Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Πρόλογος από τη σοβιετική έκδοση (1935) της «Αληθινής απολογίας του Σωκράτη» του Κ. Βάρναλη

Το 1934 ο Κώστας Βάρ­να­λης προ­σκα­λεί­ται μαζί με το Γλη­νό στο Α΄ Συνέ­δριο Σοβιε­τι­κών Συγ­γρα­φέ­ων. Με την επι­στρο­φή του από τη Μόσχα γρά­φει τις εντυ­πώ­σεις του από την ΕΣΣΔ στην εφη­με­ρί­δα «Ελεύ­θε­ρος Άνθρω­πος» (από 27/9 έως 1/11/1934) με το γενι­κό τίτλο «Τι είδα στην χώρα των Σοβιέτ». Στα 1935 εκδί­δε­ται στα ρώσι­κα η «Αλη­θι­νή απο­λο­γία του Σωκρά­τη». Πρώ­τη φορά ο Σοβιε­τι­κός ανα­γνώ­στης γνω­ρί­ζει τον Έλλη­να κομ­μου­νι­στή ποι­η­τή και πιθα­νό­τα­τα αυτή είναι και η πρώ­τη μετά­φρα­ση βαρ­να­λι­κού έργου σε άλλη γλώσσα.

Την έκδο­ση βρή­κε σε πάγκο στο Μονα­στη­ρά­κι ο φίλος  συλ­λέ­κτης Ιορ­δά­νης Χρι­στο­δού­λου και την έθε­σε υπό­ψη μας. Ζητή­σα­με από την εξαι­ρε­τι­κή εκπαι­δευ­τι­κό και συγ­γρα­φέα Κυρια­κή Καμα­ρι­νού να μας το μετα­φρά­σει τον πρό­λο­γο της έκδο­σης τον οποίο και παρουσιάζουμε:

varnalis1

Εισαγωγή

Ο Κώστας Βάρ­να­λης, με το έργο του οποί­ου, ως δημιουρ­γού, γνω­ρί­ζε­ται για πρώ­τη φορά ο σοβιε­τι­κός ανα­γνώ­στης, είναι ένας από τους πιο ταλα­ντού­χους ποι­η­τές της σύγ­χρο­νης Ελλά­δας. Η απαρ­χή της λογο­τε­χνι­κής του παρου­σί­ας βρί­σκε­ται στα 1905, όταν εξέ­δω­σε τον πρώ­το τόμο ποι­η­μά­των του. Ταυ­τό­χρο­να εργα­ζό­ταν ασκώ­ντας διδα­κτι­κό έργο σε Γυμνάσιο.

Θα λέγε κανείς, ότι τίπο­τα δε θα μπο­ρού­σε να επι­σκιά­σει την προ­σω­πι­κή «καριέ­ρα» του Βάρ­να­λη. Από­φοι­τος αθη­ναϊ­κού Πανε­πι­στη­μί­ου και της παρι­σι­νής Σορ­βόν­νης, είχε την ευα­ρέ­σκεια των κυρί­αρ­χων τάξε­ων για την δια­παι­δα­γώ­γη­ση της νεο­λαί­ας- μπρο­στά του ήταν ανοι­κτές όλες οι σελί­δες των αστι­κών εφη­με­ρί­δων και περιοδικών.

Όμως, εντε­λώς απρό­σμε­να για την «κοι­νω­νία αυτή», ο Βάρ­να­λης εκδί­δει το 1922 το πρώ­το του σατι­ρι­κό-πολι­τι­κό έργο: «Το φως που καί­ει». Με το πολι­τι­κό αυτό λιβε­λο­γρά­φη­μα στρε­φό­ταν ξεκά­θα­ρα ενά­ντια στο σύστη­μα των μπουρ­ζουά­δων, ενά­ντια στους ιερο­κή­ρυ­κες ακό­λου­θους του πολι­τι­σμού του.

Στο σατι­ρι­κό αυτό ποί­η­μα, του οποί­ου τα δομι­κά στοι­χεία θυμί­ζουν κατά κάποιον τρό­πο το δεύ­τε­ρο μέρος του «Φάουστ», ο Βάρ­να­λης δίνει το λόγο στον Προ­μη­θέα και τον Ζαν-Κρι­στόφ. Ο Προ­μη­θέ­ας, σύμ­φω­να με τη σκέ­ψη του ποι­η­τή, σώζει την ανθρω­πό­τη­τα προ­σφέ­ρο­ντάς της τη λογι­κή, ενώ ο Ζαν-Κρι­στόφ, το συναίσθημα.

Κεντρι­κή ιδέα του σατι­ρι­κού έπους, που απο­τε­λεί και την απο­κρυ­στάλ­λω­ση της γνώ­μης του ποι­η­τή, είναι ότι μόνο η επα­νά­στα­ση των εργα­τών μπο­ρεί να φέρει στην ανθρω­πό­τη­τα τη σωτη­ρία. Σ αυτό το συμπέ­ρα­σμα έφτα­σε ο Κ. Βάρ­να­λης ως απο­τέ­λε­σμα της (πικρής) «πεί­ρας» από τον ιμπε­ρια­λι­στι­κό πόλε­μο των ετών 1914–1918 και των μετα­πο­λε­μι­κών χρόνων.

Είναι ανα­με­νό­με­νο οι κυρί­αρ­χες δυνά­μεις να μην μπο­ρούν να συγ­χω­ρή­σουν στον Βάρ­να­λη μια τόσο σφο­δρή επί­θε­ση. Έγκρι­τα αστι­κά περιο­δι­κά απο­δεί­χθη­κε ότι «έκλει­σαν» γι αυτόν, ενώ από το 1925 στε­ρή­θη­κε του δικαιώ­μα­τος για εργα­σία σε οποιασ­δή­πο­τε κρα­τι­κή ελλη­νι­κή υπηρεσία.

Με τέτοιου είδους πιέ­σεις ο Βάρ­να­λης δεν ταλα­ντεύ­θη­κε: το 1932 επα­νεκ­δί­δει το έργο του «Το φως που καί­ει» και το 1933[1] εκδί­δει το παρόν προ­τει­νό­με­νο στον σοβιε­τι­κό ανα­γνώ­στη, νέο σατι­ρι­κό του έργο, σε μορ­φή πρό­ζας, την «Απο­λο­γία του Σωκράτη».

Θα ήταν φυσι­κά αφε­λές να ψάξει κανείς να βρει στο έργο αυτό ομοιό­τη­τα ως προς το περιε­χό­με­νο με τις απο­λο­γί­ες του Σωκρά­τη της αρχαιό­τη­τας, οι οποί­ες έχουν φτά­σει σ΄ εμάς από τον Πλά­τω­να ή τον Ξενο­φώ­ντα. Κάπο­τε ο Τ. Gomperz[2] απο­κά­λε­σε την πλα­τω­νι­κή «Απο­λο­γία» «τεχνο­τρο­πία αλή­θειας», έχο­ντας υπό­ψη την κάθε άλλο παρά στε­νο­γρα­φι­κή ανα­πα­ρά­στα­ση τού λόγου του Σωκρά­τη μπρο­στά στου Αθη­ναί­ους δικα­στές. Μια τέτοια «τεχνο­τρο­πία αλή­θειας», αλλά με άλλη σημα­σία, απο­τε­λεί και η «Απο­λο­γία» του Βάρ­να­λη. Ο ριζο­σπά­στης σύγ­χρο­νος ποι­η­τής δανεί­στη­κε από το έργο του Πλά­τω­να μόνο την καλ­λι­τε­χνι­κή μορ­φή-αφού στην ουσία αντι­τά­χθη­κε στους δικα­στές και τους κυρί­αρ­χους του σύγ­χρο­νου αστι­κού καθε­στώ­τος. Ο Σωκρά­της του Βάρ­να­λη-είναι ο ίδιος ο Βάρ­να­λης, ενώ οι Αθη­ναί­οι δικα­στές του- είναι εκεί­νοι οι κυρί­αρ­χοι κύκλοι του καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος, οι οποί­οι έβγα­λαν την κατα­δι­κα­στι­κή τους από­φα­ση κατά του ποι­η­τή επει­δή δεν ανα­γνώ­ρι­ζε τους θεούς αυτού του συστή­μα­τος και «διέ­φθει­ρε τη νεο­λαία» με αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή προπαγάνδα.

Ανα­πα­ρι­στώ­ντας τη μορ­φή της πλα­τω­νι­κής «Απο­λο­γί­ας του Σωκρά­τη», ο Βάρ­να­λης χρη­σι­μο­ποιεί στη σάτι­ρά του και ορι­σμέ­να κομ­μά­τια του κλα­σι­κού έργου. Έτσι, ο Σωκρά­της-Βάρ­να­λης απο­δει­κνύ­ει, ότι δεν είναι σοφι­στής και ότι καθό­λου δεν είναι «δια­φθο­ρέ­ας της νεολαίας».

Στη συνέ­χεια, ο Βάρ­να­λης ξεμπρο­στιά­ζει τους λεγό­με­νους κατή­γο­ρους, εκεί­να δηλα­δή τα πρό­σω­πα τα οποία φιγου­ρά­ρουν (παρί­στα­νται) στο έργο του Πλά­τω­να και τα οποία υπήρ­ξαν ιστο­ρι­κά οι κατή­γο­ροι του Σωκρά­τη: ο βυρσοδέψης[3] Άνυ­τος, ο ρήτο­ρας Λύκω­νας και ο ποι­η­τής Μέλη­τος. Με τη δια­φο­ρά όμως ότι τα πραγ­μα­τι­κά πρό­σω­πα της σωκρα­τι­κής Αθή­νας στο σατι­ρι­κό έργο του Βάρ­να­λη παίρ­νουν πιο γενι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά- ο Άνυ­τος είναι ο βιο­μή­χα­νος-καπι­τα­λι­στής, ο Λύκω­νας είναι ο τύπος του επι­τή­δειου υπαλ­λή­λου-υπη­ρέ­τη του αστι­κού κρά­τους, ο οποί­ος υπε­ρα­σπί­ζε­ται αυτούς που βρί­σκο­νται στο τιμό­νι της εξου­σί­ας και ο Μέλη­τος είναι ο εκπρό­σω­πος της αστι­κής δια­νό­η­σης, που βρί­σκε­ται στην υπη­ρε­σία των κυρί­αρ­χων τάξεων.

Ο Σωκρά­της του Πλά­τω­να προ­τεί­νει ειρω­νι­κά στους δικα­στές να μην τον κατα­δι­κά­σουν σε θάνα­το, αλλά να του δώσουν θέση στο Πρυ­τα­νείο, δηλα­δή σ΄ εκεί­νο το επί­ση­μο κτί­ριο των αρχαί­ων Αθη­νών στο οποίο σιτί­ζο­νταν με κρα­τι­κή δαπά­νη οι πρυ­τά­νεις και ορι­σμέ­νοι αξιό­λο­γοι πολί­τες. Ο Σωκρά­της του Βάρ­να­λη προ­τεί­νει με σαρ­κα­σμό στους δικα­στές του να του δώσουν θέση για την προ­σφο­ρά του στον «Οίκο του τεμπέ­λη» — να πώς ερμη­νεύ­ει ο ποι­η­τής τις σύγ­χρο­νες πρυ­τα­νεί­ες της αστι­κής κοινωνίας!

Μ αυτόν τον τρό­πο η αρχαία μορ­φή της «Απο­λο­γί­ας του Σωκρά­τη» επι­τρέ­πει στον Βάρ­να­λη να συμπλη­ρώ­σει τη σάτι­ρά του με μια δεύ­τε­ρη, ηχη­ρή διά­στα­ση της ειρω­νεί­ας – την κοι­νω­νι­κά ολο­κλη­ρω­μέ­νη σάτι­ρα, που μετα­τρέ­πε­ται ταυ­τό­χρο­να σε σαρκασμό.

Βεβαί­ως, εννο­εί­ται ότι, ο Βάρ­να­λης δεν περιο­ρί­ζε­ται χρο­νι­κά στο συγκε­κρι­μέ­νο ιστο­ρι­κό πλαί­σιο, δεν τον στα­μα­τούν οι πολυά­ριθ­μοι ανα­χρο­νι­σμοί. Έτσι, ο Σωκρά­της του ανα­γκά­ζε­ται να μιλή­σει για τις θρη­νού­σες Μαγδα­λη­νές, για τους παπά­δες και τις εικό­νες, για τα πασχά­λια και τα τσου­ρέ­κια, για τους κοκαϊ­νο­μα­νείς κτλ.. Άλλω­στε δεν πρέ­πει να ξεχνά­με ότι ο Σωκρά­της του Βάρ­να­λη είναι ο Σωκρά­της του 20ού αιώ­να, ενώ ο λόγος του δεν είναι παρά ο λόγος που θα έπρε­πε να βγά­λει, σύμ­φω­να με τη σκέ­ψη του ποι­η­τή, το 1933.

Τι είναι λοι­πόν αυτό που πετά­ει κατά­μου­τρα στο αστι­κό-καπι­τα­λι­στι­κό καθε­στώς ο Σωκρά­της αυτός, δηλα­δή ένας σοφός της επο­χής μας; Δια­τη­ρώ­ντας την ειρω­νεία ως λογο­τε­χνι­κό μέσον, πάνω απ΄ όλα, όχι απλώς αμύ­νε­ται μα και επι­τί­θε­ται. Γελοιο­ποιεί και μαστι­γώ­νει, όπως είδα­με και πριν, τους βασι­κούς του κατή­γο­ρους- τον καπι­τα­λι­στή βιο­μή­χα­νο, τον κρα­τι­κό λει­τουρ­γό, τον αστό δια­νο­ού­με­νο. Σημα­δεύ­ει με το δηλη­τή­ριο της ειρω­νεί­ας τους δικα­στές του, στις πρώ­τες σει­ρές των οποί­ων βλέ­πει τον «Πανά­ρε­το» ‑πρό­ε­δρο του «Συλ­λό­γου για την προ­στα­σία της Ηθι­κής», τους στα­ρέ­μπο­ρους και καρα­βο­κυ­ραί­ους αδελ­φούς «Σαρα­ντα­δά­κτυ­λους»….», τον τοκο­γλύ­φο ‑λωπο­δύ­τη «Ξηντα­βε­λό­νη», τον αγο­ρα­στή του ετή­σιου πορ­νι­κού φόρου «Παρ­θε­νία», τον ορφα­νο­φά­γο «Μαλ­θα­κό­καρ­δο», τον ψευ­το­μάρ­τυ­ρα «Αλη­θο­φά­νη» και ούτω καθε­ξής …Αυτού του είδους δικα­στές επι­δι­κά­ζουν στον Σωκρά­τη τη θανα­τι­κή ποινή.

Για ποιο λόγο λοι­πόν αξιώ­θη­κε μιας τέτοιας ποι­νής ο Σωκρά­της – Βάρ­να­λης; Πρώτ απ’ όλα φταί­ει για­τί είναι «αδύ­να­μος και φτω­χός». Επι­πλέ­ον, φταί­ει για­τί τάχα έβγα­λε το συμπέ­ρα­σμα πως «κάλιο να χει να τρώ­ει κανείς, παρά να πει­νά». Και τελι­κά, τρι­σά­κις του αξί­ζει η ποι­νή, αφού την ανα­κά­λυ­ψή του αυτή την έχει δια­λα­λή­σει σε κάθε σταυροδρόμι.

Ο σοφός Σωκρά­της κατά­λα­βε ότι η δημο­κρα­τία (αυτή) δε δια­φέ­ρει σε τίπο­τα από την τυραν­νία. Κατα­νό­η­σε (από­λυ­τα) την αλη­θι­νή ουσία (που κρύ­βε­ται) στις αγο­ρεύ­σεις των σύγ­χρο­νων αφε­ντά­δων. Λένε στο λαό: «Ευχό­μα­στε για σας μόνο το καλό. Δεν έχου­με καμιά επι­θυ­μία να σας πάρου­με το παρα­μι­κρό- μήτε τα φτυά­ρια, μήτε τους κασμά­δες, μήτε τα δισά­κια, μήτε τις βρώ­μι­κες ψει­ρο­φα­γω­μέ­νες που­κα­μί­σες, μήτε τις καλύ­βες με τις τρύ­πιες στέ­γες σας. Είστε ελεύ­θε­ροι! Ελεύ­θε­ροι να ζεί­τε, όπως επι­θυ­μεί­τε… στη γέν­νη­ση και το θάνα­το. Εμείς είμα­στε αυτοί που θα σας μαθαί­νου­με την ….ιερή αλή­θεια… Θα είστε ο περιού­σιος λαός. Όσο για εμάς- θα έχου­με μονά­χα την αρχη­γία!… Τόσο εσείς, όσο κι εμείς θα έχου­με τους ίδιους θεούς από πάνω μας, οι οποί­οι θα σας προ­στά­ζουν να δου­λεύ­ε­τε και να τρώ­τε, ενώ εμάς- να μην εργα­ζό­μα­στε, με σηκω­μέ­να χέρια να ανα­παυό­μα­στε και να τρώ­με.» Τόσο απο­κα­λυ­πτι­κό περιε­χό­με­νο έχει το λογο­τε­χνι­κό έργο-παρω­δία του Βάρναλη(!)

Δε γίνε­ται να μην ενδια­φέ­ρει τον σοβιε­τι­κό ανα­γνώ­στη το θετι­κό απο­κρυ­στάλ­λω­μα του συγ­γρα­φέα. Κατα­φέρ­νει να (μας) οδη­γή­σει στο συμπέ­ρα­σμα; Ποιο είναι το περιε­χό­με­νο του πορί­σμα­τός του; Ο Σωκρά­της του Βάρ­να­λη δηλώ­νει στους δικα­στές ότι θα πήγαι­νε «στις φτω­χο­γει­το­νιές της Αθή­νας, στα δυσώ­δη χωριά της Αττι­κής», «θα έμπαι­νε στις σκο­τει­νές καλύ­βες, γεμά­τες κοριούς και φθι­σι­κές ροχά­λες, θα ‘μπαι­νε στα μαγα­ζά­κια της φτω­χο­λο­γιάς, στις κάρ­βου­νο-απο­θή­κες του λιμα­νιού». Και θα τους έλε­γε, ότι η πατρί­δα τους δεν είναι εκεί όπου γεν­νή­θη­καν και ζουν, αλλά μακριά στην Ανα­το­λή-στη Σκυ­θία. Όπως είναι γνω­στό, στην περιο­χή εκεί­νη, που στα χρό­νια του «ιστο­ρι­κού Σωκρά­τη» βρι­σκό­ταν η «Σκυθία»![4] σήμε­ρα εκτεί­νε­ται η ΕΣΣΔ. Τόσο λοι­πόν πολυ­σή­μα­ντο είναι το συμπέ­ρα­σμα του Βάρναλη!

Στη συνέ­χεια ο Σωκρά­της θα πήγαι­νε στις τρώ­γλες, στα ορυ­χεία, στα λιμά­νια- κοντά στους δού­λους-θα κατέ­βαι­νε στ’ αμπά­ρια των καρα­βιών, όπου κάθο­νται σκυμ­μέ­νοι οι κωπη­λά­τες, θα πήγαι­νε στα τσι­φλί­κια των πλου­σί­ων, όπου έχουν ζευ­τεί στ΄ αλέ­τρι στη σει­ρά δού­λοι και ζωντα­νά. Και θα απηύ­θυ­νε τον ίδιο λόγο και στους δού­λους. Και αν οι δού­λοι αυτοί, δεν είχαν συνει­δη­το­ποι­ή­σει ακό­μη το δικαί­ω­μά τους στην ανθρώ­πι­νη αξιο­πρέ­πεια και κατα­νο­ού­σαν το κάλε­σμα του Σωκρά­τη ως παραί­νε­ση ν΄ ανταλ­λά­ξουν μόνο τις θέσεις τους μ΄ αυτές των αφε­ντι­κών τους και να γίνουν οι ίδιοι χαρα­μο­φά­γοι, τότε ο Σωκρά­της θα τους απα­ντού­σε: «Όχι, θα δου­λεύ­ουν κι αυτοί κι εσείς». Κι αν (ακό­μη) αυτοί οι στε­ρη­μέ­νοι ανθρώ­πι­νης συνεί­δη­σης δού­λοι, που έχουν σχε­δόν φτά­σει σε ζωώ­δες επί­πε­δο του απα­ντού­σαν: «Τότε λοι­πόν να πάει στο διά­ο­λο μια τέτοια λευ­τε­ριά», ο Σωκρά­της θα τους δήλω­νε κατη­γο­ρη­μα­τι­κά: «Μην ανη­συ­χεί­τε! Όταν έρθει η ώρα, θα σας ανα­γκά­σουν με βιά να γίνε­ται άνθρω­ποι, είτε το θέλε­τε είτε όχι να σώσε­τε το τομά­ρι σας, την ψυχή σας και το νου». «Ποιος θα μας ανα­γκά­σει με βία;»-θα φώνα­ζαν όλοι μονο­μιάς.- «Οι Σκύθες!»

Φυσι­κά θα έκα­νε λάθος ο ποι­η­τής, αν είχε υπό­ψη του τη δύνα­μη της βίαιας επι­βο­λής. Ο λόγος γίνε­ται για την τερά­στια απε­λευ­θε­ρω­τι­κή δύνα­μη και την ισχύ που παρέ­χει η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση στην δια­παι­δα­γώ­γη­ση και ανα­δια­παι­δα­γώ­γη­ση της ανθρωπότητας.

Ο ίδιος ο Κ. Βάρ­να­λης επι­σκέ­φτη­κε την ΕΣΣΔ το φθι­νό­πω­ρο του 1934. Οι εντυ­πώ­σεις του από την παρα­μο­νή στην ΕΣΣΔ, τις οποί­ες δημο­σί­ευ­σε στο «Ελεύ­θε­ρος άνθρω­πος», συνη­γο­ρούν στο γεγο­νός ότι και ως δημο­σιο­γρά­φος ο Βάρ­να­λης στα­θε­ρο­ποι­ή­θη­κε στις ιδέ­ες του εκεί­νες, που ήδη είχε απο­τυ­πώ­σει ως καλ­λι­τέ­χνης στην «Απο­λο­γία του Σωκράτη».
Ι. Λουππόλ.

Μετά­φρα­ση: Κυρια­κή Καμαρινού

________________________________________
[1] Η επί­ση­μη χρο­νο­λο­γία γέν­νη­σης του έργου είναι το 1931, στην Αθή­να, αν και από τη βιο­γρα­φία του συγ­γρα­φέα μαθαί­νου­με ότι ο Βάρ­να­λης κυο­φο­ρού­σε ήδη από τη δεύ­τε­ρη (1924) και την τρί­τη (1926/27) «αυτο­ε­ξο­ρία» του στη Γαλ­λία ¬ την ιδέα της «αλη­θι­νής απο­λο­γί­ας» (σημ. μεταφρ.)
[2] Theodor Gomperz (1832–1912).Αυστριακός φιλό­σο­φος και μελε­τη­τής των κλα­σι­κών γραμ­μά­των (σημ. μεταφρ.)
[3] Για την ακρί­βεια πήρε μέρος στη δίκη ως κατή­γο­ρος από την πλευ­ρά των χει­ρο­τε­χνών, ήταν γιος βυρ­σο­δέ­ψη (σημ. μεταφραστή)
[4] Οι Σκύ­θες απο­τε­λού­σαν ένα χαλα­ρό δίκτυο από νομα­δι­κές φυλές από έφιπ­πους βοσκούς. Εισέ­βα­λαν σε πολ­λές περιο­χές στις στέ­πες της Ευρα­σί­ας, που σήμε­ρα απο­τε­λούν το Καζακ­στάν, Αζερ­μπαϊ­τζάν, την νότια Ουκρα­νία και την Νότια Ρωσία. (σημ. μεταφρ.)

varnalis2

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο