο φιλό­σο­φος και υπουρ­γός του Νέρω­να Σενέ­κας, υπο­τί­θε­ται πως επι­κοι­νω­νεί με τον Παύ­λο. Ο στω­ι­κός Σενέ­κας, ο οπα­δός των Πυθα­γό­ρα-Πλά­τω­να, αλλη­λο­γρα­φεί με τον ανύ­παρ­κτο, ανι­σόρ­ρο­πο και ημι­μα­θή βάρβαρο.

Γεγο­νός είναι, πάντως, πάντα κατά το μύθο, πως τα βρί­σκουν και το Μάρ­τη του 64, ο Παύ­λος φέρε­ται ανα­κα­τε­μέ­νος στην πυρ­πό­λη­ση της Ρώμης εν τη, βεβαιω­μέ­νη, απου­σία του Νέρω­να στο Άντζιο, 50 χιλιό­με­τρα μακριά. Το ανο­σιούρ­γη­μα είναι μεγά­λο. Η εγκα­τά­λει­ψη των παλιών φίλων είναι πλή­ρης. Ο παυ­λια­νι­σμός έπαι­ξε το χαρ­τί των Ρωμαί­ων και τώρα διώ­κε­ται. Γίνε­ται, επί­σης, η αιτία για τον πρώ­το ουσια­στι­κό διωγ­μό των χρι­στια­νών. Η αλή­θεια είναι ότι, με κάποιο τρό­πο, εβραϊ­κές ομά­δες έβα­λαν το χερά­κι τους στην κατα­στρο­φή. Ο «εμπρη­στής» της Ρώμης τη γλι­τώ­νει κατα­διω­κό­με­νος. Οι Ρωμαί­οι τα βάζουν με τους Εβραί­ους. Τελι­κά συλ­λαμ­βά­νε­ται και το 67 απο­κε­φα­λί­ζε­ται, όχι για την ιδε­ο­λο­γία του, αλλά ως κοι­νός εγκλη­μα­τί­ας, με τον πιο ατι­μω­τι­κό για την επο­χή θάνα­το. Το σώμα του αφή­νε­ται βορά στα όρνεα κι ο κόσμος θα μάθει για τον Παύ­λο πολ­λά χρό­νια αργό­τε­ρα, όταν θα τίθε­νται οι βάσεις του παυ­λια­νι­σμού, οι οποί­ες, για τα επό­με­να δυο χιλιά­δες χρό­νια, θα φρε­νά­ρουν την πρό­ο­δο της ανθρω­πό­τη­τας, κατα­κρε­ουρ­γώ­ντας ψυχές και σώμα­τα εκα­τομ­μυ­ρί­ων ανθρώπων.

Τι άθλιος θάνα­τος για τον άνθρω­πο που θεω­ρεί­ται ότι το έργο του εξα­πλώ­θη­κε σ’ όλο τον πολι­τι­σμέ­νο κόσμο της επο­χής! Ο αδύ­να­μος και ψυχι­κά άρρω­στος αυτός ανθρω­πά­κος, που παρου­σιά­ζει η μυθο­λο­γία του χρι­στια­νι­σμού, πριν κατα­σπα­ρα­χτεί από τα όρνεα, υπο­τί­θε­ται πως κατά­φε­ρε να μολύ­νει ολό­κλη­ρη την ανθρω­πό­τη­τα, στο­χεύ­ο­ντας στην αιτία όλων των προ­βλη­μά­των του και δημιουρ­γώ­ντας παράλ­λη­λα έναν απο­διο­πο­μπαίο τράγο.

Οι γυναί­κες, η ερω­τι­κή επι­θυ­μία, η αγά­πη προς το σώμα της ύπαρ­ξής μας πνί­γο­νται στη νεύ­ρω­σή του. Ο άρρω­στος Παύ­λος, αδυ­να­τώ­ντας να ζήσει αλλά και αρνού­με­νος την ανι­κα­νό­τη­τά του, μισεί τη ζωή και προ­σφέ­ρει στην ανθρω­πό­τη­τα πρό­τυ­πα προς μίμη­ση. Μιας και το σώμα του τον προ­δί­δει, τον ταπει­νώ­νει, τον πλη­γώ­νει, προ­τεί­νει στην ανθρω­πό­τη­τα την ιδε­ο­λο­γι­κή βάση για να πρά­ξει το ίδιο στο δικό της σώμα.

Για τα επό­με­να τρια­κό­σια ολό­κλη­ρα χρό­νια, κανείς δεν μιλά για τον Παύ­λο ή τους Παύ­λους και τους παυ­λια­νι­στές. Πολ­λοί υπο­στη­ρί­ζουν, βάσι­μα, πως ό,τι κι αν ακό­μη, υπήρ­ξε Παύ­λος – ένας ή περισ­σό­τε­ροι, τα απο­δι­δό­με­να σε αυτόν γρα­φτά (οι επι­στο­λές) είναι, κατά πολύ, μετα­γε­νέ­στε­ρα. Εντε­λώς… συμ­πτω­μα­τι­κά και τα παλαιό­τε­ρα σωζό­με­να χει­ρό­γρα­φα της Και­νής Δια­θή­κης δεν χρο­νο­λο­γού­νται πέρα από τα μέσα του 4ου αιώ­να. Ήταν ο Φλά­βιος Κων­στα­ντί­νος που επέ­βα­λε τη σύντα­ξη των κει­μέ­νων που συνέ­θε­σαν την Και­νή Δια­θή­κη και ο Ευσέ­βιος Και­σά­ρειας που στά­θη­κε ο πολύ­τι­μος αρω­γός του.

Απο­φα­σι­σμέ­νη η δου­λο­κτη­τι­κή εξου­σία να ξεκα­θα­ρί­σει το τοπίο των δεκά­δων συγκρο­τη­μέ­νων θρη­σκευ­τι­κών δογ­μά­των, Εκκλη­σιών και αιρέ­σε­ων και να επι­βά­λει με ενιαίο τρό­πο την πολι­τι­κή της στους υπο­ταγ­μέ­νους λαούς, συγκα­λεί το 325 την Πρώ­τη Οικου­με­νι­κή Σύνο­δο, στη Νίκαια της Βηθυ­νί­ας. Μετά από περί­που δύο χρό­νια περι­πε­τειω­δών, δια­κο­πτό­με­νων συνε­δριά­σε­ων και ψηφο­φο­ριών, κατέ­λη­ξαν στο όνο­μα του θεού της αυτο­κρα­το­ρί­ας: Ήσους Κρίσ­να (Hesus Krisna), που με τον και­ρό εξε­λί­χθη­κε σε Ήσους Κράιστ και Τζέ­σους Κράιστ, που στα ελλη­νι­κά απο­δό­θη­κε ως Ιησούς Χρι­στός.3

Και­ρός, λοι­πόν, να στοι­χειο­θε­τη­θούν και οι ήρω­ες της νέας ιδε­ο­λο­γί­ας. Έτσι, εμφα­νί­στη­κε και ο Παύ­λος, καθώς και οι υπό­λοι­ποι «ήρω­ες» του μύθου. Με μια δια­φο­ρά: Το ρεύ­μα του παυ­λια­νι­σμού ήταν εκεί­νο που επι­κρά­τη­σε στον λεγό­με­νο χρι­στια­νι­σμό. Μια θρη­σκεία στή­ριγ­μα στην κάθε είδους ταξι­κή κοι­νω­νία. Το δου­λο­κτη­τι­κό σύστη­μα είχε απο­κτή­σει τη συνε­κτι­κή του ιδεολογία.

Πολύ αργό­τε­ρα από τον 4ο αιώ­να, όταν ο χρι­στια­νι­σμός έχει επι­βλη­θεί και εξα­πλω­θεί με την κρα­τι­κή επι­βου­λή, ενα­γκα­λι­ζό­με­νος, μέχρι πνιγ­μού, την κρα­τι­κή εξου­σία, η τρο­μο­κρα­τία του ασκεί­ται αμεί­λι­κτα και απο­τε­λε­σμα­τι­κά και οι αυτό­πτες μάρ­τυ­ρες έχουν εξα­φα­νι­στεί. Ο τρό­μος βασι­λεύ­ει. Ο σκο­τα­δι­σμός του παυ­λια­νι­σμού, γέν­νη­μα-θρέμ­μα του δου­λο­κτη­τι­κού συστή­μα­τος είναι ακό­μη εδώ.

_______________________________________________________________________

Βιβλιο­γρα­φία:

«Αρχαί­ες θρη­σκεί­ες και Χρι­στια­νι­σός», Γιάν­νης Κορ­δά­τος, Μπου­κου­μά­νης Δ΄ έκδο­ση, Αθή­να 1973.

«Θεός και Κεφά­λαιο», Κώστας Λάμπος, Εκδό­σεις Κουκ­κί­δα, Αθή­να 2015.

«Ιερές Βλα­κεί­ες», Στέ­λιος Κανά­κης, Εκδό­σεις Εντύ­ποις, Δ΄ Έκδο­ση, Αθή­να 2018.

«Οι ρίζες του Χρι­στια­νι­σμού», Ι. Λέν­τσμαν, Εκδο­σεις Κέδρος ΑΕ, Αθή­να 2001

«Πραγ­μα­τεία περί αθε­ο­λο­γί­ας», Michel Onfray, Εξά­ντας, Αθή­να 2006.

«Πως γεν­νιού­νται, ζουν και πεθαί­νουν οι Θεοί και οι Θεές», Εμ. Για­ρο­σλάβ­σκι, Εκδό­σεις ΓΝΩΣΕΙΣ.

1 Ιώση­πος Φλά­βιος ή Γιο­σέφ μπεν Μαθιά (37 — 100), Εβραί­ος λόγιος και ιστο­ρι­κός και αγιο­λό­γος. Γεν­νή­θη­κε στην Ιερου­σα­λήμ.

2 Ιου­στί­νος ο Μάρ­τυ­ρας ή Ιου­στί­νος ο Φιλό­σο­φος ή Ιου­στί­νος Και­σα­ρεί­ας. Χρι­στια­νός απο­λο­γη­τής και φιλό­σο­φος (100–165).

3 Εκτε­νέ­στε­ρα στο «Θεός και Κεφά­λαιο», Κώστας Λάμπος, Εκδό­σεις Κουκ­κί­δα, Αθή­να 2015.

Πηγή: Documento

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο