Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ (Β’ ΜΕΡΟΣ)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Πριν προ­χω­ρή­σου­με σε κεί­με­να του Φρί­ντριχ Ένγκελς και toy Μαξ Βέμπερ, θα δού­με ακό­μα μερι­κές από­ψεις του Περου­βια­νού συγ­γρα­φέα Χοσέ Κάρ­λος Μαριά­τε­γκι (δεί­τε το Πρώ­το Μέρος) ο οποί­ος έχει τη γνώ­μη, ότι

«από τον προτεσταντισμό…έλειπε πάντα η κατη­χη­τι­κή ικα­νό­τη­τα, για­τί μια λογι­κή συνέ­πεια του ατο­μι­κι­σμού του ήταν να περιο­ρί­σει στο ελά­χι­στο το εκκλη­σια­στι­κό πλαί­σιο της θρη­σκεί­ας. Η διά­δο­σή του στην Ευρώ­πη οφει­λό­ταν πάντο­τε σε πολι­τι­κούς και οικο­νο­μι­κούς λόγους […] οφει­λό­ταν επί­σης στην άνο­δο της μπουρ­ζουα­ζί­ας, που έβρι­σκε στον προ­τε­στα­ντι­σμό ένα σύστη­μα πιο βολι­κό και δυσφο­ρού­σε με την εύνοια της Ρώμης απέ­να­ντι στα φεου­δαρ­χι­κά προ­νό­μια. […] Στις ΗΠΑ, ο Αγγλο­σά­ξο­νας άποι­κος δεν ασχο­λή­θη­κε με τον εκχρι­στια­νι­σμό των ιθα­γε­νών. Αποί­κη­σε μια σχε­δόν παρ­θέ­να γη, μαχό­με­νος σκλη­ρά ενά­ντια σε μια φύση που η κατά­κτη­σή της απαι­τού­σε όλες του τις δυνά­μεις» (στο: Επτά Δοκί­μια για την ερμη­νεία της περου­βια­νής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, Εκδό­σεις «Άγρα» σελ. 207, έργο που, άλλω­στε, δια­θέ­τει ένα εξαι­ρε­τι­κό δοκί­μιο για την περου­βια­νή λογοτεχνία). 

Υπάρ­χει αναμ­φί­βο­λα μια απο­λυ­τό­τη­τα σ’ αυτούς τους συλ­λο­γι­σμούς, μια γενί­κευ­ση που οδη­γεί σε ανα­κρί­βειες, όπως σε πολ­λά σημεία των δοκι­μιών του. Αρκε­τά από τα λεχθέ­ντα του δεν είναι σωστά, αλλά, ωστό­σο αγγί­ζουν τον πυρή­να του ζητή­μα­τος και δεν παύ­ουν να έχουν ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον για τον ανα­γνώ­στη και ενδε­χό­με­νο μελε­τη­τή, μια και ο Μαριά­τε­γκι έχει επη­ρε­ά­σει σε μεγά­λο βαθ­μό τη λατι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κή ερμη­νεία του μαρ­ξι­σμού. Ίσως και η ταλαι­πω­ρη­μέ­νη ζωή και ο πρό­ω­ρος θάνα­τός του (άφη­σε ένα έργο 20 τόμων) να είναι η αιτία που δεν πρό­λα­βε να μελε­τή­σει και να επε­ξερ­γα­στεί με μεγα­λύ­τε­ρη ακρί­βεια και επι­στη­μο­νι­κό­τη­τα την περου­βια­νή, αλλά και τη (λατινο)αμερικανική πραγματικότητα.

Δεν είναι η πρώ­τη φορά που στη σχε­τι­κή με το θέμα φιλο­λο­γία (λογο­τε­χνία, ιστο­ριο­γρα­φία κλπ) να τονί­ζε­ται το θέμα του λεγό­με­νου ατο­μι­κι­σμού σαν κατε­ξο­χήν χαρα­κτη­ρι­στι­κό του προ­τε­στα­ντι­σμού. Η αλή­θεια είναι ότι στην προ­τε­στα­ντι­κή ιδε­ο­λο­γία τονί­στη­κε έντο­να το Άτο­μο σαν πηγή πρω­το­βου­λιών και ρηξι­κέ­λευ­θων πρά­ξε­ων την επο­χή της ανό­δου ιδιαί­τε­ρα του χρη­μα­τι­στι­κού στα­δί­ου του καπι­τα­λι­σμού με προ­ε­κτά­σεις στις μέρες μας και, όπως είδα­με παρα­πά­νω στο πρώ­το μέρος, υπήρ­χαν οι λόγοι. Δημιουρ­γεί­ται, ωστό­σο, η εντύ­πω­ση ότι στην ανά­πτυ­ξη του Μαριά­τε­γκι και πολ­λών άλλων συγγραφέων/διανοητών του πρώ­ην αποι­κιο­κρα­τού­με­νου κόσμου υπερ­το­νί­ζε­ται αυτό το στοι­χείο συχνά σε κάποιο βαθ­μό λιγό­τε­ρο ή περισ­σό­τε­ρο απο­κομ­μέ­νο από τις ανά­γκες που το γέν­νη­σαν ή/και σαν βάση ενός συστή­μα­τος και όχι σαν συνέ­πεια. Δεν χρεια­ζό­ταν, κατά Μαριά­τε­γκι, ο «αγγλο­σα­ξο­νι­κός αποι­κι­σμός εκκλη­σια­στι­κή οργά­νω­ση», διότι 

«ο που­ρι­τα­νι­κός ατο­μι­κι­σμός μετέ­τρε­πε κάθε πιο­νιέ­ρο σε ιερέα από μόνο του. Στον πιο­νιέ­ρο της Νέας Αγγλί­ας του αρκού­σε η Βίβλος του. Η Βόρεια Αμε­ρι­κή αποι­κί­στη­κε με μεγά­λη οικο­νο­μία δυνά­με­ων και ανθρώ­πων. Ο αποι­κι­σμός δεν χρη­σι­μο­ποί­η­σε ιερα­πό­στο­λους, κήρυ­κες, θεο­λό­γους ούτε μονα­στή­ρια. Για την απλή, τρα­χιά από­κτη­ση της γης ο ρόλος τους ήταν περιτ­τός. Οι αποι­κι­στές δεν χρειά­στη­κε να κατα­κτή­σουν έναν πολι­τι­σμό και ένα λαό, αλλά μια γεω­γρα­φι­κή έκτα­ση» (στο ίδιο σελ. 207/208).

Εδώ ο Μαριά­τε­γκι απλου­στεύ­ει τα πράγ­μα­τα και τα βλέ­πει με έντο­νη νοτιο­α­με­ρι­κα­νι­κή ματιά παρα­βλέ­πο­ντας πολ­λά στοι­χεία. Όχι, δεν χρειά­στη­κε να «εκπο­λι­τί­σουν», απλώς έσφα­ξαν τον ιθα­γε­νή πλη­θυ­σμό. Η εκκλη­σία, οι ιερείς και κήρυ­κες δού­λε­ψαν, αλλά με τρό­πο δια­φο­ρε­τι­κό. Ο Μαριά­τε­γκι έχει την άπο­ψη ότι η απο­στο­λή του ισπα­νο­κα­θο­λι­κού αποι­κι­σμού ήταν δυσκο­λό­τε­ρη παρα­πέ­μπο­ντας σε κάποιους ψηλά ανα­πτυγ­μέ­νους πολι­τι­σμούς ιθα­γε­νών λαών στη Νότια Αμε­ρι­κή, όπως ήταν οι Ίνκα, οι Αζτέ­κοι και οι Μάγια:

«Σ’ αυτές τις χώρες οι Κον­κι­στα­δό­ρες συνά­ντη­σαν λαούς, πόλεις, πολι­τι­σμούς: […] …η Ισπα­νία μας έστει­λε ιερα­πό­στο­λους που μέσα τους έκαι­γε ακό­μα η μυστι­κι­στι­κή φλό­γα και η στρα­τιω­τι­κή θέρ­μη των σταυ­ρο­φό­ρων. […]Ο κλή­ρος δεν ήταν μια ηρω­ι­κή και φλο­γε­ρή πολι­το­φυ­λα­κή, αλλά μια μιζα­δό­ρι­κη γρα­φειο­κρα­τία, καλο­πλη­ρω­μέ­νη και καλο­βλε­πού­με­νη» (σελ. 208).

Τι λένε ο Φρί­ντριχ Ένγκελς και ο Μαξ Βέμπερ 

Μπο­ρεί η ανά­πτυ­ξη του Μαριά­τε­γκι να έχει τις επι­στη­μο­νι­κές αδυ­να­μί­ες της, αλλά έχει ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον η πλού­σια και τολ­μη­ρή σκέ­ψη του με την οποία άνοι­ξε μαρ­ξι­στι­κούς δρό­μους ανά­λυ­σης της νοτιο­α­με­ρι­κα­νι­κής (κυρί­ως καθο­λι­κής) και της βορειο­α­με­ρι­κα­νι­κής (κυρί­ως προ­τε­στα­ντι­κής) ανι­σό­με­τρης καπι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης . Δεν χωρά­ει αμφι­βο­λία ότι ο προ­τε­στα­ντι­σμός στο επί­πε­δο της «κατά­κτη­σης της ψυχής και του νου» έπαι­ξε απο­φα­σι­στι­κό ρόλο στο πιο δυνα­μι­κό κομ­μά­τι της παγκό­σμιας αποι­κιο­κρα­τί­ας. Φανε­ρό είναι ότι ο προ­τε­στα­ντι­σμός ήταν κάτι παρα­πά­νω από θρη­σκευ­τι­κή ένδυ­ση νέων κοι­νω­νι­κών δυνά­με­ων, αλλά είχε και τερά­στιες ηθι­κές δια­στά­σεις. Ήδη είδα­με παρα­πά­νω ότι ο καπι­τα­λι­σμός χρειά­στη­κε μια νέα ηθι­κή και νοο­τρο­πία για να εμπε­δω­θεί η οικο­νο­μι­κή και πολι­τι­κή της κυριαρ­χία. Ασχο­λή­θη­καν με το θέμα και ο Φρί­ντριχ Ένγκελς και ο Μαξ Βέμπερ. Θα παρα­θέ­σου­με παρα­κά­τω κάποια απο­σπά­σμα­τα από έργα τους. Στο Ο Λου­δο­βί­κος Φόϋ­ερ­μπαχ και το Τέλος της Γερ­μα­νι­κής Κλα­σι­κής Φιλο­σο­φί­ας, ο Ένγκελς θα πει τα εξής χαρακτηριστικά: 

«Το μεσαί­ω­να, στο μέτρο ακρι­βώς που ανα­πτυσ­σό­ταν η φεου­δαρ­χία, ο χρι­στια­νι­σμός ανα­πτυσ­σό­ταν σε θρη­σκεία που αντα­πο­κρι­νό­ταν σ’ αυτή, με μια αντί­στοι­χη φεου­δαρ­χι­κή ιεραρ­χία. Κι όταν ανέ­βαι­νε η αστι­κή τάξη, ανα­πτύ­χθη­κε, σε αντί­θε­ση με το φεου­δαρ­χι­κό καθο­λι­κι­σμό, η προ­τε­στα­ντι­κή αίρε­ση, πρώ­τα στη Νότια Γαλ­λία με τους αλβι­γι­νούς* την επο­χή που οι πόλεις είχαν φτά­σει εκεί στη μεγα­λύ­τε­ρή τους άνθη­ση. Ο μεσαί­ω­νας είχε προ­σαρ­τή­σει στη θεο­λο­γία όλες τις άλλες μορ­φές της ιδε­ο­λο­γί­ας: τη φιλο­σο­φία, την πολι­τι­κή και τα νομι­κά, τις είχε μετα­τρέ­ψει σε υπο­διαι­ρέ­σεις της θεο­λο­γί­ας. Ανά­γκα­ζε έτσι κάθε κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­κή κίνη­ση να παίρ­νει θεο­λο­γι­κή μορ­φή. Οι δια­θέ­σεις των μαζών είχαν δια­μορ­φω­θεί απο­κλει­στι­κά με θρη­σκευ­τι­κή πνευ­μα­τι­κή τρο­φή και για να προ­κλη­θεί ένα θυελ­λώ­δες κίνη­μα ήταν απα­ραί­τη­το να παρου­σιά­σουν τα συμ­φέ­ρο­ντα των μαζών στις ίδιες τις μάζες με θρη­σκευ­τι­κό περί­βλη­μα. Και όπως η αστι­κή τάξη από την αρχή δημιούρ­γη­σε ένα εξάρ­τη­μα από ακτή­μο­νες πλη­βεί­ους των πόλε­ων που δεν ανή­καν σε καμιά ανα­γνω­ρι­σμέ­νη κάστα, από κάθε λογής μερο­κα­μα­τιά­ρη­δες και υπη­ρέ­τες, πρό­δρο­μους του κατο­πι­νού προ­λε­τα­ριά­του, έτσι και η αίρε­ση από νωρίς κιό­λας χωρί­ζε­ται σε μια αστι­κή μετριο­πα­θή και σε μια πλη­βεία επα­να­στα­τι­κή αίρε­ση, που την απε­χθά­νο­νταν και οι ίδιοι αστοί αιρε­τι­κοί. Το γεγο­νός ότι δεν μπο­ρού­σαν να εξο­ντώ­σουν την προ­τε­στα­ντι­κή αίρε­ση αντι­στοι­χού­σε στο γεγο­νός ότι ήταν ακα­τα­νί­κη­τη η αστι­κή τάξη που ανέ­βαι­νε» (σελ. 59/60).

*Θρη­σκευ­τι­κή αίρε­ση που το 12ο και το 13ο αιώ­να ήταν πλα­τιά δια­δε­δο­μέ­νη στη Νότια Γαλ­λία και Βόρεια Ιτα­λία, με κέντρο την πόλη ‘Αλβί της Νότιας Γαλ­λί­ας. Οι Αλβι­γι­νοί που ήταν ενά­ντια στα πολυ­τε­λή ήθη της καθο­λι­κής εκκλη­σί­ας και στην εκκλη­σια­στι­κή ιεραρ­χία, εξέ­φρα­ζαν σε θρη­σκευ­τι­κό επί­πε­δο τη δια­μαρ­τυ­ρία των μικρε­μπό­ρων και χει­ρο­τε­χνών των πόλε­ων ενά­ντια στη φεου­δαρ­χία. Σ’ αυτούς προ­σχώ­ρη­σε κι ένα τμή­μα των ευγε­νών της Νότιας Γαλ­λί­ας, που ήθε­λε την απαλ­λο­τρί­ω­ση των εκκλη­σια­στι­κών κτη­μά­των. Ο πάπας Ιννο­κέ­ντιος Γ’ οργά­νω­σε το 1209 σταυ­ρο­φο­ρία ενα­ντί­ον των Αλβι­γι­νών και μετά από έναν 20χρονο πόλε­μο και σκλη­ρά αντί­ποι­να, το κίνη­μά τους κατα­πνί­γη­κε (σημ. γερμ. συντ.)

Η γερ­μα­νι­κή αστι­κή «απο­τυ­χία»…

Ο Ένγκελς περι­γρά­φει τη λεγό­με­νη Μεταρ­ρύθ­μι­ση του Λού­θη­ρου στη Γερ­μα­νία, όταν δυνά­μω­νε η αστι­κή τάξη της χώρας. Ωστό­σο, στη Γερ­μα­νία η αστι­κή τάξη δεν δυνά­μω­σε αρκε­τά για να κατα­φέ­ρει να ενώ­σει κάτω από την επί­δρα­σή της τους πλη­βεί­ους, τους κατώ­τε­ρους ευγε­νείς και τους χωρι­κούς της υπαί­θρου. Οι πόλεις δεν βοή­θη­σαν τους εξε­γερ­μέ­νους χωρι­κούς και έτσι τα στρα­τεύ­μα­τα των μεγά­λων φεου­δαρ­χών μπό­ρε­σαν να τους νική­σουν. «Από τότε εξα­φα­νί­ζε­ται η Γερ­μα­νία για τρεις αιώ­νες από τη σει­ρά των χωρών που παί­ζουν ανε­ξάρ­τη­το ενερ­γό ρόλο στην ιστο­ρία», συμπε­ραί­νει ο Ένγκελς, ενώ άλλες δυνά­μεις άρχι­σαν να εξα­πλώ­νο­νται στα πέρα­τα της γης. Δίπλα στο Γερ­μα­νό Λού­θη­ρο ( 1483–1546, ιδρυ­τή της Δια­μαρ­τυ­ρό­με­νης ή Προ­τε­στα­ντι­κής Εκκλη­σί­ας) βρέ­θη­κε ο Γάλ­λος Καλ­βί­νος, ο οποί­ος, κατά τον Ένγκελς, έφε­ρε τον αστι­κό χαρα­κτή­ρα της Μεταρ­ρύθ­μι­σης στο ιστο­ρι­κό προ­σκή­νιο εκλαϊ­κεύ­ο­ντας την εκκλησία:

«Ενώ η λου­θη­ρα­νι­κή Μεταρ­ρύθ­μι­ση στη Γερ­μα­νία απο­τελ­μα­τω­νό­ταν και κατέ­στρε­φε τη Γερ­μα­νία, η Μεταρ­ρύθ­μι­ση του Καλ­βί­νου χρη­σί­με­ψε για σημαία στους δημο­κρά­τες της Γενεύ­ης, της Ολλαν­δί­ας και της Σκω­τί­ας, απε­λευ­θέ­ρω­σε την Ολλαν­δία από την Ισπα­νία και τη γερ­μα­νι­κή αυτο­κρα­το­ρία και πρό­σφε­ρε την ιδε­ο­λο­γι­κή ενδυ­μα­σία για τη δεύ­τε­ρη πρά­ξη της αστι­κής επα­νά­στα­σης που παι­ζό­ταν στην Αγγλία. Εδώ ο καλ­βι­νι­σμός απο­δεί­χτη­κε η γνή­σια θρη­σκευ­τι­κή μεταμ­φί­ε­ση των συμ­φε­ρό­ντων της τότε αστι­κής τάξης, και γι’ αυτό δεν ανα­γνω­ρί­στη­κε ολο­κλη­ρω­τι­κά όταν η επα­νά­στα­ση τέλειω­σε το 1689 με το συμ­βι­βα­σμό μιας μερί­δας των ευγε­νών με τους αστούς» * (σελ. 61, Φρ. Ένγκελς, Ο Λου­δο­βί­κος Φόϋ­ερ­μπαχ και το τέλος της κλα­σι­κής Γερ­μα­νι­κής Φιλοσοφίας). 

*Πρό­κει­ται για τη λεγό­με­νη «ένδο­ξη επα­νά­στα­ση» του 1688, όπως συνη­θί­ζουν να την ονο­μά­ζουν οι αστοί ιστο­ρι­κοί της Αγγλί­ας, με την οποία ανα­τρά­πη­κε η δυνα­στεία των Στιού­αρτ, δηλα­δή του Ιάκω­βου Β’. Το 1689, ο αρμο­στής της Ολλαν­δί­ας Γου­λιέλ­μος της Οράγ­γης ανα­κη­ρύ­χτη­κε βασι­λιάς της Αγγλί­ας, σαν Γου­λιέλ­μος Γ’ (σημ. γερμ. Συντ.)

Σ’ ό, τι αφο­ρά τις αστι­κές επα­να­στά­σεις ο Καρλ Μαρξ θα ανα­φέ­ρει χαρα­κτη­ρι­στι­κά, ότι το 1789 στη Γαλ­λία η αστι­κή τάξη ήταν ενω­μέ­νη με το λαό ενά­ντια στη βασι­λεία, τους ευγε­νείς και την κυρί­αρ­χη εκκλη­σία: «Η επα­νά­στα­ση του 1789 είχε ως πρό­τυ­πο (του­λά­χι­στον στην Ευρώ­πη) μόνο την επα­νά­στα­ση του 1648 (δηλα­δή στην Αγγλία, Α.Ι.), η επα­νά­στα­ση του 1648 μόνο την εξέ­γερ­ση των Ολλαν­δών ενά­ντια στην Ισπα­νία» (Neue Rheinische Zeitung, 15 ‑12–1848. Στο: Καρλ Μαρξ, Για τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση. Εκδό­σεις «Εξά­ντας», σελ. 23).

και ο γαλ­λι­κός αντι-προτεσταντισμός

Στη Γαλ­λία έγι­ναν άλλα πράγ­μα­τα. Εκεί η καλ­βι­νι­στι­κή μειο­νό­τη­τα κατα­πνί­γη­κε το 1685, προ­σχώ­ρη­σε στον καθο­λι­κι­σμό ή εξο­ρί­στη­κε η απλώς δολο­φο­νή­θη­κε, όπως στη «Νύχτα του Αγί­ου Βαρ­θο­λο­μαί­ου» (1572) με το γνω­στό απο­τέ­λε­σμα της φυγής χιλιά­δων Γάλ­λων προ­τε­στα­ντών (οι Ουγε­νό­τοι) προς βορ­ρά. Με την ανά­κλη­ση του ’Εδι­κτου της Νάντης το 1685, που είχε εκδο­θεί το 1598 και εξα­σφά­λι­ζε στους καλ­βι­νι­στές της Γαλ­λί­ας ίσα πολι­τι­κά και θρη­σκευ­τι­κά δικαιώ­μα­τα, ο Λου­δο­βί­κος ΙΔ’ ολο­κλή­ρω­σε τις πολι­τι­κές και θρη­σκευ­τι­κές διώ­ξεις των προ­τε­στα­ντών που από το 1620 αυξά­νο­νταν όλο και περισ­σό­τε­ρο. Μετά την ανά­κλη­ση αυτή εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες Ουγε­νό­τοι εγκα­τέ­λει­ψαν τη Γαλ­λία, κατα­φεύ­γο­ντας και στις Κάτω Χώρες. Η Ολλαν­δία είχε ανταλ­λά­ξει το 1667 με την Αγγλία τη Νέα Υόρ­κη (τότε Νέο Άμστερ­νταμ) για το νοτιο­α­με­ρι­κα­νι­κό Σου­ρι­νάμ και ουκ ολί­γοι Γάλ­λοι προ­τε­στά­ντες πήγαν από την Ολλαν­δία στο Σου­ρι­νάμ για να δοκι­μά­σουν την τύχη τους στις εκεί φυτείες.

Στο τρί­το μέρος θα στα­θού­με κυρί­ως στις από­ψεις και ανα­λύ­σεις του Γερ­μα­νού φιλό­σο­φου Μαξ Βέμπερ (1864–1920) που περι­λαμ­βά­νο­νται στη μελέ­τη του Η προ­τε­στα­ντι­κή ηθι­κή και το πνεύ­μα του καπι­τα­λι­σμού (Εκδό­σεις «Γκού­τεν­μπεργκ», 1984), αλλά και θα δού­με ορι­σμέ­νες από­ψεις ακό­μα του Φρί­ντριχ Ένγκελς (1820–1895).

(Συνε­χί­ζε­ται)

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ (Α’ ΜΕΡΟΣ)

_______________________________________________________________________________________________________

Άννεκε Ιωαννάτου, Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο